Το Λεωφορείο (Νικαριά)


Τον έπιασε η αγωνία, μπας και είχε πάρει ο άλλος το νοικιασμένο αυτοκινητάκι, που παράτησε, όπως συμφώνησαν, με το κλειδί του κάτω απ’ το πατάκι. Έτσι έκανε κάθε φορά που κατέβαινε στο νησί για λίγες μέρες, να «δουλέψει» απομονωμένος, έτσι έλεγε, έτσι ήτανε, Θα μου δώσεις ένα αμάξι, Να σου δώκω, Πόσο θα μου πάρεις, Έ, δώσε ότι καταλαβαίνεις, Καλά, και του ‘δινε ότι καταλάβαινε. Δεν τον συναντούσε, ούτε που το ‘παιρνε  έξω απ’ τ’ αεροδρόμιο, ούτε που τ’ άφηνε με τα λεφτά και το κλειδί στο ίδιο σημείο. Ανέβαζε το κόστος κάπως το καλοκαίρι, έπεφτε το χειμώνα, κι οι δυο τους έμεναν ευχαριστημένοι, μια φορά συναντήθηκαν σ’ ένα πανηγύρι, Ο κύριος Τάδε, Μάαστα, του λόγου σου είσαι ο κύριος Δείνα, Ναι, ξέρεις στο τελευταίο δε βρίσκω, πώς στρέφουν τα καθρεφτάκια, Μήπως το ξέρω γω, ψάξε λίγο, θα το βρεις.

Δεν το ‘χε πάρει τ’ αμαξάκι, ανέπνευσε, γύρισε σπίτι  μουρμουρίζοντας, Πίσω Γιάννη ‘μ τα καράβια,  ν’ ανάψει φωτιά, να ψάξει αν έχει τίποτα για φαΐ, Λαπά πάλι γαμώτο μου, ν’ ανοίξει παράθυρα, το νερό, ουφ…Δε θα προσγειωθεί το αεροπλάνο, η ομίχλη καταλαβαίνετε, τι να καταλάβουνε που σε κάθε πτήση τύχαινε και κάτι, να λαχταράνε αν θα ‘ρθει, αν θα προσγειωθεί, αν θ’ απογειωθεί κι αν θα βρεθούν στη Σκιάθο, όπως την προηγούμενη, αντί στου Βενιζέλου, αν θα χοροπηδάει στην προσγείωση, ξενόγλωσσος ο πιλότος, τον είδαν να βγαίνει κίτρινος και τρέμοντας περισσότερο απ’ τους ίδιους, την άλλη μέρα σκοτεινός ο ουρανός μα όχι τόσο, συγύρισε πάλι το σπίτι, έκλεισε παράθυρα, ψυγείο, ρεύμα, έφυγε ξεχνώντας την μπαλκονόπορτα, επέστρεψε βλαστημώντας, ξαναγύρισε μετά να κλείσει την αποθηκούλα, μόνο τα κλάματα δεν έβαλε, έφτασε κάποτε στο αεροδρόμιο, πλησίαζε η ώρα να ρθει το ρημάδι, Φτύσε τον κόρφο σου βλάκα, μη βρίζεις αεροπλάνα και πλοία χαμένε, έβρισε τον εαυτό του, ο μισός κόσμος στη τζαμαρία να κοιτάζει τον καιρό, να μη μιλάει, να ξέρεις πως όλοι σκέπτονται και υπολογίζουν αν θα προσγειωθεί, ο άλλος μισός να κάνει τον αδιάφορο, μα κι αυτοί το ίδιο σκέπτονταν, άτυχο το νησί τους φέτος, απ’ τη μία με το πλοίο που σταμάτησε να κάνει το δρομολόγιο στο ένα απ’ τα δυο λιμάνια, απ’ την άλλη η καινούργια εταιρία με τ’ αεροπλανάκια που τα ‘βλεπες κι έλεγες, Αυτό σηκώνεται στον αέρα, μη τρελαθούμε!

Δε θα προσγειωθεί σήμερα διότι… μπλα μπλα μπλα, μόνο που δεν την έφαγαν την κοπελιά, τι να ‘κανε κι αυτή, Μα εγώ φταίω για τον καιρό, θα ταξιδέψετε αύριο, ούτε ένας δε δήλωσε αυτή τη φορά, Να περάσετε να πάρετε τα χρήματά σας από κει που πήρατε το εισιτήριο, ούτε λέξη για αποζημίωση, Άι στο διάολο, κολυμπώντας έπρεπε να φύγω, πήρε το μάτι του δυο τρεις που ‘βγαιναν βιαστικά, Τι θα κάνετε, Στο πλοίο σε μιάμιση ώρα, μόλις προλαβαίνουμε με το λεωφορείο…να, εκείνος με τη φόρμα, τον είδε απέξω, Πάτε για το καράβι, πέταξε μάλλον φουρκισμένος, Φεύγουμε σε πέντε λεπτά, προλαβαίνουμε, μπήκε μέσα, Το εισιτήριο, ρώτησε, Μετά σαν φύγουμε,  Έπαιζε το κασετόφωνο γυφτοβλαχομοντέρνα του κώλου, δε στάθηκε να το σκεφτεί, αμυδρά το ‘πιασε τ’ αφτί του, η σκέψη του στ’ αυτοκινητάκι, Το έχω αφήσει στο ίδιο μέρος, σας χρωστάω, του ‘πε στο τηλέφωνο, Δεν πειράζει την άλλη φορά….

Μιχάλη, φώναξε ο διπλανός, δε θα πεις στους μέσα να φύγουμε, άντε παλικάρι μου, Ναι Μπάρμπα Στέλιο, σε τρία λεπτά… Και θ’ αρπάξω τα μπαστούνια, σ’ αγαπάω ως τα μπούνια… το κασετόφωνο, τρέλα, ας είναι, αφαιρέθηκε πάλι να κοιτάζει, θα φωνάξει άραγες τους μέσα να φύγουνε, μια ώρα ακριβώς η διαδρομή, σε λίγο θα ‘τανε αργά, Κύριε Μιχάλη, το πλοίο…Θα προλάβετε, ξέρω γω, ήξερε αυτός, δεν ειδοποίησε κανέναν, μπήκε φύγανε επιτέλους, με το πάσο του το λεωφορείο, Παίζω γω με το μαλλάκι, μάνα μου μάτια λουλάκι… το καινούργιο πάθος, Ωχ γαμώτο πρέπει να μην ακούω, θα την πατήσω….

Μιχάλη, πάλι ο διπλανός πιο μεγάλος απ’ τον ίδιο, Ναι Μπάρμπα Στέλιο, Άνοιξε κοπέλι μου τη σακούλα δίπλα σου, Ποια απ’ όλες Μπάρμπα Στέλιο, Αυτήν την κόκκινη με την κορδελίτσα, βγάλε το πάνω πάνω δεματάκι, είναι για σένα, Τι έχει Μπάρμπα Στέλιο, Έσφαξα ένα κουνελάκι και σου ‘χω το μισό, να το τηγανίσεις για μεζέ, δεν απάντησε ο οδηγός, απασχολημένος με το κινητό που χτύπησε, ενώ με το ‘να χέρι γύριζε το τιμόνι στις ατέλειωτες στροφές και με τ’ άλλο προσπαθούσε να κουμαντάρει το κουνέλι, που ‘τανε πεσκέσι για τηγάνισμα, Μάαστα….Ναι εγώ σου ‘χω, τριάντα ευρώ απ’ τ’ αυγά, βγες στο δρόμο, σε τρία λεπτά φτάνω να σου τα δώκω….

Μπάρμπα Στέλιο να ‘σαι καλά, φρενάρισε σε δυο λεπτά, άνοιξε το παράθυρο έδωσε τα τριάντα ευρώ, σχολίασε την ποιότητα των αυγών, φύγανε, ξεκινώντας η ανηφόρα πήρε ο ίδιος τώρα τηλέφωνο, Κατέβα στη στροφή, σου ‘χω το φάκελο απ’ το ταμείο, μου τον δώκανε απ’ το περίπτερο του Θανάση, σταμάτησε κι έδωσε το φάκελο πεντακόσια μέτρα πιο πάνω, Κούκλα μου τα δυο σου μάτια, κάναν την καρδιά κομμάτια…

Και δε μου λες εσύ, απευθυνότανε στο μπρος κάθισμα η τραγιάσκα, θαρρείς πως με τούτα θα κάνεις Φωκιανό σταφύλι, δε σφάξανε, Γιατί δε θα κάνω, Γιατί το Φωκιανό δε θέλει ετοιματζίδικο πράμα, θέλει μπόλι, άκουμε μένα μια ζωή μ’ αυτά παλέω….και να ξέρεις, κάθε χρόνο το πολύ να πετάξει είκοσι πόντους βέργες, όχι δυο μέτρα, που αμολάνε αστόχαστα τούτα… Φαντάρεεε, ούρλιαζε ο Μιχάλης απ’ το κινητό, τρέχα ρε στραβάδι να πάρεις τις πατάτες, εμένα περιμένεις να τις κατεβάσω, άιντε μπράβο δε φτάνει που σου τις κουβαλάω τεμπελχανά, σταμάτησε έξω απ’ το στρατόπεδο, κουτρουβάλαγε ο σκοπός να πάρει το μεσημεριανό τους, Θα κάνουμε γιαχνί, δε σου δωσε το ρασκό ο χασάπης ο κερατάς, το πληρώσαμε χτες, άφαντο το λεωφορείο στη στροφή, Κάνε τουμπεκί  γαμώτο, το φιλότιμο και μόκο… το καινούργιο άσμα, ενώ ξεκίναγε το επόμενο τηλεφώνημα.

Φτάνω σε πέντε, αν δε σας δω στη στροφή, έφυγα, σε πέντε ακριβώς ολόκληρο τσούρμο να περιμένει με τριπλάσια μπαγκάζια, άνοιξαν μόνοι τους την πλαϊνή πόρτα, τα ‘χωσαν μέσα, ανέβηκαν, διακόσια μέτρα παρακάτω στάση, σηκώθηκε κουτσαίνοντας ο Μπάρμπα Στέλιος, Μιχάλη να πεις του Νάζιου θέλω αύριο την πάπια για τη γερόντισσά μου, να μου τη φέρεις, αλλιώς να μην περάσεις καημένε από δω, Άντε Μπάρμπα Στέλιο, άντε μπράβο… σε πενήντα μέτρα ξανά στάση, Έλα κυρ Ανέστη η σειρά σου, Καλά Μιχαλάκη, μη βιάζεσαι, μη βιάζεσαι χαρώ το, δε ξινίζει το κρασί στο τόσο, ορίστε κατεβαίνω, φύγανε, έμεινε να στοχάζεται τούτος.

Βρε γαμώ το σαν το δικό μας του Παπαρέλου τότε, ίδια κατάσταση, άρχισε να μετράει τις στάσεις, δέκα τέσσερις φορές για παραγγελίες και έξη κανονικές, τη μία για τα φάρμακα της κυρά Λένης, την επόμενη το κρασί στην ταβέρνα του Θύμιου, την Τρίτη να παραλάβει επισκευασμένο αλουμινοπαράθυρο για το τέρμα, μετά να δώσει μια σακούλα στο συνεργείο, ύστερα να παραλάβει μια κολοκύθα πελώρια κόκκινη και διό ζωντανά κοκόρια για το μαγερειό στο Τάδε, και πάει λέγοντας ο Ερμής άνετος, με το γέλιο και την ατάκα κάθε φορά, κι ενδιάμεσα τα εβδομαδιαίας αντοχής τραγούδια, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν σταμάτησε το ρημάδι, ευτυχώς είχε απορροφηθεί να φιλοσοφεί με τον κοινωνικό ρόλο του λεωφορείου, τις κουβέντες απ’ τους επιβάτες που γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους, κι ας ήτανε από διαφορετικά χωριά, τον οδηγό να συμμετέχει σχεδόν σ’ όλες τις συζητήσεις, ν’ απαντάει στα τηλεφωνήματα, να δίνει και να παίρνει μηνύματα, να παραδίδει γράμματα και σημειώματα, σακούλες, δέματα, ένα σκύλο, ένα ταψί γλυκά, τρεις πίτσες, ακόμα και… Τα προφυλακτικά σου Θοδωρή, έσκουξε και ξεράθηκε το λεωφορείο στα γέλια, ανασηκώθηκε ο δικός μας να δει το χώρο γύρω απ’ τον οδηγό, δεν τον είχε προσέξει, σαν ψιλικατζίδικο ήταν, όπως στα ταξίδια της μάνας του, πλήθος τα πάρε δώσε, τα κουλάντριζε όλα, ενώ με το ‘να χέρι οδηγούσε, με τ’ άλλο μίλαγε στο κινητό, αντάλλασσε πληροφορίες, ενημέρωνε τους επιβάτες, σχολίαζαν τα νέα, τους γάμους, τα ερωτικά του τόπου, όλα, όλα τα συζητούσαν και τούτος κεντρικό πρόσωπο να κινεί νήματα μιας επιχείρησης, με εργαλείο το ρόλο του και το όχημα που οδηγούσε, και εκτεινόταν κατά μήκος της διαδρομής η δράση, καλύπτοντας μεγάλο μέρος των κατοίκων όλων των χωριών και των οικισμών από την πρωτεύουσα του νησιού της Νότιας ακτής, στο μεγάλο λιμάνι που τρέχανε για το πλοίο της Βόρειας, προχωρούσε το λεωφορείο περνώντας δίπλα απ’ τα κατακόκκινα συνθήματα τα γραμμένα στους βράχους….

Να ρε γιατί δε δίνουν για τους δρόμους και άλλα δημόσια έργα λεφτά, να γιατί το αεροδρόμιο δεν είναι σύγχρονο, να γιατί οι κάτοικοι εδώ έχουν το ρυθμό τους και κάτι αναλλοίωτο που τους συνδέει, προχωρούσε χαρούμενο το μέσο επαφής σκορπώντας καυσαέριο, μεταφέροντας επιβάτες από δω εκεί, κουβαλώντας ψώνια, παραγγελιές, λύνοντας εκκρεμότητες, παραδίδοντας ελπίδες, ειδήσεις και διαχέοντας τραγούδια, όλοι ανταπέδιδαν μ’ ένα χαμόγελο και λόγο καλό, και …. Θα τα κάνω όλα μαντάρα, στην αγάπη μου κατάρα…Ανάθεμα, του το χάλασε πάλι με το χαζοτράγουδο, πεταχτός και τσαχπίνης ο μεταφορέας κανόνιζε παραδόσεις παραλαβές, αυτό δεν ήταν μέσο συγκοινωνίας, ήταν μέσο επικοινωνίας, καφενείο, ταχυδρομείο, παντοπωλείο, εξομολογητήριο, τύφλα να ‘χουν οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι delivery, και έστησε αυτί, επιτέλους… Δώσ’ του πέρα δώσ’ του πέρα δώσ’ του φουστανιού σου αέρα…..

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: