Αλληλεγγύη το λένε και δεν το διατυμπανίζουν

 

ΤΟ ΧΤΑΠΟΔΟΠΙΛΑΦΟ ΚΑΙ Η ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ

 

Γιαγιά έ γιαγιά, Τι θες πάλι, απάντησε απ’ την άλλη άκρη του τραπεζιού η κοτσανάτη συνοδός της δεκαπεντάχρονης καλλονής, Έλα που σε θέλω, επέμεινε η μικρή, έλα γιαγιά να σε ρωτήσω, Μα σου τα ‘χω πει όλα, από ενός χρονού δε σταμάτησες να με πρήζεις, νισάφι πια, Γιαγιά είπα πως σε θέλω εδώ, τώρα, όχι αύριο, και πήγε μουρμουρίζοντας κοντά εκατοχρονίτισσα η στητή ασπρομάλλα, πήγε δίπλα στη δισεγγονή της να τη ρωτάει εκείνη να εξηγεί τούτη όλο τρυφεράδα, Αυτή ποια είναι, Πού θες να δω παιδί μου, κατέβασε τη φωτογραφία να σου πω, ά, ετούτη δω έ, καλέ δεν την ξέρεις, είναι η γιαγιά της μάννας του Σάββα με τα κατσίκια, αυτή είναι ναι, μεσάτο δεν είναι το φόρεμά της, να δεις πόσες καρδιές είχε κάψει τούτηνά, κότσο δεν έχει τα μαλλιά της, Όλες κότσο τα ‘χουν γιαγιά και συ το ίδιο, αυστηρή η νιόβγαλτη, Καλά ντε, έ, κότσο τα κάναμε μείς τα μαλλιά μας, εσείς τ’ αφήνετε ξέπλεκα, ντροπής πράμα, Γιαγιά σώπα και μας ακούνε, πες μου για τις άλλες ποιες είναι, κι άρχισε εκείνη, φευγάτη στον πίσω χρόνο, ν’ απαριθμεί μία μία τις ομοιόμορφα ντυμένες γυναίκες της φωτογραφίας των αρχών του περασμένου αιώνα, μεσάτες, ορθόστηθες, ψηλές ίσα με τους αρσενικούς τους, πλάτες γερές, μάτια όμορφα, γεμάτα θάλασσα, νοσταλγία και υποσχέσεις, τέσσερις γενιές πίσω μα τις ήξερε όλες, τις είχε ζήσει παιδούλα και τις θυμότανε, ψηλά στον τετράμετρο τοίχο η φωτογραφία, η μόνη που στόλιζε τη μεγάλη αίθουσα του σχολείου που ‘κλεισε τελικά εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ‘πενήντα. Ετούτηνά για να καταλάβεις, απόσωσε η γιαγιά το λόγο, είναι που ‘χανε τα γουρούνια με του Χερουβή τον πεθερό κι είπεναι εκειός του δικού μου, του πάππου σου ντε, να του πάει τον κάπρο, κι ο καλός μου, παιδί πράμα ακόμα, ερώτησεν τον αφέντην του, Άμα ο κάπρος κάνει να φύγει πώς θα τόνε κρατήσω που ‘ναι τος δυνατός, Να κρατάς μια βίτσα κι άμα στρίβει την κεφαλήν του να του δίνεις μια, του ‘πεν εκείνος. Έκαμε το λοιπόν μια μέρα να πάει και μια να γυρίσει σούρνοντας ξυπόλυτος το θεριό από τον Ξυλοσύρτη στο Μαυράτο και τανάπαλι, μα σαν εμύρισε νερό ο κάπρος κάνει μια και σούρνει τον πάππο σου σβαρνώντας τον μέχρι την πηγή. Σαν επρόκοψεν όμως  η σκρόφα επήρε ρεγάλο ένα γουρουνάκι, γιατί έτσι ήτονε τότεσάς, κι ελησμόνησε το σβάρνισμα, για να ξέρεις δηλαδή, κατάλαβες, ερώτησε η ασπρομάλλα την εγγόνα της, Και τι πάει να πει «επρόκοψεν» γιαγιά, Μη μου πεις δεν κατέεις ούτε τούτοδά, έγκυος έμεινε βρε, γουρουνάκια έκανε με τον κάπρο, θα πει επρόκοψε στην ζωήν της… με την ευχή μου κόρη μου και του λόγου σου να προκόψεις … με την σειράν σου αργότερα… κι είχαν σωπάσει όλοι κι άκουγαν τη γερόντισσα να τιμά το χώρο … και… σα να ζέστανε γύρω!

Γιατί έκλεισε, ρώτησε ο σώγαμπρος, αφού στο νησί λειτουργούσαν αναλογικά με τους κατοίκους του τα περισσότερα σχολεία της χώρας, πώς κι έτσι λοιπόν, Έκλεισε σου λέω, όλων των χωριών το ένα μετά το άλλο κλείσανε από πριν τον μεγάλο πόλεμο αλλά και μετά στον εμφύλιο που ‘χαμε εδώ μέχρι το πενήντα πέντε, είχε ξεκινήσει να φεύγει ο κόσμος, αλλά τότε συμπληρώθηκε το κακό με τον κατατρεγμό και τη φτώχια, ρωτάς σα να μην ξέρεις το γιατί, τρεις φορές και πάνω ο πληθυσμός του ζούσε στην Αμερική κι αλλού, ακόμα δηλαδή πιο πολλοί ζουν έξω απ’ όσους εδώ, να, γι’ αυτό έκλεισε και τούτο, μην κοιτάς που το φροντίζουμε μείς για τον καφέ στις κηδείες, όλοι θέλουν να θάβονται δω γι’ αυτό όπου και να ‘ναι γυρίζουν πίσω σε βαθειά γεράματα, θέλουν να τους σκεπάσει χώμα που το δουλέψανε οι ίδιοι, κάμποσοι κιόλας φεύγοντας παίρνανε μαζί τους μια χούφτα γι’ αυτό το σκοπό, τώρα ξανάρχισε το ίδιο βιολί με το φευγιό, που να μη σώσουν οι αίτιοι… κι εδώ κάνουμε και τις χαρές στους γάμους, τα βαφτίσια, στο πανηγύρι τ’ Άη Γιάννη και τις μακαρονάδες καλή ώρα. Ένας ένας μίλαγε, άκουγαν οι άλλοι της συντροφιάς, πότε πότε σηκωνόταν κάποιος και βόηθαγε στο μαγεριό.

Δε ρώτησε περισσότερα ο γράφων, όχι γιατί τα γνώριζε όλα, κάθε φορά που κατέβαινε στο γυναιοκοχώρι λύσσαγε να μαθαίνει, μα δεν τέλειωναν οι ιστορίες και τ’ άγνωστα, κάθε φορά έστηνε αυτί μ’ ανοιχτό το στόμα και σήμερα έτρεξε να ζήσει από κοντά το καινούργιο, Θα κάνουμε μακαρονάδα την Κυριακή, σε χρεώσαμε δώδεκα κιλά μακαρόνια νούμερο έξη που θέλουν πάνω από δέκα λεπτά να γίνουν, τ’ άλλα δώδεκα η Θοδωρίκαινα για να ξέρεις, οι υπόλοιποι τον κιμά, τις σάλτσες, τη γίδα, αλάτια, πιπέρια, κρασί, τέτοια χρειαζούμενα… αυτά είναι τα καλύτερα, ήταν η εντολή που πήρε, Μα πώς ξέρατε πως θα ‘ρθουμε, Το ξέρουμε, δεν το ‘γραψες της Σουζάνας του Μπάρμπα Γιάννη, έ το μάθαμε και μείς και σε υπολογίσαμε, άκου πού το ξέραμε, εδώ κύριε βήχει ο ένας τρέχουν οι άλλοι… μην ξεχάσεις αύριο απόγιομα.

Πού να ξεχάσει τούτος, πήγε με την Μενεμένη, αγόρασαν τα μακαρόνια, Για την Αυτή είναι, ρώτησε στο ταμείο η κοπελιά με το κοντομάνικο, μήνα Νοέμβρη προς το τέλος του, Χάζεψε αυτός πάλι, Θα με τρελάνουν στο τέλος, μονολόγησε,  δεν τόλμησε να ρωτήσει πού το γνώριζε αφού σ’ άλλο χωριό η εκδήλωση, στην πρωτεύουσα του νησιού τα ψώνια, όλα τα παράξενα είναι φυσικά στο  νησί των γυναικών και των ανέμων, ακόμα όμως δεν το ‘χει συνηθίσει. Δεν έβλεπε φως στο σχολείο, το ‘κρυβαν οι καρυδιές απ’ τα Γερόντικα κι οι ακλάδευτες για δεκαετίες ελιές,  άργησε να πάει, τους βρήκε όλους εκεί.

Θα χάσεις τον τίτλο, του πέταξε ο Σάββας ο αρχιμάγειρας, κράταγε μια τρυπητή κουτάλα κι έξαινε εξωτερικά έναν μπόγο ορθό σ’ ένα   πελώριο τηγάνι στημένο πάνω στην κατσαρόλα που ‘βραζε νερό ν’ αχνίζει όλο το μαγεριό, με δυσκολία διέκρινε τέσσερις πέντε άντρες καθισμένους γύρω από μια κασέλα και πίνανε. Έλα κόπιασε, δεν πειράζει που άργησες, άσε το Σάββα να λέει, του πέταξε ένας, Ξέρεις ποιος είν’ αυτός, τον ρώτησε ο Μιχάλης της Έφης, ξαδέλφης της Μενεμένης, δεν τον θυμάσαι, τον ξαναρώτησε δυνατά και του ‘ρθε του αμνήμονα να τον σβερκώσει κειδά, Τον συνάντησα το πρωί στον Άγιο μ’ ένα αγγελούδι, ψέλλισε τούτος να μην ακουστεί πως δεν τον αναγνώρισε, Ά δεν τον ξέρεις, εγγόνι του είναι το μικρό με τις μπούκλες ο Αντρέας, Καλά γιατί δεν το κουρεύεις γουλί το παιδί ν’ αρσενικέψει, του ξέφυγε και κοκκίνισε πάλι απ’ την αφέλεια, Ά, δεν τον αναγνώρισες λοιπόν, συμπέρανε κείνος έξω φωνή, συγγενής σου είναι βρε, της Αργυρώς ο δεύτερος απ’ τα πέντε, δισέγγονος της Βασιλικώς της κόρης της Νικαριάς, που ‘γραψες για δαύτην στο ξόδι της σαν πάτησε τα εκατόν τρία κι αποφάσισε να μας αφήκει χρόνους, Ά, έκανε σαν χαζός τούτος πάλι, καθόσον όφειλε να τον ξέρει, Όλους πρέπει να τους θυμάμαι γαμώ το μου, ξανάπε, αφού είπα στη γυναίκα μου πως ο σωματότυπός του είναι… Ποιος είπες πως είναι, άδραξε ο Σάββας την ευκαιρία, Ο σωματότυπος είπα πως είναι ο ίδιος του αδερφού του τού Γιώργη, Άαα ο σωματότυπος, και τι ναι δηλαδής τούτονά για να ‘χουμε καλό ρώτημα, Να, άρχισε αυτός πρόθυμος να εξηγήσει μα κατάλαβε την παγίδα, Σάββα, τον απείλησε, Καλά ντε, μια κουβέντα είπα, άκου σωματότυπος, κι ανακάτευε στο καζάνι μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα ν’ ανεβαίνει ο καπνός ίσα πάνω με τους ατμούς.

Τι κάνεις εκεί και μοσχοβολάει βρήκε την ευκαιρία να γλυτώσει απ’ τις αλλεπάλληλες γκάφες, Βράζω μια γίδα που δε λέει να μαλακώσει, αυτό κάνω, Σιγά μη μου πεις πως έφερα γίδα σκληρή, δηλαδή τι ήθελες να ‘ναι η γίδα που τα ξέρεις όλα, για πρόσεχε, παρεξηγήθηκε δήθεν ο Ζαχαριάς. Και τα τζιεράκια τι τα τηγανίζετε, αδιόρθωτος ο αφελής, μακαρονάδα δε θα ‘χει αύριο, Ναι αλλά για σήμερα είπαμε να δοκιμάσουμε το μεζέ, κουρασμένοι που ‘μαστε χωρίς ένα χέρι παραπάνω, πέταξε ο Θέμης ο ταμίας του συλλόγου, Κι αυτό το θηρίο που ‘χετε δω στημένο στον ατμό τι είναι, συνέχισε απτόητος τούτος,  Χταποδοπίλαφο είναι, περίσσεψε απ’ το πανηγύρι, εξήγησε ο Σταμάτης με τη θυγατέρα δίπλα του στα μέσα και τα έξω στο Σύλλογο, να τη ρωτάνε όλοι γιατί τα ‘ξερε και τα χειριζόταν αυτή όλα, νέα και … να χαίρεσαι να τη θωρείς.

Το ‘χαμε στην κατάψυξη κι είπαμε να το συνεφέρουμε να το δοκιμάσουμε σήμερα, ολοκλήρωσε την ενημέρωση κείνη, Καλά τι θα πρωτοφάμε, χταποδοπίλαφο, πατάτες τηγανητές, τζιεράκια τηγανητά, εσείς ούτε σε γάμο να ‘τανε, αμάν με τα προεόρτια, Κάτσε τώρα κι άσε τα υπόλοιπα, ο αρχηγός, Μάγδα δώσε του ένα ποτήρι να σταματήσει να ρωτάει, φέρε του κι ένα πιρούνι, ορίστε κύριος κι άσε τις απορίες, να ‘ρχεσαι νωρίτερα να μαθαίνεις χωρίς να ρωτάς, άντε μπράβο…

Κυρίαρχος ο Σάββας της φοβερής Αντωνίτσας, ο αρχιμάγειρας που τον άκουγαν όλοι, άρχοντας του κοινόχρηστου μαγεριού και των καζανιών του συλλόγου που τ’ ανακάτευε μέσα στους ατμούς και τις φλόγες από τις πυροστιές του γκαζιού, τέσσερις φωτιές και σήμερα στη σειρά να βράζουν τη γίδα για την Πρόθεση, να τηγανίζουν τα τζιέρια και τις πατάτες, ν’ ανεβαίνουν οι τσίκνες να ξυπνάν τους παλιούς Θεούς του  νησιού, κι από κοντά να ζεσταίνουν να ξεπαγώσει το χταποδοπίλαφο, που δεν έλεγε ν’ αναλιγώσει και κινδύνευε να ξευτελίσει την μαγειρική αξιοπρέπεια του ηγέτη των κοινών εκδηλώσεων, που τον δούλευαν όλοι πλέον ενώ εκείνος ατάραχος, ηγέτης  γαρ και των υδάτων του οικισμού και περιχώρων, έξαινε τον μπόγο να μαζέψει δυο πιάτα πιλάφι με ψήγματα πλοκαμιών, να τους δείξει αυτός πως κατέει τι κάνει, στο τέλος τους έβαλε όλους να δοκιμάζουν, πάντως συνέχιζε να βράζει η κατσαρόλα τροφοδοτώντας την καταψυγμένη μάζα… ενώ η κοπελιά ταλάνιζε απτόητη την προγιαγιά της με ατέλειωτες ερωτήσεις για τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στη φωτογραφία, τη μόνη που ‘ταν κρεμασμένη κυρίαρχη κι αυτή να ομορφαίνει την μεγάλη αίθουσα των χαρών, των θρήνων, των πανηγυριών ου μην αλλά και των συνελεύσεων του χωριού.

Μπάστα πια, την σταμάτησε στο τέλος,  θέλω να πιω ένα κρασί, της ξέφυγε της εκατοχρονίτισσας, πάμε πίσω την τράβηξε απ’ το χέρι, ήθελε να κουβεντιάσει, να μάθει τα νέα για τέσσερις  πια γενιές ύστερις απ’ την ίδια, τέτοια ευκαιρία δεν είχε συχνά,  έλα παιδί μου την έσυρε με μια δύναμη που παραξένεψε τη μακρυμαλλούσα, που γκρίνιαζε γιατί έχανε τη δικιά της ευκαιρία  ν’ ακούσει για τις παλιές, και τα ‘θελε όλα να τα μαθαίνει, έτσι έπρεπε να κάνει, έτσι την καλούσε η φύση κι η ηλικία της, δεν διέφερε απ’ τη συντροφιά που κελάηδαγε στο τραπέζι μπουκέτο κοντά δέκα γυναίκες, όλες όμορφες, δίπλα η μια στην άλλη, ήμερες, θηλυκές, άνετες στο κρασί και το μεζέ, στρωμένα γύρω γύρω τα υπόλοιπα έτοιμα για την άλλη μέρα, μαζεμένοι οι άντρες στο μαγεριό, σήκωσε το ποτήρι του ένας, Άντε στην υγειά μας κι ότι το καλύτερο για τη δικιά μας, ποτέ να μην μας ξανατύχει τέτοια μάζωξη, ευχήθηκε και σήκωσαν σιωπηλοί όλοι τα ποτήρια και τ’ άδειασαν.

Έξαινε ο Σάββας το χταποδοπίλαφο, ήπιε κι εκείνος το κρασί του άσπρο πάτο, δε φάνηκε μέσα στους ατμούς κανενός το δάκρυ, η μακαρονάδα της επόμενης μέρας ήταν η παράδοση που ‘θελε όλο το χωριό μα κι οι γύρω να συνδράμουν το συνάνθρωπο στα δύσκολα σαν χτύπαγε το κακό… να συντηρήσουν το δεσμό τους γιατί έτσι είχαν μάθει από παλιά, από τότε που ήταν ελάχιστα τα απαραίτητα και τα μοιράζονταν, και συνέχισαν να το κάνουν μέχρις που λιγόστεψε το βιός ακόμα περισσότερο για κάμποσους, οπότε οι άλλοι ήξεραν να δίνουν όπως έκαναν κι οι πατεράδες τους, όπως είχαν μάθει απ’ τις μανάδες τους, γιατί είναι άνθρωποι, και τους αρέσει να μείνουν άνθρωποι…

 

Ετικέτες: ,

Ένα Σχόλιο to “Αλληλεγγύη το λένε και δεν το διατυμπανίζουν”

  1. ΣΠΥΡΟΣ Ο ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ Says:

    Υπέρτατα τυχερέ,αξιότιμε αρθρογράφε,τώρα δικαιολογείται πλήρως
    η Παπαδιαμαντική σου αφήγηση…μεταλαμβάνεις συχνότατα Ικαριώ-
    τικες συντροφιές……σού εύχομαι ολόψυχα τή βέβαιη υγεία καί μακ-
    ροημέρευση τού γνήσιου Ικαριώτη..νά μπορείς μέχρι τά βαθιά σου
    γεράματα νά χορεύεις τόν Ικαριώτικο χορό σέ Ικαριώτικες ολονυ-
    κτίες……..τυχεράκια……

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε