Αλιώρι και Off Shore (Βιβλιοπαρουσίαση Βαλαβάνη ….ποταμός)

Αλιώρι, το κονάκι των χοίρων, Παπαζήση 2009

Κυκλοφόρησε το βιβλίο Αλιώρι, το κονάκι των χοίρων, του Κακαρά από τις εκδόσεις Παπαζήση.  Μία μάλλον ευχάριστη έκπληξη από την πλευρά του συγγραφέα, αφού μας έρχεται την ίδια χρονιά με το Off Shore αγάπη μου. Η έκπληξη οφείλεται επίσης και στο τελείως διαφορετικό είδος γραφής που χρησιμοποιεί τώρα. Θυμίζουμε πως το προηγούμενο ήταν ένα σοβαρό, άκρως αναλυτικό  ΄΄Ιστόρημα Μύθου με Υλικά από Κατεδάφιση, ήτοι, Οικονομικοκοινωνικό Αφήγημα Έργων και Συνεπειών του Επάρατου Καπιταλισμού΄΄. Δηλαδή μια τομή στα της μεγαλοαστικής τάξης και τις κομπίνες της μέσω των υπεράκτιων εταιριών. Ένας ευχάριστος οδηγός να μαθαίνουμε πώς χτίζονται οι πλουτοκράτες, και να συντηρούμε την οργή δίκαιη, ερμηνεύσιμη και γιατί όχι φλογοβόλα.

Τούτο όμως το Αλιώρι είναι μια έκρηξη συναισθημάτων και καθόλου καλυπτόμενου θυμού. Κατά τον συγγραφέα είναι «Μύθος Ηδονικός, Ονειρικός, Μοβόρος». Για να κλείσουμε τη σύγκριση των βιβλίων του, ερχόμαστε όχι πολύ πίσω στο πρώτο του αυτής της σειράς, που εκδόθηκε  αρχές του ’08, δηλαδή πέρσι! Εκείνο το χαρακτηρίζει ως « Αφήγημα Μνήμης Λήθης, Άμα και Νοσταλγίας, Μύθων, Λόγου και Πράξεων». Με έντονο το ερωτικό αλλά και ιστορικό στοιχείο. Είναι, λέει ο ίδιος, μια τομή στη γενιά του και μείς βλέπουμε πράγματι, εκείνα που έζησαν όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’40 στα χωριά μας και πήραν μετά το δρόμο για την ανθρωποβόρα πόλη. Και κείνο είναι επίσης εκρηκτικό, όλο συναίσθημα και πάθος, ένας χείμαρρος που τον διαβαίνεις με μιαν ανάσα. 

Ο άνθρωπος μοιάζει να βιάζεται να πει κάποια πράγματα. Και τα λέει έξω απ’ τα δόντια, αβίαστα, όχι αστόχαστα, όχι πολύ προσεκτικά, όπως τα λέμε στον εαυτό μας, στο φίλο μας, όπως όταν βρίζουμε ή εξομολογούμαστε τον έρωτά μας, ήτοι όπως πολλοί τα σκέφτονται βαθειά μέσα τους. Και αυτή είναι η επιτυχία. Ο Κακαράς γράφει αυτά που πολλοί βιώνουμε, κάμποσα που σκεφτόμαστε και θέλουμε να συμβούν, μα δε γίνονται. Ειδικά στο τελευταίο του, που είναι και η αφορμή αυτού του σημειώματος. Και συμπληρώνουμε για το Αλιώρι.

Μια ομάδα εκτελεστών συγκροτείται και αποφασίζει να τιμωρήσει εγκληματίες, που μένουν στο απυρόβλητο. Αυτά συμβαίνουν στη φαντασία πολλών, όταν ο καθένας οργίζεται, σαν βλέπει το ανήθικο να γίνεται νομότυπο και τον εμπαίζουν με μαχαίρια, που θα φτάσουν στο κόκαλο. Έτσι προκύπτουν οι ρίμες στη λαϊκή αγορά, τα συνθήματα στο γήπεδο, και οι σοφές αναλύσεις στο καφενείο. Από κοντά έρχονται οι ομάδες αυτοδικίας, ξενερίζουν οι λαϊκοί εκδικητές των μυθιστορημάτων, και εμφανίζονται οι Ρομπέν των Δασών που μας λείψανε. Όλοι θέλουν μύχια να γίνουν «Ρυθμιστές», να εκκαθαρίσουν, να εφαρμόσουν το δίκιο μοβόρικα και χαμογελώντας. Να ‘χαμε, λέει, τη ρομφαία, να ‘ταν τα μάτια μας στιλέτα, να ‘ταν και η οργή μας μαγνήτης και καταβόθρα για το κακό και το άδικο! Μα…αλλού είναι η λύση, το ξέρουμε όλοι, το ξέρει κι αυτός.

Ο συγγραφέας  ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα και την οργή με όπλο το απίθανο και προσεγγίζοντας το θέμα με μαύρο χιούμορ. Αποδυναμώνει έτσι το κείμενο από το αποτρόπαιο, απομακρύνει το υλοποιήσιμο. Λύση δεν προτείνει, εξάλλου η γοητεία της αυτοδικίας προσκρούει στο παράνομο, το εφαρμόσιμο στην υπερβολή. Τελικά ξενερίζει η ουτοπία της τρομοκρατίας, εμφανίζεται εκείνο το Μουσείο Δακρύων και αυτό είναι το μήνυμα.

 Το Αλιώρι επομένως  -που δεν είναι παρά ο χοιροκουμάς, δηλαδή το γουρνοστάσι της κοινωνίας μας εδώ, το πιο ακάθαρτο κομμάτι της – εξακολουθεί να ζει, να βασιλεύει και να βρωμίζει.

                          Ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη

        στην παρουσίαση των βιβλίων του Αντώνη Κακαρά

                    OFF SHORE ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ και ΑΛΙΩΡΙ

 

                                                     Στοά του Βιβλίου, 19.01.2010

 

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Έχω την τιμή, σχεδόν δύο χρόνια από την παρουσίαση του πρώτου ιδιόμορφου αφηγήματος του Αντώνη Κακαρά Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεε, να με έχει συμπεριλάβει στην ομάδα παρουσίασης του δεύτερου και τρίτου βιβλίου, που επιδεικνύοντας μια φοβερή παραγωγικότητα έγραψε μέσα στα δύο τελευταία χρόνια κλείνοντας μια, κατά βάση αυτοβιογραφική, ενίοτε όμως και μυθοπλαστική, τριλογία.

Θα το θεωρούσα τιμή μου, ακόμα κι αν δεν ήξερα προσωπικά τον Αντώνη και τη στάση ζωής του, αν είχα μια τέτοια πρόσκληση και από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα που δε θα δίσταζε να αυτοσυστηθεί στο κοινό του με λόγια όπως: «Δοκιμάστηκε με αμφίβολα αποτελέσματα ως αξιωματικός του ναυτικού επί 28 χρόνια (ενάμισι απ’  αυτά στη φυλακή επί δικτατορίας και δύο ακόμα απ’  αυτά περιδιαβάζοντας περίλυπος, καθότι απότακτος). Στη συνέχεια και επί μία περιπετειώδη δεκαετία σταδιοδρόμησε ασυγκράτητος – και με εκπληκτική αποτυχία – ως μεγαλοστέλεχος ναυτιλιακής εταιρίας. Διαθέτοντας επομένως σαδομαζοχιστικές τάσεις… έγινε Διδάκτορας των Πολιτικών Επιστημών στα εξήντα του και περνάει τον καιρό του διδάσκοντας σε πανεπιστημιακή σχολή στη Χίο, γράφοντας εργασίες και βιβλία  και χρησιμοποιούμενος ως ομιλητής δεξιά και αριστερά.» Ή που δε θα δίσταζε επίσης να ευχαριστήσει θερμά τη γυναίκα του επειδή δεχόταν να της διαβάζει δυνατά ό,τι έγραφε – αν και με ανταλλάγματα, όπως να της κουβαλά τη σιδερώστρα  από δωμάτιο σε δωμάτιο – και επειδή υπήρξε καλή ακροάτρια: Ακούγοντας τον ενώ έλυνε το σταυρόλεξο ή το sudoku της, αργά ή γρήγορα την έπαιρνε ο ύπνος. Ομολογώ ωστόσο ότι μέχρι στιγμής δεν είχα την τύχη να συναντήσω κάποιον άλλο συγγραφέα που να ανταποκρίνεται σε μια τέτοια περιγραφή.

Οι ρίζες του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας, του Off Shore αγάπη μου, βρίσκονται στο Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεε. Εκεί πρωτοσυναντούμε το μελλοντικό εφοπλιστή-κεντρικό πρόσωπο στο δεύτερο βιβλίο, τον Γρηγόρη, 15χρονο ακόμα μαθητή στη δικτατορία, μαθητή ταυτόχρονα σε ιδιωτικά μαθήματα της γυναίκας του Γρίβα Καραβά (δηλ. του αφηγητή-alter ego του Αντώνη Κακαρά) και μέλος του παράνομου «Ρήγα Φεραίου» να απειλεί τον εφοπλιστή παππού του πως όταν κληρονομήσει τα καράβια της οικογένειας θα τα παραχωρήσει «στο Κόμμα», δηλ. στη συγκεκριμένη περίπτωση στο ΚΚΕεσωτ.

Ως προς τη ζωή του πραγματικού ήρωα της τριλογίας, το δεύτερο βιβλίο ξεκινά από εκεί που τον αφήσαμε στο πρώτο, αποστρατευμένο – αυτή τη φορά οριστικά – από το Πολεμικό Ναυτικό, να δέχεται πρόταση, ενώ έβαζε παλούκια στ’  αμπέλια του, ν΄ αναλάβει επικεφαλής ναυτιλιακής εταιρείας στον Πειραιά-μέλους του ομίλου εταιρειών που διηύθυνε από τις ΗΠΑ  ο Γρηγόρης. Ο οποίος στο διάστημα των χρόνων που έχουν μεσολαβήσει, είχε καταφέρει να αποστερήσει όχι μόνο το ΚΚΕεσωτ. από την υπεσχημένη προοπτική μετατροπής του σε εφοπλιστική Holding Company, αλλά και τις επτά μικρές και μεγάλες γυναίκες της οικογένειας του από τις μετοχές τους στα οικογενειακά καράβια.

Το γεγονός ότι η ισόβια προστασία των γυναικών ήταν ο βασικός όρος δέσμευσης στον παππού του προκειμένου 20χρονος ακόμα ν’ αναλάβει τη διεύθυνση των τυχών της εφοπλιστικής οικογένειας, δε στάθηκε αρκετό για να τον αποθαρρύνει από το εγχείρημα   – μέσα από ένα κόλπο γκρόσο, μια τετράπτυχη απάτη: Απέναντι στην Τράπεζα, που κατάφερε να της φάει «νομότυπα» μεγάλο μέρος των δανείων του σε συνθήκες κρίσης της ναυλαγοράς. Απέναντι στους ναυλωτές των καραβιών, κλέβοντας σε κάθε ταξίδι μέρος του φορτίου του βασικού του γκαζάδικου. Απέναντι σε ασφαλιστικές εταιρίες, χάρη σε μια φωτιά σε καράβι του και σ’ ένα άλλο που εξώκοιλε. Και απέναντι στις, από άποψη ιδιοκτησίας τουλάχιστον,  εφοπλιστίνες του σογιού του, τη μάνα του, τη γιαγιά του, την αδερφή του, τη θεία του και τις τρεις ξαδέρφες του, που στο τέλος του κόλπου βρέθηκαν με μετοχές σε ναυτιλιακές εταιρίες χωρίς καράβια, ενώ αυτός είχε μετατραπεί σε ιδιοκτήτη καραβιών κατ’  αποκλειστικότητα. Με αποτέλεσμα τα εξασφαλισμένα μέχρι τότε, ως μερίσματα, μηνιάτικα των γυναικών, με τα οποία υποστήριζαν έναν ανέμελο τρόπο ζωής, χωρίς εργασία και με αποκλειστική απασχόληση στα ενδιαφέροντα της καθεμιάς τους – από ινδική φιλοσοφία, γκουρού-εραστές και κοινόβια στην Ινδία η θεία του μέχρι φιλανθρωπίες και το μπουκάλι του αλκοόλ η μάνα του και εμπορία και χρήση ναρκωτικών οι δύο τουλάχιστον απ’  τις ξαδέρφες του – να μετατραπούν σε μηνιάτικο δάνειο. Το οποίο άρχισε να σωρεύει χρέη στους λογαριασμούς των πρώην εφοπλιστίνων, για την αποπληρωμή των οποίων ο Γρηγόρης τους προσέφερε μόνο μια διέξοδο: Να του πουλήσουν τα μερίδια τους στα οικογενειακά ακίνητα σε τιμές κάτω από τις αντικειμενικές…

Μέχρι εδώ, συμπεριλαμβανομένων και των, τραγικής κατάληξης, δικαστικών και άλλων περιπετειών μεταξύ του Γρηγόρη, πρώην διευθυντικών στελεχών του και των γυναικών της οικογένειας του, συμπεριλαμβανόμενων και των ερωτικών του περιπετειών, θα μπορούσαν ν΄ αποτελέσουν υλικό για περισσότερα από ένα επικά αφηγήματα. Ανάλογα με αυτά που κατά καιρούς γράφονται για τις διάφορες ελληνο-διεθνείς δυναστείες ως βιβλία ή ως δημοσιεύματα στις κουτσομπολίστικες και όχι μόνο εφημερίδες. 

            Χωρίς να έχω την πρόθεση να υποτιμήσω τη μορφωτική και διδακτική αξία για τις λαϊκές μάζες τέτοιων εξιστορήσεων, ιδιαίτερα της «χλίδας», σύμφωνα με τον όρο του συγγραφέα, της ζωής κάποιων λίγων ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης, μαζικής ανεργίας και καταστροφής της ζωής των πολλών, ο τίτλος κιόλας του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας προϊδεάζει για το περιεχόμενο του. Για το γεγονός ότι δεν πρόκειται για άλλη μια σάγκα με τα πάθη, τους πόθους, τα βάσανα και τη μυθική ζωή της, έστω μικρομεσαίας, ελληνο-διεθνούς οικονομικής ολιγαρχίας. Το βιβλίο αποτελεί στην πραγματικότητα μια μελέτη in vivo, ένα case study, όπως θα έλεγαν στις Σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων: Για το πώς λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο ο θεσμός των Off Shore εταιριών και των Trust, έτσι ώστε όχι μόνο να απαλλάσσονται οι ιδιοκτήτες τους από φόρους στο ελληνικό δημόσιο – πράγμα που έτσι κι αλλιώς στην περίπτωση του εφοπλιστικού κεφάλαιου το πετυχαίνουν με τις «σημαίες ευκαιρίας». Αλλά κυρίως για τη δημιουργία ενός απροσπέλαστου από τα ελεγκτικά, νομικά, ένδικα και άλλα μέσα και μηχανισμούς, ελληνικούς και διεθνείς, «Μανδύα», σύμφωνα με την ορολογία του συγγραφέα. Πίσω απ’  αυτόν γίνεται δυνατόν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες όχι μόνο να γλυτώνουν τις φυλακές για δραστηριότητες εγκληματικότερες απ’  αυτές των συνήθων τροφίμων τους, αλλά και το «νόμιμο» να εξισώνεται με το «ηθικό», σύμφωνα με την κλασική πλέον ρήση του συμπατριώτη μου πρώην υπουργού- ιδιοκτήτη Off Shore.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο «Μανδύας» είναι εκεί που «κρύβουν τις περιουσίες, τις εταιρείες, τα χρήματα τους, οτιδήποτε έχουν σε κινητά και ακίνητα, σπίτια, χωράφια, οικόπεδα, κότερα, εταιρίες, λογαριασμούς, νησιά, πύργους, μετοχές, πλοία, τύψεις… Μόνο έτσι αισθάνονται ότι είναι θωρακισμένοι από κάθε διεκδίκηση τρίτων, όπως κατ΄ αρχήν οι συγγενείς τους, οι εχθροί τους, οι φίλοι τους και ανέρχονται αλώβητοι από παρανομίες, φορολογίες, από τις δυσκολίες που παρεμβάλλουν για τους κοινούς θνητούς και τους άλλους πολίτες οι νόμοι κάθε κράτους. Αυτοί είναι υπεράνω των νόμων ή μάλλον τους προσαρμόζουν έτσι ώστε να μη χρειάζονται να τους παραβιάσουν.» Γύρω από τους εκμαυλιστές στο επίκεντρο του «Μανδύα» ξετυλίγονται οι συνήθεις δραστηριότητες του «μαύρου» δημόσιου και ιδιωτικού χρήματος ώστε να εξυπηρετούνται τα άμεσα συμφέροντα τους μέσω εκμαυλισμένων και εκμαυλιζόμενων.

            Είναι φανερό ότι ο Αντώνης Κακαράς βρέθηκε μπροστά σε ένα συγγραφικό δίλημμα: Στην κατοχή του περιήλθε ένα τεράστιο – και άχρηστο πλέον σε οποιονδήποτε άλλο – αρχείο με την πολύχρονη αλληλογραφία ανάμεσα στο Γρηγόρη και το σόι του, προσωπική και ένδικη. Όταν αποφάσισε να το αξιοποιήσει συγγραφικά σε συνδυασμό με τη συνολικά δεκάχρονη εμπειρία του στο χώρο, ταλαντεύτηκε ανάμεσα στο να δουλέψει κυρίως ως ερευνητής, κάνοντας κάτι ανάλογο  με τη δουλειά του με τα κατά καιρούς «απαλλοτριωμένα»  αρχεία του Πολεμικού Ναυτικού,  που μετά τη συγγραφή του Διδακτορικού του δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη.  Ή να τα χρησιμοποιήσει ως πρώτη ύλη μυθοπλασίας για ένα κανονικό μυθιστόρημα. Αποτέλεσμα της ταλάντευσης είναι το υβριδικό ιστόρημα Off Shore αγάπη μου – μια διασταύρωση ανάμεσα στα δύο είδη. Στην ολοζώντανη, σπαρταριστή, ακατάπαυστα διανθισμένη με σκαμπρόζικες παροιμίες και στιχάκια, λαχανιαστή, χωρίς τελείες, παύλες και μεγάλες ανάσες, μορφή του ιδιόμορφου, καθαρά προφορικού ιδιώματος στο οποίο γράφει.

            Ο Αντώνης αποτυπώνει μια, τεκμηριωμένη και από τα γραπτά κατάλοιπα, «φέτα» μέσα στο χρόνο από τη ζωή και τις τύχες μιας εφοπλιστικής οικογένειας και των ανθρώπων που δούλευαν γι΄ αυτή – και συγχρόνως μιας ολόκληρης τάξης την εποχή της πιο άκρατης χρηματοπιστωτικής κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και της προετοιμασίας, με προάγγελο μικρότερες, της μεγάλης κρίσης. Οι ήρωες του δεν αποτελούν ωστόσο «τύπους» ανθρώπους, δεν είναι αρχετυπικοί για την τάξη που αντιπροσωπεύουν: Αποτυπώνονται πραγματικοί άνθρωποι, με σάρκα και οστά. Ο συγγραφέας επιχειρεί όμως να τους αποδώσει σε διαπλοκή με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα, τις στάσεις ζωής και τις συμπεριφορές τους, πιστεύω κυρίως από τη σκοπιά της παρακάτω χαρακτηριστικής παραγράφου του: «Οι επιστολές που ανταλλάσσει ο Γρηγόρης με τη μητέρα του προκαλούν κλυδωνισμούς στις πλοιοκτήτριες εταιρείες και τα γραφεία διαχείρισης τους, κλείνουν επιχειρήσεις και ανοίγουν άλλες, αλλάζουν ποσοστά μετόχων και πωλούν ή αγοράζουν πλοία, άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους κι άλλοι προσλαμβάνονται αλλού. Πίσω από κάθε σοβαρή αλλαγή με θετικές ή αρνητικές καταλήξεις θα βρει κανείς αιτίες που έχουν τη ρίζα τους όχι μόνο στις συνθήκες της αγοράς, αλλά και σε κάποιο ενδοοικογενειακό γεγονός των μετόχων.»

            Έτσι ο Γρηγόρης που αναδύεται μέσα από τις σελίδες δεν είναι «απλώς» ένας διεθνής απατεώνας ή ένας τυπικός μικρομεσαίος εφοπλιστής με φιλοδοξίες να γίνει μικρός Ανιέλι ή ένας άνθρωπος που κυριαρχείται πέρα απ’  το λογικό από την απληστία της τάξης του με αποτέλεσμα να αποξενωθεί πλήρως από την οικογένεια του και καταστρέφοντας οικονομικά τις γυναίκες της να προετοιμάσει τη δική του οικονομική και προσωπική καταστροφή.  Ούτε είναι μόνο ο καπιταλιστής που κατά καιρούς ενδιαφέρεται για τα αδέσποτα σκυλιά περισσότερο από τους ανθρώπους που έχει στη δούλεψη του και ζει κρατώντας όλους σε απόσταση: Στη δίνη του ανελέητου οικονομικού αγώνα που έχει προκαλέσει δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να εμπιστευτεί. Είναι ένας άνθρωπος βαθύτατα αντιφατικός, τυραννισμένος απ’  ό,τι διαρκώς ψάχνει και δε βρίσκει, με έντονα αναπτυγμένη την ταξική του συνείδηση. Πράγμα που ωστόσο δεν τον εμποδίζει, ίσως και υπό την ανάμνηση της αριστερής εφηβείας του, να διατηρεί μια επίγνωση για τη ζωή που ξετυλίγεται γύρω του ευρύτερη απ’  αυτή που κανονικά επιτρέπει η απομόνωση στους γυάλινους πύργους τους των συνηθέστερων  εκπροσώπων της τάξης του.

Είναι αυτός ο Γρηγόρης, για παράδειγμα, που εξηγεί στο Κοννέκτικατ στον φιλοξενούμενο του Γρίβα Καραβά γιατί η αστυνομία  τον σταμάτησε έξω απ’  το σπίτι του: Επειδή βάδιζε πεζός και δεν τον είχαν ξαναδεί… «Ήταν δουλειά τους να σταματούν κάθε εισβολέα, κανείς δεν ανησυχούσε για το σπίτι του εκεί, η αστυνομία υπήρχε για την προστασία αυτουνών και μόνο, ποτέ δεν είχε καταγγελθεί κλοπή και πολύ περισσότερο φόνος, αισθάνονταν και ήταν ασφαλείς. Του εξήγησε ο ίδιος ο Γρηγόρης πως η αστυνομία είναι δική τους, ανήκει στους εκλεκτούς, τους λίγους που στήριζαν το σύστημα, αυτοί οι ίδιοι ήταν το σύστημα. Τι τα θες, Γρίβα, δεν πα να ‘κανες εσύ φυλακή, για μένα μπήκες μέσα, για μένα δουλεύεις και συ και τόσοι άλλοι, για μένα έκανε ότι έκανε στην Ελλάδα κι ο Καραχάλιος και η χούντα, μου το’ πε ο ίδιος σα με χαστούκιζε τότε  με τις μπογιές που γεμίσαμε συνθήματα το προάστιο σαν ήταν να ΄ρθει ο Πατακός…»

Κι όταν ο Γρηγόρης ξεναγεί τον Γρίβα στη Νέα Υόρκη, του δείχνει το πραγματικό πρόσωπο της Αμερικής: «Ο Γρίβας απόρησε που σερβίριζαν ηλικιωμένες γυναίκες, Δεν τους φτάνει η σύνταξη, κατάλαβες, αυτό είναι το πραγματικό πρόσωπο της Αμερικής, όχι εκείνο που δείχνουν τα έργα, τη βλέπεις αυτή, είναι πάνω από εβδομήντα και σερβίρει ούτε ξέρω πόσες ώρες όρθια…Να στο Μπρονξ, στο Χάρλεμ, σε συνοικίες σαν και τούτη να δεις που ζουν οι μαύροι, οι Νοτιοαμερικανοί, οι Κινέζοι, οι ομοφυλόφιλοι, κοίτα τα σκουπίδια, τα πετάνε απ’  τα μπαλκόνια, ο δήμος δεν πλησιάζει σ΄ αυτές τις συνοικίες, ρεύμα, τηλέφωνο δεν υπάρχουν, κανείς δεν πληρώνει ενοίκια, κοινόχρηστα, φόρους, άρα είναι μια περιοχή που υπάρχει πραγματική ελευθερία για όποιους μπορούν να επιβιώσουν και αυτοί είναι οι συμμορίες και οι οικογένειες τους, βάρδα μη χαλάσει τ’  αμάξι, βλέπεις πως το κοιτάνε, αν σου τελειώσει η βενζίνη ξεχνάς το αυτοκίνητο και είσαι τυχερός αν γλυτώσεις, Γιατί κάποια κτήριο έχουν χτισμένα παράθυρα και πόρτες, Προτιμούν να τα κλείνουν χτίζοντας τα παρά να τα ενοικιάζουν γιατί τότε ούτε πληρώνουν νοίκια ούτε βγαίνουν από μέσα, εδώ ζουν κάμποσα εκατομμύρια, ένας Θεός ξέρει πως.» Είναι επίσης ο Γρηγόρης, που έχει πάρει και αμερικάνικη υπηκοότητα, αυτός που βρίζει τους Αμερικανούς: «Άει στο διάολο οι αποικιοκράτες, οι καπιταλίστες του κερατά, Αμερικάνοι φονιάδες των λαών, κοίτα μην τα επαναλάβεις πουθενά αυτά που λέω, θα με χτίσουνε, θα μου στείλουνε την εφορία και ξέρεις, εδώ δεν αστειεύονται αυτοί, τους μαφιόζους τους βάζανε μέσα όχι γιατί σκοτώνανε σειρά στα εστιατόρια τους ή μπροστά σε κινηματογράφους, αλλά για φοροδιαφυγή…»

Τα κουστούμια στα ηθικά διλήμματα που μπαίνουν δεν είναι άσπρο-μαύρο. Ο Γρηγόρης, που αντιπροσωπεύει την εργαζόμενη επιχειρηματικότητα και δουλεύει σε φρενήρεις ρυθμούς κάνοντας, σύμφωνα με το συγγραφέα,  μέσα σε μια ώρα όσα κάνουν άλλοι σε μια ζωή, ληστεύει τις γυναίκες της οικογένειας του με ηθική δικαιολόγηση το βάσιμο γεγονός ότι δεν είναι εργαζόμενες και διάγουν βίο παρασιτικό. Σε ποιον ανήκει τελικά ο σωρευμένος, στους κόλπους των Off Shore και των Trust, πλούτος; Στο εργαζόμενο κεφάλαιο ή στο παρασιτικό; Στο βασικό μέτοχο που ασκεί και διευθυντική λειτουργία ή στους μετόχους που εισπράττουν μερίσματα αποξενωμένοι από το διευθυντικό δικαίωμα; Τι συνιστά  τελικά κλοπή – με ή χωρίς εισαγωγικά – και τι όχι;

Ο Γρίβας δίνει στο βιβλίο τη δική του άποψη: «Όσο για το δίκαιο, πιστεύω ότι θα ήταν καλά αυτή η περιουσία να πάει στα χέρια αυτών που δούλεψαν για να φτιαχτεί. Δηλαδή των ναυτικών που με τους ναύλους δώσανε την ευκαιρία στον παππού του Γρηγόρη και τους κατιόντες του ν΄ αγοράσουν οικόπεδα, να χτίσουν σπίτια και βίλες και να ζουν ποικιλοτρόπως. Παράλληλα θα ‘πρεπε ένα σημαντικό μέρος να καλύψει τις οφειλές σε συνεργεία, τροφοδότες, επισκευαστές, πράκτορες σε λιμάνια, ναυπηγεία και άλλους πολλούς, όπου χρωστούσαν τα πλοία που άρπαξαν οι δανειοδότριες τράπεζες. Εάν περίσσευε κάτι θα  μπορούσε να μοιραστεί στους κληρονόμους και διεκδικητές.» Όπως του λέει όμως και ο φίλος και κουμπάρος του, κρητικός δικηγόρος, χαρακτηρίζοντας τον «ονειροπαρμένο» και με αναφορά στο γεγονός ότι κάποτε ο ίδιος κουβαλούσε καφάσια στη λαχαναγορά, «που ακούστηκε τέτοια ρύθμιση, τότε τα καφάσια θα τα κουβαλάγανε οι εφοπλιστές, όχι εμείς»…

Κάπου σ’  αυτή την ονειροφαντασιά ή σε κάποια άλλη παρεμφερή ή στην εισαγωγική ρήση του συγγραφέα στο δεύτερο βιβλίο ότι «η εκδίκηση ως μέσο αποκατάστασης της αδικίας είναι φαί των θεών που τρώγεται κρύο, κάποιοι όμως προτείνουν να σπρώχνονται τα πράγματα ώστε να μην παρακρυώσει το φαί», βρίσκεται η αφετηρία για το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας Αλιώρι, το κονάκι των χοίρων. Σ΄ αυτό ο συγγραφέας, καλού-κακού και για λόγους που θα καταλάβετε αμέσως παρακάτω και για την περίπτωση ίδρυσης, στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αστυνομίας σκέψης που ίσως κι αυτή τη στιγμή να είναι εδώ στην παρουσίαση ανάμεσα μας, εμφανίζεται με ένα δεύτερο alter ego του, τον Ασπρομάλλη ή Συμεών. Και συναντά αρκετούς από τους φίλους του από τα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας – απ’  το χωριό του, απ’  το Πολεμικό και απ’  το Εμπορικό Ναυτικό, απ’  τον κάποτε εφοπλιστικό όμιλο, απ’  τους ασυμπίεστους (παρανόμι του για τους κομμουνιστές ή για κάποιους απ’  αυτούς) – στους κόλπους ενός όνειρου που είδε και αφηγείται στη γυναίκα του. [Ενώ εκείνη ζητάει ανταλλάγματα από τις δουλειές του σπιτιού, λύνει sudoku και αργά ή γρήγορα αποκοιμιέται, όπως ξέρουμε ήδη].

Σ΄ αυτό το βιβλίο, με υπότιτλο «μύθος ηδονικός, ονειρικός, μοβόρικος», τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση κατά τον γνωστό τρόπο των ενόπλων οργανώσεων: Μέσω της δράσης μιας διεθνοποιημένης οργάνωσης «ρυθμιστών», που παρεμβαίνει για να αποκαταστήσει με πράξεις «συλλογικής» αυτοδικίας την παραβίαση των κανόνων  λειτουργίας της φύσης και της κοινωνίας. Διεθνοποιημένης, γιατί μέλη της είναι κάποιοι Έλληνες που στα προηγούμενα βιβλία έχουν ήδη πεθάνει και κάποιοι μετανάστες, άντρες και γυναίκες, στην Ελλάδα, μια πολυεθνική πανσπερμία απ’  όσους στα προηγούμενα βιβλία δεν έχουν όνομα και φωνή, ενώ εδώ αποκτούν. Μόνο που αυτουργός της παραβίασης είναι ένα ολόκληρο σύστημα, ο καπιταλισμός, ενώ οι «ρυθμιζόμενοι» απλώς διακριτοί εκπρόσωποι των τεσσάρων πυλώνων του και των διαφόρων μηχανισμών και τομέων λειτουργίας του. Κι ένα ολόκληρο σύστημα δε σταματά να λειτουργεί επειδή «ρυθμίστηκαν», έστω με τρόπο παραδειγματικό για τους υπόλοιπους, καμιά 40αριά εκπρόσωποι του – τόσες περίπου είναι οι δολοφονίες στο τρίτο βιβλίο. 

Ο στόχος έχει ήδη περιγραφεί στο δεύτερο βιβλίο, η δημιουργία μιας σύγχρονης ΟΠΛΑ,  «καθαρής», με την έννοια ότι η δράση της δε θα εκπίπτει σε οποιαδήποτε περίπτωση σε αυτοδικίες για προσωπικούς λόγους. Όμως η ΟΠΛΑ έδρασε καθαρά συμπληρωματικά στους κόλπους ενός τεράστιου μαζικού πολιτικού κινήματος αντίστασης, με μια ισχυρή ένοπλη πτέρυγα, έναν ολόκληρο άτακτο στρατό. Ενώ μετά από ένα χρόνο δράσης οι «ρυθμιστές» διαπιστώνουν ότι απολαμβάνοντας της πλήρους συμπάθειας της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών ανθρώπων, όπως αυτή εκδηλώνεται στους «ναούς κοινωνικής συνοχής», δηλ. στα καφενεία, έχουν μετατραπεί σε εκδικητές-εκπροσώπους μιας παθητικής μάζας. Που έχοντας παραχωρήσει σ’  αυτούς μια εν λευκώ εξουσιοδότηση που κάνει περιττή, για τους εξουσιοδοτούντες, τη συμμετοχή τους σε κινήματα και μαζικές δράσεις, περιμένει απ’  αυτούς, παρακολουθώντας τις «ρυθμιστικές» δράσεις τους από την τηλεόραση και χειροκροτώντας την, να «καθαρίσουν» για τα καθημερινά δεινά από τη λειτουργία του συστήματος.

Οι «ρυθμιστές» αντιλαμβάνονται ότι η δράση τους έχει αρχίσει έτσι κι αλλιώς να εκφυλίζεται με όλο και συχνότερες πρωτοβουλιακές ή «τυχαίες» «ρυθμίσεις». Μπροστά και στο γενικότερο αδιέξοδο  αποφασίζουν να δώσουν ένα συνεπές και θεαματικό τέλος στη δράση τους, ανατιναζόμενοι ανά ένας ή ανά ερωτικό ζευγάρι μαζί με κτήρια-«ναούς» των βασικών λειτουργιών του ελληνικού καπιταλισμού. Εδώ η απογοήτευση των οπαδών τους θα μπορούσε να εκφραστεί μόνο με μια παράφραση του γνωστού περίλυπου στίχου: «Και τώρα, τι θα κάνουμε χωρίς “ρυθμιστές”;»   

            Από το τρίτο βιβλίο κρατώ ιδιαίτερα τη νοσταλγική, κρυπτογραφική αναφορά του συγγραφέα στην «παράνομη» οργανωτική και πολιτική δραστηριότητα των κομμουνιστικών πυρήνων στα στρατιωτικά σώματα, κι ιδιαίτερα στο ναυτικό, ανάμεσα στους μόνιμους αξιωματικούς κατά την περίοδο των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων – μια δράση που είχε τις ρίζες της στη ριζοσπαστικοποίηση που προκάλεσαν τα κινήματα του ναυτικού αλλά και το γενικότερο αντιδικτατορικό κίνημα των τελευταίων χρόνων. Πρόκειται για την πρώτη δημόσια, αν δεν κάνω λάθος, αναφορά. Μένει, όσο είναι ακόμα καιρός, να καταγραφεί η ιστορία της, έστω κι αν δε μπορεί ακόμα να δημοσιοποιηθεί. Και γιατί να μην αποτελέσει αυτή η καταγραφή έναν  καινούργιο τομέα δραστηριότητας για τον συγγραφέα;

Εμείς, νεαροί τότε πολίτες, που ανακατευόμασταν μόνο από την άλλη πλευρά, από τη μεριά της ανάπτυξης ανοικτής αγωνιστικής πολιτικής δραστηριότητας ανάμεσα και μέσω όσων υπηρετούσαν τη θητεία τους, μέσω της οποίας έγινε δυνατόν να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής, να νομιμοποιηθεί το διάβασμα εφημερίδων και βιβλίων μέσα στους στρατώνες και de facto η συμμετοχή ένστολων και των τριών σωμάτων στις διαδηλώσεις, ξέραμε απλώς για την ύπαρξη μιας τέτοιας δράσης ανάμεσα στους μόνιμους. Κι είχαμε γι΄ αυτή ανέκαθεν το μεγαλύτερο σεβασμό.

Ας μου επιτραπεί λοιπόν σήμερα κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο να κλείσω δημοσιοποιώντας συμβολικά τη διαμαρτυρία νεαρού φίλου μου που υπηρετεί τη θητεία του. Το Σαββατοκύριακο μου έστειλε ένα e-mail από κάποιο internet-café στον Έβρο ζητώντας μου να αναφερθώ δημόσια στη σημερινή παρουσίαση, για την οποία είχε διαβάσει κάπου,   «στις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν φαντάροι στο Δορίσκο του Έβρου», όπου μεταξύ άλλων «επειδή θεωρείται δυσμενής μετάθεση βλέπουν με το » κιάλι» την έξοδο, κάνοντας μέχρι και 15 μέρες για να βγουν από το στρατόπεδο. Και αυτό γιατί σε άλλα στρατόπεδα με πιο ευνοϊκές συνθήκες συνωστίζονται όσοι άλλαξαν με «βύσμα» μετάθεση».

Ο νεαρός μου φίλος καταγγέλλει ταυτόχρονα, ζητώντας την απόσυρση τους, βιβλία και άρθρα ιστορίας που συνάντησε στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Εκπαίδευσης του Αυλώνα το Δεκέμβριο. Όπως το ανάγνωσμα του Ταγματάρχη Ιωάννη Γεμενετζή. Που δικαιολογεί την ελληνική συμμετοχή στο ιμπεριαλιστικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία ως αναγκαίο αντάλλαγμα για την υποστήριξη από τους συμμάχους των ελληνικών «εθνικών διεκδικήσεων», αναφέρεται στην τότε κατάσταση ως μπολσεβικικό χάος, μιλά για επεκτατισμό των μπολσεβίκων προς τις θερμές θάλασσες, για «σφαγές» και «λεηλασίες» από μέρους τους σε βάρος της ελληνικής μειονότητας. Και κάνει λόγο για «διαβρωτική προπαγάνδα» και «πράκτορες των μπολσεβίκων», που «διέδιδαν μεταξύ των στρατιωτών και των ναυτών ότι τους έστειλαν να θυσιαστούν μακριά απ’  την πατρίδα τους για τα συμφέροντα των Γάλλων τραπεζιτών και βιομηχάνων.»  Ή το βιβλίο Ελληνικά φτερά στον πόλεμο της Κορέας του Πανελληνίου Συνδέσμου Βετεράνων Αεροπορίας, που εκδόθηκε με την έγκριση της ηγεσίας της Πολεμικής Αεροπορίας και απηχεί ανόθευτες τις θέσεις των ΗΠΑ για τον πόλεμο της Κορέας ως «αμυντικό» για την υπεράσπιση του Ελεύθερου Κόσμου και της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του (δικτάτορα) Σίγκμαν Ρι. Ο νεαρός μου φίλος μου ζητά, τέλος, να σας υπενθυμίσω ότι αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο Αφγανιστάν, στο Κόσοβο, στη Σομαλία και στη Βοσνία 333 Έλληνες αξιωματικοί και 1.723 μόνιμοι οπλίτες, όχι βέβαια για την υπεράσπιση της πατρίδας…

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

 

Επιτρέψτε μου να κλείσω καθόλου πρωτότυπα, παραφράζοντας τα τελευταία λόγια που είχα πει το 2008 στην παρουσίαση του πρώτου βιβλίου της τριλογίας.

«Ο Αντώνης Κακαράς έχει ήδη κυκλοφορήσει δυο έργα σημαντικά στον τομέα τους, Το πολεμικό Ναυτικό στη Δικτατορία 1967-1974 και το τρίτομο Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί στη Μεταπολεμική Ελλάδα. Σε συνδυασμό με την τόσο ζωντανή και εξίσου σημαντική, κατά βάση αυτοβιογραφική αλλά και μυθοπλαστική του τριλογία, μπορούμε να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε πλέον τον κύριο ρόλο του. Όχι μηχανικού ή αξιωματικού, αλλά αυτόν που του απένειμαν σχεδόν μισό αιώνα πριν στα καψόνια των πρωτοετών της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων: Ρόλο δραγάτη στα αμπέλια της πιο πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας, με αφηγήματα μνήμης, λήθης, άρα και νοσταλγίας μύθων, λόγου και πράξεων, να διώχνει εκείνους που ανέξοδα και από σχετικά ασφαλή πλέον χρονική απόσταση επιχειρούν με τέτοιο πάθος, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, την αναθεώρηση της.»

Ένα Σχόλιο to “Αλιώρι και Off Shore (Βιβλιοπαρουσίαση Βαλαβάνη ….ποταμός)”

  1. ΣΑΚΑΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Says:

    Μετά το Αλιώρι, αυτα που μένουν, είναι:
    -η συγγραφική ειλικρίνεια, σε ένα μύθο πολιτικό, ουτοπικό, αλλά και απόλυτα ενδιαφέροντα καθ’ ότι νεοελληνικό, για τη νεα ΟΠΛΑ (όπως αναφέρει η Βαλαβάνη, δεν κλέβω), που αντιστρατεύεται πλαστές συναινέσεις, που γίνονται αποδεκτές μέσω των ΜΜΕ, των ΜΚΟ και των demek ασυμβίβαστων αλλά «συμπιεσμένων» συμπολιτών μας από τα λαϊκά δικαστήρια των καφενείων, της λαϊκής αγοράς και του κάθε μεσημεριανού οικογενειακού γεύματος,
    -οι περιπλοκές της χρήσης της γλώσσας, με τις μακρές περιόδους, σαν τις σεκάνς του Αγγελόπουλου, που ανεβάζουν τις απαιτήσεις για εγρήγορση (δικαιολογώ τη σύζυγο που αποκοιμάται στα test-drive), αφού πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να χάνει υπονοούμενα. Άλλωστε, οι αφυπνιστικές slang ατάκες αυτό εξυπηρετούν: «Φίλε οδηγέ, ευτυχώς δε βλέπεις ταινία στο STAR, το βιβλίο ρουφιέται, μασουλιέται, διαβάζεται, ξαναδιαβάζεται, μελετάται, εσύ διαλέγεις. Αν έχασες το μίτο, πάμε το όνειρο Σημεών από πιο πίσω». Απόδειξη ότι ο γράφων (ή συγγραφέας κε Αρχιπλοίαρχε, επιτέλους;) δεν έγραψε τόσο «εύκολα», όπως φαίνεται από πρώτη άποψη. Έγραψε, τεχνικώς, δύσκολα και με σίγουρο πνευματικό κόπο.
    -η πρωτοτυπία, για τα ελληνικά δεδομένα, του αξιοπρεπούς θυμού. Μακάρι να διαβαστεί από τους λαϊκούς άρχοντες των «κέντρων συνοχής», κατά τον συγγραφέα, και να φέρνει καρπούς, όχι απαραίτητα πιο κοντά κάποια επανάσταση (μπορεί να διαβαστεί από κάθε άνθρωπο, που μπορεί να δηλώνει σαν τον Κακαρά: «στα παιδιά μου, να ζουν αντρόπιαστα»), αλλά την εσωτερική άρση (δεν είμαι χριστιανός, ούτε κάτι άλλο). Τη δύναμη στη γιαγιά που κατεθλίβη, γιατι «αυτός παιδάκι μου έβαλε το γιο μου στην Αστυνομία, γιατί τον σκοτώσατε».
    -η έκπληξη (και το σχόλιο αφορά το συγγραφέα προσωπικά): Πού το’ κρυβες καλέ μου άνθρωπε, τόσο σαράκι, τόσο θυμό και τόσο πνεύμα (ασυμβίβαστο με μακροχρόνια υπηρεσία στο στρατό), όλα αυτά τα χρόνια. Όχι δυο, εφτά χρόνια έπρεπε να σε φυλακίσουν στη Χουντα, αν ήξεραν το 1/10 των μετέπειτα σκέψεών σου, να μην πω θα σε μνημονεύαμε και θα σου καταθέταμε και στεφάνι, ο ΥΕΘΑ με όλους τους τύπους. Γενναίο, όχι για ένστολο, αλλά για 65άρη, που μορφοποιεί ασυμπίεστες εμπειρίες και τις κάνει συμβουλές. Δες γύρω-γύρω τόση υποταγή. Αυτός ο πρώην που γράφει για το Λένιν και το Φλωράκη με τα μικρά τους, σαν να έχει ζήσει τις εφηβικές σκανταλιές όλων μας, ο άλλος που τον ξέχασε ο Χάρος (ή οι Ρυθμιστές) ή μήπως του «γρατσούνισε» και αυτού την ευαισθησία με κανένα δείπνο ή κι ο εθνικός συνθέτης, αγναντεύει πια την Ακρόπολη από κοντά αναμένοντας να ξανατυπωθεί σε τηλεκάρτα ή μια ακόμη αφιερωμένη βδομάδα από το Μέγαρο, όπου 100άδες απλοί οικογενειάρχες θα προστρέξουν να εκστασιαστούν με τις αιθέριες νέες του όπερες.
    ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ κε ΚΑΚΑΡΑ. Μόνο μουσείο δακρύων φτιάξαμε χρόνια τώρα. Ως πότε;
    Ευχη και κατάρα σου δίνω:
    να διαβαστείς από όσο το δυνατόν πιο πολλούς!

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην ΣΑΚΑΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Ακύρωση απάντησης