Off shore αγάπη μου και Αλιώρι (βιβλιοπαρουσίαση Δελαστίκ και Παπαοικονόμου)

Off Shore αγάπη μου
Έργα και ημέρες της φαμίλιας «D»: Ιστόρημα μύθου με υλικά από κατεδάφιση (Οικονομικοκοινωνικό αφήγημα έργων και συνεπειών του επάρατου καπιταλισμού)
(Παπαζήσης, 2008)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΑΣΤΙΚ (Δημοσιογράφος)

Γιώργος Δελαστίκ:   Αυτή η ομάδα παρουσίασης των βιβλίων του Αντώνη Κακαρά έχει μία ιδιομορφία. Έχει δύο ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να μιλήσουν και έχουν και τις γνώσεις και το έργο να μιλήσουν για την ουσία των βιβλίων και ένα άτομο σαν και μένα, ο οποίος εδώ είμαι επιλεγμένος μη εκλεγμένος εκπρόσωπος του κοινού. Δηλαδή είμαι απλώς ένας αναγνώστης. Δεν μπορώ να σας πω εγώ τίποτα παραπάνω και ούτε έχω κάτι παραπάνω από εσάς, από το ότι είμαι ένας αναγνώστης αυτών των δύο βιβλίων πριν τα διαβάσετε εσείς πιθανότατα. Και όχι βέβαιο και αυτό.

Υπό αυτό το πρίσμα και μόνο, νομίζω ότι είναι δύο βιβλία που πρώτον αξίζουν τον κόπο να τα διαβάσει κανένας και δεύτερον είναι μικρά βιβλία. Άμα τα δεις στο τέλος, κανένα τους δεν έχει το ρημάδι happy and, για όποιον είναι, ας πούμε, έτσι με προοδευτικές ιδέες, που θα ήθελε μια αλλαγή της κοινωνίας, μια δικαιοσύνη.

Το πρώτο βιβλίο, το Off Shore είναι ένα βιβλίο το οποίο πραγματικά δίνει από τα μέσα πάρα πολλά πράγματα του εφοπλιστικού κεφαλαίου της Ελλάδας. Είναι έτσι γραμμένο, που είναι σχεδόν σαν ένα χρονικό, σαν ένα χρονικό μιας φαμίλιας. Διαλεγμένα φυσικά τα περιστατικά , υποθέτω. Ένα εξαιρετικά ιδιόμορφο προσωπικό στυλ ‘’γραφής’’ , που το ‘’γραφής’’ μόνο σε εισαγωγικά μπορεί να μπει. Δηλαδή εγώ όσο διάβαζα αυτά τα βιβλία, ήταν σαν να είχα τον συγγραφέα απέναντι μου και να μου διηγείται. Είναι βιβλία, εγώ θα τα έλεγα … Ξέρετε δεν είναι λογοτεχνικοί όροι αυτοί, αλλά είναι βιβλίο της παρέας. ‘Κάτσε να σου πω αδερφέ τι γίνεται’ αυτό είναι το βιβλίο. Το στυλ αυτό όσο και να είναι ιδιόμορφο και φαντάζομαι μπορεί να κάνει και κάποιους από λογοτεχνικής πλευράς να αισθάνονται δύσκολα ή και να ανατριχιάζουν. Και εμένα μου φάνηκε στην αρχή λίγο δύσκολο να το συνηθίσω.

Ταχύτατα εξελίσσεται, σε μία άμεση σχέση αφηγητή που ακούει τον άλλον, να του λέει πράγματα που θα ήθελε να τ’ ακούσει, που όλο και έχουν πάρει τα αυτιά του αποσπασματικά κάτι, αλλά πρώτη φορά τα βλέπει να εξελίσσονται στην ολότητα τους. Και επειδή συνήθως εύκολα καταλαβαίνεις, ότι αυτό το βιβλίο δεν έχει και πολύ ιστορία. Δηλαδή έχει ατελείωτα περιστατικά, αλλά σιγά σιγά αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι τα περιστατικά στα λέει ο συγγραφέας, στα διηγείται σαν χρονικό, όχι γιατί τον νοιάζουν το καθένα αυτό καθαυτό επί πολύ. Αρχίζει σιγά σιγά και χωρίς να βρίσκεις τον έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, σε μπάζει σε αυτόν τον κόσμο της εφοπλιστικής αστικής τάξης.

Εκεί βλέπεις επί της ουσίας τι γίνεται με το παιχνίδι του πλούτου και της εξουσίας. Σιγά σιγά διαπιστώνεις ότι, δεν μπορεί καμία απολύτως σχέση, μεταξύ όσων ανήκουν στην τάξη αυτή, να διατηρηθεί αλώβητη, όταν τίθεται στην δοκιμασία του πλούτου κυρίως και της εξουσίας δευτερευόντως μερικές φορές, κυριαρχικά ορισμένες άλλες. Υπό αυτό το πρίσμα ξέρετε το βιβλίο με συγκλόνισε. Γιατί κατόρθωσε να δείξει με έναν τρόπο, που εκεί που άκουγα και χάζευα, ας πούμε, διαβάζοντας δηλαδή σαν να άκουγα τον συγγραφέα, συνειδητοποιούσα στο τέλος ότι άρχιζα να ανατριχιάζω, να τσιτώνομαι, να μην μπορώ να συμπαθήσω κανέναν από όσους έπαιζαν στο έργο. Και ταυτόχρονα σε αυτό το έργο να μην υπάρχει κανένας καλός, γιατί αυτός που σε μια στιγμή φαινότανε ριγμένος και πήγαινες – με την δική μας …, των λαϊκών ανθρώπων την προσέγγιση – να χαρίσεις ένα κομμάτι συμπάθειας, ένα κάτι τις, ‘Κοίτα ρε γαμώτο τι έπαθε’, εκεί έβλεπες ξαφνικά ότι ήταν και αυτός ένα αγρίμι, που περίμενε τη σειρά του, την ευκαιρία για να κατασπαράξει τον άλλον.

Όταν διαβάσει κανείς το βιβλίο και το διαβάσει έτσι όχι αφήνοντας το πολλές φορές αλλά δίνοντας χρόνο για να μπει στο πνεύμα του, το λέω γιατί είναι και μεγαλούτσικο το βιβλίο αυτό και θέλει όμως να διαβαστεί πραγματικά έτσι συνέχεια, να σε βάλει στο κλίμα. Αρχίζεις και διαπιστώνεις ότι πουθενά καμία καταστροφή που χτυπάει αυτούς τους ανθρώπους, τους πρωταγωνιστές, αυτούς που συμμετέχουν στο έργο, δεν σε αγγίζει. Δεν σε αγγίζει και σένα. Βλέπεις ότι δεν υπάρχει επίσης κάθαρση. Αυτοκτονεί ας πούμε ο πρωταγωνιστής. Διαπιστώνεις ότι δεν αισθάνεσαι πόνο για αυτό που έγινε. Δεν είναι happy and με μία έννοια πολιτική.

Επίσης αυτομάτως βλέπεις ότι, όσο και εάν κάποιος ηττάται και φτάνει στο κατώτερο σκαλοπάτι, θα χάσει όσα έχει αφού έχει κατασπαράξει τους γύρω του. Θα χάσει τη ζωή του. Διαπιστώνεις ότι ακόμα αμφισβητείται και το αν ήταν παιδί ή δεν ήταν παιδί αυτού του αρχηγού της δυναστείας. Διαπιστώνεις ότι, αυτοί που διαμοιράζονται τα ιμάτιά του είναι ίδιοι και χειρότεροι. Το σύστημα αναπαράγεται. Δεν είναι κάθαρση αυτό που γίνεται. Δεν έχει νόημα η προσωπική κάθαρση, διότι κάθε καταστροφή οδηγεί σε αναπαραγωγή του συστήματος, σε πολλαπλασιασμό των ανθρώπων, σε άλλους κύκλους, ίδιους.

Αυτό κατά την γνώμη μου συνιστά και σε ένα άλλο επίπεδο- πέρα από την εξαιρετική εισήγηση της Νάντιας που ακούστηκε και σας παρουσίασε πραγματικά θαυμάσια τα δύο βιβλία, και οφείλω να το ομολογήσω αυτό ως απλός αναγνώστης των βιβλίων- οδηγεί και στη βάση της οργής του δευτέρου βιβλίου, στο Κονάκι των χοίρων, που είναι ταυτόχρονα και το αδιέξοδο. Βλέπεις απέναντι σου έναν εχθρό ο οποίος αναπαράγεται σαν Λερναία Ύδρα. Θες να τον φας, γίνεσαι ήρωας, γίνεσαι τιμωρός, εκδικητής, το ένα, το άλλο και διαπιστώνεις ότι, ξανά είσαι ηθοποιός πάνω σε μια σκηνή με ένα τεράστιο πλήθος που κοιτάει και που σε παρακολουθεί, χωρίς να κάνει τίποτα. Καφενείο, καναπές – ότι θέλετε πέστε το – δεν είναι όμως η μέθοδος εκείνη η οποία συνεγείρει τον κόσμο, δεν είναι εκείνη που δίνει ελπίδα, που δίνει ιδανικά.

Και αυτό το οποίο μένει και από τα δύο βιβλία, είναι μία σκληρή πραγματικότητα, ένα αδιέξοδο, και εάν θέλαμε να κάνουμε και ισολογισμό, ένα τεράστιο απόθεμα ανεκπλήρωτης οργής. Κοινωνικής οργής. Αυτό σου γεννάει. Και υπό αυτό το πρίσμα νομίζω ότι αντανακλά άριστα, το τι γίνεται σήμερα στην κοινωνία μας. Μια κοινωνία όπου αισθανόμαστε ότι μας πιάνουνε από δέκα μεριές, από το λαιμό, από τα χέρια, από τα πόδια, μας πατάνε τη μούρη κάτω, αισθανόμαστε ότι ακόμα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, όλοι κάτι θέλουμε, αλλά δεν κινείται κάτι που να μας ενεργοποιήσει όλους και ταυτόχρονα όλοι, καταλαβαίνουμε ότι έτσι, παρόλο που φαίνονται πανίσχυροι οι σαν τον Γρηγόρη, σαν τον οποιοδήποτε ήρωα του βιβλίου, ξέρουμε ότι κάποια στιγμή αυτό, δε θα μπορέσει να κρατήσει.

Όμως τα βιβλία προσθέτουν σε αυτήν την κοινωνική οργή που μας διακατέχει, προσθέτουν και σε ‘κείνο το κοινό των λίγο περισσότερο διανοουμένων ίσως, που θα τα διαβάσουν. Δε μας δίνουν την απάντηση, την οποία είμαι βέβαιος ότι ο συγγραφέας, όπως και όλοι μας, την περιμένουμε από εκείνη την στιγμή που θα έρθει η μεγάλη κοινωνική φουρτούνα. Μια φουρτούνα που όλοι ξέρουμε ότι θα έρθει, όλοι λέμε ότι, δεν μπορεί ρε παιδί μου, αλλά που όσο καθόμαστε και απλώς αγναντεύουμε τον ορίζοντα, μην τυχόν και φανούν τα κύματα από το βάθος, δεν θα τη δούμε ποτέ.

Αν δεν μπούμε στη θάλασσα, στον ωκεανό, με τις βάρκες, με τα πλοία, με αυτά, δεν υπάρχει περίπτωση να γνωρίσουμε εκείνη την φουρτούνα που φέρνει τα πάνω κάτω και οδηγεί σε μια ζωή, που πιστεύω ότι πάρα πολλοί από όσους είναι εδώ μέσα και φυσικά πάνω από όλους ο συγγραφέας, την ονειρεύονται.

Αυτό αποτέλεσε και την αιτία να γνωρίσω από κοντά τον άνθρωπο Κακαρά που, ανεξάρτητα από τα χαρίσματα ή τις ελλείψεις  των βιβλίων του, αναδείχνεται μια απ’ τις σπάνιες πια, σημαδούρες όπου μπορούμε να δέσουμε με σιγουριά τις ταλαιπωρημένες από τον ορυμαγδό της εποχής βάρκες μας. Για να μιλήσω με την γλώσσα της άλλης του, της κύριας υπόστασης του υψηλόβαθμου στελέχους του Π.Ν.  Ο Α.Κ., στητός, ακατάβλητος κι απροσκύνητος ένας ιφιφανής άνδρας, μας υπενθυμίζει τις αξίες που τείνουν να εξαφανιστούν ακόμη και σα μουσειακό είδος. Το θάρρος, η αντρειοσύνη, η ηθική, τίμια στάση της προοδευτικής παράταξης απέναντι στους γραικύλους και τους προσκυνημένους. Εξάλλου αυτή η πολιτική σπουδαία αλήθεια, σαν κρυφό υπόγειο ρυάκι διατρέχει και δροσίζει το ιστόρημά του οδηγώντας στη μεγάλη θάλασσα της πανανθρώπινης απελευθέρωσης.

Γιώργος Δελαστίκ:   Αυτή η ομάδα παρουσίασης των βιβλίων του Αντώνη Κακαρά έχει μία ιδιομορφία. Έχει δύο ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να μιλήσουν και έχουν και τις γνώσεις και το έργο να μιλήσουν για την ουσία των βιβλίων και ένα άτομο σαν και μένα, ο οποίος εδώ είμαι επιλεγμένος μη εκλεγμένος εκπρόσωπος του κοινού. Δηλαδή είμαι απλώς ένας αναγνώστης. Δεν μπορώ να σας πω εγώ τίποτα παραπάνω και ούτε έχω κάτι παραπάνω από εσάς, από το ότι είμαι ένας αναγνώστης αυτών των δύο βιβλίων πριν τα διαβάσετε εσείς πιθανότατα. Και όχι βέβαιο και αυτό.

Υπό αυτό το πρίσμα και μόνο, νομίζω ότι είναι δύο βιβλία που πρώτον αξίζουν τον κόπο να τα διαβάσει κανένας και δεύτερον είναι μικρά βιβλία. Άμα τα δεις στο τέλος, κανένα τους δεν έχει το ρημάδι happy and, για όποιον είναι, ας πούμε, έτσι με προοδευτικές ιδέες, που θα ήθελε μια αλλαγή της κοινωνίας, μια δικαιοσύνη.

Το πρώτο βιβλίο, το Off Shore είναι ένα βιβλίο το οποίο πραγματικά δίνει από τα μέσα πάρα πολλά πράγματα του εφοπλιστικού κεφαλαίου της Ελλάδας. Είναι έτσι γραμμένο, που είναι σχεδόν σαν ένα χρονικό, σαν ένα χρονικό μιας φαμίλιας. Διαλεγμένα φυσικά τα περιστατικά , υποθέτω. Ένα εξαιρετικά ιδιόμορφο προσωπικό στυλ ‘’γραφής’’ , που το ‘’γραφής’’ μόνο σε εισαγωγικά μπορεί να μπει. Δηλαδή εγώ όσο διάβαζα αυτά τα βιβλία, ήταν σαν να είχα τον συγγραφέα απέναντι μου και να μου διηγείται. Είναι βιβλία, εγώ θα τα έλεγα … Ξέρετε δεν είναι λογοτεχνικοί όροι αυτοί, αλλά είναι βιβλίο της παρέας. ‘Κάτσε να σου πω αδερφέ τι γίνεται’ αυτό είναι το βιβλίο. Το στυλ αυτό όσο και να είναι ιδιόμορφο και φαντάζομαι μπορεί να κάνει και κάποιους από λογοτεχνικής πλευράς να αισθάνονται δύσκολα ή και να ανατριχιάζουν. Και εμένα μου φάνηκε στην αρχή λίγο δύσκολο να το συνηθίσω.

Ταχύτατα εξελίσσεται, σε μία άμεση σχέση αφηγητή που ακούει τον άλλον, να του λέει πράγματα που θα ήθελε να τ’ ακούσει, που όλο και έχουν πάρει τα αυτιά του αποσπασματικά κάτι, αλλά πρώτη φορά τα βλέπει να εξελίσσονται στην ολότητα τους. Και επειδή συνήθως εύκολα καταλαβαίνεις, ότι αυτό το βιβλίο δεν έχει και πολύ ιστορία. Δηλαδή έχει ατελείωτα περιστατικά, αλλά σιγά σιγά αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι τα περιστατικά στα λέει ο συγγραφέας, στα διηγείται σαν χρονικό, όχι γιατί τον νοιάζουν το καθένα αυτό καθαυτό επί πολύ. Αρχίζει σιγά σιγά και χωρίς να βρίσκεις τον έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, σε μπάζει σε αυτόν τον κόσμο της εφοπλιστικής αστικής τάξης.

Εκεί βλέπεις επί της ουσίας τι γίνεται με το παιχνίδι του πλούτου και της εξουσίας. Σιγά σιγά διαπιστώνεις ότι, δεν μπορεί καμία απολύτως σχέση, μεταξύ όσων ανήκουν στην τάξη αυτή, να διατηρηθεί αλώβητη, όταν τίθεται στην δοκιμασία του πλούτου κυρίως και της εξουσίας δευτερευόντως μερικές φορές, κυριαρχικά ορισμένες άλλες. Υπό αυτό το πρίσμα ξέρετε το βιβλίο με συγκλόνισε. Γιατί κατόρθωσε να δείξει με έναν τρόπο, που εκεί που άκουγα και χάζευα, ας πούμε, διαβάζοντας δηλαδή σαν να άκουγα τον συγγραφέα, συνειδητοποιούσα στο τέλος ότι άρχιζα να ανατριχιάζω, να τσιτώνομαι, να μην μπορώ να συμπαθήσω κανέναν από όσους έπαιζαν στο έργο. Και ταυτόχρονα σε αυτό το έργο να μην υπάρχει κανένας καλός, γιατί αυτός που σε μια στιγμή φαινότανε ριγμένος και πήγαινες – με την δική μας …, των λαϊκών ανθρώπων την προσέγγιση – να χαρίσεις ένα κομμάτι συμπάθειας, ένα κάτι τις, ‘Κοίτα ρε γαμώτο τι έπαθε’, εκεί έβλεπες ξαφνικά ότι ήταν και αυτός ένα αγρίμι, που περίμενε τη σειρά του, την ευκαιρία για να κατασπαράξει τον άλλον.

Όταν διαβάσει κανείς το βιβλίο και το διαβάσει έτσι όχι αφήνοντας το πολλές φορές αλλά δίνοντας χρόνο για να μπει στο πνεύμα του, το λέω γιατί είναι και μεγαλούτσικο το βιβλίο αυτό και θέλει όμως να διαβαστεί πραγματικά έτσι συνέχεια, να σε βάλει στο κλίμα. Αρχίζεις και διαπιστώνεις ότι πουθενά καμία καταστροφή που χτυπάει αυτούς τους ανθρώπους, τους πρωταγωνιστές, αυτούς που συμμετέχουν στο έργο, δεν σε αγγίζει. Δεν σε αγγίζει και σένα. Βλέπεις ότι δεν υπάρχει επίσης κάθαρση. Αυτοκτονεί ας πούμε ο πρωταγωνιστής. Διαπιστώνεις ότι δεν αισθάνεσαι πόνο για αυτό που έγινε. Δεν είναι happy and με μία έννοια πολιτική.

Επίσης αυτομάτως βλέπεις ότι, όσο και εάν κάποιος ηττάται και φτάνει στο κατώτερο σκαλοπάτι, θα χάσει όσα έχει αφού έχει κατασπαράξει τους γύρω του. Θα χάσει τη ζωή του. Διαπιστώνεις ότι ακόμα αμφισβητείται και το αν ήταν παιδί ή δεν ήταν παιδί αυτού του αρχηγού της δυναστείας. Διαπιστώνεις ότι, αυτοί που διαμοιράζονται τα ιμάτιά του είναι ίδιοι και χειρότεροι. Το σύστημα αναπαράγεται. Δεν είναι κάθαρση αυτό που γίνεται. Δεν έχει νόημα η προσωπική κάθαρση, διότι κάθε καταστροφή οδηγεί σε αναπαραγωγή του συστήματος, σε πολλαπλασιασμό των ανθρώπων, σε άλλους κύκλους, ίδιους.

Αυτό κατά την γνώμη μου συνιστά και σε ένα άλλο επίπεδο- πέρα από την εξαιρετική εισήγηση της Νάντιας που ακούστηκε και σας παρουσίασε πραγματικά θαυμάσια τα δύο βιβλία, και οφείλω να το ομολογήσω αυτό ως απλός αναγνώστης των βιβλίων- οδηγεί και στη βάση της οργής του δευτέρου βιβλίου, στο Κονάκι των χοίρων, που είναι ταυτόχρονα και το αδιέξοδο. Βλέπεις απέναντι σου έναν εχθρό ο οποίος αναπαράγεται σαν Λερναία Ύδρα. Θες να τον φας, γίνεσαι ήρωας, γίνεσαι τιμωρός, εκδικητής, το ένα, το άλλο και διαπιστώνεις ότι, ξανά είσαι ηθοποιός πάνω σε μια σκηνή με ένα τεράστιο πλήθος που κοιτάει και που σε παρακολουθεί, χωρίς να κάνει τίποτα. Καφενείο, καναπές – ότι θέλετε πέστε το – δεν είναι όμως η μέθοδος εκείνη η οποία συνεγείρει τον κόσμο, δεν είναι εκείνη που δίνει ελπίδα, που δίνει ιδανικά.

Και αυτό το οποίο μένει και από τα δύο βιβλία, είναι μία σκληρή πραγματικότητα, ένα αδιέξοδο, και εάν θέλαμε να κάνουμε και ισολογισμό, ένα τεράστιο απόθεμα ανεκπλήρωτης οργής. Κοινωνικής οργής. Αυτό σου γεννάει. Και υπό αυτό το πρίσμα νομίζω ότι αντανακλά άριστα, το τι γίνεται σήμερα στην κοινωνία μας. Μια κοινωνία όπου αισθανόμαστε ότι μας πιάνουνε από δέκα μεριές, από το λαιμό, από τα χέρια, από τα πόδια, μας πατάνε τη μούρη κάτω, αισθανόμαστε ότι ακόμα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, όλοι κάτι θέλουμε, αλλά δεν κινείται κάτι που να μας ενεργοποιήσει όλους και ταυτόχρονα όλοι, καταλαβαίνουμε ότι έτσι, παρόλο που φαίνονται πανίσχυροι οι σαν τον Γρηγόρη, σαν τον οποιοδήποτε ήρωα του βιβλίου, ξέρουμε ότι κάποια στιγμή αυτό, δε θα μπορέσει να κρατήσει.

Όμως τα βιβλία προσθέτουν σε αυτήν την κοινωνική οργή που μας διακατέχει, προσθέτουν και σε ‘κείνο το κοινό των λίγο περισσότερο διανοουμένων ίσως, που θα τα διαβάσουν. Δε μας δίνουν την απάντηση, την οποία είμαι βέβαιος ότι ο συγγραφέας, όπως και όλοι μας, την περιμένουμε από εκείνη την στιγμή που θα έρθει η μεγάλη κοινωνική φουρτούνα. Μια φουρτούνα που όλοι ξέρουμε ότι θα έρθει, όλοι λέμε ότι, δεν μπορεί ρε παιδί μου, αλλά που όσο καθόμαστε και απλώς αγναντεύουμε τον ορίζοντα, μην τυχόν και φανούν τα κύματα από το βάθος, δεν θα τη δούμε ποτέ.

Αν δεν μπούμε στη θάλασσα, στον ωκεανό, με τις βάρκες, με τα πλοία, με αυτά, δεν υπάρχει περίπτωση να γνωρίσουμε εκείνη την φουρτούνα που φέρνει τα πάνω κάτω και οδηγεί σε μια ζωή, που πιστεύω ότι πάρα πολλοί από όσους είναι εδώ μέσα και φυσικά πάνω από όλους ο συγγραφέας, την ονειρεύονται.

 

  ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (Ποιητής, Πεζογράφος, Πρόεδρος Επιτροπής Κρίσης Νέων Μελών Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών)

 

Ένα πρώτο ξάφνιασμα περιμένει τον αναγνώστη των βιβλίων του Α.Κ., ξάφνιασμα μορφικό, αλλά και τεχνοτροπικό. Αυτό το ξάφνιασμα με συνεπήρε και μένα, όταν, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μου ως προέδρου της επιτροπής κρίσης νέων μελών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ήλθα σ’ επαφή με το έργο του συγγραφέα που παρουσιάζουμε σήμερα. Θεωρώ μεγάλη μου τιμή που οι εκδόσεις “Παπαζήση” και ο ίδιος ο δημιουργός μου ανέθεσαν μέρος της παρουσίασης  στη σημερινή  εκδήλωση. 

Αυτό αποτέλεσε και την αιτία να γνωρίσω από κοντά τον άνθρωπο Κακαρά που, ανεξάρτητα από τα χαρίσματα ή τις ελλείψεις  των βιβλίων του, αναδείχνεται μια απ’ τις σπάνιες πια, σημαδούρες όπου μπορούμε να δέσουμε με σιγουριά τις ταλαιπωρημένες από τον ορυμαγδό της εποχής βάρκες μας. Για να μιλήσω με την γλώσσα της άλλης του, της κύριας υπόστασης του υψηλόβαθμου στελέχους του Π.Ν.  Ο Α.Κ., στητός, ακατάβλητος κι απροσκύνητος, ένας ιφιφανής άνδρας, μας υπενθυμίζει τις αξίες που τείνουν να εξαφανιστούν ακόμη και σα μουσειακό είδος. Το θάρρος, η αντρειοσύνη, η ηθική, τίμια στάση της προοδευτικής παράταξης απέναντι στους γραικύλους και τους προσκυνημένους. Εξάλλου αυτή η πολιτική σπουδαία αλήθεια, σαν κρυφό υπόγειο ρυάκι διατρέχει και δροσίζει το ιστόρημά του οδηγώντας στη μεγάλη θάλασσα της πανανθρώπινης απελευθέρωσης.

Για το έργο αυτό καθαυτό να δηλώσουμε ότι:  Μορφικά μας είναι δύσκολο να το κατατάξουμε σ’ ένα συγκεκριμένο είδος, σε μια σχολή ας πούμε, μα και τεχνοτροπικά έχουμε μια δυσχέρεια ν’ αποφανθούμε για το ίδιο το περιεχόμενό του, αν πρόκειται δηλαδή για κοινωνικό μυθιστόρημα, σαρκαστική σάτιρα ή απομνημονεύματα ενός στελέχους μεγάλης ναυτιλιακής επιχείρησης. Η μορφική επιλογή της εκφοράς του λόγου, γιατί ο λόγος είναι το εργαλείο του δημιουργού, περιπλέκει ακόμα περισσότερο το όλο εγχείρημα. Ένα συμπαγές σώμα λόγου που κυλά άλλοτε αργά κι άλλοτε βίαια χωρίς ανασασμό σα το λιωμένο μέταλλο των χαλκοπτών της αρχαιότητας πριν οργανωθεί στο πρωτοκατασκευασμένο από πηλό και κερί σχήμα. Έτσι που δεν ξέρεις, από πρώτη ματιά, τι προηγείται και τι έπεται, η ζωή που κυλά αδιάσπαστα ή το καλούπι με το οποίο ο καλλιτέχνης προσπαθεί να περικλείσει τη ζωή. Αλήθεια ποιος είναι ικανός να διαχωρίσει σ’ ένα έργο αυτό που είναι υλικό ζωής (vecu) και αυτό που αποτελεί τέχνη μυθοπλασίας (mythe ulision). Στο σημείο αυτό να θυμηθούμε το μεγάλο δίδαγμα του (Romain) Rolland: Το έργο του καλλιτέχνη είναι η ζωή του και η ζωή του το έργο του. Εξωτερικά το “Off Shore” θυμίζει τις ακατανόητες για το μη ειδικό αρχαιοελληνικές επιγραφές, ή τα γραπτά του Μακρυγιάννη όπως μας τα διέσωσε και παρουσίασε ο Βλαχογιάννης ή  τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου. Μια ματιά σε σελίδες αντίστοιχων έργων θα αρκούσε για την επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης.   

 Ας έλθουμε στο ίδιο το περιεχόμενο του έργου που αποτελεί το βασικό κίνητρό του. Το γιατί γράφει και πως γράφει κάποιος, δυο ερωτήματα που συμπλέκονται αενάως μεταξύ τους και που το ένα καθορίζει το άλλο. Ο Α.Κ. είχε την τύχη-δηλητήριο (cadeau empoisone των Γάλλων) να βρεθεί αντιμέτωπος με το λαμπρό, συνάμα και σκοτεινό κόσμο των εφοπλιστών, των ναυτιλιακών πρακτόρων, των υπηρετών του χρήματος, των τραπεζών, των κραταιόσχημων και χρυσοποίκιλτων εκπροσώπων της μεγαλοαστικής τάξης μέσα απ’ τ’ αρχεία μιας εταιρίας που κάλυπτε περιόδους γένεσης, ακμής και παρακμής της, δηλαδή τη δυσοσμία, τα λαβυρινθώδη αδιέξοδα, την αηδία μπροστά στα στιλπνά εξωτερικά μορφώματα των μηχανισμών του κέρδους. Η καταρράκωση κάθε ανθρωπιστικής συμπεριφοράς, μη εξαιρουμένης της μητρικής αγάπης θυσιασμένης χωρίς αιδώ στο βωμό του κέρδους, του πλούτου του κόσμου της εργασίας, κλεμμένου από μια ισχνή δράκα χρυσοκανθάρων υποχρέωσαν τον συγγραφέα, σαν μόνη διέξοδο μιας συντριπτικής οργής, να ξεδώσει, να ξεθυμάνει να εκδικηθεί όλη αυτή την παρασιτική ψώρα στο μαχόμενο της ανθρωπότητας σώμα. Γιατί ο Α.Κ. είναι ένας οργισμένος άνθρωπος όταν γράφει. Και βγήκαν το “ Όξω από τ’ αμπέλια ρεεε” το “ Off Shore ” και η συνέχειά του το “Αλιώρι”. Μια τριλογία που ξετυλίγει μπροστά μας την ασυδοσία της μεγαλοαστικής τάξης.  Αυτά όλα καθόρισαν και το πως γράφτηκε αυτό το έργο. Σαρκαστικός, επικριτικός, μα και βαθιά αυστηρός ο Α.Κ απέναντι στ’ άλυτα ζητήματα ενός κόσμου που ψυχορραγεί, μα και που αρνείται να πεθάνει, ώσπου να ‘ρθει το πλήρωμα της ελευθερίας, αυτής της σιδερένιας αναγκαιότητας που αναζωογονεί την κοινωνία ωθώντας την προς τα μπρος, προς την ιστορία του ανθρώπου αφήνοντας πίσω της την προϊστορία του.                                                                                                                   

    Όλα στο έργο κυλούν, κινούνται με το βαρύ αλλά κι ανάλαφρο βηματισμό του αμετάκλητου και του νομοτελειακού, μέσα από μια κάθαρση σε ατομικό επίπεδο των ηρώων φθοράς, αυτοκαταστροφής και συνάμα ζωογόνας ανυπότακτης ανάσας του αναγνώστη-συγγραφέα που επί τέλους λεύτερος από τα δόκανα και τις πλεκτάνες, τις απάτες και τις δολοπλοκίες, τα ψέματα και τις χάρτινες επικαλύψεις τους, στον καθαρό αγέρα της οργής μα και της γνώσης, μας καλεί να δικάσουμε μια για πάντα αυτό το λεπροκομείο συνειδήσεων. Η λύση, η κάθαρση που προτείνει ο συγγραφέας, η αυτοκτονία και στα δύο έργα είναι συμβολική. Στο “ Off Shore ” ο αυτόχειρας βασικός ήρωας που μπρος στην ανάληψη της ευθύνης της καταστροφής που σπέρνει γύρω του προτιμά τη σιωπή του θανάτου. Ένας θάνατος επιβεβλημένος από το ψυχολογικό μόρφωμα μιας ακόρεστης επιθυμίας για εξουσία πάνω στους ισχυρούς, δηλαδή μια ουτοπία γιατί δεν είχε καταλάβει πως στον “λαμπρό” του κόσμο όλα είναι αναλώσιμα και κύρια ο άνθρωπος που αποτελεί το πιο ιδιόμορφο εμπόρευμα στην κοινωνία της αγοράς, αφού μόνο αυτό μπορεί να συγκεντρώνει και συγκεντροποιεί το κεφάλαιο, την πεμπτουσία της.     Στο Αλιώρι η ματαιότητα ύπαρξης μιας μηχανής επιλεγμένων εκτελέσεων εκδίκησης, ένα είδος μυθοποιημένης 17ης Νοέμβρη, που όχι μόνο δεν αλλάζει τίποτα μα αντιθέτως θωρακίζει ένα σύστημα “αξιών” που για τη συνέχισή του ζητά αίμα όχι των επιλεγμένων επωνύμων στόχων της συμμορίας, αλλά του ανώνυμου πλήθους των εργαζομένων στα γρανάζια της σύγχρονης εξειδικευμένης εκμετάλλευσης. Μα αυτό είναι πολιτική, θα ανακράξει κάποιος καθαρόαιμος αισθητικός αναζητητής. Ναι, αυτά όλα είναι πολιτική με κεφαλαίο Π. Πολιτική που στα έργα του Α.Κ. υποβάλλει και επιβάλλει αθόρυβα την παρουσία της. Ο κινούμενος ποταμός του πύρινου λόγου  λειτουργεί σαν καθαρτήριο πυρ που ξεγυμνώνει και αποστεώνει όλη αυτή τη δομημένη σε συναλλαγές, ομόλογα, δάνεια κι απάτες κοινωνία που αντιγράφει κι αναδείχνει το ανίατο της επιδημίας της, του κέρδους και της εκμετάλλευσης.

Και η Μούσα, που είναι η Μούσα που στην τέχνη, μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων και τη μελωδεί, την ισορροπεί και τη δικαιώνει; Παντού βρίσκεται σαν ανάγκη  λύτρωσης, ρήξης με το κόσμο της άμορφης ασχήμιας, της ανατροπής όλων αυτών των μηχανισμών που τις πιο ενάρετες προθέσεις τις αλλοιώνουν στο αντίθετο τους σαν την Κίρκη που στο Αλιώρι της -το χοιροστάσι- μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε χοίρους. Ο μαγικός και τερατώδης αλλά κι αθέατος κόσμος των Off Shore και της σύγχρονης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης προβάλλει αποτρόπαιος σα μια μηχανή που ανακυκλώνει ζωές, όνειρα, κατακτήσεις. Όλα μεταβάλλονται και καταρρέουν, καταστρέφονται καταστρέφοντας κι απ’ αυτό τον κολασμένο κύκλο λυτρωμός δεν υπάρχει. Δεν χρειάζεται μεγάλος κόπος για ν’ ανακαλύψει ο υποψιασμένος αναγνώστης, μα και ο ανυποψίαστος την επιβεβαίωση των ιδεών του Μαρξ για τον παρασιτικό, ανώφελο, σάπιο τρόπο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Αυτό γίνεται ακάλυπτα πια στο Αλιώρι.                                                              

Στο έργο μας αυτή η αλήθεια δεν δηλώνεται, αποκαλύπτεται απλά χωρίς ιδιαίτερη αναζήτηση από τον αναγνώστη. Αποτελεί την κόκκινη κλωστή που διατρέχει όλες τις πράξεις και τις εσκεμμένες παραλείψεις των πρωταγωνιστών αυτού του μεγάλου θεατρικού έργου της ανθρωπότητας, που άλλοτε σα φάρσα κι άλλοτε σαν τραγωδία παίζεται στα λαμπερά και πολύβουα θέατρα των χρηματιστηρίων, των τραπεζών, των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων στα πεδία των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Σε τελευταία ανάλυση η προσφορά αυτού του βιβλίου είναι η από τα μέσα θεώρηση της παγωμένης ψυχής του σύγχρονου κεφαλαίου.                                           

  Θα μπορούσε ενδεχομένως η εταιρεία της οικογένειας να επιβιώσει επιχειρηματικά, οικονομικά, να περάσει το φλεγόμενο κανάλι της κρίσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι και η καταστροφή στον εφοπλιστικό κόσμο θα εξαλειφόταν. Το σύστημα για να συνεχίσει την ύπαρξή του θέλει και επιβάλει καταστροφή που τροφοδοτεί την χοάνη της καπιταλιστικής ανακύκλωσης που δεν εξυγιαίνει τον περιβάλλοντα οικονομικοκοινωνικό χώρο αλλά τον μολύνει περισσότερο. Ό,τι επιπλέει από τα ναυάγια της κρίσης δεν είναι υποχρεωτικά και μόνο φελλοί, είναι κυρίως βρωμιά, κατράμι και αίμα, πολλές κηλίδες αίμα, που κινούν τα ‘’ διασωθέντα ‘’ πλοία των νέων εφοπλιστικών δυνάμεων, άντε και κάποιων παλιών.          

 Αποτελεί το “ Off Shore ” περισσότερο καταγραφή αρχειακού υλικού και λιγότερο μυθιστόρημα. Ιστόρημα μύθου το ορίζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Μια καταγραφή όμως μυθοπλαστικά αναμορφωμένη με την αδέκαστη, αυστηρή, σχεδόν ψυχρή, γλώσσα ενός κριτή-δικαστή, του ίδιου του συγγραφέα, που δε διαπλέκεται με τα συμφέροντα και τις πολιτικές που κινούν τα γρανάζια του συστήματος, αλλά υπακούει σ’ έναν άγραφο ηθικό νόμο μιας πραγματικής εξέλιξης στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι την κανιβαλική αρχή “ ο θάνατος σου η ζωή μου”. Και συνιστά αυτή η αποκάλυψη έναυσμα επανάστασης για τον συγγραφέα.    

 Η πολιτική των κυβερνήσεων, άδηλη, μα πανταχού παρούσα, αξιοποιείται από τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες στον ασίγαστο ανταγωνισμό για την εξασφάλιση νέων πόρων, νέων αγορών, νέων δανειακών προνομίων. Τα εργαλεία αυτής της ατέρμονης πάλης συμφερόντων κάτω από την ομπρέλα της επίσημης πολιτικής κάλυψης είναι και παραμένουν η διαφθορά, η διαπλοκή, η απάτη. Οι πατέντες εξασφάλισης μαύρου χρήματος είναι οι εκδηλώσεις το αποτέλεσμα όλης αυτής της αναπτυξιακής λεγόμενης πολιτικής. Όλα τούτα πίσω και πέρα από τις επιφανειακές ατομικές συγκρούσεις γιατί στα καταρρέοντα πρόσωπα του “αρχείου” ο Α.Κ. δείχνει σ’ ένα απροσμέτρητο βάθος τον κόσμο που χάνεται στην αυγή του 21ου αιώνα. Αυτόν τον κόσμο που θέλουν να τον παρουσιάσουν όμορφο, ηθικό κι αγγελικά πλασμένο οι απολογητές του, ο Α.Κ. με την σκληράδα την ατσάλινη του θετικού λόγου, μ’ όλες τις σατιρικές του διανθίσεις, δικάζει τελεσίδικα. “Χωρίς καμιά ελπίδα να συγκεντρωθούμε” έγραφε ο μεγάλος αλεξανδρινός ποιητής “ για τα αλλού μην ελπίζεις” θα μπορούσε να προσθέσει εν κατακλείδι ο συγγραφέας για τον κόσμο των εφοπλιστών, των βιομηχάνων, των τραπεζών κ.λ.π. το “αλλού” είναι και παραμένει η πραγματική απελευθέρωση του ανθρώπου από τη μέγγενη της εκμετάλλευσης.

   Εν τέλει σε τι μας βοηθούν αυτά τα δύο βιβλία; Από τα γυμνασιακά μας κιόλας χρόνια έχουμε μάθει ότι το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος μας εργαλείο, όπλο θα ‘λεγα εγώ, για να πορευτούμε πιο εύκολα στα δύσβατα μονοπάτια μιας ζωής που τείνει να μετατραπεί σε Σισύφειο εφιάλτη. Αυτόν τον εφιάλτη μας βοηθάει το Off Shore και το Αλιώρι να κατανοήσουμε και να υπερβούμε. Κατανοώντας τις μεθόδους, τις απάτες, τις εγκληματικές παραλήψεις και πράξεις, τις αλλεπάλληλες κομπίνες, τις μεθοδεύσεις και τις διαπλοκές των σκοτεινών συνεργείων του μεγάλου κεφαλαίου. Κι από την κατανόηση αυτή απορρέει ένα μεγάλο δίδαγμα παλιό όσο και ο μαρξισμός: Αυτός ο κόσμος δε διορθώνεται, πρέπει ν’ αλλάξει.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: