Posts Tagged ‘ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ’

Μακρυνιώτη Σταματούλα του Ηλία (Γεννήθηκα το 1935  Αποφυλακίσθηκα το 1948)

9 Φεβρουαρίου, 2016

Σταματούλα Μακρυνιώτη- Πρέκα

 

ΓΔΑΡΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 

 

Προέρχομαι από γονείς της Αντίστασης και συνέχεια του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Πατέρας μου ήταν ο μεγάλος ήρωας και θα μείνει στη μνήμη μου ο μεγαλύτερος μάρτυρας. Επί Μεταξά εξορία, φυλακές, αυτά μου τα είπανε.

Εγώ θυμάμαι από το 42 και μετά. Τα πρώτα θανάσιμα χτυπήματα τον Απρίλη του 42 που πεθαίνει ο αδελφός μου ο Γιάννης από πνευμονία από την σκοπιά που φύλαγε για τους Ιταλούς. Κρύωσε και δεν υπήρχαν φάρμακα και γιατροί και χάσαμε 22 χρονών παλικάρι. Ο Πατέρας μου αγωνίζεται στην αντίσταση. Το σπίτι μας η γειτονιά το έλεγε Χάνι γιατί φιλοξενούσαμε όλους τους έμπορους που πέρναγαν και πουλούσαν τα νοικοκυριά τους για να ζήσουν.

Πάνω σε 8 ημέρες από το θάνατο του αδελφού μου, μας αρρωσταίνει η Σταυρούλα μας, η αδελφή μου. Γιατρός δεν υπήρχε. Μας πέθανε 21 χρονών. Ο πατέρας μου κρυμμένος, ούτε τα παιδιά του δεν μπορούσε να κλάψει. Μεγάλα χτυπήματα.

Ο Πατέρας μου, Καπετάν Άγρας, με 18 παλικάρια χτυπήσανε ένα λόχο Ιταλούς που μπαίνανε στο χωριό μας. Τους τσακίσαν. Η μάννα μου και άλλες γυναίκες κουβαλούσαν σφαίρες. Όπου φύγει φύγει οι Ιταλοί. Αλλά οι Ιταλοί για αντίποινα μετά από μια εβδομάδα έρχονται στο χωριό και καίνε 18 σπίτια με πρώτο το δικό μας. Ο πατέρας μου πολεμούσε στην μάχη της Παύλιανης, στην αντίσταση. Εκεί χάσαμε και ένα παλικάρι, τον Σπύρο Αρβανίκη.

Στο σπίτι ήμασταν η μάννα μου, εγώ και ο αδελφός μου ο Θανάσης Μακρινιώτης, παντρεμένος. Η γυναίκα του ήταν από την Κοκκινιά. Η μάννα μου ήταν άρρωστη, την βοηθήσανε οι Ιταλοί, την κατεβάσανε από το σπίτι, την πήγαν στην κορομηλιά, πιο πέρα απ’ την αυλή. Αυτοί άρχισαν κι έβαζαν σφαίρες μέσα στο αμπάρι κι’ όταν βάλαν φωτιά λες και γινόταν πόλεμος. Τα πράγματά μας όλα μέσα. Εγώ έσπρωξα το στρώμα που ήταν η μάννα μου ξαπλωμένη στο χαγιάτι, πήρα την κούκλα μου και κατέβηκα στην αυλή. Πήρα και τα πέταλα από το σιδεράδικο του αδελφού μου και τα πήγα στην αυλή. Ήμουν 7 χρονών. Με βάζουν κάπου 10 Ιταλοί στην μέση με τα όπλα στραμμένα σε μένα. «Πού είναι ο μπαμπάς σου;» με φοβέριζαν ότι θα με σκοτώσουν. «Πάει για πουρνάρια, πάει στο χωράφι», τους έλεγα εγώ. Δεν τους μαρτύρησα που ήταν.

Από αυτό το φόβο έπαθαν τα νεύρα μου. Μεσολάβησαν πολλά πράγματα αλλά δεν τα θυμάμαι όλα. Όταν ήρθε ο πατέρας μου από το βουνό που πολεμούσε, του λέει η μάννα μου,

-Δεν έχουμε τώρα και σπίτι.

-Τί στεναχωριέσαι; λέει ο πατέρας. Αυτό το σπίτι ήταν του Πατέρα μου. Εγώ θα σας φτιάξω καλύτερο.

Είχε όνειρα ο πατέρας μου αλλά δεν τον άφηναν οι φασίστες. Πήγαμε τώρα να μείνουμε στου παππού Ζαβούλα το σπίτι. Πεινούσαμε και λίγο γιατί ο πατέρας μου μοίραζε τα τρόφιμα που είχαμε εμείς στους μουσαφιρέους που έρχονταν από την πόλη και πεινούσαν. Τους φιλοξενούσαμε και τους ταΐζαμε κι έτσι έβγαλαν το σπίτι μας «Το χάνι του Μακρυνιώτη».

Από όλα αυτά γεμίζουμε ψώρα, ψείρες. Παθαίνω εγώ μόλυνση. Ο αδελφός μου ο Θανάσης ήταν αρραβωνιασμένος στην Τοπόλια. Εκεί με πήγαν γιατί είχε γιατρό. Με περιποίηση αρκετή έγινα καλά. Εκεί κάθισα κάπου ένα χρόνο. Εκεί οργανώθηκα στα αητόπουλα.

Εγώ τώρα στο σπίτι που με φιλοξενούσαν, η νύφη μου και η αδελφή της ήταν οργανωμένες στο ΕΑΜ. Μαζί με την Κούλα πηγαίνουμε σύνδεσμοι στα γύρω χωριά. Εμείς τα αητόπουλα κάναμε μάθημα στης εκκλησίας το γυναικονίτη και τραγουδούσαμε  «Είμαστε αητόπουλα και του λαού παιδιά και αρχηγό μας έχουμε το Νίκο το Σπαθιά».

Mια μέρα μας είπαν θα περάσει ο Άρης με 60 παλικάρια καβάλα στα άλογα. Σαν να τους βλέπω, τη χαρά που ένοιωσα! Από το ΕΑΜ η Κούλα ήταν ομαδάρχισσα. Κανονίσανε να απαγγείλει λίγα λόγια στον Άρη και εγώ απ’ τα αητόπουλα να προσφέρω λουλούδια. Ήρθε η σειρά μου. Του προσφέρω τα αγριολούλουδα, του λέω,

-Από τα Αητόπουλα για σένα Άρη Αρχηγέ, και χειροκροτήσανε.

Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ! Η δραστηριότητα και η εξυπνάδα που είχαν τότε τα παιδιά και η μυστικότητα ήταν το μεγαλείο που διέθεταν τα Αητόπουλα που πήραν μέρος στην Αντίσταση.

Αυτά όλα έγιναν 42-44-46.

Ο Πατέρας μου απ’ ότι θυμάμαι ή θα κρυβόταν ή θα ερχόταν από εξορία. Όλα τα νησιά τα είχε γυρίσει. Θυμάμαι καμμιά φορά που ερχόταν στο σπίτι, η χαρά μας ήταν μεγάλη με την αδελφή μου γιατί ο Πατέρας ήταν λίγες οι φορές που ήταν κοντά μας. Πάντα κρυβόταν. Πόσες φορές είχε πηδήξει απ’ το παράθυρο για να γλυτώσει από τους Μάϊδες. Η μάννα μου και εμείς τι τραβούσαμε δεν λέγετε. Το 46, μια Κυριακή, δεν θυμάμαι ημερομηνία, παντρευόταν ο αδελφός μου ο Θανάσης. Τον σκότωσαν το 49. Ο γάμος θα γινόταν στο χωριό Ελεώνα. Από εκεί ήταν η νύφη μου. Λέει ο Πατέρας μου «Μωρέ θα πάω και εγώ στο γάμο του παιδιού μου». Πήγαμε, έγινε ο γάμος. Προδόσαν ότι είχε πάει και ο πατέρας και στο γυρισμό, στο φορτηγό αυτοκίνητο, ήταν και η συμπεθέρα, στη Γραβιά κάνουν έλεγχο και βρίσκουν τον Πατέρα. Ευχήθηκε τα παιδιά να ζήσουν, «να φάτε να πιείτε και να γλεντήσετε, να μην γίνει το δικό τους κι εγώ, μαθημένο το βουνό απ’ τα χιόνια». Τον Πατέρα όλο το βράδυ τον δέρνανε οι φασίστες και την άλλη μέρα εξορία.

Ξέχασα να γράψω το 43 ο Πατέρας ήταν στο κρατητήριο στη Γραβιά. Εκεί ήταν και μια φτωχιά απ’ το χωριό Κοκοβίστα γιατί είχε κλέψει λίγα κεράσια για τα ορφανά της και οι τσελιγκάδες την βάλαν φυλακή. Δεν είχε να φάει. Το παιδί της 10-12 χρονών έβραζε μουρόφυλλα και της έφερνε να φάει. Ο Πατέρας τη λυπόταν και της έδονε το φαγητό του. Έλεγε στη μάννα μου «Δεν μου φτάνει το φαΐ» και η μανούλα μου το κουβαλούσε. Όταν βγήκε ο πατέρας λέει στη μάννα μου,

-Μήπως έχεις λεφτά μαζί σου; Έχω να πληρώσουμε να βγάλουμε μια φτωχιά να μαζέψει τα παιδιά της.

-Ό,τι πεις Ελιά μου.

Βγάλαμε τη Παναγιού. Έτσι την έλεγαν. Της δώσαμε και το μουλάρι μας, πήγε στο χωριό της, πήρε και τα παιδιά της και ήρθε η Παναγιού. Ζει τη δική μας τρομοκρατία στη συνέχεια.

Ο Πατέρας έκανε κάπου 8 μήνες στα Γιούρα. Όταν ήρθε απ’ το κακό στο χειρότερο. Η αδελφή μου Ελένη 15 χρονών είχε πάει στο αντάρτικο το 47. Και ο αδελφός μου ο Θανάσης Αρβανίτης απ’ το πρώτο γάμο της μάνας μου αφήνει τη γυναίκα του έγκυο. Η νύφη μου καλή κοπέλα αλλά πολύ πονεμένη, όσο και εμείς το 47. Η μια καταστροφή κοντά στην άλλη. Σκοτώνετε ο αδελφός της νύφης μου 23 χρονών παλικάρι, Χαράλαμπος Κορδάς. Αντάρτης του ΔΣΕ. Μείναμε πίσω η μάννα του, μια πολύ γενναία γυναίκα και η αδελφή του Αγγελική. Ήρθαν και αυτές στο χωριό μας κοντά στην νύφη μου. Στο χωριό τους τους κυνήγαγαν. Ήρθε η ώρα να γεννήσει η νύφη μου, γιατρός δεν υπήρχε, τρία μερόνυχτα ο πατέρας μου κρυφά ερχόταν, της έδινε κουράγιο. Βοηθούσε και η ίδια πολύ. Έκανε ένα αγοράκι. Στο χωριό μας κατεβήκαν οι αντάρτες και σκοτώσαν δυό χωριανούς. Ο Πατέρας δεν ήξερε τίποτα. Ήταν στο κοπάδι μας την νύχτα αυτή, στο βουνό. Την άλλη μέρα όλοι είπαν ότι ο Μακρυνιώτης τους σκότωσε. Δεν μπορούσε πρώτα να ξεμυτίσει στο χωριό, τώρα ένα παραπάνω. Και το κοπάδι το παρακολουθούσαν. Είχαμε πρώτα τον Γιάννη της Παναγούς, το παλικαράκι 16 χρονών, αλλά πήγαν μαζί με την Ελένη μας εθελοντές στο αντάρτικο. Πήγαινε τώρα και η Παναγιού στα γίδια. Λέει ο Πατέρας,

-Πάμε Σταμάκιμ’ στο Αρχηγείο να δούμε τα παιδιά μας και τον Καπετάν Διαμαντή;

-Πάμε πατέρα.

Εγώ είχα πάει πολλές φορές στο Αρχηγείο και με τη μάννα μου και με την Ελένη μας. Πήγαμε, το αρχηγείο ήταν στα λιβάδια προς την Αράχωβα. Πήγαμε σταφύλια, σύκα να φάνε. Έρχεται η Ελένη τρέχοντας μόλις έμαθε ότι πήγαμε. Καμάρωνε που φορούσε παντελόνι και είχε κι όπλο. Λέω εγώ, δεν θα μεγαλώσω!

Τον αδελφό μου τον Θανάση δεν τον είδαμε, ήταν στον Ελικώνα.

-Ο Γιάννης που είναι Ελένη;

-Σκοτώθηκε μας είπαν στη μάχη.

Ο Πατέρας πικράθηκε πολύ. Κλάψαμε όλοι μας τον Γιάννη Τούμπα, 16 χρονών παλικαράκι, γιός της Παναγούς.

Στο σπίτι μας έρχονταν κάθε μέρα οι Μάηδες και μας απειλούσαν. Εμένα και τη μάννα μου λέγαν αν δεν παραδινόταν ο Πατέρας θα μας σκότωναν. Έλεγε η μάννα μου,

-Κρύψ’ Ελιάμ, θα σε φάνε τα κοπρόσκυλα.

-Εμένα γυναίκα θα μι το φάνε το κεφάλι μου αλλά η γη να μ’ το θυμάσαι θα φυτρώσει το κομμουνισμό. Εμένα θα μ’ το κόψουν το κεφάλι αλλά θα αφήσω πίσω τα παιδιά μου.

Στο χωριό μας ήταν ένας στην ηλικία του πατέρα μου. Είχε πρόβατα αλλά φασίστας και ρουφιάνος. Ο Πατέρας είχε ιδανικά, ήθελε ησυχία, ήθελε να ζήσει κοντά στην οικογένειά του που την είχε στερηθεί. Ο άλλος εκμεταλεύτηκε τον πόνο του πατέρα και του λέει,

-Μακρυνιώτη, θα κάνουμε μια συμφωνία. Εγώ θα σε προσέχω απ’ το στρατό εσένα και την οικογένειά σου και εσύ απ’ τους αντάρτες. Θα προσέχουμε και το χωριό.

-Εντάξει, λέει ο Πατέρας. Δώσανε τα χέρια. Ο Πατέρας μου ήταν πολύ έξυπνος αλλά εκεί την πάτησε, ήταν τίμιος. Έδωσε τον λόγο του αλλά νόμισε ότι και οι φασίστες έχουν λόγο. Λάθος μεγάλο. Τώρα αυτός τον είχε στο χέρι τον Πατέρα. Μια μέρα κατεβαίνει στο χωριό, πήγε μέχρι το χωράφι μας στον Αγιώργη. Τον βλέπει η αδελφή μου Κρυστάλλω, ήταν παντρεμένη. Του λέει,

-Πατέρα, γιατί ξεκάμπισες; Σε τρώει το κορμί; θα σε φάνε τα σκυλιά!

-Μη φοβάσαι Κρυσταλάκι, γίναμε αδελφοποιτοί με τον τάδε και ο ένας φυλάει τον άλλο.

-Έχουν βάση τα σκυλιά πατέρα;

Είχε δίκιο η Κρυστάλλω. Ήρθε στο σπίτι μας. Καθόμαστε σε ξένο σπίτι, το δικό μας το έχουν κάψει, και τα βράδια κοιμόμασταν σε άλλο στη γειτονιά. Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ. Του λέει η μάννα μου

-Πολύ θάρρος πήρες Ηλίαμ’, φυλάξου να πηράσει η μπόρα, μην δίνεις εμπιστοσύνη στους Τούρκους.

Εκείνο το βράδυ όλο με καμάρωνε ο Πατέρας, όλη τη νύχτα κουβέντιαζαν με την μάννα μου για τα παιδιά τους. Ήταν σκόρπια.

-Πότε θα γίνει ησυχία να μαζευτούμε σαν οικογένεια, έλεγε η μάννα μου.

-Μην στεναχωριέσαι γυναίκα, έρχονται καλύτερες μέρες.

Το πρωί με φίλησε και έφυγε. Πήγε στα γίδια μας ξέγνοιαστος. Ο προδότης είχε ειδοποιήσει τους Μάηδες. Είχε κανονίσει. Ο Πατέρας μου ήταν προς τη ρεματιά κι αυτός στο ύψωμα. Εμείς είδαμε τους Μάηδες. Μας ‘φαγανε τα φίδια. Κρυφτήκαμε εμείς. Πήγαν κατευθείαν στο κοπάδι του προδότη. Τους λέει να που … είναι, ήρθε το τέλος του Μακρυνιώτη. Με τους Μάηδες μαζί ήταν και ένα γειτονόπουλο που το ταΐζαμε καμιά φορά να του φύγει η σπλήνα από την πείνα που δυστυχούσαν. Λεωνίδας. Ρίξανε στον πατέρα, τον λάβωσαν. Κι έπεσε κάτω. Τους λέει ο φίλος φίδι,

-Να πάτε να του κόψετε το κεφάλι.

Πήγαν κι ο πατέρας ήταν ζωντανός. Παίρνει ο Λεωνίδας το σουγειά του πατέρα. Και τον σφάζουν. Του κόβουν το ΚΕΦΑΛΙ. Περάσαν σύρμα από τα αυτιά του κεφαλιού. Το πήραν μπροστά τα γίδια μας και πίσω οι Μάηδες και ο Λεωνίδας με το κεφάλι. Εμείς απ’ το χωριό βλέπαμε τα γίδια που τα φέρνουν αλλά δεν βλέπαμε τον πατέρα.

-Άει παιδάκι’μ’, γλύτωσε, ας τα πήραν τα γίδια.

Όταν έφτασαν κοντά, βλέπω το κεφάλι και νόμισα ότι είναι τομάρι από γίδι. Όταν καλοβλέπω το κεφάλι του πατέρα η μάννα μου φωνάζει.

-Σε φάγαν Ηλιάμ.

Εγώ βρέθηκα μπροστά τους. Κοντά η μάννα μου, φωνάζαμε, θρηνούσαμε και τότε μας πλακώνε στο ξύλο με το κεφάλι του πατέρα. Κλοτσιές, μας γέμισαν αίματα απ’ τον Πατέρα. Η αδελφή μου Κρυστάλλω πήρε ένα μουλάρι και πήγε εκεί που έσφαξαν τον πατέρα. Όλα τα πουρνάρια είχαν φαγωθεί από το σώμα του πατέρα που χτυπιόταν που τον έσφαξαν ζωντανό. Έβαλε το σώμα του Πατέρα στο μουλάρι και πήγε και τον έθαψε στο νεκροταφείο σκάβοντας μόνη της τον τάφο.

Κάποτε φεύγουν. Πήγαν στο κάτω χωριό, μαζευτήκανε όλοι οι φασίστες του χωριού και κλωτσούσαν το κεφάλι κι’ έλεγαν ότι καθάρισε ο τόπος. Βάλανε χέρι στα γίδια. Κοροϊδευόντουσαν και έλεγαν «δεν είναι και παχιά». Τότε λένε,

-Βρε συ, για να καθαρίσει ο τόπος να πάτε να σφάξετε την γυναίκα και το κορίτσι.

Ανασκουμπώνονται δύο Μάηδες κι’ από ένα μαχαίρι στο χέρι και ρχόντουσαν τρέχοντας για να εκτελέσουν σωστά το χρέος τους. Στα μισά του δρόμου τους βλέπει ένας γαμπρός μας και κάνει νόημα στις γυναίκες που είχαν μαζευτεί να κρυφτούμε. Φύγαμε με την μάννα μου μέσα στους κήπους. Τρέχοντας πήγαμε σε ένα σπίτι και μας κρύψανε. Αυτοί πήγαν στο σπίτι που μας άφησαν. Δεν μας βρίσκουν. Δέρνουν τις γειτόνισσες. Τα έκαναν γυαλιά καρφιά, το σπίτι το ρήμαξαν, καρπούς, ρούχα, λάδια, ήταν όλα σκόρπια.

Μεγάλη συμφορά. Τί να κάνουμε τώρα, ερχόντουσαν κάθε μέρα οι Μάηδες να μας βρουν. Μια μέρα έρχονται. Εμείς κρυβόμασταν όταν τους βλέπαμε. Βρίσκουν τον Παρδάλι μας, τον σκύλο μας, το γνώριζαν κι’ αυτό γιατί τους γαύγιζε όταν έρχονταν και το σκότωσαν. Εγώ το έβλεπα απ’ την κρυψώνα αλλά δεν μπορούσα να βοηθήσω. Τον έφαγαν οι Μάηδες κι αυτόν. Δεν μπορούσαμε με τίποτα να μείνουμε στο χωριό. Θα μας σκότωναν. Μαθαίνουμε πως ο αδελφός μου ο Θανάσης, αντάρτης, θε να έρθει ο λόχος του απ’ τον Ελικώνα στον Παρνασσό, στο αρχηγείο που ήταν στην Επάνω Αγόριανη. Πάνε η μάννα μου και η νύφη μου με το νεογέννητο να το δει ο αδελφός μου, να του πουν για τον Πατέρα, για μας που δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο χωριό, θα μας σκότωναν. Εγώ δεν περίμενα να γυρίσουν. Πήγα κι’ εγώ στο αρχηγείο 3 ώρες περίπου με τα πόδια. Είμουν 12 χρονών. Ήρθε ο αδελφός μας, είδε όλους, είδε πρώτα το παιδάκι του, το χάρηκε και μετά τούπαμε για τον πατέρα. Πόνεσε πολύ, του είπαμε για μας τι τραβάμε, τότε είπε να πάμε κι’ εμείς στο Αντάρτικο. Θα ήμασταν κοντά σε δικούς μας ανθρώπους. Μείναμε εκεί. Πήγε και πήρε την πεθερά του, την κουνιάδα του, την Παναγιού και τον Θωμά. Ο Θωμάς ήταν 10 χρονών, αδελφός του Γιάννη Τούμπα που σκοτώθηκε. Ήμασταν τώρα 8 άτομα με τον μικρούλη Αχιλλέα. Η Ελένη δεν ήταν τότε στο αρχηγείο και δεν την είδαμε. Εμάς μας έλεγαν γυναικόπαιδα. Ο λόχος του αδελφού μου θα πήγαινε προς τα Βαρδούσια. Θα έπερναν και τα γυναικόπαιδα μαζί. Χάρηκε ο αδελφός μου. Τί ωραίο παλικάρι που ήταν! Μας είπε ο αδελφός μου εδώ τουλάχιστον θα ήμασταν σε δικό μας έδαφος, κοντά στα παλληκάρια μας. Και παίρναμε κουράγιο. Εμείς από το σπίτι πήραμε μόνο το μουλάρι μας, τον Κοκκίνη, και τα ρούχα που φορούσαμε κι’ από μια κουβέρτα. Τα πράγματά μας όλα μας τα είχαν πάρει εκτός από 2 μπαούλα γεμάτα ρούχα, ωραία ρούχα. Μας τα είχε η μάννα μου ένα της Ελένης και ένα εμένα για προίκα. Τα είχαμε κρύψει στην Πανόργια. Ήταν μόνη της. Εκεί κρυβόταν και ο Πατέρας καμιά φορά. Λέει η μανούλα μου,

-Αν γυρίσουμε ζωντανοί, θα τα βρούμε να έχουν κάτι τα κορίτσια μου. Ξεκινάμε τώρα βράδυ γιατί όλο νύχτα περπατούσαμε. Την ημέρα θα μας έβλεπαν τα αεροπλάνα. Βάζουν εμένα, τον Θωμά και το μωράκι καβάλα στο μουλάρι, μας τύλιξαν με τις κουβέρτες, μας έδεσαν να μην πέσουμε και δρόμο μες στα βουνά. Όπου ξημέρωνε καθόμασταν. Μας μοίραζαν κάτι να φάμε. Το πρώτο χωριό που βρήκαμε ήταν η Κουκουβίστα.

-Σε αυτό το χωριό και στη Παύλιανη δίπλα, ο Πατέρας καπετάν Άγρας τότε, με άλλα παλικάρια τσακίσανε τους Ιταλούς, λέει η μάννα μου. Εδώ παιδάκια μου, ο πατέρας τα ποδαράκια του έχουν πατήσει όλες τις κορφές. Σαν να τον βλέπομε, αλλά ο Πατέρας τον είχαν σκοτώσει οι Έλληνες φασίστες.

Στο κάθε χωριό καθόμασταν αρκετές ημέρες μαζί με τους αντάρτες και τις αντάρτισσες. Κι ο αδελφός μου να απολαμβάνει τι γυναίκα του και το παιδί του. Ξέχασα να γράψω πως την κουνιάδα του Αγγελική την πήγαν μάχιμη, την βάλαν στον ασύρματο.

Όταν μαθεύτηκε ότι πήγαμε στο αντάρτικο πίσω στο χωριό, οι φασίστες έκαναν ότι ήθελαν. Είχαμε ένα κήπο 3 στρέμματα στο σπίτι μας. Ήταν ένας παράδεισος. Ότι δέντρο καρποφόρο υπήρχε το είχε φυτέψει ο πατέρας και 80 ρίζες ελιές. Ήταν πολύ ωραίο! Όλοι τον ζήλευαν, πήγαν οι φασίστες, μας τα έκοψαν όλα, μας έκαψαν τα καλύβια μας. Αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί τα έκαψαν οι Έλληνες Φασίστες. Μαθαίνουν και τα δύο μπαούλα που είχαμε στην πανώρια, πήγαν τρεις απ’ το χωριό, αυτός που πρόδωσε τον πατέρα, η Περικλίνα, της είχαν σκοτώσει το κορίτσι οι Αντάρτες και έπερνε εκδίκηση σε μας, και ο Λεωνίδας ο φονιάς. Εκεί είχαμε και ένα παππού Ζαβούλα. Φόρτωναν τα μπαούλα κι έλεγαν στον παππού

-Βοήθα γέρο αλλοιώς θα σε σκοτώσουμε.

Και τα πήραν όλα. Τώρα δεν υπήρχε τίποτε και της νύφης μου την προίκα που ήταν νιοπαντρεμένη, της τα πήραν όλα.

Εμείς στην Κουκουβίτσα, όλα αυτά τα χωριά τα έλεγαν Ανταρτοκρατούμενα. Είχαν φύγει οι χωριάτες. Τους είχαν μαζέψει στις πόλεις για να μην βρίσκουν οι αντάρτες τρόφιμα. Διαταγή να φύγουμε. Νύχτα περπατούσαμε, μέρα καθόμαστε. Χωριά πολλά περάσαμε Περνούσαμε καλά γιατί ήταν το παληκάρι μας μαζί, ο Θανασούλας μου, ώσπου φτάσαμε στο χωριό Δάφνη και Ανατολή το έλεγαν. Εκεί καθήσαμε αρκετό καιρό. Θυμάμαι τις κοπέλλες με τα παντελόνια. Έκαναν άσκηση. Τί ωραία και ενθουσιασμός! Εκεί είχαν κρατούμενους και το έσκασαν. Δύο, πήγαν στην Λαμία, για αυτούς θα σας γράψω πιο κάτω. Μας λέει ο αδελφός μου ότι πήραν διαταγή να φύγει ο λόχος του. Κλάμματα εμείς, η μάννα, η γυναίκα του, μας αγκάλιασε όλους και δεν μας ξεκόλαγε από την αγκαλιά του. Ήταν η τελευταία φορά. Δεν τον ξαναείδαμε. Μείναμε τέσσερεις γυναίκες, ο Θωμάς δέκα χρονών, εγώ δώδεκα χρονών και ο Αχιλλέας μηνών. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε πουθενά. Άρχισε η πείνα. Δεν είχαν τρόφιμα. Ότι είχαν μας τα έδιναν στα γυναικόπαιδα από λίγο.

Τη μέρα κρυβόμασταν και την νύχτα περπατούσαμε. Νυστάζαμε, δεν μπορούσα, δεν είχαμε παπούτσια, τα πόδια μας ήταν όλο πληγές. Πονούσα, έκλαιγα. Όλοι στη σειρά, μεταδόστε ησυχία ό ένας στον άλλο. Ερχόταν η σειρά μου, σταματούσα τα κλάμματα κι έλεγα «μεταδόστε ησυχία».

Η μαννούλα μου ήταν άρρωστη όλο τον καιρό. Έφυγε και ο αδελφός μου. Ήταν ένα έρμαιο. Εγώ φώναζα «πεινάω», το μωρό μας έκλεγε, δεν είχε γάλα να το θηλάσει γιατί ήταν νηστική η μάννα του. Κάθε μέρα και χειρότερα. Ο εχθρός όλο και πλησίαζε. Είχαμε 15 ημέρες χωρίς να φάμε τίποτα. Μου δίνει ένα κοριτσάκι λίγο αλάτι, μου λέει βάλτο στο στόμα σου για να πίνεις νερό να γεμίσει η κοιλιά σου και δεν θα πεινάς.

Κακά τα ψέμματα, μια μέρα μας είπαν οι αντάρτες «πρέπει να υπακούμε γιατί ο έχθρός μας πλησιάζει». Όλο αυτό το διάστημα γυρίζαμε Βαρδούσια, Γκιώνα. Εκείνο το ποτάμι τον Μόρνο, τον περάσαμε και 10 φορές. Μέχρι τον λαιμό το νερό, μούσκεμα, κρυώναμε, φωτιές δεν μπορούσαμε να ανάψουμε, θα μας έβλεπαν. Συνέχεια περπατούσαμε και «μεταδόστε ησυχία». Το μουλάρι μας το είχαμε αφήσει. Μας είπαν οι αντάρτες να αφήσουμε τα πράγματά μας δηλαδή από μια κουβέρτα που είχαμε γιατί θα ανεβαίναμε σε μεγάλες κορυφές.

Που βρίσκαμε εκείνο το κουράγιο, ίσως από φόβο. Πολλές φορές τα αεροπλάνα έρχονταν και την νύχτα με προβολείς και το «μεταδόστε ησυχία» είχε συμπληρωθεί «και ακίνητοι». Μια μέρα τα αεροπλάνα μας είχαν εντοπίσει γιατί είμασταν παιδιά, δεν υπακούαμε. Έρχονταν συνέχεια, μας στρίμωξαν σε μια χαράδρα. Εκεί έγινε ο χαλασμός. Εκεί σκοτώθηκαν πολλά παιδιά, οι ρουκέτες να πέφτουν σαν βροχή, η μάννα μου και εγώ είμασταν στο πλάϊ της χαράδρας και τα αεροπλάνα κατέβαιναν πιο χαμηλά απο μας. Μας έβλεπαν, σηκώνονταν και έριχναν και μας είχαν δει ότι είμασταν γυναικόπαιδα. Παίρνει η μάννα μου μια πλάκα πέτρα και μου την βάζει στο κεφάλι να μην με πάρει κανά βλήμα. Εγώ την πετάω τότε, την παίρνει την βάζει στο δικό της κεφάλι και βάζει το δικό της κεφάλι πάνω απ’ το δικό μου να με προστατέψει.

Νύχτωσε καλά. Φωνάζουν να συναχθούμε. Πολλοί οι τραυματίες κι’ ένα παιδί αντάρτη τον έκοψε η ρουκέτα στην μέση. Είπαν πως τον έλεγαν Σβάρνα. Τους τραυματίες έφτιαξαν ξήλινα κρεβάτια και τους κουβαλούσαν, κι’ όσοι γλύτωσαν. Το χιόνι να πέφτει ασταμάτητα, κρύο πολύ, πείνα, πόνος. Βρεθήκαμε στην κορυφή της Γκιώνας. Το χιόνι να μας σκεπάζει, πολλά παιδάκια ξεπάγιασαν, πέθαναν. Εμείς ότι ρούχα μας είχαν μείνει σκεπάσαμε το μικρούλι να μην ξεπαγιάσει. Εγώ κρέμασα το κεφάλι για πεθαμό. Τότε η μάννα μου βάζει χιόνι και με τρίβει με γρήγορες κινήσεις και συνήρθα. Στην κορυφή της Γκιώνας ο στρατός μας είχε περικυκλώσει. Τότε μας λένε οι αρχηγοί αντάρτες, 4-5 παλληκάρια,

-Όλα τα γυναικόπαιδα θα κατεβείτε στο χωριό Συκιά, θα πάτε, είναι ο στρατός, να παρουσιαστείτε. Εκεί μπορεί να ζήσουν τουλάχιστον οι μισοί.

Υπακούσαμε. Οι αντάρτες μας χαιρέτησαν κι έφυγαν μες την θύελλα. Μετά από λίγο ακούσαμε πυροβολισμούς. Ίσως αυτοκτόνησαν να μην τους πιάσουν. Εκεί αυτοκτόνησε η Ευθυμία Αρβανίτη, 18 ετών, με το μωρό της, για να μην την πιάσουν. Ήταν απ’ το χωριό Αριμέα.Εμείς κατρακυλώντας μες τα χιόνια, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, δεν μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους το τί περάσαμε μες στις χαράδρες και εκεί αφήσαμε κορμάκια, φτάσαμε καμμιά φορά στο χωριό. Ο στρατός μας περίμενε γιατί μας παρακολουθούσε. Ήταν μεγάλη Πέμπτη το 48.

Εκεί αρχίζουν πιο μεγάλα μαρτύρια. Να τρέμουμε σαν τα ψάρια απ’ το φόβο και κρύο. Της νύφη μου της έλεγαν «Πού τόκανες πουτάνα το παιδί;» Ήταν η διάλεκτος που είχαν. «Στο βουνό θα σας σκοτώσουμε, τώρα δεν θα μείνει κανένας». Εκεί στους στρατιώτες ήταν ένας απ’ το χωριό μας, Κώστας Κονταξής λέγετε, στρατιώτης, αλλά κρυφά μας κοίταξε. Φοβόταν να μας μιλήσει. Ο διοικητής είχε ένα βούρδουλα, πηγαινοερχόταν στην πλατεία, γιατί εκεί μας είχαν, και χτυπούσε τα γυναικόπαιδα. Μας τρομοκρατούσε, μας έλεγε «δεν θα μείνει κανένα κομμούνι». Εμείς τους κοιτούσαμε απαθέστατοι. Είχαμε απομείνει από την πείνα και την ταλαιπωρία.

‘Ερχετε ο στρατιώτης απ’ το χωριό μας κρυφά. Κάπου βρήκε κάτι παλιοπάπουτσα και μου τα έδοσε, που είχαν ανοίξει τα ποδάρια μου, ξυπόλητο στα χιόνια που περπατούσαμε μερόνυχτα στα βουνά. Μόλις τα φόρεσα ήταν και μεγάλα αλλά θα τα έσουρνα. Το μάθαν και μου τα πήραν. Μούμεινε η χαρά. Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. Πάλι ξυπόλητη εγώ.

Απ’ το χωριό Συκιά μας πήγαν στο χωριό Μαυρολιθάρι. Εκεί αποκαμωμένοι όλοι μας πήγαμε στην πλατεία του χωριού και μας μοίρασαν ψωμί. Η μάννα μου μου λέει:

-Λίγο λίγο παιδάκι, φάτο μην πνιγείς.

Ώσπου να το πει η μάννα μου εγώ κοιτούσα να φάω και το δικό της. Τόση πείνα κι έλεγαν και γελούσαν οι φαντάροι, κοίτα πείνα τα κομμούνια! Είχαμε και το μωράκι του αδελφού μου, δεν είχαμε γάλα. Η μάννα νηστική, πώς να κατεβάσει γάλα. Όλο έκλεγε, πεινούσε και της έλεγαν ο στρατός «Πουτάνα πέτα το το μπαστάρδικο ή θα σου το σκοτώσουμε εμείς». Φόβος μεγάλος.

Ξεκινήσαμε απ’ το Μαυρολιθάρι, περπατούσαμε σιγά, δεν είχαμε κουράγιο. Μας έβριζαν και μας κοπανούσαν και καμμιά φορά υπήρχαν και καλά παιδιά φαντάροι. Κρυφά μας μιλούσαν με καλοσύνη. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία φτάσαμε στο χωριό Γαρδικάκη. Ίτη σήμερα το λένε. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Μας πήγαν στην πλατεία του χωριού να μας δουν που θα έβγαζαν τον επιτάφιο οι χωρικοί.

Δεν θυμάμαι πόσο μείναμε εκεί. Μάλλον μια νύχτα μετά έφεραν στρατιωτικά αυτοκίνητα και μας πήγαν στη Λαμία. Στο κάθε αυτοκίνητο ανοιχτά πίσω ήταν κι ένας χωροφύλακας. Απάνω στην Λαμία είχαν μάθει ότι έπιασαν Αντάρτες και γυναικόπαιδα. Είχε βγει όλη η Λαμία έξω να μας δουν. Ήταν κάπου 20 αυτοκίνητα. Η Λαμία έχει πολλές πλατείες. Ήταν εντολή να μας περάσουν απ’ όλες της πλατείες γύρω γύρω. Να μας βρίζουν και να μας φτύνουν.

Σε μια πλατεία η μαννούλα μου είδε και χωριανούς μας. Σηκώνομε λίγο να με δουν καμαρωτή κι’ αν μας έφτυναν θα τους έφτυνα και γω. Δεν πρόλαβα, ο χωροφύλακας μούδοσε μια με το πίσω του όπλου στο κεφάλι. Πρόλαβα και του είπα «Κάτσε καλά βρε», και μετά ζάρωσα. Μας πήγαν σε κάτι μεγάλα κτίρια, στρατώνες ήταν δεν θυμάμαι.

Ξημέρωσε Πάσχα το 48. Μας μαγείρεψαν κουκιά φρέσκα και μας μοίρασαν. Εκεί μας κράτησαν 20 ημέρες. Κοιμόμασταν στο τσιμέντο χωρίς ρούχα. Είχαμε μια κουβέρτα και τυλίγαμε το μικρό. Μόνο από κάτω είχαμε χαρτόκουτες. Σε κάθε θάλαμο είχαν ένα γκαζοντενεκέ για τις ανάγκες μας. Δεν είχαν τουαλέτες. Εμείς στο θάλαμο ήταν ένα παλικάρι, αντάρτης. Δεν μιλούσε ούτε άκουγε. Είχαν πέσει οβίδες δίπλα του και είχε κουφαθεί και άδειαζε το παληκάρι το ντενεκέ με τις ακαθαρσίες συνέχεια. Γράφω πιο μπροστά, από το χωριό Χωμίριανη είχαν δραπετεύσει 2 κρατούμενοι φασίστες που κρατούσαν οι αντάρτες. Αυτοί έφαγαν πολλά παληκάρια και κοπέλλες. Κάθε μέρα μας έπερναν για αναγνώριση. Από αυτούς όσους γνώριζαν τους σκότωναν, τους τιμώραγαν πρώτα και μετά σε ομαδικούς τάφους στη Ξηριότσα, έτσι λέν το νεκροταφείο. Έφαγε πολλά παληκάρια. Αιωνία τους η μνήμη.

Θυμάμαι μια κοπέλλα απ’ το θάλαμο, σαν το φεγγάρι ήταν. Την πήραν για εκτέλεση. Μας χαιρέτησε και φώναξε,

-Αδέλφια κουράγιο, μην σκύβετε το κεφάλι. Γειά σας!

Ήρθε η μέρα να φύγουμε. Μας έβγαλαν από τον θάλαμο. Εμάς τα μικρά μας κρατούσαν. Οι μεγάλοι κάτω όλοι στοιβαγμένοι στις γραμμές να περάσει το φορτηγό τραίνο να τους βάλουν μέσα για το άγνωστο. Δεν ήξεραν που. Εμάς τα παιδιά μας έφεραν γάλα και γαλέτες να μας καλοπιάσουν. Θα μας στείλουν είπαν σε παιδούπολη. Εγώ επαναστάτησα, είδα τη μάννα μου, το μικρό κάτω και κάπως μου ήρθε. Ανεβαίνω στη τζαμαρία,

-Θα με αφήσετε να πάω στην μάννα μου ή θα πέσω κάτω; Αυτοί μας έλεγαν θα μας πάνε στη Βασίλισσα και θα τρώμε καλά. Τότε εγώ δίνω μια γροθιά στο τζάμι, σπάει όλο, γεμίζω αίματα, φωνάζω, τρέχω, τους βρίζω, τους έκανα μεγάλη φασαρία. Τελικά νίκησα. Τρέχω στην μάννα μου, την ώρα που τους έβαζαν στο τραίνο. Η μαννούλα μου μόλις με είδε, άνοιξε την αγκαλιά της,

-Ήρθες παιδάκι μου;

Μας σπρώχνουν μέσα στην πόστα, μας πήγαν κοντά στη θάλασσα, τώρα Αγία Μαρίνα τόλεγαν  το μέρος, δεν θυμάμαι. Εγώ μόλις βλέπω τη θάλασσα, τρόμαξα, δεν είχα ξαναδεί άλλες φορές,

-Θα μας πνίξουν μαννούλα μου, τί είναι αυτό τόσο νερό; Μας έβαλαν μέσα στο σαπιοκάραβο. Μας έσπρωχναν. Μας κατέβασαν κάτω. Με αυτό φαίνεται κουβαλούσαν γελάδια γιατί βρώμαγε. Εκεί μέσα είχε ακαθαρσίες. Εμείς είμασταν έρμαια στα χέρια τους. Μας έβριζαν. Αυτό γινόταν συνέχεια. Εκεί που μας έβαλαν μας χώρισαν με μια τριχιά στην μέση. Ξεκινήσαμε καμμιά φορά. Μετά από λίγο άρχισε το ξερατιό. Ο ένας πάνω στον άλλο. Δραματική η κατάσταση. Δεν μας άφηναν να βγούμε επάνω να πάρουμε λίγο αέρα. Ύστερα από πολλές ώρες ταλαιπωρίας, ταρακουνηθήκαμε εκεί, σταμάτησε. Είχε πλευρίσει σε κάτι βράχους. Κατεβαίνουν κάτω. Μας λένε,

-Όσοι είναι από την δεξιά μεριά του σκοινιού να βγούνε έξω. Χαιρετάμε τους συντρόφους μας κι ανεβαίνουμε τις σκάλες. Ήταν ένας ξηρότοπος. Είχε κάτι ελιές κι’ βράχους. Έβαλαν κάτι σανίδες και μας έβγαλαν. Δεν θυμάμαι πόσους, όλους γυναικόπαιδα. Εκεί ήταν ένας διοικητής και στρατός που μας πήραν. Το καράβι έφυγε για το άγνωστο για μας. Εκεί μας είπαν ότι το νησί αυτό το έλεγαν Τρίκερι.

-Προχωράτε κομμούνια, στο βουνό τρέχατε, εδώ δεν μπορείτε; Εμείς είμασταν πολύ ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, ο ένας κράταγε τον άλλον. Καμμιά φορά φτάσαμε σε ένα μοναστήρι. Μας άφησαν εκεί, μας έδοσαν λίγο ψωμί ανά δύο άτομα και μια ρέγκα. «Νερό, νερό» φωνάζουμε, μας λεδοσαν ένα κουβά. Βγάζουμε νερό από το πηγάδι. Έγινε χαμός. Ποιός να πρωτοπιεί. Δεν χορταίναμε. Σε λίγο μας φωνάζουν όλους στο προαύλιο. Φωνάζουν με τα ονόματά μας. Είπαν ανά 3 άτομα θα πάρετε μια σκηνή. Εγώ, η μάννα μου και η Παναγιού Τούμπα. Η σκηνή ήταν χαμηλή, στρατιωτικές, σκυφτά έπρεπε να μπαινοβγαίνεις. Μια σκηνή έδοσαν στη νύφη μας, τη Βασιλικούλα, η μαμά της και το μικρό και συνέχεια σε όλους. Μας πήγαν πιο κάτω απ’ το μοναστήρι, σε ένα μέρος λίγο κατηφορικό. Μας είχαν κάνει γραμμές που θα τις στήναμε . Άρχισε η δουλειά. Καθαρίσαμε το μέρος και στήσαμε κάτω χώμα. Ρούχα δεν είχαμε. Μια κουβέρτα ξήκλια είχε η Παναγιού και μια εμείς. Η μια κάτω, η μια αποπάνω.Τέλειωσε αυτή η δουλειά.

Πιό κάτω, κοντά στη θάλασσα ήταν οι άντρες κρατούμενοι. Εκεί ήταν κι ένας πρωτοξάδελφος Μακρινιώτης Αθανάσιος από το χωριό Ριτζέρι. Ήρθαν οι στρατιώτες κι είπαν «ποιές θέλουν να ρθουν στο μαγειρείο;» Μόλις άκουσαν μαγειρείο, όλες πρόθυμες. Κι έτσι άρχισε το συσσίτιο. Το πρώτο συσσίτιο ήταν μπακαλιάρος με πατάτες, με σταφίδες μέσα το ψωμί, μισή οκά, ένα φραντζολάκι το άτομο για 2 ημέρες. Κάθε 2 ημέρες ερχόταν το καΐκι από το Βόλο με ψωμί και τρόφιμα.

Εμένα το ψωμί δεν μούφτανε. Έτρωγα και της μάννας μου. Η μάννα μου όλο αυτό το καιρό στο βουνό και τώρα στην εξορία ήταν άρρωστη. Είχε συνέχεια αιμοραγία. Ρούχα να αλλάξει δεν είχε. Η κατάσταση δύσκολη, εγώ δεν πολυκαταλάβαινα την σοβαρότητα της υγείας της. Η νύφη μου της είχε κοπεί το γάλα. Το παιδί τι να φάει, αρρώστησε. Θυμάμαι τόβαζε για ύπνο και κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά από την αδυναμία, αλλά έγραψε στο χωριό της σε κάτι συγγενείς και τους πούλησαν ένα κτήμα και της έστειλαν λίγα χρήματα. Έτρωγε το παιδί. Συνήλθε. Ήταν ο πιο μικρός εξόριστος. Πέντε μηνών. Φτιάξανε και τη σκηνή. Πιο ψηλά χτίσανε ένα μέτρο και την έβαλαν πιο ψηλά και έφτιαξαν και κρεβατάκια. Όσοι διέθεταν λίγα χρήματα έκαναν την ζωή τους εκεί πιο καλή. Ήταν πολλοί. Εμείς οι φτωχοί είμασταν πιο χαμηλά και είμασταν και εμείς, πολλοί, που δεν είχαμε τίποτα.

Εκεί στο μοναστήρι κοντά είχε ένα σπίτι. Κατοικούσε μια γριά πολύ ψηλή. Φορούσε νησιώτικα ρούχα κι ότι κουβαλούσε βάρος, το κουβαλούσε στο κεφάλι. Εμείς ξέραμε ότι το φορτίο το φορτόνωντε στις πλάτες και μας φαινόταν παράξενο. Αλλά ήταν και κακιά, μας έβριζε. Απ’ έξω από το σπίτι ήταν ένα προαύλιο με καλντερίμι. Εκεί μας έδοναν το συσσύτιο, μας έβαζαν στη γραμμή με τις καραβάνες. Αυτές που ήταν στο μαγειρείο ήταν πιο τυχερές γιατί έγλυφαν και τα καζάνια.

Καμμιά φορά μας έδοναν και φρούτο, ότι φρούτο κι άν ήταν τόβαζαν κομούλια, κομούλια και στην γραμμή εμείς. Εγώ έπερνα και της μάννας μου. Μετρούσα τα κουμουλάκια. Μετρούσα και πόσοι ήταν πιο μπροστά από εμένα για να δω ήταν καλή η κουμουλίτσα μου. Αυτό γινόταν όταν μας είχαν φρούτα.

Τα ποδάρια μου από την ξυπολησιά και στο αντάρτικο και εδώ συνέχεια, από κάτω είχαν γίνει σαν πετσί, περπατούσα άνετα. Όταν ερχόταν ο Ταχυδρόμος σφύραγε. Εγώ πρώτη.

-Πού πας παιδάκι μου; μούλεγε η μάννα μου. Εμείς τους έχουμε χάσει όλους δεν έχουμε κανέναν να μας στείλει γράμμα. Μην τρέχεις άδικα.

Εγώ που να ακούσω. Πρώτη, αλλά γύριζα απογοητευμένη. Άρχισαν τα κορίτσια κι έκαναν μπάνιο στη θάλασσα. Εμένα δεν μ’ άφηνε η μάννα μου να μην πνιγώ έλεγε. Αλλά εκεί που φοβόμουν την θάλασσα όταν την πρωτόδα, τώρα είχα γίνει ψαράς. Είχε πάρα πολλά ψάρια. Είχα ένα σχοινάκι, έβαζα μπροστά ρέγγα, όταν μας έδοναν ρέγγα με τα πατζάρια. Εγώ την κρατούσα για δόλωμα. Έπιανα μεγάλα ψάρια κι είχαμε και το μεζεδάκι μας.

Η μάννα μου όλο χειροτερεύει η υγεία της. Ο γιατρός του στρατοπέδου είπε πρέπει να πάει σε νοσοκομείο. Τόπε στον διοικητή, κανονίστηκε να πάει στο Βόλο με το καΐκι που μας έφερνε τα τρόφιμα αλλά μόνη με συνοδεία στρατιώτες. Σκεφτείτε σε τι κατάσταση ήταν και να μην έχει ένα χέρι βοηθείας. Ήρθε το καΐκι, ειδοποίησαν να την πάμε. Την βάζουν οι κοπέλλες σε μια κουβέρτα σαν φορείο. Μπροστά το φορείο κουβέρτα, κοντά όλες οι κρατούμενες κι εγώ σκούζωντας ,

-Μαννούλα. Γύρνα πίσω, θα σε περιμένω και το ψωμί θα στο μαζεύω, δεν θα το τρώω.

Δεν ήξερα τι έλεγα. Μέχρι εκεί την πήγαμε εμείς. Είπε, «Ευχαριστώ γυναίκες, να προσέχετε το κορίτσι ώσπου νάρθω. Βασιλικούλα να το μαζεύεις μην πάει στην θάλασσα και πνιγεί».

Και έφυγε κλαίοντας. Εκεί που την πήγαν την έβαλαν σε ένα δωμάτιο μέσα. Εκεί είχαν κι έναν άντρα κρατούμενο πολύ άρρωστο. Για τουαλέτα τους είχαν ένα ντενεκέ στη μέση στο δωμάτιο. Είχε και μια καρέκλα. Στην καρέκλα είχε το σακκάκι του ο άνθρωπος κι έτσι κρύβονταν να κατουρίσουν γυρίζοντας την καρέκλα. Η σκοπιά απέξω. Σε μια βδομάδα ήρθε. Της είχαν κάνει κάτι πρόχειρο. Συνήλθε λίγο αλλά για λίγο έπρεπε να γίνει εγχείρηση.

Εκεί εξόριστες ήταν κάτι πολύ ωραίες κοπέλλες. Φορούσαν μακριά φορέματα Ήταν η μόδα είπαν. Μας είπαν ότι ήταν επιστήμονες. Τα βράδια τραγουδούσαν, την ημέρα διάβαζαν. Θυμάμαι το τραγούδι που έλεγαν. «Ένα καράβι απ’ τον Περαία, έχει σαλπάρει για μακριά». Εγώ τις κοιτούσα στα μάτια. Τις θαύμαζα. Ένα βράδυ κάτι ονειρεύτηκα και κατούρησα. Σηκωνόμαστε το πρωί, τί να δούμε, μούσκεμμα η μάννα μου. Η Παναγιού με μάλωσε. Εγώ στεναχωρέθηκα γιατί τόπιε το χώμα και φαινότανε. Δεν στέγνωνε και με κορόιδευαν οι φιλενάδες, κι ήταν και πιο μεγάλες. Πήρα και εγώ ένα κομμάτι χαρτί, κάθισα μια μέρα ολόκληρη και το στέγνωσα. «Ελάτε τώρα να δείτε» λέω, «τα μάτια σας σας γέλασαν».

Στο στρατόπεδο που ήταν οι άντρες, είχαν φτιάξει θέατρο σε μια κατηφόρα. Είχαν σκάψει γύρω γύρω για να κάθονται και κάτω ήταν που έπαιζαν. Με είχαν βάλει και σε μένα ένα ρόλο. Δεν θυμάμαι τι ρόλο και η χορωδία θα τραγουδούσε. Θα είμουν και γω. Κάναμε πρόβες. Έλεγαν ένα τραγούδι «Λομπαριανή». Όλη την ημέρα εγώ με λομπαριανή στο στόμα, μου έκανε εντύπωση η λέξη. «Πάψε περδικούλα μου» μούλεγε η μάννα μου, «με λήχρανες». Που εγώ, «Λομπαριανή το λέγανε». Συνέχεια. Κατηφορίζω στη θάλασσα κρυφά από την μάννα μου να κάνω μπάνιο. Πήγαιναν όλες οι κοπέλλες. Δεν με άφηνε να μπω στη θάλασσα να μην πνιγώ έλεγε. Δεν ήταν της μόδας τότε. Μπαίνω κι εγώ στη θάλασσα γιατί με κορόιδευαν οι άλλες. Είχα και το πηρούνι δεμένο σ’ ένα ξύλο και κάρφωνα χταπόδια. Είχε πάρα πολλά. Κάρφωσα κάνα δυο χταπόδια. Ήταν πολλά άλλα όσα δεν προλάβαινα, μου έκαναν το νερό μαύρο και μου’ φευγαν και αυτά που έπιανα τα έριχνα πάλι στη θάλασσα. Δεν τα τρώγαμε. Είπα και γω, θα κάνω μπάνιο.

Ευτυχώς που έκλινα τα μάτια. Με τσίμπησε μια σαλούφα στο πρόσωπο. Βάζω τις φωνές, μαζεύτηκαν οι γυναίκες και τόβλαζαν κομμάτια. Μου κατέβασε τα μούτρα. Με πήγαν στο αναρωτήριο. Πρίστηκαν τα μούτρα μου. Μαύρο και πρησμένο το κεφάλι, έγινε άλλο τόσο. Η μάννα μου έκλαιγε, εγώ πιο πολύ στενοχωριόμουνα που έχανα τη Λομπαριανή. Είχα το βάσανο μου. Έρχεται ο γιατρός, λέει στη μάννα μου «Σήκωσε τα ρούχα του να το ακροαστώ». Με κοιτάει πίσω πλάτες, λέει «Γύρνα και μπροστά». Εγώ τότε είχα αρχίσει να σχηματίζομαι στο στήθος. Λέω, τί λέει αυτός; Τώρα αγρίεψα, με γύρισε η μάννα μου, μόλις σηκώνει ο γιατρός το ρούχο του φέρνω ένα γερό σκαμπίλι, θα το θυμάται ακόμα. «Πάρτο το παλαβό κυρία μου, θα με σκοτώσει. Ό,τι θέλεις κάντο». Το κεφάλι καζάνι, μαύρο και πρισμένο με κάτι κομπρέσες. Πρακτικά με έκαναν καλά. Αλλά πέρασε καιρός, το θέατρο το έχασα.

Ρούχα, ό,τι φορούσαμε. Δεν είχαμε άλλα. Εμένα έλιωσε το φορεματάκι μου. Φορούσα και μαύρα συνέχεια, έλυωσε το μαύρο και φαινόταν η φανέλλα. Αυτή κράτησε γιατί ήταν πλεγμένη από μαλλί προβάτου. Χοντρή φανέλλα, γιατί είχα περάσει βρωχικά, έλεγε η μάννα μου. Με φωνάζουν οι κοπέλλες με τα μακριά φορέματα και μου έραψαν με τα χέρια ένα φορεματάκι μαύρο γιατί δεν ήθελα άλλο χρώμα. Είχα χάσει πατέρα και αδέλφια. Αλλά αυτή η φανέλλα όλο και φαινόταν, ήταν χοντρή. Τώρα παπούτσια δεν είχα. Μια ημέρα φωνάζει ο ξάδελφος απ’ το συρματόπλεγμα «Θειά, ορέ θειά, έλα εδωνά, πάρε αυτά τα κομμάτια το ψωμί, κάποιοι είναι άρρωστοι και δεν μπορούν να φάνε και τα μάζεψα να μπορλόσει αυτό το θηλυκό, και πάρε κι’ αυτά τα παπούτσια, της είναι μεγάλα, να τα φοράει. Ραγίζει η καρδιά μου άμα το βλέπω ξυπόλητο. Άρε μπάρμπα να ζούσες να δεις την κατάντια της φαμίλιας σου» και έκλαιγε. Τα παπούτσια ήταν αρβιλιά με γούνα μέσα. Ήταν και μεγάλα και μου ήρθαν κουτί. Εγώ καμάρι που φορούσα παπούτσια. Καμμιά φορά περδικλωνόμουνα ώσπου να τα συνηθίσω.

Τώρα στη θάλασσα δεν με άφηνε ούτε στην παραλία που εύρισκα γιαλιστερά κοχύλια. Δεν μου είχε εμπιστοσύνη. Για να δείτε ότι δεν λέω ψέμματα, να φορτωθώ το μικρό να το πάω και βόλτα. Κάθε μέρα αυτό γινόταν. Φορτωνόμουν το μικρό μας στην πλάτη με ένα σχοινί και πήγαινα τη βόλτα μου με καβαλιέρο. Η ζωή συνέχεια η ίδια. Πέρα απ’ το νησί δεν ξέραμε τίποτα τι γινόταν. Μετά από μερικούς μήνες, ήρθε ένα χαρτί στο διοικητή για να απολυθούν καμμιά εικοσαριά γυναίκες. Χαρά πήραμε όλοι. Ήρθε η μέρα, τις κατεβάσαμε όλοι στο μώλο να τις αποχαιρετήσουμε. Μόλις βλέπω εγώ το καράβι, πήγα γύρω-γύρω να το περιεργαστώ. Σε μια στιγμή τί να ακούσω! Μια φωνάρα να τραγουδάει. Θυμάμαι και το τραγούδι, έλεγε «Τι να σου πω σουλτάνα μου, μάννα μου ματζουράνα μου». Κοιτάω από δω, από κει, να μην βλέπω άνθρωπο. «Πρέπει να δω τί σόϊ γυναίκα είναι αυτή που τραγουδάει, πρέπει να είναι κι’ αυτή χοντρή και ψηλή για να βγαίνει η φωνάρα». Τρέχω στα κορίτσια που ήταν επιστήμων και τους λέω »

-Δεν την είδα αυτή που τραγουδάει, δεν φαίνεται πουθενά. Τότε με χάϊδεψαν και μου είπαν,

-Αυτό είναι ράδιο. Εκεί πρωτάκουσα ράδιο. Και μου εξήγησαν οι κοπέλλες. Μπήκαν στο καράβι οι ελεύθερες αφού πρώτα μας χαιρέτησαν με γέλια και με κλάμματα. Εμείς χειροκροτούσαμε που έφευγαν και μέχρι να απομακρυνθεί το καράβι, με μαντήλια χαιρετούσαμε. Το καράβι ήταν σαν αυτό που μας έφερε στο νησί. Βρωμοσαπιοκάραβο. Γυρίσαμε αμίλητες με την συνοδεία των φαντάρων πάντα. Αυτά έγιναν το κολομέρι.

 

Κάποια ημέρα του Οκτώβρη, ήρθε μια ειδοποίηση να πάει η μάννα μου στο διοικητή. Ήταν καλός άνθρωπος. Λέει στην μάννα μου,

-Μην φοβάσαι. Εμείς νομίσαμε πως θα μας έλεγε τίποτα για τον αδελφό μου που ήταν ακόμα στο αντάρτικο, μήπως τον έπιασαν, ήταν ζωντανός; Αλλά ήταν άλλο το νέο. Ήρθε αποφυλακιστήριο δικό μου χωρίς τη μάννα μου. Στεναχωρέθηκε και ο διοικητής. Λέει,

-Έχεις να πάει πουθενά το κορίτσι, δώδεκα χρονών;

-Δεν έχω να το στείλω πουθενά, θα μου το σκοτώσουν.

Ήρθε η μάννα μου, μας τόπε, βάζω τις φωνές, «Εγώ δεν πάω πουθενά» αλλά άδικος κόπος. Έπρεπε να φύγω. Πιο πολύ στενοχωριόμουν που θε να αφήσω το ανηψάκι μου. Είχα δεθεί μαζί του. Και την μάννα μου δεν είχα χωρίσει. Μου φαινόταν ότι θα χαθώ. Δεν είχα κι άδικο. Ήταν μια συντρόφισσα από το χωριό Καστέλια, λέει στη μάννα μου,

-Μην στεναχωριέσαι, να πάει το κορίτσι στο σπίτι μου, στο χωριό μου.

Δεν μπορούσα να πάω στο δικό μας, θα με σκότωναν.

-Γίνονται τώρα όλο συμφωνίες, να πας παιδάκι μου στο Καστέλι, κι’ αν σε μάθουν; Στη Λαμία έχω μια κουμπάρα. Με έχει στεφανώσει, την έχουμε διευκολύνει πολλές φορές, την έχουμε φιλοξενήσει όταν ζούσε ο πατέρας σου. Έχω μάθει πως έχει τον τρόπο της. Είναι πλούσια, είναι μαμή. Μένει Αριστείδου 9, στη Λαμία. Να πας εκεί, δεν νομίζω να αφήσει του Μακρυνιώτη το κορίτσι. Θα το μαζέψει, είσαι μικρό ακόμα παιδάκι μου.

Λεφτά δεν είχαμε. Μαζί με μένα απολυόταν η μάννα του Σωτηρόπουλου. …(Παρνασού) Ένα γελαστό παληκάρι από το χωριό μου Μαριολάτα, αντάρτης του ΔΣ     , και με ένα κοριτσάκι πιο μεγάλο από μένα από το χωριό Φουρνά Θεσσαλίας. Έπρεπε να φύγουμε με δικά μας έξοδα γιατί δεν είμασταν πολλές για να βάλουν καράβι. Θε να πάμε με το καΐκι στο Βόλο τσάμπα και από εκεί ας κόβαμε το λαιμό μας. Το καΐκι θα μας έφερνε τα τρόφιμα. Όλο το βράδυ που θε να φύγω την άλλη ημέρα, δεν κοιμηθήκαμε. Η μαννούλα μου έκλαιγε,

-Θα σε χάσω και σένα παιδάκι μου!

Για την αδελφή μου Ελένη, δεν ξέραμε τίποτα, ούτε για τον αδελφό μου Θανασάκη. Αν ζούσαν! Τώρα έχανε και εμένα.

-Κουράγιο Μάννα.

Ξημέρωσε, ήρθε η ώρα, μαζεύτηκαν πάλι οι γυναίκες να κατέβουμε στο καΐκι, εγώ κρατούσα το μικρό μας αγκαλιά κι’ έκλαιγα, έκλαιγε κι αυτό χωρίς να καταλαβαίνει. Για μια στιγμή δίνω το παιδί στη νύφη μου, τους αγκαλιάζω όλους και ανεβαίνουμε στο καΐκι.

-Γειά σας, καλή αντάμωση, είμαι μεγάλη ρε μάννα, μην στεναχωριέσαι, θα σου γράφω, τώρα να ρωτάς τον ταχυδρόμο!

Το καΐκι ξεκινάει, «Γειά σας».

Από δω και πέρα αρχίζει η χειρότερη ιστορία μου. Στο καΐκι δεν πληρώσαμε εισητήριο. Πήγαμε στο Βόλο. Το άλλο κορίτσι είχε έναν μπάρμπα στο Βόλο για να μείνει το βράδυ. Εγώ και η γριά δεν είχαμε που να πάμε, αλλά πριν χωρίσουμε λέει ο μπάρμπας που περίμενε,

-Για αύριο πρέπει να βγάλουμε εισητήρια για τη Στυλίδα, γιατί το καΐκι φεύγει πρωί.

Του κοριτσιού τόβγαλε ο μπάρμπας, εγώ δεν είχα, η γριά είχε ένα κομπόδεμα έβγαλε το δικό της. Λέει ο άνθρωπος,

-Βγάλε και του κοριτσιού και θα στα δόσει καμμιά φορά.

Η γριά ανένδοτη. Που να την έβλεπε ο γιός της που σκοτώθηκε για την αδικία και για τα ιδανικά του ΚΚΕ/ΔΣΕ. Εγώ να κλαίω. Λέω,

-Δεν μπορώ να πάω και με τα ποδάρια. Τί να κάνω;

Με λυπήθηκε ο Μπάρμπας και μούβγαλε και το δικό μου εισητήριο. Ήταν φτωχός ο άνθρωπος, τον ευχαριστώ. Μας πήρε στο σπίτι του να μείνουμε το βράδυ. Και τη γριά δεν την ήθελε γιαυτό που μούκανε. Την τιμώρησε για λίγο, μετά την πήραμε κι αυτή στο σπίτι.

Το πρωί για το ταξίδι χαιρετήσαμε τον μπάρμπα, μπήκαμε στο καΐκι και ξεκινάμε. Μεγάλη ταλαιπωρία, μας ταρακούνησε, κάναμε εμετούς, υποφέραμε πολύ, δεν είχαμε τίποτα να βάλουμε στο στόμα να στηλώσουμε το στομάχι μας να μην κάνουμε εμετούς. Είμασταν έρμαια. Είμασταν και άμαθοι από θάλασσα. Φτάσαμε ύστερα από πολλές ώρες ταλαιπωρίας στη Στυλίδα. Μας κατέβασαν σαν τα πουλάκια που βγαίνουν απ’ την φωλιά. Καθήσαμε αρκετή ώρα για να συνέλθουμε. Μετά ρωτήσαμε πως θα πάμε στη Λαμία. Μας έβαλαν κάτι άνθρωποι σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο και φτάσαμε στη Λαμία. Με την γριά χωρίσαμε. Του κοριτσιού το χωριό το είχαν εκτοπίσει. Τους είχαν στη Λαμία όλους. Ρωτήσαμε που τους έχουν και τους βρήκαμε. Τους είχανε σε κάτι παράγκες μεγάλες. Μένανε πολλοί μέσα. Βρήκαμε τους γονείς της, μας αγκάλιασαν, μας φιλούσαν, χάρηκε ο κόσμος για το παιδί τους. Λέω κι εγώ, μπας και με ήθελαν και εμένα εδώ, κάθησα κάνα δυο μέρες. Πέρασε ο ενθουσιασμός, έπρεπε να φύγω. Έφυγα τώρα. Πως βρέθηκα στο χωριό Καστέλι δεν το θυμάμαι. Μάλλον με κάνα φορτηγό. Πήγα στο σπίτι που μας είχε πει η Ματζοράνα, έτσι την έλεγαν την γυναίκα που είμασταν εξορία, ήταν ο άντρας της κι ένα κοριτσάκι σαν και εμένα. Με καλοδέχτηκε ο κόσμος. Με το κοριτσάκι παίζαμε μαζί, γράψαμε και στη μάννα μου. Το χωριό αυτό ήταν κοντά στο δικό μου. Δεν πρόλαβα να περάσει μια βδομάδα, μια ημέρα βλέπω τη γιαγιά μου. Ήρθε κρυφά. Μόλις την είδα έτρεξα στην αγκαλιά της.

-Γιαγιούλα μου, πού έμαθες γιαγιά ότι είμαι εδώ;

-Παιδάκι μου, τόμαθε ο Περικλής και ο Λεωνίδας, αυτοί ήταν που σκότωσαν τον Πατέρα μου, οι φονιάδες. Από την γριά ίσως μαθεύτηκε κι’ ας της είπαμε να μην πει για μένα. Ότι με απείλησαν, ίσως δεν το κατάλαβε. Τώρα, μου λέει η γιαγιά μου, να φύγεις από εδώ, θέλουν να ρθουν να σε σκοτώσουν.

Με χαιρέτησε η γιαγιά μου και έφυγε κρυφά όπως ήρθε, γιατί αν το μάθαιναν θα την ταλαιπωρούσαν. Ήδη το είχαν κάνει πολλές φορές και φοβόταν. Τώρα ο άνθρωπος που με φιλοξενούσε φοβόταν και είχε και δίκιο. Αυτοί ήταν αδίστακτοι. Φρόντισε και βρήκε έναν που είχε φορτηγό. Τραστούλια τον έλεγαν τον φορτηγατζή και με πήγε στη Λαμία κρυφά. Εκεί ψάχνω τώρα να βρω την οδό Αριστείδου 9 της μαμής. Βρίσκω το σπίτι, χτύπησα την πόρτα δυνατά για ν’ ακούσουν. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν και κουδούνια. Βγήκε έξω η μαμή βρίζοντας.

-Τί κάνεις θειά μαμή;

-Φύγε, δεν έχω να σου δόσω τίποτα. Όλη την ώρα αυτό γίνετε με τους διακοναρέους.

-Θειά μαμή, εγώ είμαι, της Μητρούλας της Μακρινιώτη η Σταμούλα.

-Ζείτε εσείς; Δεν σας σκότωσαν;

-Μας σκότωσαν, αλλά εγώ με την μάννα μου είμασταν εξορία. Εμένα με διώξαν, να το Απολυτήριο, κι’ η μάννα μου θειά μου είπε να ρθω στο σπίτι για να γλυτώσω, αλλοιώς θα με σκοτώσουν αν με βρουν αυτοί που σκότωσαν τον πατέρα μου.

-Τα θέλατε και τα πάθατε! Τέλως πάντων, κάτσε αυτού και θα το σκεφτώ.

Καθόμουνα σε μια γωνιά στην αυλή, πεινασμένο, φοβισμένο, έλεγα «αν με διώξει, πού θα πάω;» Κάθισα πολλές ώρες εκεί. Κάποια στιγμή βγήκε ένα κοριτσάκι σαν κι εμένα. Μούφερε μια παλιοβελέτζα, ένα τσίγκινο πιάτο βρώμικο κι ένα κουτάλι μισοκομμένο. Μου λέει το κοριτσάκι,

-Κι εγώ είμαι υπηρέτρια, αλλά κοιμάμαι μέσα στο σπίτι. Εσύ θα κάνεις της δουλειές που είναι βαριές και θα κοιμάσαι εδώ στο κατεβατό.

-Καλά είναι, είπα, ας είναι κι εδώ.

Εκεί ήταν το πλυσταριό. Άρχισε η δουλειά. Πολλές κυρίες μπαινόβγαιναν κι εγώ στο πλυσταριό συνέχεια να πλένω κάτι κουτάλες μεγάλες, όλο αίματα. Λέω στο κορίτσι,

-Τί είναι αυτά τα αίματα;

Μου λέει

-Αυτές οι κυρίες έρχονται και σκοτώνουν παιδάκια κρυφά. Μην πεις πουθενά αυτό, θα μας διώξουν. Σιχαινόμουνα, τί να κάνω; Μια ημέρα τη βδομάδα είχε πλύσιμο. Μάζευαν όλα τα ρούχα της οικογένειας και τα ματωμένα του χειρουργείου να τα πλύνω. Οι διαταγές έρχονταν μέσω του κοριτσιού. Μου λέει να ανάψω φωτιά στο καζάνι και ν’ αρχίσω να πλένω ένα βουνό ρούχα. Δώδεκα χρονών παιδάκι έπλενα απ’ το πρωί έως το βράδυ. Δεν καταδεχόταν να έρθει να δει, τα πλένω καθαρά; Εγώ μούσκεμα, ρουχαλάκια δεν είχα να αλλάξω, όταν στέγνωναν τα ρούχα μου κοκαλώναμε απάνω μου. Η κουβέρτα βελέτζα που σκεπαζόμουνα, την είχαν στρώσει και είχαν ρίξει κριθάρι, μου είπε το κορίτσι. Το στόμα μου ήταν γεμάτο σπυριά. Φαγούρα είχα πολύ. Τα χείλια μου με το μισό κουτάλι είχαν κοπεί στα άκρα κι έτρεχε αίμα. Το εσώρουχο δεν είχα να το αλλάξω. Δεν πλησιαζόμουνα. Άρχισα να βρωμάω. Δεν μούκοβε όταν έβαζα μπουγάδα να το πλύνω. Κρύωνα, είχε μπει καλά το φθινώπορο κι έτρεμα. Αυτή η γυναίκα δεν ήρθε μια φορά να δει τί κάνω. Έμαθα από το κορίτσι ότι ο άντρας της μαμής ήταν στα δικαστήρια. Ήταν ένας σοβαρός κύριος αλλά αδιάφορος για την δικιά μου κατάντια. Είχαν κάτι χωράφια και αμπέλια στον κάμπο κοντά στη Μίρμιγη. Μια μέρα βλέπω στην αυλή μισό τσουβάλι καρπό. Μου λέει ο κύριος,

-Έλα εσύ εδώ, πάρε την τριχιά.

Και με φορτώνουν τον καρπό. Εκείνος μπροστά με το ποδήλατο κι εγώ κοντά φορτωμένο να πάμε στο χωράφι. Στο ποδήλατο όταν πηγαίναμε, είχε ένα άδειο καλάθι, αρκετά μεγάλο. Αφού ξεφόρτωσα τον καρπό, ξεκουράστηκα. Είχε ένα ζευγάρι με ζώα και ώργωνε για να σπείρει το καρπό που πήγα. Μου λέει,

-Έλα εδώ, θα γεμίσουμε το καλάθι σταφύλια. Όταν γέμισε τίγκα, άντε να το φορτώσεις. Ήταν αρκετά βαριά και τα σταφύλια και ο καρπός για να με αχρηστεύσουν. Πως έφτασα στην Λαμία, με την γλώσσα έξω. Είχα εξαντληθεί, δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Κατουριόμουνα απ’ το βάρος. Να φάω δεν μπορούσα, τα χείλια κομμένα, η φαγούρα με είχε ξελιγώσει. Γράφω μια μέρα ένα γράμμα στη μάννα μου. Γράφω «Μάννα, άμα με ειδείς δεν θα με γνωρίσεις. Δεν είμαι καλά. Πες στον διοικητή άμα με θέλει να ρθω πάλι στο Τρίκερι, αλλοιώς θα πεθάνω». Το γράμμα το πήρε η μάννα μου, να κλαίει  «Αχ γιατί χαϊβανάκι μου: Τί τραβάς με την γύφτισσα!» Η καταγωγή της ήταν από γύφτους. Δεν έβγαινε τίποτα. Μια ημέρα με φωνάζει απ’ το πλυσταριό που είχα βάλει μπουγάδα.

-Έλα εδώ εσύ ανταρτόπουλο, μούκλεψες ένα 50άρικο.

-Εγώ θειά μαμή;

-Μη με λές έτσι, κυρία θα λες. Εσύ το πήρες.

-Εγώ το σπίτι μέσα δεν το ξέρω πως είναι, δεν έχω μπει μέσα, πού το βρήκα το 50άρι;

-Εσύ το πήρες, δεν το μαρτυράς έ; Αποφάγια δεν θα ξαναδείς, θα πεθάνεις σπυριάρα!

Εγώ να κλαίω.

-Κλαις! Δεν συγκινούμε, ξέρω τον τρόπο. Θα σε βάλουν σε μια ηλεκτρική καρέκλα και θα πεταχτούν τα μάτια σου έξω και τότε θα μαρτυρήσεις.

Εγώ να ουρλιάζω απ’ το φόβο. Της λέει ο Κύριος,

-Άστο, δεν το λυπάσαι; Αυτή να λέει,

-Την καρέκλα δεν θα την γλυτώσεις! Και θα μαρτυρήσει και θα το διώξω! Εγώ να με τρώει το βάσανο, τι σόϊ καρέκλα είναι αυτή που θα πεταχτούν τα μάτια. Εκεί που γίνονταν όλα αυτά, τί να δω; Βλέπω την γιαγιά μου. Λέω τώρα με βρήκανε, κι ‘αμα έρθουν εδώ, αυτή θα με προδόσει αλλά μπορεί και να μην με γνωρίσουν όπως έχω καταντήσει και την γλυτώσω.

-Παιδάκι μου, μέσα σε ένα μήνα που είσαι εδώ, δεν γνωρίζεσαι. Τί σπυριά είναι αυτά; Τό στόμα σου γιατί τρέχει αίμα; Δεν ντρέπεσαι μαρί; Λίγα έχεις δει απ’ την θυγατέρα μου; Δεν έχεις παιδιά, δεν είσαι μάννα σκύλα; Έλα εδώ παιδάκι μου.

-Γιατί ήρθες γιαγιά;

-Παιδάκι μου η μάννα σου, η Βασιλικούλα και η συμπεθέρα, τους έφεραν εδώ στη Λαμία για δικαστήριο, ή όπως το λένε, Στρατοδικείο. Και τώρα τους έχουν στο κρατητήριο. Ήρθαν και Μαριολακιότες μάρτυροι να τους κατηγορήσουν.

Εγώ τότε θυμήθηκα ότι ο κύριος ήταν στα δικαστήρια. Όταν βγήκε απ’ το σπίτι να πάει στη δουλειά του λέω,

-Κύριε, μπάρμπα, η μάννα μου και η νύφη μου, θα περάσουν δικαστήριο. Θα τους γλυτώσεις άμα μπορείς;

-Δόσμου τα ονόματα.

Τάδοσα. Ανάσανα λίγο. Λέω μήπως κάνει τίποτα αυτός. Η γιαγιά μου είχε λίγο ψωμάκι στο τράστο. Μου το έβρεξε και το έφαγα σιγά σιγά προσέχοντας να μην ματώσουν τα χείλια μου που είχαν κοπεί με το μισό κουτάλι που έτρωγα όταν μου έδινε λίγο φαγητό η σκύλα. Καλά την είπε και η γιαγιά μου.

-Πάμε παιδάκι μου να δούμε την μάννα σου.

-Γιαγιά, λέω, άμα με δει έτσι η μάννα μου θα ουρλιάζει. Θα με γνωρίσει άραγες το μικρό μας;

Δεν μπορέσαμε να τους δούμε, λέμε «αύριο στο δικαστήριο». Το πρωί μόλις ξημέρωσε, εμείς με την γιαγιά απέξω απ’ το δικαστήριο. Βλέπω χωριανούς που ήρθαν να κατηγορήσουν, για υπεράσπιση κανείς, δικηγόρος ούτε για συζήτηση. Λένε όταν με είδαν,

-Ρε τοίρα η σπορά του Μακρυνιώτη πως κατάντησε, δεν μπορέσαμε να τους ξεσπορίσουμε.

-Να χαθείτε κοπρόσκυλα, τους λέει η γιαγιά μου, όλοι έχετε φάει απ’ του Μακρυνιώτη τα χέρια, αλλά θα το πληρωθείτε.

Καμμιά φορά φτάνουν το κλειστό αυτοκίνητο της χωροφυλακής με πολλούς χωροφυλάκους, συνοδεία τις κρατούμενες και τον μικρό αντάρτη. Η μαννούλα μου, η θειά Μαριώ, η Βασιλικούλα μόλις με είδαν, άνοιξαν το στόμα αλλά δεν πρόλαβαν να πουν κουβέντα. Τους έσπρωξαν οι χωροφύλακες. Η μάννα μου έκλαιγε για μένα. Δεν φοβόταν το δικαστήριο, είχε ψηθεί το παιδάκι, δεν καθόταν στο εδώλιο ήσυχα και μου τόδοσαν. Το τί παιχνίδια κάναμε γύρω στο δικαστήριο, όσα μας είχαν λείψει. Εκεί πρωτοπερπάτησε, στα δικαστήρια Λαμίας. Εγώ απ’ τη χαρά μου που είχα το μικρό, ξεχάστηκα. Φώναζα απέξω, του έλεγα «τώρα θα σε πιάσω» κι αυτό πρωτοπερπάτησε και του ρχόταν χαρά. Έρχεται η γιαγιά μου και μου λέει,

-Μαρί γελάς; Την μάννα σου θα την σκοτώσουν, λένε οι ψευτομάρτυρες ότι είχαν όπλα και σκότωναν κόσμο. Είναι αλήθεια παιδάκι μου εκεί στο αντάρτικο, αυτά κάνατε; Πωπώ! μούπε ο μπάρμπας σου, αν έχετε λεφτά απ’ το αντάρτικο, να τα πάρει ο μπάρμπας μην τα πάρουν οι ξένοι. Αμέσως αγρίεψα, μεγάλωσα απότομα, της λέω

-Γιαγιά, εσύ τα λες αυτά; Τότε οι φονιάδες τί θα πουν; Να σηκωθείς να φύγεις γρήγορα.

-Παιδάκι μου, μην κάνεις έτσι.

-Εμείς γιαγιά δόσαμε ότι καλύτερο είχαμε, τους σκοτωμένους. Δεν ξέρουμε αν ζει ο Θανασούλας μας ή η Ελένη μας. Μας τα πήραν όλα, πεινάμε και λες για λεφτά. Οι αντάρτες δεν μοίραζαν λεφτά, ο σκοπός τους ήταν Ελευθερία και καλύτερες μέρες στον κόσμο.

Το στρατοδικείο, δεν θυμάμαι, δυο ημέρες συνέχεια, μια ημέρα τελείωσε. Δεν θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι, ο άνθρωπος αυτός που ήταν δικαστικός, αθώωσε τη μάννα μου και την νύφη μου, ενώ τη θειά Μαριώ, την μάννα της νύφης μου, αυτή την ανεκτίμητη γυναίκα τη δικάσαν 15 χρόνια φυλακή.

Βλέπεις το μέσον που είχα δεν έφτασε για τη Μαριγώ Κορδά, την ηρωίδα.

Βουβαθήκαμε όταν το ακούσαμε. Πήγα κοντά στον κύριο, του λέω,

-Η θειά η Μαριώ, γιατί τόσα χρόνια; Είναι καλή γυναίκα.

-Δεν έμεινες ευχαριστημένη;

Τότε λέω ας μην μιλάω, μην θυμώσει και τους δικάσει πάλι. Δεν ήξερα τους νόμους. Τελιώσαν, αγκαλιάσαμε τη θειά Μαριώ με κλάμματα.

-Τί κλαίτε; Για σας είναι χειρότερα, μας είπε, από εδώ και πέρα που θα ακουμπίσετε. Εγώ, λέει, δεν στεναχωριέμαι για μένα. Αν ακούσετε για την Κούλα κάτι, αν ζει, να μου γράψετε, όπου με παν θα το ξέρετε.

Η Κούλα, η Αγγελική, ήταν η άλλη αδελφή της νύφης μου, που έμεινε μάχιμη, που γράφω στην αρχή. Τη θειά Μαριώ την πήγαν στις φυλακές της Πάτρας και τέλος το 49, έπιασαν την Αγγελική μετά από μεγάλα μαρτύρια έτυχε να την πάνε στις φυλακές της Πάτρας και αντάμωσαν.

Τέλειωσε το στρατοδικείο, θα γράψω λίγα για τη νύφη μου. Πήρε το μικρό, τί να το ταΐσει, που να πάει, σκέφτηκε να πάει στο χωριό. Εκεί ήταν ο παππούς Ζαβούλας. Είπε,

-Θα πάω στον παππούλη μου, δεν πιστεύω να με διώξουν. Για τον αδελφό μου δεν είχαμε μάθει αν ζούσε. Έλεγε μήπως γυρίσει και ο Θανασάκης. Έφτασε ξυπόλητη μες τα χιόνια με το παιδί στα χέρια καμιά φορά στο χωριό. Βρήκε τον παππού, τον είχαν πάρει κάτι συγγενείς. Με το καλό τούλεγαν ότι τα παιδιά δεν θα γυρίσουν και του είχαν πάρει τα χωράφια, αλλά ποιός ασχολιόταν τότε με χωράφια; Μόλις αντάμωσαν χάρηκε ο παππούς.

-Ήρθες πουλάκι μου, έλεγε του παιδιού. Δεν το πίστευε ο γέρος. Πές μου Βασίλου μ’, ζει ο Θανασούλας μ’, η μάννα σου η Κούλα, η Δημητρούλα, το κορίτσι; Δεν πρόλαβαν να τα πουν, άρχισε το κυνήγι να φύγει απ’ το χωριό. Τη στέλνουν στο βουνό με τον παππού στα χιόνια, να φωνάξουν τον αδελφό μου να παρουσιαστεί. Τους παίδευαν να φωνάζαν μες τα χιόνια στον Παρνασσό «Θανασούλα, Θανασούλα». Μάταια, ο Θανασούλας είχε σκοτωθεί στα Άγραφα με τον Διαμαντή. Τότε πήγαν οι Μάηδες και οι χωροφύλακες, την πήραν με το παιδί, κοντά και ο παππούς. Την βάζουν στο κρατητήριο στη Γραβιά. Ο παππούς απέξω.

-Που είσαι πουλάκι μ’, ακόμα δεν σε χόρτασα, έκλαιγε ο κακομοίρης. Η νύφη μου ήταν πολύ ωραία κοπέλα. Καλλονή. Όλα τα καθάρματα που την έβλεπαν, νόμιζαν ότι θα την πλησίαζαν πονηρά. Αλλά η νύφη μου ήταν πολύ αξιοπρεπής κοπέλα. Σοβαρή και κουμουνίστρια, προτιμούσε αν ήταν τρόπος να τους σκοτώσει όλους. Το κρατητήριο ήταν δίπλα στου μπάρμπα Θύμιου του Λαλά, το σπίτι. Το παιδάκι νηστικό, όσο για τη μάννα είχε ημέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Τα μεσάνυχτα στο κρατητήριο, ένας χωροφύλακας την ενοχλούσε. Είχε άσχημες διαθέσεις. Τότε η νύφη μου, θόλωσε το μυαλό της, αδειάζει το πετρέλαιο της λάμπας σε ένα ντενεκέ και του δίνει του παιδιού. Το παιδί νόμισε ότι είναι γάλα και το ήπιε λαίμαργα. Το παιδί μελάνιασε, πήγε να σκάσει. Βάζει τις φωνές,

-Τρέξτε, φαρμάκωσαν το παιδί μου, βοήθεια, βοήθεια.

Πήγε ο μπάρμπα Θύμιος από δίπλα, τρόμαξαν να συνεφέρουν το παιδί. Από τρίχα γλύτωσε. Ήταν άδειο το στομάχι του, δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή. Η νύφη μου έλεγε,

-Αυτός, αυτός ήθελε να το φαρμακώσει.

Αυτός της έκανε νόημα ότι «Δεν θα την γλυτώσεις, θα σε σκοτώσω». Αλλά μόνη της έδοσε το πετρέλαιο στο παιδί. Δεν είχε άλλο τρόπο να γλυτώσει. Την υπόλοιπη νύχτα την πήρε ο μπάρμπα Θύμιος. Είπε στον διοικητή και την πήρε στο σπίτι. Συνήρθε το παιδάκι, έφαγαν κάτι, ζεστάθηκαν, κι’ όταν ξημέρωσε, την άφησαν ελεύθερη. Τον χωροφύλακα τον μετάθεσαν μακριά. Πήρε το μικρό, τον παππού που είχε κατατρομάξει, δεν ήξερε τι έγινε, άκουγε το παιδί που ούρλιαζε και ούρλιαζε κι αυτός απέξω, και πήγαν στο χωριό της νύφης μου, στο χωριό Ελαιώνα ‘Αμφισσας. Και εκεί την ίδια αντιμετώπιση είχε. Φεύγει και από εκεί, πήγε στην ‘Αμφισσα κι έδινε παρών στην αστυνομία. Την σύστησε κάποιος στον νομάρχη, πήγε υπηρέτρια για λίγο φαγάκι και κάπου να μένουν το παιδί και ο παππούς κι η νύφη μου. Όλες οι γυναίκες του κόσμου να ενωθούν, μια Βασιλικούλα δεν κάνουν. Σε αγαπώ Βασιλικούλα!

Εγώ και η μάννα μου πήγαμε στο σπίτι της μαμής και είδε τη μάννα μου, την αγριοκοίταξε και της λέει,

-Τί κατάλαβες κατσιαμπλού που σκότωσες τόσο κόσμο;

-Ντροπή σου, της είπε η μάννα μου, που πιστεύεις εσύ αυτά τα πράγματα, που μας ήξερες απ’ την καλή τι ανθρώποι είμασταν και αν μπορούσαμε να σκοτώσουμε εμείς. Άλλοι είναι αυτοί που σκοτώνουν, σαν κι εσένα, που σούστειλα ένα παιδάκι 12 χρονών και τούκανες τα μαρτύρια, που δεν θυμήθηκες τίποτα. Εγώ σε γλύτωσα απ’ την φυλακή. Τα ξέχασες;

-Να σηκωθείτε να φύγετε αμέσως.

Της είπε η μάννα μου,

-Θα έρθει ο άντρας σου να τον ευχαριστήσω, γιατί δεν πίστεψε αυτά που με κατηγορούσαν προδότες σαν κι εσένα και θα φύγω, να είσαι σίγουρη γύφτισα, που είχες χορτάσει του κόσμου τα καλά στο σπίτι μου και δεν το εκτίμησες

Ήρθε ο κύριος, του είπε η μάννα «Ευχαριστώ για το καλό που μούκανες σε μένα και στη νύφη μου, που πίστεψες σε μας ότι είμασταν αθώοι. Γειά σας και πάλι σας ευχαριστώ».

Με πήρε και βγήκαμε στο δρόμο.

-Πού να πάμε πουλάκι μου; Λεφτά δεν έχουμε, τί κάνουμε; Ούτε ταυτότητα, μόνο το απολυτήριο απ’ το στρατοδικείο η μάννα μου και εγώ απ’ την εξορία. Όπου να πηγαίναμε θα μας έπιαναν, σκέφτηκε η μάννα μου,

-Λες να πάμε παιδάκι μου στο Θύμιο; Ήταν χωριανός μας και στρατιωτικός κι έμενε στην Λαμία.

-Ρε μάννα αυτόν τον έφτυσα όταν μας έπιασαν και μας πέρασαν από όλες τις πλατείες στην Λαμία, λες να με γνώρισε; Αλλά αυτός μας έφτυσε πρώτος.

-Πάμε, δεν έχουμε άλλη λύση. Πήγαμε, μας δέχθηκε με ψυχρότητα. Μας λέει,

-Λυπάμαι για την κατάντια σας.

-Μην λυπάσαι Θύμιο. Άλλους να λυπάσαι. Αν μπορείς να μας εξυπηρετήσεις, έχει καλώς. Εμείς αυτοί είμαστε, δεν αλλάζουμε.

Τελικά μας έφτιαξε το φύλλο πορείας λεγόταν. Έκανε χρέη ταυτότητας. Τώρα που να πάμε, τι να φάμε. Στο χωριό ούτε συζήτηση, θα μας σκότωναν. Γυρίζαμε σαν την άδικη κατάρα. Βράδιασε. Βρίσκουμε μια μάντρα, παλιόσπιτο, μαζευτήκαμε κουβάρι γιατί κρυώναμε κι όλη τη νύχτα κλαίγαμε. Για λίγο πήρε ο ύπνος την μάννα μου και όταν ξύπνησε μου λέει,

-Παιδάκι μου, είδα ένα όνειρο, ζωντανό. Ήρθε η Αγία Παρασκευή, σαν να την βλέπω, με χάιδεψε στη πλάτη και μου λέει «μην κλαις και οδύρεσαι. Εγώ σε προστατεύω, θα σου δόσω και άλογο να πας καβάλα».

Πήρα θάρρος.

-Άει ρε μάννα, τόσα περάσαμε, πού ήταν η Αγία Παρασκευή;

-Μην βλαστημάς παιδάκι μου, έκανε το σταυρό της. Χίλιες δόξες Κύριε! Ξημέρωσε και ξεκινήσαμε. Γυρίζαμε μες στη Λαμία. Η μάννα μου μούλεγε συνέχεια το όνειρο.

-Μην κλαις και οδύρεσαι, μούπε η Αγία Παρασκευή. Παιδάκι μου έχω απαντοχή.

Για μια στιγμή βλέπουμε ένα παλληκάρι να τρέχει προς το δρόμο μας. Μας αγκάλιασε, μας φίλαγε,

-Θειά Μητρούλα, Σταματάκι μου, ζείτε για ονειρεύομαι; Είχα μάθει ότι σας σκότωσαν. Ο Θανασούλας ζει;

-Κώστα μου, τί κάνεις; Είσαι καλά εσύ;

-Καλά θειά, άσε με εμένα, πέσμου τα δικά σας. Έχετε φάει τίποτα; Πάμε να φάτε.

-Για την Σταμούλα πάρε κάνα κουλουράκι παιδί μου. Κώστα μου, σαν να βλέπω το Θανασούλα μου  τώρα που σε βλέπω.

-Πάντα περήφανη θειά. Εγώ έχω φάει τόσα καλούδια στο σπίτι σου. Θυμάσαι θειά;

Ο Κώστας ήταν απ’ το χωριό Καστέλι, ήταν σιδηρουργός. Ο αδελφός μου είχε και αυτός σιδεράδικο. Στο χωριό δούλευε καλά. Το παιδί δεν είχε δουλειά, στο χωριό του είχε και άλλα σιδεράδικα. Ήρθε στο χωριό μας, βρήκε τον αδελφό μου, του είπε ποιός είναι. Δεν γνωρίζονταν κι ότι δεν έχει δουλειά και πως ήταν πολύ φτωχός και είχε ανάγκη να δουλέψει. Του λέει ο αδελφός μου,

-Κώστα εγώ θα σου στείλω πελάτες να ανοίξεις το μαγαζί.

Αγκαλιαστήκανε τα δυο παληκάρια, λέει ο Κώστας.

-Θανασάκη θα σε έχω σαν αδελφό μου.

Τα σιδεράδικα δούλευαν και τα δύο. Αλλά δεν κράτησε και πολύ γιατί ο αδελφός μου πήγε στο αντάρτικο. Μετά από λίγο καιρό πήγαμε και εμείς στο αντάρτικο. Το χωριό άδειασε, έφυγε και ο Κώστας. Και να που βρεθήκαμε τώρα.

-Πού θα πάτε θειά Μητρούλα τώρα;

-Λέω να πάμε στην Αθήνα Κώστα μου, μήπως και γλυτώσουμε, αλλά δεν έχουμε εισιτήρια. Κι’ άρχισε να κλαίει, έκλεγε και ο Κώστας, έκλεγα και εγώ.

-Ας όψονται αυτοί θειά που σας κατάντησαν έτσι. Εγώ ρε θειά γιατί είμαι εδώ; Να πάρε μια λίρα τώρα, δεν έχω άλλα. Θα κονομίσω και θα σας δόσω κι άλλα.

Πήγαμε πήραμε λίγο ψωμάκι, έφυγε ο Κώστας. Χίλιες ευχές τούδοσε η μάννα μου.

-Είδες το όνειρο Σταματάκη μου, κι άλογο θα σου δόσω να πάς καβάλα, είπε η Αγία Παρασκευή.

Ρωτήσαμε που είναι το πρακτορείο για Αθήνα. Όλο δυσκολίες βρίσκαμε που δεν είχαμε ταυτότητες και βλέπανε τα αποφυλακιστήρια. Κι έτσι χάσαμε τον Κώστα, δεν ξαναπήγαμε να βρεθούμε να μην τον επιβαρύνουμε άλλο. Φύγαμε για Αθήνα. Εκεί αρχίζουν νέα μαρτύρια.

Όπως γράφω στην αρχή, ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Η πρώτη γυναίκα του είχε 4 παιδιά. Κρυστάλλω, Σταυρούλα, Θανάση κι η Ελένη, νεογέννητο τότε. Παντρεύτηκε την μάννα μου. Είχε πεθάνει ο πρώτος της άντρας και είχε δύο παιδιά, τον Γιάννη και τον Θανάση. Μετά από λίγο καιρό γεννήθηκα και εγώ. Είμασταν μια πολυμελή οικογένεια, με λίγες χαρές και πολλές λύπες. Τώρα για να ξεχωρίσω τους Θανάσηδες, ο ένας σκοτώθηκε στο αντάρτικο, ο Αρβανίτης, της μάνας μου ο γιός. Ο άλλος Θανάσης, ο Μακρυνιώτης, όλο τον καιρό που εμείς τραβούσαμε τα μαρτύρια, αυτός ήταν στο στρατό, είχε παντρευτεί με μια κοπέλα από την Κοκκινιά. Γνωρίστηκαν το 41 στο χωριό. Ήταν μοδίστρα και έμενε στο σπίτι μας, ωραία κοπέλλα. Όταν μας κάψαν το σπίτι μέναμε μαζί. Οι Ιταλοί την είδαν και κατάλαβαν πως είναι ξένη και την βοήθησαν και γλύτωσε όλα τα πράγματά της. Μετά έφυγε για την Κοκκινιά στους δικούς της. Ήταν καλός κόσμος οι γονείς της. Τους ξέραμε γιατί έμειναν πολύ καιρό στο σπίτι μας το 41.

Έτσι τώρα εμείς παίρνουμε την πόστα για Αθήνα. Μέσα στο τραίνο ρωτήσαμε για να πάμε στην Κοκκινιά, που να κατεβούμε. Μας είπαν στην Λεύκα να κατεβούμε, έτσι και έγινε. Κατεβήκαμε, παίρνουμε το δρόμο ρωτώντας με τα πόδια σιγά και ρωτώντας. Καμιά φορά το βρήκαμε. Μόλις μας είδαν χάρηκαν που γλυτώσαμε. Ρωτήσαμε για την Ελένη, μας είπαν πως είναι φυλακή στο Αβέρωφ. Τους είπαμε τα δικά μας. Στεναχωρέθηκαν. Λέει η συμπεθέρα,

-Θα μείνετε στο σπίτι εδώ.

Ήταν μεγάλη οικογένεια.

-Που να χωρέσουμε συμπεθέρα, είναι μικρό το σπίτι, έχετε και την οικογένεια του Θανάση.

-Δεν θέλω κουβέντα, όλοι οι καλοί χωράνε.

Του αδελφού μου και της νύφης μου δεν τους καλοφάνηκε. Ίσως είχαν δίκιο. Η συμπεθέρα τους κατάλαβε και λέει,

-Αν κανείς έχει αντίρρηση να μας το πει.

Καθίσαμε λίγες ημέρες, η γκρίνια άρχισε έντονα. Εμένα δεν με έπερναν για δουλειά, ούτε να τυλίγω καραμέλες, ήμουν μικρή, η μάννα μου είχε το πρόβλημά της, τίνος να το πει. Μια μέρα λέει η Άρτεμις η νύφη μου,

-Θα πάω στο Αβέρωφ, στην Ελένη.

-Πάρε με και εμένα να δω την αδελφή μου.

-Άει παιδάκι μου να δεις το κορίτσι, εγώ το αντάμωσα όταν μας πέρασαν απ’ το Αβέρωφ. Μείναμε δυο ημέρες με το Λενάκι μου, μούκανε και μπάνιο, όλες οι γυναίκες με περιποιήθηκαν.

Τότε μου είπε ότι την έπιασαν την Μεγάλη Παρασκευή το 48 και εμάς μας έπιασαν την Μεγάλη Πέμπτη, γι’ αυτό οι Χριστιανοί μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού σε εμάς. Ζητάω ένα πορτοκάλι από την συμπεθέρα να μην πάω με άδεια τα χέρια στη φυλακή. Ξεκινάμε με την Άρτεμις. Μπροστά εκείνη, τρέχοντας εγώ σαν το σκυλάκι πίσω με το πορτοκάλι στα χέρια. Πήραμε την συγκοινωνία και πήγαμε. Στη φυλακή ειδοποίησαν ποιοί έχουν επισκεπτήριο. Λένε όποιος έχει δέμα να το δώσει τώρα με το όνομα απάνω και τα έπαιρναν μέσα στη φυλακή. Εγώ που να γράψω όνομα στο πορτοκάλι. Τόδωσα κι’ εγώ με τα άλλα δέματα. Γέλασε αυτός που το πήρε.

-Να το δόσεις στην αδελφή μου, Ελένη την λένε, του είπα.

Άρχισε το επισκεπτήριο.

-Ποιές είναι για τη Μακρυνιώτη;

Σηκωθήκαμε, έτρεξα εγώ, βλέπω την Ελένη μέσα από κάτι σύρματα, άρχισα τα κλάματα. Έκλεγε και αυτή. Τι να πρωτοπούμε. Μουγγαθήκαμε και τα δυο μόνο κλαίγαμε. Της είπα μόνο,

-Σούφερα ένα πορτοκάλι, να το πάρεις να το φας. Δεν είχα τίποτα άλλο, ακούς;

Φύγαμε, πήγαμε στο σπίτι. Ο αδελφός μου ήταν φαντάρος. Όταν ερχόταν και μας έβλεπε εκεί, στενοχωριόταν. Ήθελε να φύγουμε. Κανονίζουν με ένα συγγενή τους να με παν υπηρέτρια στον Πειραιά, σε μια κυρία. Ο άντρας της ταξίδευε. Είχε δυο παιδάκια, ήταν νέα και καλή. Περνούσα καλά, μου πήρε ρουχαλάκια. Στο τραπέζι τρώγαμε μαζί. Φορούσα και μακριά ρόμπα, έκανα δουλίτσες μαζί με την κυρία. Περνούσα καλά. Μέσα στο σερβάν είχε ένα κουτί με σοκολατάκια. Εγώ κάθε ημέρα έπαιρνα κι ένα σοκολατάκι κρυφά. Η κυρία το κατάλαβε αλλά από καλοσύνη δεν μούλεγε τίποτα. Μια μέρα ήταν το τελευταίο. Μόλις κάνω να το πάρω με είδε η κυρία αλλά έκανε πως δεν το πρόσεξε. Εγώ ντροπιάστηκα. Αν μούλεγε κάτι και με μάλωνε ίσως ήταν καλύτερα. Αλλά δεν μίλησε. Έτσι σκέφτηκα να φύγω. Ντρεπόμουν να μείνω άλλο.

Πού να πάω; Για την μάννα μου δεν ήξερα τίποτα. Λεφτά δεν είχα, πώς να φύγω; Βγαίνω έξω απ’ το σπίτι με τη μακριά ρόμπα κι όπου φύγει. Γύριζα στον Πειραιά. Πήγα κοντά σε έναν κύριο. Του λέω,

-Μπάρμπα, από που πάει ο δρόμος για την Κοκκινιά;

-Να σου δείξω που είναι το λεωφορείο, μου λέει.

-Δεν έχω λεφτά μπάρμπα.

Τότε μούδωσε 1 δραχμή. Μου λέει,

-Άντε στο περίπτερο να στο χαλάσει. Κράτα 6 λεπτά, τόσο έκανε το εισιτήριο, και τα 4 λεπτά να μου τα φέρεις.

Του τα έδωσα, του είπα ευχαριστώ. Με πήγε στο λεωφορείο και έφυγα. Πήγα στο τέρμα, στον Άγιο Νικόλαο. Πιο πάνω ήταν το σπίτι. Την μάννα μου δεν την βρήκα. Την είχαν διώξει. Γύριζε και ζητούσε κάπου να μείνει. Πότε κοιμόταν σε εκκλησίες, σε γκαράζ κάτω από αυτοκίνητα, την είδαν δυο κοπέλες και την λυπήθηκαν. Την πήραν στο σπίτι κρυφά γιατί έπρεπε να πάρεις άδεια από την αστυνομία. Την έπλυναν οι κοπέλες, της έδωσαν και ρούχα, φόρεσε καθαρά και γερά. Τα δικά της είχαν λιώσει. Έφαγε καλά, την έβαλαν να κοιμηθεί. Δεν πρόλαβε να κοιμηθεί σε ζεστά ρούχα, έρχεται ο αδελφός των κοριτσιών. Μόλις την βλέπει, βάζει τις φωνές.

-Ποιά είναι αυτή; Να φύγει αμέσως.

Τα κορίτσια να επιμένουν. Τίποτα αυτός.

-Να φύγει!

Έφυγε η μανούλα μου. Πάλι στο δρόμο. Πήγε σε ένα παλιόσπιτο και ξημέρωσε σε μια γωνίτσα. Πάω εγώ στο σπίτι. Η συμπεθέρα που ήταν καλή, έλειπε. Ήταν και ο Θανάσης εκεί. Ποιός να με πρωτοδείρει. Πρώτον που θε να μείνω και δεύτερον τους ντρόπιασα στην κυρία που έφυγα. Μου έλεγαν να ξαναπάω. Εγώ δεν πήγαινα, με έδιωχναν και ούρλιαζαν. Ήθελα να πάω να πνιγώ στη θάλασσα. Ήρθε η συμπεθέρα, τους λέει,

-Δεν ντρέπεστε, τί το κάνετε έτσι; Μικρό παιδί είναι. Ήρθαν εδώ να ριζώσουν. Την συμπεθέρα την διώξατε, άρρωστη γυναίκα. Τώρα θα τρελάνετε και το μικρό; Εμείς όλοι το 41 στο σπίτι του Μακρυνιώτη τη βγάλαμε και δεν καταλάβαμε πείνα.

Όλα αυτά τα λέγανε δυνατά κι εγώ τσίριζα. Η μάννα μου γύριζε, πέρασε απέξω, άκουσε την φωνή μου και μπήκε μέσα. Μόλις με είδε με αγκάλιασε και κλαίγαμε μαζί. Μας κράτησε λίγες μέρες η συμπεθέρα. Μια ημέρα ήρθε η κυρία να με πάρει πίσω. Μου λέει,

-Εγώ θα σου παίρνω σοκολατάκια να τρως.

Δεν πήγα, ντρεπόμουν. Στείλανε ένα χαρτί στον Θανάση, έλεγε ότι η Ελένη θα περάσει δικαστήριο. Έπρεπε να βάλουμε δικηγόρο. Με τί λεφτά; Λέει η μάννα μου.

-Να πάμε παιδάκι μου στο χωριό να πουλήσουμε κάνα χωράφι να τον πληρώσουμε.

Η κυρία μούχε δόσει λίγα χρήματα. Για τα εισητήρια έφταναν. Αλλά πως θε να ξεμυτίσουμε στο χωριό; Κι όμως εμείς πήγαμε στο τραίνο και φύγαμε. Φτάσαμε στον Μπράλλο, κατεβαίνουμε. Δεν ξέραμε τι θα αντιμετωπίσουμε. Εκεί ήταν το μισό χωριό μας. Είχαν φύγει, φοβόντουσαν τους αντάρτες και πήγαν κοντά στους Μάηδες. Ήταν όλοι ίδιοι. Αμέσως τόμαθαν όλοι. Έρχεται ένας πρώτος ξάδελφος της μάνας μου μας λέει,

-Πού ήρθατε στο στόμα του λύκου; Θα σας σκοτώσουν. Όλοι φοβερίζουν.

-Ήρθαμε να πουλήσουμε κάνα χωράφι. Χρειαζόμαστε λεφτά.

-Από δω να φύγετε. Πηγαίνετε στο Δαδί.

Πήραμε το τραίνο και στο Δαδί. Εκεί ήταν χειρότερα. Στον Μπράλο ήταν ο Λεωνίδας, ο φονιάς του πατέρα και στο Δαδί ήταν ο Περικλής με το γιό του, χειρότερα. Ήταν και στο Δαδί χωριανοί μας. Πάλι κανένας δεν μας ήθελε. Φοβόντουσαν να μας πλησιάσουν. Τόμαθε ο Περικλής με τον γιό του και έψαχναν λυσσασμένοι να μας καθαρίσουν έλεγαν. Μας είδαν και μας κυνηγούσαν. Τότε επενέβει η χωροφυλακή. Μας πήραν και μας έκλεισαν στο κρατητήριο για να μας γλυτώσουν. Είχε ένα χιόνι, το θυμάμαι, μισό μέτρο. Παγώσαμε. Ήταν κι απ’ τον φόβο. Εκεί στο κρατητήριο ήταν κάπου 15 άτομα κρατούμενοι. Τους είχαν σακατέψει στο ξύλο, όλο βογκούσαν. Εγώ είχα πάθει φοβία και φώναζα. Η μάννα μου με χτυπούσε,

-Πάψε παλαβό.

Με μάλωναν και οι άλλοι. Εγώ το ίδιο. Έκλαιγα, γελούσα, φώναζα. Είπαν μήπως και θέλω γιατρό. Ήρθε ο γιατρός, λέει στους χωροφύλακες,

-Η γυναίκα αυτή θέλει νοσοκομείο και το κορίτσι θέλει να ηρεμήσει.

Είπαν οι χωροφύλακες,

-Εμείς τους πήραμε εδώ να μην τους σκοτώσουν. Δεν είναι κρατούμενοι. Μπορούν να φύγουν.

Δεν είχαμε ταυτότητα. Πήγε ένας ξάδελφος μου, ο Κώστας, πήγαινε στο γυμνάσιο τότε, μας έφτιαξε ταυτότητες, μας πήραν οι χωροφύλακες, μας συνόδεψαν στο σταθμό για προφύλαξη από τον Περικλή. Πήραμε την πόστα για Πειραιά. Πάλι απ’ την αρχή. Πήγαμε στην Κοκκινιά. Ταλαιπωρημένοι, χωρίς λεφτά. Μόλις μας είδε η νύφη μου μας έδιωξε.

-Εδώ δεν χωράτε, μας είπαν, οριστικά να φύγετε!

Πιο κάτω στην Παλιά Κοκκινιά έμενε μια χωριανή μας, η κυρά Χρυσούλα. Πήγαμε εκεί με την μάννα μου. Μας είδε η γυναίκα ρακένδητες, μας μάζεψε μέσα, μας έδωσε κάτι να φάμε. Είπαμε τα βάσανά μας, η γυναίκα προβληματίστηκε. Είπε κάτι πρέπει να κάνουμε, θα μας κράταγε αλλά ήταν πολύ φτωχή, είχε μικρό σπίτι, δεν χωρούσαμε να μείνουμε. Λέει η Χρυσούλα,

-Θα πάμε στον γιατρό.

Κοντά στο σπίτι της ήταν μια κλινική.

-Ο γιατρός είναι καλός. Είναι σαν κι εσάς, δηλαδή είναι κομμουνιστής, μας λέει η κυρά Χρυσούλα.

Πήγαμε στον γιατρό, κουβέντιασαν. Η μάννα μου του είπε τι μας συμβαίνει, δεν έχουμε που να πάμε, κι ότι είναι άρρωστη. Την εξέτασε ο γιατρός, της λέει,

-Εσύ έχεις ανάγκη για νοσοκομείο, θα φροντίσω εγώ για αυτό.

-Γιατρέ, έχω το κοριτσάκι μου, πού να το αφήσω;

-θα το πάρω στο σπίτι μου, λέει.

Την άλλη ημέρα η μάννα νοσηλεύετε στο Νοσοκομείο Σαπόρτα. Ήταν κοντά στις γραμμές, πιο κάτω απ’ την Παλιά Κοκκινιά. Λέει στην κυρά Χρυσούλα,

-Κράτησε το κορίτσι λίγες ημέρες να συνεννοηθώ και θα το πάρω. Ώσπου να με πάρει εγώ πήγαινε κάθε ημέρα στη μάννα μου. Ήξερα τον δρόμο. Πήγαινα με τα πόδια. Τότε, το 49, στο νοσοκομείο έδιναν λίγο φαγάκι στους αρρώστους. Ψωμί δεν έδιναν. Μου ‘λεγε η μάννα μου,

-Τρως παιδάκι μου; Εσύ χορταίνεις;

-Χορταίνω μάννα, ας είναι καλά η Χρυσούλα.

-Εγώ παιδάκι μου πεινάω.

Την άλλη ημέρα εγώ, ώσπου να πάω στο νοσοκομείο, όπου έβλεπα κανά ωραίο σπίτι, χτυπούσα και ζητούσα ψωμάκι. Μερικοί μου έδιναν, άλλοι μου έκλειναν την πόρτα. Αλλά της πήγαινα λίγο ψωμάκι.

-Πού το βρίσκεις Σταματάκη μου;

-Μου το δίνει μια καλή κυρία.

-Ας είναι καλά.

Έκανε την εγχείρηση η μάννα μου, ο γιατρός, Καΐρης λεγόταν, ήταν συνέχεια κοντά της. Πέρασαν λίγες ημέρες και με πήγε στο σπίτι στην Αθήνα, στην πλατεία Βάθης. Ο γιατρός ήταν αρραβωνιασμένος με μια γεροντοκόρη. Ήταν και αυτός μεγάλος. Θα ήταν τότε 50 χρονών. Ήταν ωραίος και καλός άνθρωπος. Αυτή ήταν στριμμένη γι’ αυτό άργησε να με πάει ώσπου να την καταφέρει. Είχε αυτή ένα τριώροφο σπίτι με 10 δωμάτια τον κάθε όροφο και είχε και τον πατέρα της μαζί. Όταν με πήγε ο γιατρός εκεί, πάγωσα. Μούρθε να κλάψω. Ο γιατρός το κατάλαβε, μου λέει,

-Ησύχασε, μη φοβάσαι, θα περάσεις καλά.

Κάτι είπε και σε κείνη κι έφυγε. Μούδειξε το σπίτι, τι δουλειές να κάνω, μου λέει,

-Πού είναι τα ρούχα σου;

Δείχνω εγώ αυτά που φοράω.

-Δεν έχω, είπα, άλλα.

-Πού σε βρήκε;

Δεν μίλησα εγώ. Μου λέει,

-Να σου δείξω που θα κοιμάσαι.

Πάνω απ’ την τουαλέτα ανέβαινες με μια σκάλα όρθια. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Είχε ένα κρεβατάκι. Μου λέει,

-Εδώ θα κοιμάσαι.

Της είπα,

-Τόσο σπίτι, δεν χωράω πουθενά και με βάζεις εδώ;

-Δεν θέλω να μου γυρίζεις κουβέντα. Δεν θα τα πάμε καλά, μου λέει.

Λέω μέσα μου «Ας μην μιλάω, να μην με διώξει η μουρλή».

-Άκου να σου πω, θα μιλάς σε μένα και στον πατέρα μου στον πληθυντικό. Θα με λες Κυρία και Κύριο.

-Καλά, είπα.

Είχε πεθάνει η μάνα της πρόσφατα και μου ‘δωσε κάτι βράκες, κάτι λιωμένα ρούχα να αλλάζω. Μου είπε όταν τρώγαμε, εκείνη και ο Γέρος τρώγανε σ’ ένα μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία, εγώ στην κουζίνα. Μου ‘δινε το φαγητό και μια φέτα ψωμί. Εγώ δεν χόρταινα, ήθελα πολύ ψωμί. Στο τραπέζι που έτρωγα είχε μια μεγάλη κατσαρόλα χάλκινη που έβαζε το ψωμί μέσα. Εγώ έπαιρνα κρυφά κι έτρωγα. Ήρθε μια ημέρα που έτρωγα, το είχε καταλάβει, μου μίλησε και ήμουν μπουκωμένη με το ψωμί δεν μπορούσα να της μιλήσω.

-Λιμασμένο, μου λέει, που σε μάζεψε και σε έφερε εδώ.

Εγώ στεναχωρήθηκα και λέω μέσα μου «η Κυρία με τα σοκολατάκια μου φέρθηκε πολύ ωραία αυτή ήταν σκύλα», λέω «που την βρήκε ο Γιατρός που ήταν τόσο καλός άνθρωπος». Απέναντι έμεναν τα αδέλφια του Γιατρού, ήταν καλοί και αυτοί είχαν ένα κορίτσι, κι αυτή υπηρέτρια, αλλά περνούσε το κορίτσι καλά, φορούσε ωραία ρουχαλάκια, του φερόντουσταν ανθρώπινα. Όπως είπε η Χρυσούλα ήταν καλή σαν κι εμάς. Ήταν και Κομμουνιστής ο Γιατρός. Ερχόταν αργά και που, την είχε σιχαθεί, έμεινε στην κλινική. Εγώ δεν μάθαινα για την μάνα μου και στεναχωριόμουν. Όταν μου το επέτρεπε πήγαινα στο άλλο κορίτσι και παίζαμε αλλά εγώ πάντα με την ποδιά. Μου ‘χε μια πολύ μακριά της συγχωρεμένης και δεν με άφηνε να τη βγάλω ούτε κι όταν δεν είχα δουλειά. Κι εγώ δεν την φώναζα «Κυρία», δεν την έλεγα τίποτα και είχε σκάσει. Όταν πηγαίναμε στην Αθηνάς να ψωνίσει, αυτή μπροστά με ένα ταγάρι στον ώμο, ήταν η μόδα τότε το ταγάρι, πήγαινε γρήγορα μπροστά. Γρήγορα εγώ να μην τη χάσω σαν το σκυλάκι. Ψώνιζε πολλά πράματα, κρέατα, μαναβική για όλη την βδομάδα, με φόρτωνε και από τα αυτιά που λέει ο λόγος και μπροστά αυτή με το ταγάρι και πίσω εγώ το γαϊδουράκι φορτωμένο. Αυτό γινόταν κάθε βδομάδα. Μια ημέρα στην αγορά είδα δύο παιδιά από το χωριό μου που πουλούσαν μαρούλια. Κρύφτηκα να μην με δουν φορτωμένο στα χάλια που ήμουν και πουν πως καταντήσαμε τα παιδιά του Μακρυνιώτη.

Έτσι περνούσε ο καιρός. Η μάνα τρεις μήνες κάθισε στο νοσοκομείο, εκτός απ’ την εγχείριση. Όταν σηκώθηκε, ζαλίστηκε και έπεσε και είχε χτυπήσει το κεφάλι της. Εγώ μια φορά την είδα, με πήγε ο Γιατρός. Όταν ήταν μέσα, πήγαιναν κάτι κυρίες και της πήγαιναν πράματα. Είχε μαζέψει εξήντα δραχμές κι όταν βγήκε τα ρούχα της που είχε τα μαύρα, είχαν λιώσει και πήγαν οι κυρίες χρωματιστά. Τα φόρεσε, ντρεπόταν, ήταν χήρα, που να βγει στον κόσμο. Τι να ‘κανε, τα φόρεσε και πήγε στη Χρυσούλα. Γέλασε μόλις την είδε που ήταν σαν σκιαζούρι,

-Μην γελάς μαρί, με ήξερες τι περήφανη ήμουν, ας όψεται η κατάσταση. Πήγε και ψώνισε. Με τις είκοσι δραχμές πήρε μια ρόμπα, κάλτσες μαύρες, και με τις σαράντα πήρε ένα μπαούλο.

-Τί θα βάζεις μέσα Δημητρούλα; της είπε η Χρυσούλα.

-Μαρί έχω κορίτσια.

-Το μυαλό σου και μια λίρα.

-Το μπαούλο θα το αφήσω εδώ κι όταν φύγουμε θα το πάρω.

-Όπως θέλεις.

Ήταν κάτι άνθρωποι του κόμματος που την έμαθαν και την έπαιρναν από καμιά βδομάδα, ήρθε και σε μένα να με δει.

-Πώς περνάς παιδάκι μ’;

-Καλά ρε μάννα, αλλά θέλω να πάμε στο χωριό.

-Θα μας σκοτώσουν παιδάκι μ’, θα κάνουμε υπομονή. Για το Θανασούλα μας δεν ξέραμε τίποτα, αν ζει, που βρίσκετε, αν τον πιάσανε. Ο αδελφός μου τότε ήταν σκοτωμένος, εμείς ελπίζαμε, δεν ξέραμε. Η Ελένη, έγινε το δικαστήριο, ήταν ανήλικη και την αθωώσαν έμαθα από κάποιον γνωστό. Δεν ήξερε πιο πολλά να μου πει κι ότι δούλευε στο περιβόλι. Αχ να την έβλεπα την αδελφούλα μου! Την μάνα την πήρε κι ένας πρώτος ξάδελφος κάνα μήνα, πήγε και κάνα δυο μήνες υπηρέτρια και μετά σηκωθήκαμε να φύγουμε, όχι για το χωριό, στο χωριό της νύφης μου, στην Άμφισσα κοντά. Πήγαμε, βρήκαμε το γιατρό, του είπαμε ευχαριστώ, ευχαριστώ στη Χρυσούλα, πήραμε το μπαούλο και στο πρακτορείο.

-Έτσι μου έρχεται να γυρίσω πέτρα, λέω.

-Σώπα παιδάκι μου, μην κάνεις έτσι.

-Και αυτό το μπαούλο ρε μάνα τι το ήθελες; Πώς θα το κουβαλάμε; Για βαλίτσα το πέρασες; Τί να βάλουμε μέσα;

-Ντε, σώπα παιδάκι μ’, κορίτσια είστε, κάτι θα βρεθεί, μην βαρυγκωμάς.

-Φτάσαμε στην Άμφισσα, λέει ο εισπράκτορας, λεφτά για το μπαούλο κυρά.

-Δεν έχω παιδάκι μ’, κι άρχισε να του λέει, εγώ παιδάκι μου δυστύχησα να το πάρω.

-Τι με νοιάζει εμένα; Άντε πάρτο μην το σπάσω και φύγετε.

Άλλο λεωφορείο για το χωριό, άλλες γκρίνιες.

-Ντε, να μην έσωνα να το ‘παιρνα.

Πήγαμε στην Τοπόλια, έτσι λένε το χωριό. Μας βλέπει η Βασιλικούλα, αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε που ξαναβρεθήκαμε. Είδαμε το παιδί, το χαρήκαμε, λέει η μάνα μου.

-Βασιλικούλα, έμαθες για το Θανασάκη είναι ζωντανό το παιδί μου;

-Τίποτα μητέρα.

Στο σπίτι έμενε κι ο παππούς Ζαβούλας. Η μάνα της νύφης μου και η αδελφή ήταν ακόμα φυλακή στην Πάτρα. Ημερόνυχτα λέγαμε τα βάσανά μας και τελειωμό δεν είχαν. Στο χωριό το δικό μας, ακόμα φοβερίζουν ότι θα μας σκοτώσουν. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Μια γνωστή με πήγε στην Άμφισσα υπηρέτρια. Ταράτσας λεγόταν το αφεντικό. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, πέρασα καλά 5-6 μήνες, κάθισα και μετά πήγα στην Τοπόλια πίσω. Αλλά επειδή δεν είχαμε να φάμε στη νύφη μου με πήραν κάτι φίλοι του πατέρα μου στο σπίτι τους και πήγαινα να μάθω μοδίστρα.

Στο διάστημα αυτό, η νύφη μου έμαθε ότι σκοτώθηκε ο αδερφός μου. Ήταν τέλος του ’49. Μας φέρνει το μαντάτο. Πώς να ξεφωνίσουμε, να κλάψουμε; Οι χωροφύλακες πάντα παρακολουθούσαν. Η μάνα μου είχε κατεβάσει τα κρέατα από τα μάγουλά της με τα νύχια. Θρηνούσαμε στα βουβά το παλικάρι μας.

Πέρασε λίγος καιρός. Τη μάνα μου την έτρωγε με τί τρόπο να μπορέσει να πάει στο χωριό. Εγώ σε λίγο καιρό τέλειωνα απ’ τη μοδίστρα, έπρεπε να βρει τρόπο. Επικοινώνησε με κάποιο ανιψιό του πατέρα στη Γραβιά. Ήταν συμβολαιογράφος. Κακαράς λεγόταν, περνούσε ο λόγος του. Λέει στη μάννα μου,

-Έλα θειά, θα αναλάβω εγώ.

Πήγε η μάννα μου στη Γραβιά, ανταμώνει τον Ασημάκη Κακαρά, και από εκεί στο χωριό. Όταν είδαν τη μάννα, αγρίεψαν οι φασίστες. Τους πιάνει τους πιο επικίνδυνους και τους λέει,

-Έτσι και πειράξει κανείς τη θεία μου, θα έχει να κάνει με μένα. Το ακούσατε; Με μένα. Εσύ θειά κανόνισε που θα μείνεις κι αν συμβεί τίποτα θα με φωνάξεις.

Τον ευχαρίστησε κι έφυγε, δεν της μίλησε μετά κανείς. Η μάνα μου τώρα έπρεπε να σπείρει, να πιάσει μαγιά. Σπόρο δεν είχε, πήγαινε σε αυτούς που έσπερναν τα χωράφια μας, την έδιωχναν. Έτσι πήγε στην εκκλησία. Λέει στον επίτροπο, τότε πήγαιναν σιτάρι στην εκκλησία και είχε,

-Θα μου δώσεις σιτάρι για σπόρο κι άμα θερίσω θα στο δώσω διπλό. Έτσι έγινε. Τέλος του ’50 πήγα και γω στο χωριό.

Οι ταλαιπωρίες και οι στεναχώριες συνεχίστηκαν αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.

Επιμέλεια Παναγιώτης Σακελλαριάδης

Advertisement

40 Χρόνια απ’ τη δικτατορία, πτυχές άγνωστες από τις Ένοπλες Δυνάμεις

27 Ιουλίου, 2014

Οι Έλληνες Στρατιωτικοί και η δικτατορία 1967- 1974

Στο πραξικόπημα κατά της Κύπρου σκοτώθηκαν ενενήντα οκτώ άντρες, οι πέντε απ’ αυτούς εξ Ελλάδος. Στην εισβολή σκοτώθηκαν οκτακόσιοι ενενήντα τέσσερις, οι 795 Ελληνοκύπριοι, οι 99 Ελλαδίτες. Μόνο η μνήμη των λαών μας τους δικαίωσε, ενώ οι αίτιοι μένουν ατιμώρητοι.

Να ξεκαθαρίσουμε απ’ αρχής πως δε θα ήταν δόκιμο να γίνει σύγκριση με τις μορφές αντίστασης αλλά και τις συμπεριφορές στις ανακρίσεις και στα δικαστήρια στρατιωτικών με πολίτες και ειδικά με κομμουνιστές που αποτελούν και τον κύριο κορμό της αντίστασης στη δικτατορία. Η πείρα, οι Αρχές, η ιδεολογία των δεύτερων δεν έχει να κάνει με τα αντίστοιχα των στελεχών των ΕΔ που γαλουχήθηκαν σε άλλα νάματα μετεμφυλιακά και ειδικά στον αντικομουνισμό. Εν τούτοις υπάρχει επικάλυψη στις δύο κατηγορίες αφού σημαντικός αριθμός απόστρατων της σχολής ευελπίδων αλλά και των σχολών μονίμων υπαξιωματικών του στρατού, μέλη του ΚΚΕ από τη δεκαετία του ’40 συμμετέχουν στην αντίσταση, συλλαμβάνονται, βασανίζονται, φυλακίζονται, εξορίζονται. Ό,τι αναφερθεί στη συνέχεια δεν αφορά αυτή την κατηγορία αντιστασιακών καίτοι προσωπικά με συγκινεί πολύ το θέμα.

Το σχέδιο που εφάρμοσαν στις 21 Απριλίου ήταν εκείνο που ονομαζόταν ΄΄ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ΄΄ αλλά τροποποιημένο. Άλλοι σχεδίαζαν (η φυσική ηγεσία του στρατού ξηράς) και άλλοι το υλοποίησαν.  Αυτοί που το συνέτασσαν με εντολή του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού δηλαδή οι πραξικοπηματίες, χρησιμοποίησαν τους πλέον απαραίτητους από τους στρατηγούς. Γι’ αυτό και το ονόμασαν ΄΄ πραξικόπημα των συνταγματαρχών΄΄.  Ο Α/ΓΕΣ Σπαντιδάκης είχε την εξουσιοδότηση του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου  να προβεί στην υλοποίηση του σχεδίου πραξικοπήματος με την έγκριση του βασιλιά βέβαια, ο οποίος ήταν συνεχώς ενήμερος και ενέκρινε την κάθε φάση του σχεδίου που του προσκόμιζε ο αρχηγός στρατού.

Ως κύρια αιτία της επέμβασης της χούντας μπορούμε να δούμε την απαίτηση εξελίξεων, στις οποίες δυσκολευόταν να προχωρήσει μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Ιδιαίτερα εάν επρόκειτο για κεντροαριστερής απόκλισης, όπως διαφαινόταν ότι θα προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές του Μαΐου 1967. Δηλαδή:

  • Την ένταξη με κάθε τρόπο της Κύπρου στο Δυτικό στρατόπεδο,
  • Την παροχή διευκολύνσεων στις αμερικανικές δυνάμεις του 6ου στόλου της Μεσογείου, και παράλληλα την υπογραφή νέων συμφωνιών για βάσεις των ΗΠΑ,
  • Την διευκόλυνση των επιχειρήσεων στην επερχόμενη σύγκρουση Ισραήλ- Αράβων.
  • Την ανακοπή ανόδου της τότε κεντροαριστεράς
  • Τον περιορισμό της ισχύος της Βουλής που έδειχνε πως αυξάνει εις βάρος της ασκούμενης εξουσίας από το παλάτι και το περιβάλλον του.

 

Παρατηρείται πως δεν αναφέρονται ως αίτια του πραξικοπήματος λόγοι επαγγελματικοί και συμφερόντων των σχεδιαστών του. Ο γράφων έχει την τάση να συμφωνήσει με την άποψη, πως πεποίθηση των στελεχών των ΕΔ είναι, ότι έχουν ως αποστολή την ΄΄φρούρηση του καθεστώτος΄΄ η οποία ήταν εξάλλου θεσμοθετημένη για το στρατό. Αυτή η αποστολή ερμηνεύεται από τους στρατιωτικούς ως ΄΄φύλαξη του Έθνους΄΄. Το έθνος όμως πιστεύουν, πως υπηρετείται από ένα κράτος δομημένο σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις περί εθνικοφροσύνης, που προστατεύουν και φυλάγουν οι ίδιοι. Εάν λοιπόν θεωρούν πως κινδυνεύει να καταλυθεί το κράτος, τότε κινδυνεύει το έθνος, επομένως οφείλουν να παρέμβουν.

 

Κάτι ακόμα για τους στρατιωτικούς και των τριών Όπλων στην περίοδο της δικτατορίας. Η άποψη πως, το ισχύον σύστημα έχει ως στήριγμα το ένα πόδι σ’ αυτές  και το άλλο στους λοιπούς εργαζόμενους και οι πρώτοι πρέπει να προσέχουν τους δεύτερους, βρίσκει απήχηση στη μεγαλοαστική Τάξη. Να σημειώσουμε εδώ μια πραγματικότητα για την κυρίαρχη Τάξη. Δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να ενισχύσουν τη μία ή την άλλη κατηγορία με τα δικά τους παιδιά. Ούτε εργάτες ή υπάλληλοι γίνονται τα παιδιά τους ούτε μόνιμοι στρατιωτικοί. Το πολύ- πολύ να θεωρούν ως πρόσθετο μπελά, να μεριμνούν για την ισόρροπη λειτουργία αμφοτέρων, φροντίζοντας  σε επίπεδο κυβερνητικών μηχανισμών και νομοθεσίας τις δικλείδες ασφαλείας.

Για την επιβολή της δικτατορίας ένας σχετικά  μικρός αριθμός μυημένων αξιωματικών κινείται αποφασιστικά και πετυχαίνει η εφαρμογή του σχεδίου. Ο Βασιλιάς συνεργάζεται. Κυρίαρχο σύνθημα, ιδεολογία, επιχείρημα η προστασία της χώρας από τον Κομμουνισμό, το ίδιο ακριβώς θα πουν και σε εφτά χρόνια σαν σήμερα όταν κληθούν οι ένοπλες δυνάμεις να προστατέψουν τα σύνορα από σμήνη κομμουνιστικών αεροσκαφών που κατεβαίνουν προς Νότο να καταλάβουν την Ελλάδα. Ενώ την ίδια στιγμή ισχυρές δυνάμεις Τούρκων υπό την προστασία Βρετανικών και Αμερικανικών πλοίων και αεροσκαφών θα εισβάλλουν στην Κύπρο. Την πληροφορία για την επερχόμενη εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας θα μεταφέρει ο τότε αρχηγός του Ναυτικού Αραπάκης, ένα μοιραίο πρόσωπο που σε λίγες μέρες θα γίνει το δεξί χέρι του Καραμανλή μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις για το επόμενο εξάμηνο της αποκληθείσης μεταπολίτευσης. Ο άνθρωπος αυτός είχε υπηρετήσει δύο δικτάτορες και τέσσερις κυβερνήσεις.

Επανερχόμενοι στην 21η Απριλίου  παρατηρούμε πως ποσοστό σχετικά μεγάλο των μονίμων στρατιωτικών αγκαλιάζει το διάβημα. Δεν επεκτείνομαι στο τι συνέβαινε στην κοινωνία και την πολιτική σκηνή, το μπάχαλο με τα Κόμματα, το ανεβοκατέβασμα των κυβερνήσεων, τη διαφθορά και όλα εκείνα που άριστα αξιοποίησε η χούντα. Ένας επίσης σημαντικός αριθμός στρατιωτικών που αιφνιδιάζεται, δεν τάσσεται με το καθεστώς απ’ την πρώτη στιγμή αλλά και δεν κινητοποιείται εναντίον του. Περιμένει τις εξελίξεις, υπακούει, συμμετέχει στην άσκηση εξουσίας, καλύπτει θέσεις κρίσιμες για τον έλεγχο της δημόσιας ζωής και της διοίκησης γενικότερα. Τα πανεπιστήμια αποκτούν και τον δικό τους στρατιωτικό, οι επιτροπές ελέγχου φρονημάτων επίσης, οι ΔΕΚΟ, άλλες υπηρεσίες κοκ.

Η χώρα ελέγχεται από τον στρατό με την τρομοκρατία, τα στρατοδικεία, τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια από την Ασφάλεια και ακόμα περισσότερο από την ΕΣΑ. Αυτή ελέγχει τον στρατό απόλυτα, και την ίδια κυβερνά ο Ιωαννίδης. Ένας ταξίαρχος που εξελίσσεται μετά το Πολυτεχνείο σε δικτάτορα από τα παρασκήνια και τρέμουν μπροστά του μερικές εκατοντάδες στρατηγοί, ναύαρχοι, πτέραρχοι, αλλά και ο Πρωθυπουργός, ο Πρόεδρος της «Δημοκρατίας» και βεβαίως όλοι οι υπουργοί και τα υπόλοιπα ανδρείκελα. Και μιλάμε για τον ελληνικό στρατό!

Μια κουβέντα ακόμα για το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των πρωτοκλασάτων μελών της χούντας. Σας προτρέπω να ρίξετε μια ματιά στα κείμενά τους. Είναι η καλύτερη απόδειξη του τι είδους άνθρωποι κυβερνούσαν τον τόπο επί εφτά χρόνια.  Προσωπικά αισθάνομαι τη ντροπή διπλή, γιατί κάθισα και διάβασα όλα τα βιβλία τους, είναι το κάτι άλλο, τέτοια κατάντια δε νομίζω να επικρατούσε σε δικτάτορες άλλων χωρών, που ανθούσαν στον Τρίτο αποκαλούμενο κόσμο τότε. Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος, η τριανδρία των πρωτοκλασάτων με επίπεδο χαμηλό. Ο Ιωαννίδης ήταν άλλη περίπτωση, αυτός ζούσε σε έναν κόσμο καλογερίστικο με προωθημένο το στοιχείο του φανατισμένου υπερεθνικιστή. Από κοντά ρίξτε μια ματιά στα βιβλία του Μπονάνου και του Αραπάκη, αρχηγών Ενόπλων Δυνάμεων και Πολεμικού Ναυτικού αντίστοιχα. Αντικρούονται λυσσαλαία στην προσπάθειά τους να επιπλεύσει ο ένας του άλλου. Είναι κρίμα για τούτον τον τόπο, για κάθε τόπο θα ‘λεγα. Δεν αξίζαμε τέτοιας ταπείνωσης. Οι δικτατορίες είναι απαράδεκτες, εκείνη η δικιά τους ήταν μεγάλος εξευτελισμός.

Ο στρατός δεν είχε εμπιστοσύνη στα άλλα δυο Όπλα, γιατί το μεν Ναυτικό το θεωρούσε φιλελεύθερο τη δε αεροπορία τη χρειαζόταν (όπως και το ΠΝ επίσης) αλλά μόνο μετά την επικράτησή τους.

Οι μαζικές και δυναμικές αντιδράσεις κατά του καθεστώτος εκδηλώθηκαν, με συμμετοχή στελεχών του ναυτικού και όχι μόνον με κινητοποίηση πλοίων σε δύο περιπτώσεις. Στις 13 Δεκέμβρη 1967 στα πλαίσια του αποκαλούμενου ΄΄Κίνημα του Βασιλιά΄΄ και το Μάιο του 1973 με το Αντιτορπιλικό ΒΕΛΟΣ, που υπήρξε και η μόνη δυναμική έκφραση… του ΄΄Κινήματος του Ναυτικού΄΄.

Οι αξιωματικοί που ήταν πιστοί και θιασώτες της βασιλείας, τάχθηκαν από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του κατόχου του θρόνου. Αυτούς κυρίως απογοήτευσε ο Κωνσταντίνος με την κακή σχεδίαση,  την ακόμα χειρότερη εκτέλεση του ΄΄κινήματός του΄΄ και τελικά με την εγκατάλειψή τους και την εσπευσμένη αλλά επιτυχή υποχώρηση και φυγή του στο εξωτερικό.

Για τους πιστούς στην ΄΄επανάσταση΄΄ και για όσους είχαν επιλέξει τη συμπόρευση, δεν υπήρξαν ταλαντεύσεις. Αντέδρασαν άμεσα και αποτελεσματικά.

Σ’ αυτήν την εξέλιξη Έπαιξαν ρόλο οι εξής παράγοντες:

  • Οι διαπροσωπικές σχέσεις των στελεχών.
  • Η έλλειψη αποφασιστικότητας και στιβαρής ηγεσίας από πλευράς του Κωνσταντίνου
  • Η έλλειψη σαφών και καθαρών πληροφοριών.
  • Η απουσία στοιχειώδους προετοιμασίας σε βασικούς τουλάχιστον πυρήνες.
  • Η προϊούσα έλλειψη συντονισμού, συγκεκριμένων στόχων και σχεδίασης.
  • Η απουσία εναλλακτικού σχεδίου για την περίπτωση που ο Κωνσταντίνος θα εγκατέλειπε το διάβημα (όπως και έγινε).
  • Η ύπαρξη λίγων αποφασισμένων σε επίπεδο ανωτάτων (όπως ο Ροζάκης).

Το καλό που προέκυψε ήταν, ότι δόθηκε η αφορμή στα στελέχη των ΕΔ, να τοποθετηθούν απέναντι στο τι συνέβαινε στη χώρα.

Από την πλευρά του στρατού ξηράς η μόνη ευρέως γνωστή περίπτωση μη ελέγξιμης ενέργειας, είναι η φυγή στο εξωτερικό υποστρατήγου ο οποίος ως διοικητής της 12ης Μεραρχίας στην περιοχή Έβρου, περνά τα σύνορα προς την Τουρκία και καταλήγει στην Ιταλία, όπου ζητά πολιτικό άσυλο.

Δεν συλλαμβάνουν τους συμμετάσχοντες στο κίνημα, ούτε προχωρούν σε ποινική δίωξη. Ήταν πάρα πολλοί. Γίνεται ταχύτατα η σύσταση των ΄΄Ειδικών Συμβουλίων Κρίσεως΄΄ με βάση τη ΙΗ Συντακτική πράξη, και αποφασίζουν για την απόταξη των κορυφαίων. Μόλις τελειώνουν οι εκκαθαρίσεις στο ναυτικό ειδικά, αποστρατεύουν και εκείνον που λειτούργησε ως ο κύριος ανακριτής με την ΕΔΕ κατά των ΄΄στασιαστών΄΄.  Οι διωχθέντες σ’ αυτό ήταν οι οκτώ που έπαιξαν και τον σημαντικότερο ρόλο.

Ο στρατός πρέπει να υπέστη μεγαλύτερη απώλεια στελεχών σε αποστρατείες από τα δύο άλλα όπλα. Δεν διατίθενται ακριβή στοιχεία γι’ αυτές τις διώξεις.

Το 1967 έκλεινε για τις Ένοπλες Δυνάμεις, με ένα κίνημα που δεν έπληξε τη χούντα αλλά ξεκαθάρισε τα πράγματα για πολλούς. Η δικτατορία βγήκε απ’ αυτό δυναμωμένη, αφού της δόθηκε η ευκαιρία να βγάλει τα συμπεράσματά της για φίλους και εχθρούς μεταξύ των αξιωματικών. Από εκεί και μετά, δικαιολογημένα πλέον, δεν θα έχει εμπιστοσύνη ειδικά  στο ναυτικό, ενώ τις ίδιες ημέρες το διαπιστώνει, και από το χώρο των υπαξιωματικών του με την υπόθεση εμπλοκής μιας ομάδας στη Δημοκρατική Άμυνα..

Το ναυτικό  παρουσίαζε μαζικά τις προτιμήσεις του κατά της δικτατορίας και με τη μορφή ΄΄κινημάτων΄΄. Και συχνά με ομαδοποιήσεις, οργανώσεις και ανολοκλήρωτα σχέδια για επιχειρήσεις σύλληψης των πρωτεργατών, καταλήψεις νησιών κ.λ.π. Η κατάληψη της Κρήτης αποτελεί κοινό παράγοντα σε όλα τα σχέδια δυναμικών ενεργειών. Οι της οργάνωσης  ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ συζητούν γι’ αυτόν το στόχο  σε όλο το διάστημα μέχρι τη σύλληψή τους.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΜΥΝΑ που από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας άρχισε να οργανώνεται και να δρα, έχει τα πρώτα της στελέχη στα χέρια της ασφάλειας αφότου συνελήφθησαν οι Πρωτοπαππάς, Σοφούλης και Νοταράς τον Οκτώβρη 1967. Οι υπόλοιπες συλλήψεις που αφορούν υπαξιωματικούς του ναυτικού αρχίζουν στις 23 Ιανουαρίου και ολοκληρώνονται στις 17 Φεβρουαρίου 1968 ενώ οι ανακρίσεις γίνονται στο παροπλισμένο καταδρομικό ΕΛΛΗ όπου είχε μεταφερθεί απ’ αρχής και ο Νοταράς. Τα αδικήματα υπάγονται στην αρμοδιότητα των εκτάκτων στρατοδικείων σύμφωνα με το νόμο ΔΞΘ/12. Το ΙΣΤΟΡΙΚΟ της υπόθεσης αναφέρει πως με σκοπό την ΄΄ανατροπή της μετεπαναστατικής τάξεως΄΄ οι συνωμότες θα χρησιμοποιούσαν ως μέσα τη διαφώτιση και προπαγάνδα, βίαιες ενέργειες, προσβολή δημοσίων κτηρίων, ακινητοποίηση Βασιλικών Πλοίων, και δολιοφθορές. Οι κρατούμενοι του ΕΛΛΗ προπηλακίζονται, βασανίζονται,  καταδικάζονται, και φυλακίζονται ενώ οι υπαξιωματικοί αποτάσσονται μέσα στο ’68. Στο δικαστήριο είχαν παραπεμφθεί τριάντα ένα άτομα.

Με την οργάνωση για  ΄΄ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ΄΄ το πρώτο κύμα συλλήψεων ξεκινά στις 23 Μαΐου και ολοκληρώνεται στις  2 Ιουλίου. Ο Αβέρωφ κρατείται, παρά το γεγονός πως είναι ανοιχτά και χωρίς να το κρύβει ΄΄συνομιλητής΄΄ της χούντας, και άτυπα ΄΄σύμβουλος΄΄ επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, επί του Κυπριακού κ.λ.π. Για το ρόλο του γενικά ο γράφων έχει εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις πως δεν περιοριζόταν σε επίπεδο συνομιλητή και συμβούλου. Σύνολο συλληφθέντων εβδομήντα εννέα (6 πολίτες, πέντε αξιωματικοί του στρατού, πέντε της αεροπορίας και οι υπόλοιποι του ναυτικού). Η έρευνα διαπίστωσε αποδεδειγμένα πως για το κίνημα είχαν μυηθεί ή εν πάσει περιπτώσει ήξεραν ακόμα είκοσι οκτώ άτομα (στρατιωτικοί κυρίως) εκτός όσων μέσα στους μηχανισμούς της χούντας από μήνες γνώριζαν για την οργάνωση (στην ΚΥΠ διαπιστωμένα).

Μία εβδομάδα μετά την αποκάλυψη της οργάνωσης αποστρατεύθηκε ο Μαργαρίτης από Α/ΓΕΝ και ανέλαβε ο Αραπάκης.

Από τους  ενεχόμενους και συλληφθέντες προκύπτει πως  οι μάχιμοι και μηχανικοί αξιωματικοί αποτελούν το 16% περίπου των εν ενεργεία συναδέλφων τους των αντιστοίχων τάξεων. Το ποσοστό είναι μεγάλο για παράνομη οργάνωση, εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη πως σ’ αυτό δεν περιλαμβάνονται εκείνοι, που ήταν μυημένοι και δεν συνελήφθησαν, ούτε ήταν γνωστοί και καταχωρημένοι σε βιβλία, άρθρα κ.λ.π. Έτσι  εξηγείται η αμνηστία που ακολούθησε… άρα το μέτρο ήταν προς όφελος του καθεστώτος.

Στο ερώτημα εάν και πώς προδόθηκε το Κίνημα η απάντηση μάλλον βρίσκεται στην καταπληκτική θέση ενός από τα στελέχη του όταν συνάδελφοί του απόστρατοι του μετέφεραν μήνυμα από αξιωματικούς της ΚΥΠ να προσέχουν τι κάνουν και θα βρουν τον μπελά τους γατί τα ξέρουν όλα. Και λοιπόν, τι κι αν γνωρίζουν, θα τους γαμήσουμε στους μόλους!!!

Έξω από οτιδήποτε σημαίνει αυτή η πεποίθηση, μένει η πίκρα, γιατί κάποιοι από τους συλληφθέντες πλήρωσαν ακριβά βασανιζόμενοι, αφού δεν είχαν ενημερωθεί πως μπορούσαν άνετα να μιλήσουν για όλα στην ανάκριση. Τι να πει κανείς εδώ συγκρίνοντας Κομμουνιστές βασανιζόμενους όπου λίγα χρόνια πριν, το να μιλήσουν είχε θανατηφόρα αποτελέσματα σε συντρόφους τους! Τι θα ‘λεγαν γι’ αυτό ο Μουστακλής, ο Βαρδάνης, ο Στάπας αλλά και ο Μήνης, ο Βασιλικόπουλος που τους ρήμαξαν στην ΕΣΑ; Φευγάτοι τώρα όλοι τους… μίλησαν στη μεταπολίτευση με αξιοπρέπεια και χωρίς να επεκταθούν… τι να προστεθεί εδώ;

Το συμπέρασμα όπου έχει καταλήξει ο γράφων για το κίνημα είναι ότι η οργάνωση ήταν γνωστή από διάφορες πηγές μήνες πριν τις συλλήψεις (το ίδιο είχε συμβεί και με την άλλη οργάνωση των υπαξιωματικών της Δημοκρατικής Άμυνας, το ίδιο με τους ΄΄ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ΄΄… ήταν η τακτική των υπηρεσιών ασφάλειας του καθεστώτος αυτή). Μία από τις πηγές ήταν ο Ψαριάδης που με αγωνία και πείσμα κατάφερε να μεταφέρει/καρφώσει την ακριβή ημερομηνία απόπλου των πλοίων. Δεν χρειαζόταν εξάλλου και τίποτ’ άλλο.

Ποιο αξιόλογο όμως συμπέρασμα είναι πως το κίνημα του ναυτικού υπήρξε κορυφαία αντιχουντική πράξη… με όλες τις οργανωτικές κλπ αδυναμίες… με όλα τα θετικά που προκύψανε… με τη αξιοποίηση της ιδιότητας των συνωμοτών του… με την ικανοποίηση πως πράξανε το σωστό!

Η υπόθεση του Α/Τ ΒΕΛΟΣ αποτελεί το δυναμικό μέρος του Κινήματος. Είναι η ΄΄ανταρσία΄΄ του πληρώματός του υπό τον Κυβερνήτη αντιπλοίαρχο Ν.Παππά, που ξετίναξε από τις ανακοινώσεις του Απριλιανού καθεστώτος την έκφραση ΄΄οπερετικό΄΄. Το εγχείρημα του Παππά και όσων είχαν επιλεγεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των προθύμων να τον ακολουθήσουν (έξη νεαροί σημαιοφόροι, είκοσι ένας νεαροί υπαξιωματικοί, όλοι άγαμοι, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις,  και μόνιμοι) είχε τα εξής αποτελέσματα:

  • να ακουστούν σε όλο τον κόσμο οι συλλήψεις και οι βασανισμοί των συναδέλφων τους,
  • να καταδειχτεί πως, το καθεστώς των Αθηνών δεν στηριζόταν σε όλες τις Ένοπλες Δυνάμεις,
  • να προβληματιστούν οι σύμμαχοι και κυρίως οι ΗΠΑ στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, για την ικανότητα του καθεστώτος να κρατά την ενότητα της Ν/Α πτέρυγας συμπαγή,
  • να συντηρηθεί το αντιδικτατορικό κλίμα και οι ελπίδες στην αντίστοιχη μερίδα των ΕΔ και του ελληνικού λαού,
  • να συμπράξουν με τους αντιχουντικούς του εξωτερικού ως ομάδα με χαρακτηριστικά, που δεν αλλοιώνονται από τις επικρατούσες συνθήκες εκτός Ελλάδας,

Η ΄΄ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ SAINT RAFAEL΄΄ είναι η προσπάθεια για ΄΄ρεσάλτο΄΄ της ομάδας Παππά στις 12 Ιουλίου 1973 και κατάληψη των  Α/Τ ΙΕΡΑΞ και ΑΕΤΟΣ, που ήταν τα δύο μικρά αντιτορπιλικά που μετέφεραν τους ναυτικούς δοκίμους στο καλοκαιρινό τους ταξίδι. Δεν πέτυχε όσον αφορά τον αντικειμενικό σκοπό, αλλά τρέλανε τη χούντα αφού ήρθε καπάκι στο κίνημα και στη «ανταρσία» του ΒΕΛΟΣ.

Οι παραιτήσεις και αιτήσεις πολιτικού ασύλου σε χώρες του εξωτερικού έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους στην αμφισβήτηση και αντίσταση κατά της δικτατορίας. Κάποιες από τις παραιτήσεις ήταν απλές δηλώσεις πως δεν συμπράττουν με το καθεστώς, επομένως αποχωρούν, όπως π.χ. του αρχηγού του ναυτικού Εγκολφόπουλου στην εκδήλωση του πραξικοπήματος, αργότερα του Σούτσου, του Κονοφάου ή προφορικές (του Τζανετάκη αυθημερόν της 21ης Απριλίου που ανακλήθηκε τελικά αλλά ο ίδιος αποστρατεύθηκε μαζί με άλλους τον ερχόμενο Αύγουστο).

Η ουσία είναι πως τα γραπτά κείμενα, οι δηλώσεις των ίδιων, οι συνέπειες, η απήχηση στα μέσα ενημέρωσης και στην κοινή γνώμη, έφερε αυτά τα στελέχη (για οποιονδήποτε λόγο και εάν έδρασαν), αντίθετα στη χούντα. Και επέφεραν το ανάλογο πλήγμα σ’ αυτήν. Υπήρξαν και στα τρία όπλα τέτοιες περιπτώσεις, αλλά μόνον για το ναυτικό διατίθενται στοιχεία και παρουσιάζονται εδώ εκτός των παραπάνω τέσσερις ακόμα.

Οι κηρυχθέντες ως ΄΄λιποτάκτες΄΄ (εκτός του Α/Τ.ΒΕΛΟΣ) που ζήτησαν και πολιτικό άσυλο σε ευρωπαϊκές χώρες είναι  οκτώ.

Πέραν αυτών έχουμε μεμονωμένες περιπτώσεις αξιωματικών και υπαξιωματικών που εκφράζουν έμπρακτα την αντίθεσή τους στη χούντα είτε εντασσόμενοι σε αντιστασιακές οργανώσεις είτε διαφορετικά όπως οι επόμενες με κορυφαία του προ ημερών αποβιώσαντος Λεωνίδα Βασιλικόπουλου. Μια μορφή μοναδική θα ‘λεγα της αντίστασης από τον συγκεκριμένο χώρο λόγω της πολυσχιδούς δράσης του εκείνα τα χρόνια. Οργανώνει τη «ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» όπου αρχικά δραστηριοποιείται, ενώ στη συνέχεια εντάσσεται στους «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ». Τα διαλλείματα που είναι εκτός εκτοπίσεων, φυλακής και ΕΣΑ όπου βασανίζεται είναι μικρά και σ’ αυτά δεν παύει στιγμή να δρα.    Καταδικάζεται και σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση στη δίκη της ΕΑΝ (του Ιπποκράτη Σαβούρα όπου δεν είχε καμία ανάμειξη ο ίδιος εκτός του ότι τον είχε εκείνος ορίσει ερήμην του ως έναν εκ των υπαρχηγών του)  και τελικά αποφυλακίζεται στις 21 Αυγούστου 1973 με την αμνηστία. Εύλογα λοιπόν η χούντα τον διαγράφει και από τα στελέχη εφεδρείας με  ανακριτικό.

Τρεις υπαξιωματικοί καταδικάζονται σε χωριστές δίκες για επεισόδια με τις αρχές ασφαλείας και για «αντιεπαναστατικές» δηλώσεις. Ένας πλοίαρχος απομακρύνεται του ναυτικού μετά ανώνυμη καταγγελία χωρίς καν να του πουν το λόγο. Ξεχωριστή η περίπτωση ενός ναυτικού  δοκίμου που υπήρξε (εκτός των αρχικών αποστρατειών) το πρώτο θύμα της δικτατορίας. Διώχθηκε ακόμα και ποινικά με τετράμηνη φυλάκιση , στην ηλικία των είκοσι χρόνων, επειδή τόλμησε να αποκαλέσει το βασιλικό στέμμα ΄΄μαλακία΄΄. Αμέσως μετά τον αποτάσσουν με απόφαση ανακριτικού συμβουλίου.

Υποπλοίαρχος γιατρός είναι η μοναδική γνωστή περίπτωση αξιωματικού (απόστρατου) του Ναυτικού, που συλλαμβάνεται επί δικτατορίας και δικάζεται ως μέλος Κομουνιστικού Κόμματος. Η δίκη στο πενταμελές εφετείο παίρνει μεγάλη δημοσιότητα, γιατί μέσα απ’ αυτήν φωτίζεται ιδιαίτερα η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968.

Πολλοί αποστρατεύονται προληπτικά τον Αύγουστο του 1968 και κάμποσοι απ’ αυτούς εκτοπίζονται αργότερα με διάφορες αιτίες και κύρια για υπογραφή ανακοινώσεων κατά της χούντας

Δυο αξιωματικοί του ναυτικού αποτάσσονται διότι σε σχετική ερώτηση απάντησαν πως «η επανάσταση δε με προβληματίζει» ο ένας και «μάλιστα αμφιβάλλω για την πίστη μου στην νόμιμον εξουσίαν που με ρωτήσατε και ο κύριος ναύαρχος να κάνει ότι θέλει» ο άλλος.

Δυσμενώς αποστρατεύονται ανώτεροι αξιωματικοί το 1970 όταν πληροφορήθηκε η χούντα πως οργανωμένοι αξιωματικοί του Ναυτικού σχεδιάζουν  διάφορες επιχειρήσεις κατά της χούντας.. Η κυριότερη απ’ αυτές αφορούσε την απαγωγή του δικτάτορα και της αφρόκρεμας της «επαναστάσεως» κατά τη διάρκεια άσκησης του Στόλου, το 1969, με την επωνυμία «ΘΡΙΑΜΒΟΣ 3/69». Οι μη αποστρατευθέντες ήταν που συνελήφθησαν αργότερα με το Κίνημα του ’73 Ο πλοίαρχος  Κ. Λούνδρας  (σύζυγος της Ελένης Βλάχου της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ) φυλακίζεται στον Κορυδαλλό, μέχρι τον Αύγουστο του 1969, αφού καταδικάζεται από στρατοδικείο για παράνομη οπλοφορία.

Ένας ακόμα αξιωματικός αποτάσσεται αφού προηγούμενα καταδικάζεται σε φυλάκιση δυόμισι χρόνων για περιύβριση αρχής και προσβολή στρατού. Συνάμα είχε πλαισιώσει το πουλί της χούντας με ένα σπασμένο τάβλι γεγονός που δεν εκτιμήθηκε θετικά.

Το κλίμα της εποχής αποδίδει ένας ανθυποπλοίαρχος που  στρέφεται κατά του στρατιωτικού «κατεστημένου», αναστατώνει την εγκάθετη ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού, συμμετέχει στο Κίνημα του Βασιλιά υπό τον Κυβερνήτη του Ροζάκη, δείχνει με κάθε τρόπο πως δεν τον «χωράει» το στρατιωτικό περιβάλλον, λοιδορεί τον Αρχηγό του Ναυτικού, συλλαμβάνεται, προκαλεί με πλήθος «αντιστρατιωτικών» συμπεριφορών καταδικάζεται σε φυλάκιση,  παραμένει στις φυλακές περισσότερο από ένα χρόνο, αποτάσσεται και παρόλα αυτά δεν αποκαθίσταται στη μεταπολίτευση. Την ίδια περίπου τύχη ειχε ακόμα ένας που εμπλέκεται με χουντικούς προϊσταμένους σε ατέρμονες γραφειοκρατικές διαδικασίες με αναφορές και καταγγελίες που «απάδουν» κατ’ αυτούς σε στρατιωτικούς, προβαίνει σε μηνύσεις εναντίον τους για παραβάσεις καθήκοντος κ.ά. διώκεται πειθαρχικά και ποινικά, καταδικάζεται φυλακίζεται και ενώ όλοι αναγνωρίζουν πως αυτά συνιστούν καθαρή αντιχουντική δραστηριότητα, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας διαφωνεί την ίδια στιγμή που αποκαθιστά άλλες περιπτώσεις πολύ αδύναμες μέχρι απαράδεκτες. Τόσο απαράδεκτες που γελοιοποιούν τις διαδικασίες αποκαταστάσεων.

Η Πολεμική Αεροπορία έχει την εκπροσώπησή της στην αντίσταση με την οργάνωση  ΄΄ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ-ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ-ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ΄΄ της οποίας ηγείται ο Τάσος Μήνης. Όταν η οργάνωση του Καράγιωργα ζητάει εκρηκτικούς μηχανισμούς, ο Μήνης κατασκευάζει δέκα τρεις, τους παραδίδει στον απόστρατο υποναύαρχο  Μασουρίδη και δεν θέλει να μάθει ποιος τις παρέλαβε. Λίγα έγιναν τότε γνωστά για την ΑΑΑ  με την πολύκροτη (στην κυριολεξία λόγω βομβών) δράση. Και ο λόγος είναι πως συνελήφθησαν μεν οι Μήνης, Παντελάκης και Ζάνος, αλλά η οργάνωση δεν ΄΄ξηλώθηκε΄΄ ούτε έγιναν γνωστά τα υπόλοιπα μέλη της παρόλα τα βασανιστήρια. Το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών συνεδριάζει στις 19 και 20 Φεβρουαρίου 1973 και καταδικάζει τους συλληφθέντες. Δεν υπάρχει άλλη οργάνωση με στρατιωτικούς γνωστή που να μην εξαρθρώθηκε παρ’ ότι συνελήφθησαν μερικά από τα μέλη της.

Από τον Στρατό  Ξηράς κυρίως προέρχονται τα μέλη της οργάνωσης  ΄΄ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ΄΄. Σε πίνακα που συντάσσει στη μεταπολίτευση  ο στρατηγός Πανουργιάς με αίτημα του γράφοντος, αναφέρει μεγάλο αριθμό αξιωματικών που είχαν ενταχθεί και από τα τρία όπλα στην οργάνωση αυτή. Καταχωρεί από μεν την αεροπορία εννέα (9) αξιωματικούς,  από τον στρατό έξη (6) στρατηγούς με ΄΄επαφές και συνεργασίες΄΄ και εβδομήντα επτά (77) κανονικά μέλη. Επίσης παρουσιάζει τις συλλήψεις και διάλυση της οργάνωσης (΄΄…οι συλληφθέντες ανήλθον τελικώς σε πλέον των 100…΄΄) και τις εκτοπίσεις και εξορίες που ακολούθησαν.

Το χαρακτηριστικό για την πολυπρόσωπη οργάνωση των ΕΕ είναι πως δεν πρόλαβε να παρουσιάσει ανάλογη δραστηριότητα. Ο γράφων παρά τις προσπάθειές του δεν εντόπισε τις πολυθρύλητες τέσσερις προκηρύξεις της. Η ύπαρξή των ΕΕ πάντως έδειξε πως σημαντικός αριθμός στελεχών του στρατού ήταν ενάντιος της στρατιωτικής κυβέρνησης.

Υπήρξε και η αποκληθείσα Ομάδα του Συνταγματάρχη Οπρόπουλου, πάλι από στελέχη του στρατού. Η ομάδα Οπρόπουλου σχεδίαζε την κατάληψη της ΑΣΔΕΝ στα πλαίσια του κινήματος του βασιλιά στις 13 Δεκέμβρη 1967. Σχεδιάζουν ώστε «… ως διοικητές ταγμάτων …στις 13 να καταλάβουμε το αρχηγείο και… τη φρουρά γενικά των Αθηνών…» . Η ομάδα Οπρόπουλου δεν εμφανίζει δραστηριότητα εκτός της συντήρησης επαφών μεταξύ των μελών της και με άλλους αποστράτους αξιωματικούς. Αργότερα μερικοί απ’ αυτούς συλλαμβάνονται και φυλακίζονται (Αρχάκης, Βαρδάνης, Μουστακλής, Λύτρας).

Στρατιωτικοί συλλαμβάνονται και για συμμετοχή στην οργάνωση  Ελληνική Αντιδικτατορική Νεολαία που της αποδίδεται η ευθύνη για εκρήξεις μηχανισμών σε διάφορα σημεία των Αθηνών. Έξη από τους συλληφθέντες δικάζονται και καταδικάζονται σε καθείρξεις και φυλακίσεις στο έκτακτο στρατοδικείο από 9 μέχρι 11 Αυγούστου 1973. Κάποιους από τους στρατιωτικούς τους είχε ορίσει με επιστολή του ο συνταγματάρχης «Πορφύρης» (ο Ιπποκράτης Σαβούρας) ως υπαρχηγούς του χωρίς να το γνωρίζουν και έτσι συνελήφθησαν. Για τους φερόμενους ως μέλη της ΕΑΝ αποστράτους αξιωματικούς δεν διατίθενται ισχυρά στοιχεία για ανάμειξη κάποιου απ’ αυτούς σε δυναμικές ενέργειες.

Υπήρξε και ικανός αριθμός αξιωματικών του στρατού που απομακρύνονται με αποστρατείες και αποτάξεις από τους πρώτους μήνες μετά το πραξικόπημα. Σε ανάλογο ποσοστό και της αεροπορίας. Αλλά και τα σώματα ασφαλείας δεν έμειναν έξω από εκκαθαρίσεις. Το ότι θεωρούντο εχθροί του καθεστώτος αυτά τα στελέχη αποδεικνύεται από έγγραφο του  Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως τον Οκτώβριο του 1968 προς ΄΄ Ελέγχους Διαβατηρίων΄΄ με θέμα «Απαγόρευσις αποδημίας αποστράτων και αποτάκτων Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας». Περιλαμβάνει διακόσιους τρεις αξιωματικούς όλων των βαθμών και ειδικοτήτων του στρατού ξηράς και είκοσι έναν της ΕΒΑ (Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας). Για την αστυνομία πόλεων και το πυροσβεστικό σώμα αναφέρει επίσης πίνακα, που δεν βρέθηκε με το έγγραφο.

Η Πολεμική αεροπορία είχε ανάμειξη αναλογικά μικρότερη των δύο άλλων κλάδων των ΕΔ στην περίοδο 1967-1974 με αντιδικτατορικές οργανώσεις, και αντικαθεστωτικές δραστηριότητες. Εν τούτοις από δημοσίευμα εφημερίδας εντοπίσθηκε πίνακας με δέκα εννέα αξιωματικούς της αεροπορίας, που αποτάχθηκαν στην εφταετία.

Στις 13 Δεκέμβρη του 1967 με αρχηγό τον Αντιπτέραρχο Αντωνάκο η αεροπορία τάσσεται με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι βάσεις Ελευσίνας και Τανάγρας περικυκλώνονται και καταλαμβάνονται με νεκρούς στην Ελευσίνα από πυρά άρματος έναν δόκιμο και τους σμηνίτες ενός φυλακίου. Είναι τα μόνα θύματα στρατεύσιμοι σε όλη την επταετία από χρήση όπλων. Χτυπημένοι από υποστηρίζοντες μια χούντα στρατιωτικούς. Η Βάση της Αγχιάλου που επίσης τάσσεται με τον βασιλιά, δεν καταλαμβάνεται μέχρι τέλους των γεγονότων εκείνου του εικοσιτετραώρου.

Εκτός του Τάσου Μήνη που έδρασε με την οργάνωσή του ΑΑΑ έχουμε τους συλληφθέντες και βασανισθέντες για την οργάνωση του ναυτικού για κίνημα το Μάϊο του 1973 ήτοι τους Δ.Αποστολάκη, Κ.Κοκκινήδη, Δ.Χρηστάκη Γ.Παπαδόπουλο και Νίκο Στάππα.

Ο απολογισμός σε αριθμούς της αντίστασης στελεχών των ΕΔ στη δικτατορία προκύπτει από αξιόπιστα στοιχεία των επιτροπών αποκατάστασης της πρώτης περιόδου (δηλαδή το 1975) και έχει ως εξής για το Πολεμικό ναυτικό που διατίθενται τα στοιχεία. Παραιτούνται και αποτάσσονται ή αποστρατεύονται τρεις, συμμετέχουν σε «ανταρσία» ή κατηγορούνται για λιποταξία και ζητούν πολιτικό άσυλο τριάντα οκτώ, εντάσσονται σε αντιστασιακές οργανώσεις εκατόν επτά και αρνούνται γραπτά να συμπράξουν με το καθεστώς τρεις, ήτοι σύνολο εκατόν πενήντα ένας. Οι διώξεις που υπέστησαν ήταν η παραπομπή σε στρατοδικεία για είκοσι πέντε, απ’ τους οποίους καταδικάσθηκαν οι δεκατρείς.  Αποτάχθηκαν εκατόν δώδεκα, αποστρατεύθηκαν ογδόντα, εκτοπίσθηκαν οκτώ, φυλακίσθηκαν εξήντα πέντε.

Την εποχή της δικτατορίας τα στελέχη όλων των βαθμών, ειδικοτήτων και κατηγοριών του Πολεμικού Ναυτικού ήταν δυόμισι χιλιάδες περίπου αξιωματικοί και τέσσερις χιλιάδες υπαξιωματικοί και ανθυπασπιστές. Στους υπαξιωματικούς αντιστέκονται δυναμικά στη δικτατορία και διώκονται 42. Στους μάχιμους και μηχανικούς αντιστέκονται 105 στους 717. Οι αριθμοί αφορούν στο σύνολο των υπηρετούντων στις 20-4-1967 για την οποία ημερομηνία υπολογίσθηκαν τα στοιχεία.

Σημειώνεται η μεγάλη διαφορά μεταξύ όσων αντέδρασαν (σύνολο 151) και όσων καταδικάσθηκαν σε δικαστήρια της χούντας(σύνολο 13). Το καθεστώς προτιμούσε τα βασανιστήρια, τις κρατήσεις για μεγάλο διάστημα και τις προφυλακίσεις από την παραπομπή σε δικαστήρια όπου και η δημοσιότητα ήταν μεγαλύτερη. Ειδικά σε περιπτώσεις εν ενεργεία στελεχών το απέφευγε, αφού έτσι θα αποδεικνυόταν πως ήταν έωλο το επιχείρημα, ότι η ΄΄επανάσταση΄΄ στηριζόταν στο σύνολο των ΕΔ.

Η άποψη που ενίοτε ακούγεται πως, αποφεύγονται στη δικτατορία οι ποινικές διώξεις, επειδή στην ουσία διώκτες και διωκόμενοι προέρχονται (τουλάχιστον η πλειοψηφία των τελευταίων) από την ίδια δεξαμενή του συντηρητικού πολιτικού χώρου, δεν ευσταθεί. Αντίθετα έχουμε παραδείγματα, όπου οι κατασταλτικοί μηχανισμοί υπήρξαν ιδιαίτερα σκληροί.

Μια συνολική εικόνα για τις διώξεις στελεχών του στρατεύματος επί δικτατορίας παίρνουμε τελικά από τις αποκαταστάσεις στη μεταπολίτευση. Από το ναυτικό στην αρχική αποκατάσταση του 1974 (εκτός του κινήματος που είχαν επανέλθει όλοι άμεσα με την μεταπολίτευση) προσφεύγουν συνολικά διακόσιοι είκοσι ένας αξιωματικοί και υπαξιωματικοί (46 ήταν οι τελευταίοι) από τους οποίους ευμενής κρίση εκδόθηκε μόνον για 87 (οι 28 υπαξιωματικών). Διαπιστώνουμε την αθρόα προσέλευση για αξιοποίηση της ευκαιρίας μεγάλου αριθμού (ειδικά αξιωματικών) που δεν δικαιούνται αποκατάστασης. Είχαν αποστρατευθεί κανονικά για άλλους λόγους και όχι εξ αιτίας της χούντας. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στα άλλα δύο Όπλα αλλά δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία.

Ακολούθησαν ακόμα δύο στάδια αποκαταστάσεων τα επόμενα χρόνια μία το 1984 και ακόμα μία το 1966 οπότε και ολοκληρώθηκε ο ευτελισμός. Στη δεύτερη φάση το 1984 ο αριθμός των 980 αποστράτων στελεχών που προσέφυγαν από όλα τα όπλα είναι τεράστιος. Οι αποφάσεις των πρώτων κρίσεων θεωρήθηκαν ελαστικές, με αποτέλεσμα να σκεφτούν πολλοί, πως ήταν μια καλή ευκαιρία για πρόσθετους βαθμούς. Το Μικτό Συμβούλιο από τους 980 δικαιώνει συνολικά τους 175. Αυτή η εικόνα σε συνδυασμό με άλλες ευκαιρίες «αποκαταστάσεων» το 1996 αλλά και μέσω των διοικητικών δικαστηρίων και δυστυχώς ακόμα πιο εξευτελιστικών διαδικασιών με διαδικασία Ενόρκων Διοικητικών εξετάσεων οδήγησε ώστε στη χώρα αυτή να διαθέτουμε αναλογικά τους περισσότερους στρατηγούς, ναυάρχους και πτεράρχους από όλες τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου. Αυτό αιτιολογεί και τη ρήση «κάθε πολυκατοικία και ναύαρχος, κάθε όροφος και στρατηγός». Τρείς μόνον διαπιστωμένα αντιστασιακοί αξιωματικοί είναι μερικώς  γνωστοί ως αρνηθέντες να συμμετάσχουν στην υπερβολή.

Οι στρατιωτικοί κατά τη δικτατορία είχαν σώσει την τιμή τους με τις συμμετοχές τους στην αντίσταση, όσο και αν πολλοί απ’ αυτούς ωθήθηκαν από ευνοϊκά νομομοθετικά μέτρα και μετρίασαν στη συνέχεια την τιμή αυτή με παροχές πολλών βαθμών και τίτλων.

Και αφού οι συγκρίσεις είναι χρήσιμες να θυμίσουμε πως για κάποιους υπαξιωματικούς που πολέμησαν στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, χρειάστηκαν εξήντα χρόνια για αναγνώριση από την πολιτεία της προσφοράς τους. H αποκατάσταση επίσης των είκοσι αθώων που εκτελέστηκαν το 1948 μετά τη δίκη του Ναυτικού, τελέσθηκε μετά τριάντα έξη χρόνια, ενώ όσοι επέζησαν είχαν βιώσει την πίκρα, τις διώξεις και την αδικία για μια ολόκληρη ζωή.

Και για να ολοκληρώσουμε τις συγκρίσεις, σημειώνουμε πως μετά την επανάσταση του 1821 χρειάστηκαν πενήντα και πάνω χρόνια για τις αποκληθείσες ΄΄εκδουλεύσεις΄΄ των επαναστατών, όπως αποκάλεσαν τότε την αποκατάστασή των πολεμιστών που δε ζούσαν πλέον.

Δεν θα αναφερθούμε βέβαια στις ΄΄αποκαταστάσεις΄΄ κουκουλοφόρων, συνεργατών των δυνάμεων κατοχής κ.ο.κ. στο Β΄ΠΠ. Εκεί έχουμε σύνθετο έγκλημα και όχι παρατυπία ή υπερβολή.

Όσον αφορά τις δραστηριότητα υπέρ της δικτατορίας του ναυτικού πάντα, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν με τις ανακρίσεις προκύπτει ότι από τους αναφερόμενους οι είκοσι εννέα αποστρατεύονται το 1975 και από αυτούς οι είκοσι τέσσερις είναι αξιωματικοί. Οκτώ ακόμα αποστρατεύονται τα επόμενα τρία χρόνια μέχρι το 1980, που σημαίνει πως η δραστηριότητά τους στη διάρκεια της χούντας έπαιξε ρόλο στην απομάκρυνσή τους από το ναυτικό.

Οκτώ από τους αξιωματικούς σταδιοδρομούν για αρκετά χρόνια και αποστρατεύονται με μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει πως το ναυτικό στις περιπτώσεις τους δεν αξιολόγησε ως σοβαρά τα αντίστοιχα στοιχεία για τα οποία και διέταξε ΕΔΕ.

Το ναυτικό από τους υπηρετούντες στις 20 Απριλίου 1967, τετρακόσιους εβδομήντα δύο (472) μάχιμους αξιωματικούς, διώκει πειθαρχικά τον Μάρτιο του 1975 τους εννέα (9). Ήτοι δύο, ανά εκατό υπηρετούντες. Μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τρεις που είναι οι μόνοι διωχθέντες και ποινικά. Αντίστοιχα από τους υπηρετούντες 245 μηχανικούς διώκει τρεις πειθαρχικά. Ένας στους εκατό δηλαδή.

Για τα γεγονότα στη διάρκεια του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, οι απομακρυνθέντες του ναυτικού με πειθαρχική δίωξη ( ΠΔ της 15-3-1975)  είναι συνολικά πέντε. Ένας ανθυπασπιστής  και τέσσερις αξιωματικοί. Θα υπήρξε μέριμνα και για άλλους σε επόμενα χρόνια μέσω των ετήσιων κρίσεων. Αυτές οι κρίσεις δεν είναι δυνατό να εντοπισθούν, επειδή θεωρούνται ως προσωπικά δεδομένα.

Οι επιπτώσεις στους στενούς συνεργάτες και υποστηρικτές του καθεστώτος στο ναυτικό επήλθαν σύντομα, όχι άμεσα (λόγω Αραπάκη) και δεν ήταν σκληρές. Πράξεις αντεκδίκησης δεν παρατηρήθηκαν. Υπήρξαν έγγραφες καταγγελίες μετά παρότρυνση του Α/ΓΕΝ. Μηνύσεις δεν υποβλήθηκαν. Αρκετοί από τους οπαδούς, φίλους και τα στηρίγματα της δικτατορίας δεν υπέστησαν καμία δίωξη. Από τους στρατιωτικούς που κάλυψαν ηγετικές θέσεις κανείς δε διώχθηκε.

Τα παραπάνω ισχύουν για το ναυτικό, όπου εν τούτοις παρατηρήθηκε μερική ΄΄κάθαρση΄΄. Για την αεροπορία δεν υπάρχουν στοιχεία. Για το στρατό ξηράς η εντύπωση που έχει ο γράφων είναι, πως οι πιστοί στην ΄΄επανάσταση΄΄ δεν υπέστησαν διώξεις, εκτός των μεγάλων βαθμών και όσων ο Αβέρωφ επέλεξε, για εξουδετέρωση με την υπόθεση ΄΄πυτζάμα΄΄.

Θα αναφερθώ τελειώνοντας σε κάτι εκτός θέματος, αλλά το συνδέει το θέμα της δικτατορίας που αναφερόμαστε. Ρωτάω λοιπόν, τι είναι αυτό που βιώνουμε εδώ και κάμποσα χρόνια  αν όχι μια μορφή δικτατορίας; Το πολύ πολύ να το εκλαϊκεύσουμε κάπως ρωτώντας για την άσκηση εξουσίας: «αν δεν είναι και με την επιστημονική της ερμηνεία αυταρχική, τι άλλο μπορεί να είναι; Κυβερνάνε ή όχι οι ίδιοι ακριβώς που συνέβαλλαν για να ξενερίσουμε στον αφρό της κρίσης εμείς πρώτοι και καλύτεροι απόλους, εμείς οι Έλληνες με τα πιο βαριά στοιχεία και σε αριθμούς και σε επιπτώσεις;»  Εκτός φυσικά της γνωστής Τάξης και των λακέδων της που υπερπλουτίζουν ακριβώς σ’ αυτά τα χρόνια της κρίσης, όπως επίσημα στοιχεία αποδεικνύουν.

Τελικά είναι εκδικητική ή όχι η διαδικασία ευτελισμού των στρατιωτικών στο σύνολό τους ανεξάρτητα από αντιστασιακούς , «αντιστασιακούς» και μη με το ξύρισμα (και όχι απλά κούρεμα) μισθών και συντάξεων, με τις περικοπές, με την καταλήστευση των ταμείων τους; Το ίδιο βέβαια συνέβη με όλους τους εργαζόμενους (όχι όμως σε τέτοια ποσοστά, εδώ μιλάμε για συντριβή), εδώ απλά παρουσιάζουμε αυτό το στρώμα και άγνωστες πτυχές από τη δικτατορία.  Έπεσε πέπλο λήθης στην αντίστασή τους αλλά και λάσπη με το ανακάτεμα των αποκαταστάσεων με πλήθος άσχετων και αρκετών κολάσιμων περιπτώσεων. Με άνεση προσθέτω πως η ιστορία μας δεν έχει να επιδείξει πολλές τέτοιες συμπεριφορές του κράτους και των κυβερνητών σε λειτουργούς του.

 

 

 

 

Ένας τέως Αρχηγός ΓΕΝ και ΚΥΠ μιλάει γα όλα

10 Ιουνίου, 2014

 

Λεωνίδας Βασιλικόπουλος

(μέρος τελευταίο)

.- Γίνεται η …, δίνεται η αμνηστία και τελειώνει η ιστορία των συλλήψεων, βασανιστηρίων και λοιπά. Γίνεται η μεταπολίτευση, σε επαναφέρουν στο Ναυτικό με την γνωστή …… ως έφεδρο, το ξέρω αυτό. Το ξέρω, έχω και τα γραπτά.
Β. Θα σου πω πως επανήλθα στο ναυτικό. Όταν έγινε λοιπόν η μεταπολίτευση κατ’ αρχήν κάνω μία …, εγώ δεν ζήτησα να επανέλθω στο Ναυτικό, ζήτησα να επανακριθώ από τα συμβούλια επανακρίσεων …… που έγιναν ένεκα της δικτατορίας και εισπράττω… Ήταν ακόμα ο Αραπάκης αρχηγός και εισπράττω την πρώτη απάντηση. Εισπράττω την πρώτη απάντηση ότι ΄΄δεν εμπίπτετε διότι φύγατε πριν τη δικτατορία΄΄, έτσι; Το εισπράττω αυτό. Αυτός απαντάει το τυπικό, Σταμούλης ΔΚΒ και Αραπάκης …, έτσι μου δίνουνε αυτή την απάντηση. Αλλά εν συνεχεία λένε, ζητάνε εφέδρους για να πάνε στα νησιά ως διοικητές ναυτικών κλιμακίων, εφέδρους υποπλοιάρχους, έτσι; Και μεταξύ αυτών με ρωτάνε αν θέλω να πάω. Λέω «Θέλω.» Καλούν λοιπόν το Στάθη, τον Πύρρο τον Μαρκόπουλο και μένα. Για να πάμε Λήμνο, Χίο, Μυτιλήνη, διοικητές ναυτικών κλιμακίων. Ως έφεδροι υποπλοίαρχοι, έφεδροι εκ μονίμων, διότι εγώ είχα αποταχθεί σημειωτέον. Είχα περάσει από συμβούλιο και είχα αποταχθεί λόγω του ότι είχα πάει στον Κορυδαλλό και τα λοιπά, αλλά με την πρώτη αποκαταστατική αυτή που έγινε με αποκαθιστούν ως έφεδρο, επανακτώ τον βαθμό μου, δηλαδή. Εκεί επάνω λοιπόν, μαθαίνεται ότι πρόκειται να επανέλθει ο Εγκολφόπουλος με τον Κονοφάο και να αναλάβουν Αρχηγός και Α.Σ. Τώρα με τον Εγκολφόπουλο δεν είχα αγαθές σχέσεις, με τον Κονοφάο δεν είχα καμία σχέση. Έχοντας την απάντηση την πρώτη, ακόμα πολίτης και ο Κονοφάος, τον παίρνω τηλέφωνο. Του λέω «Κύριε πλοίαρχε …» γιατί πλοίαρχος ήταν τότε, «… θέλω να σας δω. Είμαι ο υποπλοίαρχος Βασιλικόπουλος …» και τα λοιπά. Αυτοστιγμεί λοιπόν μου λέει «Ραντεβού για καφέ στο Κολωνάκι, στο Βυζάντιο » τότε που ήτανε. Πηγαίνω, του λέω «Κοιτάξτε να δείτε, έμαθα ότι θα επανέλθετε.» «Ξέρω ότι είστε ο αρχηγός του κινήματος του Ναυτικού …» και το ένα και το άλλο, «… έχω ένα πρόβλημα. Εξαναγκάστηκα σε παραίτηση, παρά τη θέλησή μου από το Ναυτικό, για δύο μήνες δεν εμπίπτω στην ιστορία της αυτηνής …» και τα λοιπά. «Να σας δώσω …» του λέω, και του είχα ετοιμάσει ένα τακίμι με όλα τα δικά μου …Πώς έφυγα και τα λοιπά. Κάνει έτσι το χέρι, εκεί έπαιξε ρόλο ο Ροζάκης θα σου πω, ίσως τον είχε ενημερώσει ο Αντώνης ο Ροζάκης ο πατέρας, κάνει έτσι το χέρι μου λέει «Δεν θέλω τίποτα, ξέρω την περίπτωσή σου και σου λέω το εξής. Εάν επανέλθει ένας εν ενεργεία στο Ναυτικό, εάν επανέλθει μόνο ένας, αυτός θα είσαι εσύ.» Λέω, τι μου λέει τώρα; Ούτε τον ήξερα ούτε με ήξερε, ούτε τίποτα. Μου λέει «Μπορείς να επανέλθεις έφεδρος;» Του λέω «Μάλιστα.» Μου λέει «Για το ναυτικό κλιμάκιο;» Του λέω «Μάλιστα.» Λέει «Δεν θα πας σε ναυτικό κλιμάκιο, θα πας σε οχηματαγωγό, εκεί που ήσουνα, εκεί που ήσουνα πριν φύγεις δηλαδή. Για να αρχίσεις να γράφεις θαλάσσια υπηρεσία.» Πάλι περίεργα μου φανήκανε.
.- Οι συμμαθητές σου, αντιπλοίαρχοι τότε;
Β. Οι συμμαθητές μου αντιπλοίαρχοι, εγώ δεν έχω φορέσει γαλόνια πλωτάρχη. Νέοι αντιπλοίαρχοι, έτσι; Λοιπόν πηγαίνω στο Γ.Ε.Ν. στα κλιμάκια και μου λένε «Εσείς θα πάτε κυβερνήτης στον …..», «Εντάξει.» Και σε συνέχεια κιόλας γιατί εσύ ήσουνα δίπλα στο ΣΥΡΑ, έτσι δεν είναι;
.- Ναι.
Β. «Θα πάω.» Λοιπόν πηγαίνω και αρχίζει τώρα ο αγώνας να γίνει μία τροποποίηση του νόμου για να μπορέσω να ενταχθώ. …
.- Θα φύγεις σε λίγο και εγώ θέλω να μου πεις τη γνώμη σου για τις αλλεπάλληλες αποκαταστάσεις που γίνονται έκτοτε. Στους ίδιους αξιωματικούς ατέλειωτους βαθμούς.
Β. Επειδή είμαι κάθετα αρνητικός … Θα σου πω το εξής. Μπορεί ένας κακοήθης να γυρίσει και να μου πει «Μα μιλάς εσύ, ο οποίος και εσύ δεν ήσουν απόστρατος και επανήλθες;» Η απάντησή μου εδώ είναι κομμένη.
.- Εγώ θα απαντήσω σε αυτό, δεν θα απαντήσεις εσύ.
Β. Εγώ καταρχήν, με συγχωρείς, δεν επανήλθα ναύαρχος.
.- Τα ξέρω αυτά.
Β. Εγώ επανήλθα στην αρχαιότητά μου, αντιπλοίαρχος, πέρασα όλον τον Ρουβίκωνα …πλοίαρχος, αρχιπλοίαρχος, υποναύαρχος, αντιναύαρχος, Αρχηγός Στόλου και αντιναύαρχος Α./Γ.Ε.Ν., κατά συνέπεια μπορεί μεν να επανήλθα από έφεδρος, αλλά δεν επανήλθα αρχηγός, ούτε επανήλθα ναύαρχος, ούτε επανήλθα τίποτα.
.- Κανείς δεν λέει τίποτα για σένα. Όλοι όμως λένε για τις αλλεπάλληλες αποκαταστάσεις των ίδιων ανθρώπων που έχοντας υπηρετήσει πέντε και δέκα χρόνια μόνο, φτάνουν και γίνονται ναύαρχοι. Για αυτό να μου πεις.
Β. Είναι ντροπή. Είναι ντροπή. Κατ’ αρχήν διασύρει και ευτελίζει τον βαθμό των ανωτάτων αξιωματικών και να σου πω και κάτι άλλο, το οποίον ίσως φανεί ολίγον τι ωφελιμιστικό, αλλά δεν μπορεί να το αγνοήσει κανείς. Έχουν γεμίσει τους αποστράτους με βαθμό ναυάρχου, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να κάνουν συνταξιοδοτικές αυξήσεις σε εκείνους που πραγματικά το δικαιούνται. Διότι όταν όλοι, όλες οι συντάξεις είναι συντάξεις ναυάρχου, τι αυξήσεις να δώσεις μετά από εκεί και κάτω; Δηλαδή τώρα σε λίγο, θα ψάχνεις να βρεις ξέρω ‘γω, απόστρατο αρχιπλοίαρχο, δεν υπάρχει κανείς.
.- Υπάρχουν κάποιοι …
Β. Καλά δεν μιλάω… Όπως επίσης θυμάμαι και το χαρακτηριστικό …, σε σένα δεν το είχα πει τότε που έγιναν οι πρώτες αποκαταστάσεις; Που είχε αρνηθεί ο Μήνης ο Τάσος να αποκατασταθεί και είχε γίνει μια συζήτηση, ήσουνα και εσύ με το Σέργη που τα κουβεντιάζαμε και … τότε εγώ βέβαια δεν πήγαινα μέσα στον Σταθόπουλο, που κάτι μου είπατε, και εγώ σας είπα «Εγώ ξέρω ένα ΄΄μαλάκα΄΄ …» έτσι σας είπα αυτολεξεί, «… που δεν θα το δεχθεί.» και μου λέτε «Ποιος;» και σας λέω ο Τάσος ο Μήνης. Μετά από δυο μέρες μπουκάρει στο γραφείο μου ο Τάσος έξαλλος και λέει «Ποιος μαλάκας …»
.- Είναι λέω, τρεις οι ΄΄μαλάκες΄΄.
Β. Και του λέω «Τι λες ρε Τάσο;», «Με ρωτήσανε …» λέει, «… εμένα αν θέλω να γίνω αντιπτέραρχος;» Λέω «Πήγαινε πες το στο Δροσογιάννη.» Ο Δροσογιάννης ήτανε τότε. «Πάω.» Και πραγματικά πήγε μέσα και τον έκανε σκουπίδι το Δροσογιάννη, του είπε «Κοίταξε να δεις εγώ δεν το δέχομαι.» Δεν το δέχθηκε ο Τάσος ο Μήνης.
.- Τώρα ξέρεις ποιους κάνανε …, ποιους αποκαθιστούν Λεωνίδα; Αποκαθιστούν κλέφτες…… και έτσι εξευτελίζουν και όλους αυτούς που δεχθήκανε να γίνουν. «Αποκαθιστούν» …κι έναν τον οποίο, αποστράτευσε το ναυτικό διότι τον έπιασαν να κλέβει σε PX στην Αμερική και τον γυρίσαμε, εμείς τον είχαμε γυρίσει πίσω …Από τον Β΄ κλάδο. Ήσουνα τότε Β΄ κλάδο ή αρχηγός, τι ήσουνα. Και τον επιβράβευσαν, τον κάνανε αντιπλοίαρχο, του ‘δωσαν βαθμό! (σημ. συντ. τελικά οι βαθμοί που δωρήθηκαν στον συγκεκριμένο έφτασαν τους πέντε… μέχρι στιγμής!)
Β. Τον άλλον τον σημαιοφόρο τον μηχανικό, που τον κάνανε υποναύαρχο;
.- Τον Ιωαννίδη, ποιον άλλον. Αυτός ούτε το ζήτησε, ούτε τίποτα. Προέκυψε κατ’ ανάγκην από το νόμο που βγάλανε. Λεωνίδα θέλω να μου πεις δυο λόγια για τη συμβολή τη δική σου σαν αξιωματικού στο διάστημα που ήσουνα στην Ε.Υ.Π. Νομίζω ότι θα είναι από τις ελάχιστες υπηρεσίες αξιωματικού …
Β. Δεν μπορώ να πω ότι δεν παρήγετο έργο …… θετικό, αλλά βεβαίως αυτά όλα υπερκαλύφθησαν διότι ίσχυε αυτό που λέμε ότι η γυναίκα του Καίσαρος δεν φτάνει να είναι τίμια …. Λοιπόν, ο Παπανδρέου με επέλεξε, ασφαλώς μπορούσε να επιλέξει και κάποιον άλλον, αλλά ήμουνα από εκείνους οι οποίοι ήταν βέβαιος ότι θα πάρει η Ε.Υ.Π. μια νέα διάσταση, μια αξιοπιστία …
.- Έχουνε γραφτεί αυτά.
Β. Μπράβο. Όταν λοιπόν αναλαμβάνω εγώ ως διοικητής, το πρώτο πρόβλημα που αντελήφθην ήταν το εξής. Αυτό που λένε τώρα και το απαγγέλλουν ως εκσυγχρονισμό, εκμοντερνισμό και τα λοιπά, έλεγα το εξής: Ότι δεν μπορώ να αρχίσω και να κάνω κυνήγι μαγισσών. Δηλαδή να γυρίσω στο παρελθόν. Πρέπει από εδώ και πέρα να εμπνεύσω ένα ενιαίο πνεύμα, στο προσωπικό της Ε.Υ.Π., στρατιωτικό, και υπαλληλικό προσωπικό, να προχωρήσουμε προς τα εμπρός για θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια της χώρας. Πράγμα το οποίο ήθελε και ο πρωθυπουργός. Αυτό είναι. Δεν ήθελα το τι είπε ο μαλάκας, με ποια γκόμενα πηγαίνει ο ένας, πηγαίνει ο άλλος και τα λοιπά. Έλα όμως που υπήρχαν συνδικαλιστές. Όταν εγώ παρέλαβα, υπήρχαν ακόμη οι συνδικαλιστές της Νέας Δημοκρατίας. Οι συνδικαλιστές του ΠΑ.ΣΟ.Κ., άλλαξε η κατάσταση. Άρα πρέπει εμείς να επιβληθούμε, να κερδίσουμε τις εκλογές που ερχόντουσαν, έτσι; Αλλά παράλληλα να δείξουμε στους ανθρώπους της Ε.Υ.Π., ότι πλέον ήρθε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., άρα κάνουμε κουμάντο οι ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Αυτό αποπειράθησαν να το κάνουνε μέσω εμού. Με προσέγγισαν λοιπόν …, άρχισαν να μου λένε …… ποιος πήδαγε, ποιος έκλεβε, ποιος έκανε, ποιος έδειχνε, για όποιον είναι άνθρωπος του …, φτάσανε να μου λένε ποιος είναι άνθρωπος της χούντας και τους λέω «Ρε ‘σεις μετά από δέκα χρόνια διακυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ στην εξουσία … Γιατί δεν τα λέγατε τόσο καιρό αυτά; Τώρα θα τα πείτε;» Εν πάση περιπτώσει είχα, από την πρώτη στιγμή, με την αμέριστη συμπαράσταση και του Λάκη του Κουτσοτόλη βεβαίως, στον κόρφο μου τον είχα. Και αρχίζει ένας πόλεμος. Εγώ βέβαια όλα αυτά τα είχα αναφέρει, δηλαδή πως πρέπει να κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα στην υπηρεσία, στον πολιτικό μου προϊστάμενο που ήταν ο Σάκης ο Πεμονής, πολύ σοβαρός, ο οποίος είχε συμφωνήσει πλήρως και ξεκινήσαμε για να αναμορφώσουμε και κυρίως για να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη και την έξωθεν καλή μαρτυρία. Δηλαδή να την βλέπει ο Ελληνας πολίτης … Να έχει εμπιστοσύνη. Είχα πει μάλιστα δε, «Ακόμα και εις βάρος των κάποιων επιχειρησιακών επιτυχιών. Ας κερδίσουμε … Θα είναι μεγαλύτερη επιτυχία να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού.» Άρχισε λοιπόν ένας παρασκηνιακός πόλεμος, με διαρροές ψευδείς, ψευδέστατες … Γι’ αυτό λέω κάποτε να τα γράψω αυτά τα πράγματα …. Προς τις εφημερίδες. Περιέργως… με συμπαράσταση τώρα του Τύπου, άκου να δεις, του Τύπου τώρα …. Το περίεργο ποιο ήτανε; Η μεν δεξιά φώναζε, οι εφημερίδες της δεξιάς, διότι βάραγε την Ε.Υ.Π. του ΠΑ.ΣΟ.Κ., έτσι; Το περίεργο είναι ότι οι εφημερίδες, όχι όλες, αλλά του Λαμπράκη το συγκρότημα. Του Λαμπράκη το συγκρότημα συμπαρατάχτηκε με τους συνδικαλιστές, του ΠΑ.ΣΟ.Κ..
.- Κάποια επαφή θα είχαν.
Β. Ναι, μπράβο. Είχα πολλές κόντρες με το συγκρότημα …………..
.- Να πούμε μερικά που έμειναν από την προηγούμενη φορά σαν ερωτηματικά και στη συνέχεια μπαίνουμε στο κύριο θέμα που είναι ο αξιωματικός προ δικτατορικά και στη διάρκεια της δικτατορίας. Αναφέρθηκες σε προηγούμενη συζήτηση σε διαβρωτική εξάπλωση του Ι.Δ.Ε.Α. στις ένοπλες δυνάμεις. Το ναυτικό είχε υποστεί διάβρωση από τον Ι.Δ.Ε.Α.;
Β. Από όλα αυτά τα στοιχεία τα οποία υπάρχουν και τα οποία έχουν δει και το φως της δημοσιότητας, αλλά και από προσωπικές εμπειρίες θα έλεγα ότι ο Ι.Δ.Ε.Α. δεν ακουμπούσε οργανωτικά στο πολεμικό ναυτικό. Δεν είχε δηλαδή εντάξει στην οργάνωση του αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού. Πιστεύω όμως ότι είχε ξεχωρίσει κάποιους ακροδεξιών φρονημάτων εν πάση περιπτώσει, με τους οποίους διατηρούσε κάποια εξωοργανωτική σχέση …, προφανώς με απώτερο σκοπό να τους χρησιμοποιήσει, να τους αξιοποιήσει εάν και όταν κοινοποιούσε το βασικό του σχέδιο, το οποίο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η επιβολή στρατιωτικού καθεστώτος. Αυτό σημειωτέον, ήταν πάγια θέση της οργάνωσης του Ι.Δ.Ε.Α., την οποία τηρούσε κάτω από το πρόσχημα όταν η πατρίς ΄΄απειλείται΄΄ υπό κινδύνου. Χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς ποιος ήταν ο κίνδυνος επί του οποίου θα βρίσκεται η πατρίς, προκειμένου να επέμβουν οι ένοπλες δυνάμεις. Το επίχρισμα αυτής της άποψης ήταν βέβαια ο κομμουνιστικός κίνδυνος, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν στο προσκήνιο λόγο των γεγονότων, τα οποία ξεκίνησαν από τη Μέση Ανατολή και τα οποία είναι γνωστά, ιστορικά καταγεγραμμένα …
.- Αναφέρεσαι στο ’43 στη Μέση Ανατολή, στο κίνημα του ναυτικού;
Β. Στο κίνημα …, στο κίνημα του ναυτικού και όχι μόνο και σε κινήματα τα οποία έγιναν στο χώρο των ένοπλων δυνάμεων, σε αυτή την αντιδικία η οποία προέκυψε διότι οι μεν …, υπήρχαν και πολλοί αξιωματικοί τότε, ήταν ο … Πετρόπουλος από το ναυτικό βεβαίως, ήταν ο Κλαδάκης, από τον στρατό της ξηράς, υπήρχαν …, είναι ονόματα καταγεγραμμένα αυτά, τα οποία πίστευαν ότι η εκπροσώπηση της χώρας και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της και τους εκπρόσωπους των αντιστασιακών οργανώσεων.
.- Και με αυτό σαν πρόσχημα ο Ι.Δ.Ε.Α. γεννιέται και κάνει ότι κάνει στην συνέχεια με εγχείρημα το αντικομουνιστικό σχέδιο;
Β. (…) στην Αθήνα, ο εμφύλιος στην συνέχεια ’46 – ΄49. Σε όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν, πίσω από το προσκήνιο, στο παρασκήνιο, δρούσε αλλά αποφασιστικά και υπό την σκέπη γνωστών, μεγάλων στρατιωτικών της δεξιάς. Δηλαδή ο Παππάγος ήταν ο μεγάλος προστάτης του Ι.Δ.Ε.Α.. αλλά και ο στρατηγός Γκίκας, αξιόλογοι αξιωματικοί αυτοί όλοι, ο Παππάγος, ο Γκίκας, αξιόλογοι …
.- Ο μετέπειτα Υπουργός Δημόσιας Τάξης;
Β. Όχι μόνο μετέπειτα, μετέπειτα στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Βουλευτής της Ε.Ρ.Ε. και ανελλιπώς υπουργός στις κυβερνήσεις του, ακόμα και στη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Καραμανλή, που τον επέλεξε και πάλι για υπουργό Δημόσιας Τάξης.
.- Καταγεγραμμένα αυτά. Λεωνίδα …πάμε λίγο στον αντικομουνισμό σαν κυρίαρχη ιδεολογία. Η έκφραση είναι δική σου, την χρησιμοποίησες στην προηγούμενη συζήτηση …
Β. Δεν ήταν ιδεολογία. Ήταν προσχηματική ιδεολογία. Δηλαδή …
.- Ο αντικομουνισμός σαν κυρίαρχη ….
Β. Μπράβο ναι. Λοιπόν αυτό είναι γεγονός. Λόγω της εμφυλιοπολεμικής αντιπαλότητας, η οποία …, είναι γνωστό τώρα βέβαια ότι επεβλήθη και πριμοδοτήθηκε από τους ξένους προστάτες της Ελλάδος, καταρχήν μεν από την Μεγάλη Βρετανία και όταν εν συνεχεία παρέδωσε τη σκυτάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής από τις Η Π Α. Ήταν το κυρίως πρόσχημα, ήταν η καραμέλα θα έλεγα.
.- Οι αξιωματικοί πως γαλουχούνταν σε σχέση με τον κομμουνιστικό κίνδυνο; Πως γαλουχούνταν μέσα στις παραγωγικές σχολές και στην συνέχεια βέβαια ως εν ενεργεία στρατιωτικοί;
Β. Καταρχήν έχω την εντύπωση, την πεποίθηση μάλλον θα έλεγα, ότι εδώ η διαπαιδαγώγηση των μαθητών των στρατιωτικών σχολών, έχει κλίμακες. Δηλαδή, στη σχολή ευελπίδων υπήρξε απόλυτη αντικομουνιστική υστερία από την αρχή μέχρι το τέλος. Και δεν εννοείται, δεν είναι νοητό να πούμε, να αποφοιτήσεις από τη σχολή ευελπίδων χωρίς να έχεις μεταβληθεί σε έναν σφοδρό αντικομουνιστή. Όχι απλά στην ιδεολογική τοποθέτηση σου, ότι ας πούμε δεν εγκρίνω το κομμουνισμό σαν ιδεολογία, σαν πολίτευμα, σαν οτιδήποτε, αλλά σαν ιδεολογική προδοσία. Δηλαδή …, όχι ο κομμουνιστής, διότι κομμουνιστής δεν μπορούσε να μπει στην …, στις στρατιωτικές σχολές …
.- Πως το εξασφαλίζανε αυτό;
Β. Αυτό το εξασφαλίζανε. Ήταν γνωστά τώρα τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ήτανε γνωστός ο ρόλος της τότε χωροφυλακής ο οποίος παρακολουθούσε τους πάντες και τα πάντα. Ιδίως στην επαρχία που τα πράγματα εκεί είναι πολύ εντοπισμένα, αυτό λοιπόν εξασφαλιζότανε. Πολλές φορές και αδίκως. Δηλαδή ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν κομμουνιστές οι ίδιοι, αλλά επειδή κάποιος προγονός τους ήταν κομμουνιστής, ή επειδή κάποιος γείτονας τους με τον οποίο είχαν άλλες αντιδικίες, τους είχε καρφώσει, έπαιρνε τον χαρακτηρισμό ο οποίος τον συνόδευε στην υπόλοιπη ζωή του την εποχή εκείνη. Και μην ξεχνάμε ότι πέραν των κομμουνιστών, εντός εισαγωγικών η λέξη, τα ΄΄μιάσματα΄΄ της εποχής, υπήρχανε και οι συνοδοιπόροι. Οι οποίοι ήτανε απλά δημοκρατικοί πολίτες, οι οποίοι δεν είχανε καμία οργανωτική ταύτιση με τα αριστερά κόμματα της εποχής εκείνης, με το Κ.Κ.Ε. δηλαδή το οποίο πρέπει να θυμηθούμε ότι ήταν και στη παρανομία βεβαίως, έτσι; Ήταν λοιπόν οι συνοδοιπόροι, οι οποίοι μάλιστα από πολλούς θεωρούνται ακόμα πιο επικίνδυνοι και από τους δηλωμένους κομμουνιστές.
.- Αξιωματικοί συνοδοιπόροι υπήρχανε εν ενεργεία;
Β. Θα έλεγα ότι στο στρατό της ξηράς υπήρχαν ελάχιστοι με την έννοια ότι ήταν αξιωματικοί δημοκράτες. Και θα έλεγα ότι αυτοί οι αξιωματικοί, κυρίως νέοι της εποχής εκείνης, ήτανε κάποιοι που είχανε μπει στις στρατιωτικές σχολές στην δεκαετία ’50, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όπου είναι γνωστό ότι τότε υπήρχαν κάποιες Βενιζελογενείς κυβερνήσεις, οι οποίες είχαν κάποια ας πούμε, χαλαρότερη αντιμετώπιση των κριτηρίων εισόδου στις στρατιωτικές σχολές.
.- Γύρω στο ’50 – ’52.
Β. Γύρω στο ’50 – ’52. Αυτό είναι γεγονός. Δεδομένου ότι, είναι γεγονός επίσης ότι την εποχή εκείνη πέραν της επίδοσης στα μαθήματα, οι επιτυγχάνοντες στις στρατιωτικές σχολές έπρεπε να έχουνε …, τότε αυτό ήτανε ένα επιπλέον προσόν το οποίο έπρεπε να έχουνε, θα έπρεπε να είχανε κάποιες συστάσεις, το λέγανε ΄΄μέσον΄΄, το λέγανε όπως θες, έτσι; Επομένως τότε πραγματικά μπήκανε και κάποια παιδιά στις στρατιωτικές σχολές, οι οποίοι είτε λόγω οικογενειακών καταβολών, είτε λόγω ότι οι ίδιοι είχανε συνειδητοποιήσει ορισμένα πράγματα, ήτανε …, όχι αριστεροί, ήτανε θα έλεγα δημοκράτες με την ευρεία έννοια. Και επίσης ήταν άνθρωποι οι οποίοι είχανε αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι αυτός ο διαχωρισμός των Ελλήνων σε καλούς και κακούς, μόνο την πατρίδα θα έβλαπτε τελικά, όπως και πραγματικά έγινε.
.- Στο ναυτικό έχουμε τέτοιες περιπτώσεις Λεωνίδα;
Β. Νομίζω πως ναι. Στο ναυτικό ίσως θα έλεγα μάλιστα ότι είχαμε το μεγαλύτερο ποσοστό τέτοιων περιπτώσεων. Χωρίς βέβαια και αυτό να φτάνει σε ποσοστό που να προσεγγίζει έστω και το 50%.
.- Μιλάμε για αξιωματικούς που βγήκαν τη δεκαετία του ’50;
Β. Για αξιωματικούς που βγήκαν την δεκαετία του ’50. Πρόσεξε να δεις, υπήρχαν και παλιοί αξιωματικοί εν ενεργεία του πολέμου σε βαθμούς μεσαίους προς τα πάνω, μεσαίους προς τα πάνω, οι οποίοι και αυτοί λόγω της προ της κηρύξεως του πολέμου ιδεολογικής τους τοποθέτησης από την εποχή των κινημάτων του 1935, Τούμπας, Σπυρομήλιος, που είχαν αποταχτεί και είχαν επανέλθει στον πόλεμο και (…) και πολλοί άλλοι. Τώρα τυχαία αναφέρω δύο ονόματα δικά μας, του ναυτικού δηλαδή.
.- Δηλαδή η δικτατορία συνάντησε έναν ικανό αριθμό τέτοιων αξιωματικών, τι τους έκανε;
Β. Πρόσεξε, να έρθουμε στο θέμα της δικτατορίας, πέραν του ότι βρήκε (…) του πολεμικού ναυτικού κατά την διάρκεια της δικτατορίας δεν πρέπει να αποκλείσει και την συμπεριφορά και την στάση αξιωματικών που ανήκουν στην συντηρητική παράταξη. Ναι μεν οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και την απειλή, ήταν αυτοί οι οποίοι εμφορούντο ούτως ή άλλως από δημοκρατικά φρονήματα, πλην όμως πολύ γρήγορα, ταχέως θα έλεγα και αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού οι οποίοι ανήκαν στην συντηρητική παράταξη, δεν μου αρέσει ο όρος δεξιός, είναι και αυτό ας πούμε …, μου θυμίζει λίγο το αντίστοιχο του …, του μιάσματος, έτσι; Όχι, μιλάω για αξιωματικούς που ανήκαν στην συντηρητική παράταξη ανιδιοτελώς, διότι πίστευαν ότι αυτή η παράταξη είναι καλύτερα να κυβερνήσει τον τόπο μας, έτσι; Αυτοί οι οποίοι στην αρχή αιφνιδιάσθηκαν, γρήγορα συνήλθαν και άρχισαν και αυτοί να αντιδρούν. Αυτό έγινε βέβαια και στο χώρο των αξιωματικών του στρατού της ξηράς και της πολεμικής αεροπορίας φυσικά. Αυτό είναι ένα θέμα άλλο, το οποίο χρήζει και αυτό κάποιας εξετάσεως. Αδίκως θα έλεγα διότι σε αυτούς τους αξιωματικούς χαρακτηρίσθηκαν και κάποια …, κάποιας μορφής ιδιοτέλεια. Δηλαδή είπαν ότι αυτοί αντιδράσανε προς το δικτατορικό καθεστώς, όχι διότι ήταν αντίθετοι προς τη γενική του κατεύθυνση, αλλά απλά για λόγους εσωτερικούς με αποκορύφωμα την αποτυχία του βασιλικού πραξικοπήματος και την φυγή του βασιλιά στην Ιταλία. Από εκεί και πέρα είπανε ότι ορισμένοι αξιωματικοί, οι περισσότεροι μάλλον, ανεξαρτήτως τι πίστευαν, ήταν φιλοβασιλικών αισθημάτων και θεώρησαν από εκεί και πέρα χρέος τους να αντιδράσουν παραμένοντας πιστοί στον βασιλέα. Αυτό λοιπόν ήταν η άλλη παράμετρος η οποία, πρέπει να εξετασθεί κατά τη γνώμη μου. Και τέλος η τρίτη παράμετρος, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο σε ότι αφορά το πολεμικό ναυτικό, είναι ότι, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουν οι αξιωματικοί του, εμφορείται από μια φιλελεύθερη ιδεολογία. Οι αξιωματικοί εννοώ βεβαίως. Δεν ανέχονται να τους καπελώνουν και κυρίως, αν και αυτό έχει μια δόση σωβινισμού, δεν ανέχονται να τους καπελώνει ο στρατός ξηράς, αυτό είναι πατροπαράδοτο. Εμείς τουλάχιστον οι παλιοί έτσι το βρήκαμε. Αυτά τα τρία στοιχεία είναι εκείνα τα οποία κατά τη γνώμη μου, και τα ανακεφαλαιώνω, πρώτον ότι το ποσοστό των δημοκρατικών αξιωματικών στο πολεμικό ναυτικό ήταν οπωσδήποτε πολύ περισσότερο απ’ ότι το ποσοστό της ξηράς. Δεύτερον, ότι …, ακόμα και εκείνοι οι οποίοι ανήκαν στην συντηρητική παράταξη ταχέως και κυρίως μετά την αποτυχία του βασιλικού πραξικοπήματος, αντελήφθησαν ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις των στασιαστών της 21ης Απριλίου. Και τρίτον το εκ γενετής υφιστάμενο φιλελεύθερο πνεύμα το οποίο δεσπόζει, δέσποζε τουλάχιστον των αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού.
.- Μάλιστα. Λεωνίδα, υπήρχαν κρατικές υπηρεσίες μέσα ή έξω από τις ένοπλες δυνάμεις, που σκοπός τους ήτανε η παρακολούθηση των αξιωματικών από πλευράς φρονημάτων και ιδεολογίας;
Β. Βεβαίως. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Δεν θυμάμαι …, υπενθυμίζω τα Α2 τα περίφημα του στρατού της ξηράς, αλλά και τους Α.Γ.Ε.Π. οι οποίοι λειτουργούσαν στο πολεμικό ναυτικό. Και οι οποίοι όμως, επίσης θυμάμαι, ότι περισσότερο διακωμωδούσαν παρά τηρούσαν αυτές τις διαταγές, οι οποίες τους έδιναν κατευθύνσεις για το πώς θα φακελώνουν τους Α’ κατηγορίας, τους Β’ κατηγορίας. Επειδή είχαμε χωριστεί, δηλαδή αυτοί που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις, σε κατηγορίες και ήταν επιφορτισμένα τα δεύτερα γραφεία τα Α2 του στρατού, το γραφείο επιτήρησης προσωπικού στο πολεμικό ναυτικό και τα αντίστοιχα της αεροπορίας βεβαίως …
.- Γραφεία επιτηρήσεως προσωπικού ή Α.Γ.Ε.Π.; Τι σήμαινε; Αξιωματικός Γενικών Πληροφοριών;

Β. Α.Γ.Ε.Π. (…) Λοιπόν, εκεί βεβαίως επιλέγονται συνήθως κάποια …, αλλά επειδή αυτό το Α.Γ.Ε.Π. ξεκίναγε από το επιτελείο και έφτανε στο επίπεδο του πλοίου, όσο κατέβαινε προς τα κάτω, μάλλον διακωμωδείται θα έλεγα. Δηλαδή, θυμάμαι την εποχή μου ότι …
.- Εννοείς προ της χούντας ή μετά την χούντα; Ή στην διάρκεια της χούντας;
Β. Προ της χούντας. Εννοώ προ της χούντας. Διότι στην διάρκεια της χούντας εγώ δεν ήμουν εν ενεργεία και δεν μπορώ να ξέρω. Και καταρχήν η Α.Γ.Ε.Π. ήταν γνωστή, στη μονάδα ήτανε γνωστή. Δεν ξέρω εάν το ίδιο συνέβαινε και στο στρατό.
.- Ένα λεπτό όμως Λεωνίδα …ένα λεπτό. Να πάμε σε αυτά που γνωρίζουμε και σε αυτά τα οποία … συνέβαιναν. Στο ναυτικό ο Α.Γ.Ε.Π. ξέρουμε ότι δεν ασχολείται μόνο με τις πληροφορίες περί φρονημάτων. Ασχολείται και με ναρκωτικά και με άλλες γενικές πληροφορίες. Αλλά ασχολείται και με τα φρονήματα αξιωματικών και υπαξιωματικών, δηλαδή και των μόνιμων στρατιωτικών;
Β. Θα έλεγα όχι στο ναυτικό. Θα έλεγα όχι στο ναυτικό. Πλην ίσως μιας δυο εξαιρέσεων οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά επιβεβαίωση του κανόνα.
.- Για τη δικτατορία δεν γνωρίζεις;
Β. Θα έλεγα το όχι μετά πεποιθήσεως. Διότι η έννοια της συναδελφικότητας μεταξύ των αξιωματικών στο πολεμικό ναυτικό είναι, ήτανε τελείως διαφορετική από την αντίστοιχη του στρατού της ξηράς. Δηλαδή ενώ στο πολεμικό ναυτικό γνωρίζανε τις ιδεολογικές τοποθετήσεις του καθενός, ακόμα θα έλεγα και τις κομματικές προτιμήσεις. Δηλαδή τι ψήφιζες. Ένωση Κέντρου ή αν ψήφιζε κανείς Κ.Κ.Ε. …, πραγματικά τι ψήφιζε κανείς. Αλλά αν ψήφιζες Ένωση Κέντρο, άρα συνοδοιπόρος, ή Ε.Ρ.Ε. άρα υγιής Έλλην, διότι αυτά ήτανε γνωστά μεταξύ των αξιωματικών του ναυτικού. Όμως ποτέ, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν, επαναλαμβάνω μην πάρουμε ορισμένες οριακές περιπτώσεις, να πάρουμε τα γενικά, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν για βλαπτικούς σκοπούς σε προσωπικό επίπεδο.
.- Αν πάμε όμως στην δικτατορία, θα συναντήσουμε σήμερα αλληλογραφία του 2ου γραφείου του Γ.Ε.Ν. με υπηρεσίες, η οποία αλληλογραφία αναφέρεται στην χρησιμοποίηση ή μη χρησιμοποίηση μόνιμων αξιωματικών και υπαξιωματικών σε θέσεις ευαίσθητες. Με αιτιολογία, για τη μη χρησιμοποίηση, τα φρονήματα του. Στη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτό ενημερωτικά.
Β. Πρόσεξε να δεις αυτό ίσως …, σταμάτα να σου πω κάτι……………..
.- Μόλις μου διάβασες μερικά αποσπάσματα από άρθρα της δεκαετίας του ’50 …Ποιας δεκαετίας; Τα μέσα της δεκαετίας του ’50, που αναφερόντουσαν σε δραστηριότητα αξιωματικών εν ενεργεία, οι οποίοι στα πλαίσια του Ι.Δ.Ε.Α. και λοιπά, παρακολουθούσαν άλλους αξιωματικούς και τα φρονήματα τους …
Β. Μέχρι και υπουργούς.
.- Και υπουργούς, εν ενεργεία τότε συντηρητικών κυβερνήσεων και όλο αυτό ένα συνοθύλευμα, που σκοπό είχε τι;
Β. Να προσδίδονται οι επιδιώξεις της παραστρατιωτικής οργάνωσης του Ι.Δ.Ε.Α..
.- Και με κυρίαρχη βάση τον αντικομουνισμό βέβαια.
Β. Με κυρίαρχο, επαναλαμβάνω, πρόσχημα τον αντικομουνισμό, κυρίαρχο πρόσχημα τον αντικομουνισμό. Την εποχή εκείνη ο Ι.Δ.Ε.Α. είχε επικρατήσει από άκρο σε άκρο στο στράτευμα.
.- Μάλιστα. Να φύγουμε λίγο από τον Ι.Δ.Ε.Α. και από την Ε.Υ.Π. για την οποία είπες ότι με ιδιαίτερη ευαισθησία ασχολείσαι, κοιτάζοντας να προβάλεις σε κάποια φάση και το θετικό ρόλο και την αποστολή της . … Και να πάμε με δύο λόγια στην αποστολή του στρατού ξηράς όπως την έβλεπαν τότε αλλά και την προβάλανε και τυπικά και στις διαλέξεις οι αξιωματικοί του στρατού ξηράς. Με λίγα λόγια λειτουργούσε η σχολή ευελπίδων ως σχολή πρωθυπουργών; Και ποια ήταν στη συνέχεια η αποστολή του στρατού ξηράς;
Β. Και γι’ αυτό το λόγο εδώ και πάλι η απάντηση είναι, αναζητήσατε τον Ι.Δ.Ε.Α.. Αναζητήσατε δηλαδή την ύπαρξη μιας οργάνωσης μέσα στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων, η οποία ήταν στην ουσία επισήμως αναγνωρισμένη. Δηλαδή τα ανάκτορα γνωρίζανε καλά την ύπαρξη του Ι.Δ.Ε.Α.. Όχι μόνο την γνωρίζανε αλλά την προστατεύανε. Οι εκάστοτε πολιτικές κυβερνήσεις γνωρίζανε την ύπαρξη του Ι.Δ.Ε.Α.. Δηλαδή, με συγχωρείς, το 1956 ο πρωθυπουργός Καραμανλής Κωνσταντίνος, την εποχή εκείνη παράβλεπε τέτοιες καταγγελίες από στρατιωτικούς εν ενεργεία, από πολιτικούς του αντίπαλους, αλλά άξιους όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος έβγαινε τότε και αναφέρεται ευθέως στην ύπαρξη και το σκοπό και τον τρόπο που ενεργεί ο Ι.Δ.Ε.Α.. Από την άλλη μεριά ένα απλό παράδειγμα. Ο πρώτος διοικητής της Κ.Υ.Π. που τοποθετήθηκε με την ίδρυση της υπηρεσίας το 1953, ήτανε βασικό στέλεχος του Ι.Δ.Ε.Α. και παρέμεινε στη θέση αυτή, του διοικητή της Κ.Υ.Π., επί μια ολόκληρη δεκαετία. Δηλαδή είδε και έπαθε ο Γεώργιος Παπανδρέου τη δεύτερη φορά που κέρδισε τις εκλογές, όχι την πρώτη, για να αλλάξει επιτέλους μετά από μια δεκαετία τον κύριο Νάτσινα, τον μακαρίτη τον Νάτσινα μάλλον, έτσι; Από τη θέση του διοικητή της Ε.Υ.Π. διότι προσέκρουε μονίμως στην άρνηση του παρασκηνίου, δηλαδή των ανακτόρων.
.- Πότε έγινε αποστρατικοποίηση της Κ.Υ.Π. και γιατί έγινε, μια και αναφερόμαστε πάντα σε στρατιωτικούς σε αυτές τις συζητήσεις.
Β. Αποστρατικοποίηση έγινε το 1986. Όχι αποστρατικοποίηση με συγχωρείς, δεν έγινε αποστρατικοποίηση.
.- Ο στρατός ξηράς κυρίως …ουσιαστικά ήλεγχε την Ε.Υ.Π. με έναν αριθμό θέσεων που τοποθετούνταν εν ενεργεία αξιωματικοί;
Β. Τώρα το είπες σωστά. Το 1986 άλλαξε ο καταστατικός νόμος της Ε.Υ.Π., η οποία τότε θεωρείται στρατιωτική υπηρεσία και μεταβλήθηκε σε πολιτική υπηρεσία. Άλλαξε και το όνομα της από Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών έγινε Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και καθορίσθηκαν οι αποστολές της.
.- Το τμήμα διώξεως διεθνούς και εγχώριου κομμουνισμού, υπήρχε και σταμάτησε πότε; Στις ένοπλες δυνάμεις πάντα αναφερόμαστε, έτσι;
Β. Όχι μόνο στην Ε.Υ.Π. τώρα πια, πάμε στις ένοπλες δυνάμεις. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο.
.- Και στην Ε.Υ.Π. και στις ένοπλες δυνάμεις, εάν υπήρχε τέτοιο τμήμα. Υπήρχε;
Β. Είναι γνωστό ότι μετά την μεταπολίτευση το κομμουνιστικό κόμμα αναγνωρίστηκε επισήμως και μπήκε και εκπροσωπήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων. Έκτοτε λοιπόν το θέμα του αντικομουνισμού, κατά κάποιον τρόπο, έπαυσε να αποτελεί, επισήμως τουλάχιστον, αντικείμενο διώξεως, έρευνας και διώξεως σε όλους τους χώρους του δημόσιου βίου. Τώρα αν θέλουμε να αποδώσουμε τά του Καίσαρος τω Καίσαρι, θα πρέπει λίγο να σταθούμε και στις ευθύνες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Το οποίο με την εν γένει συμπεριφορά του έδινε και προσχήματα στους αντιπάλους του να αξιοποιούν αυτό το παραμύθι. Δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος αυτή τη στιγμή, είναι από το 1975 μέχρι σήμερα, έτσι, επίσημο κόμμα στην Βουλή. Η δυσπιστία του προς τις ένοπλες δυνάμεις και τα Σώματα ασφαλείας, δεν έχει φύγει, παραμένει.
.- Σήμερα παραμένει;
Β. Βεβαίως παραμένει. Βεβαίως παραμένει. Εγώ ως διοικητής της Ε.Υ.Π., είχα κατά τακτά χρονικά διαστήματα ερωτήσεις και επερωτήσεις βουλευτών του Κ.Κ.Ε. στη Βουλή, για δήθεν λειτουργία της υπηρεσίας μου αντισυνταγματικά. Και ρωτώ τους …, το είχα πει στους κυρίους αυτούς, οι οποίοι κάναν τις ερωτήσεις και τις επερωτήσεις, με ποια στοιχεία το έλεγαν αυτό; Με κανένα στοιχείο. Με κάτι πληροφορίες που τις μετέδιδαν κάποιοι (…) υπάλληλοι της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, γιατί; Γιατί ακριβώς εγώ μένω ως διοικητής για να δρομολογήσω την υπηρεσία προς τη νομιμότητα, αυτοί δεν ήθελαν απλά να υποκαταστήσουν στην παράνομη δραστηριότητα τους αντιπάλους, τους εσωτερικούς τους αντιπάλους της δεξιάς, της υπηρεσίας. Δηλαδή αυτοί ήθελαν να εναλλάσσονται στη διοίκηση της Εθνικής Υπηρεσία Πληροφοριών, διοικητές οι οποίοι θα ερχόντουσαν όχι ως εξομαλυντές της κατάστασης και της δρομολόγησης της υπηρεσίας στο σωστό νόμιμο δρόμο, αλλά ως εκκαθαριστές της προηγούμενης κατάστασης. Πράγμα το οποίο απλά διαιώνιζε την αντιπαλότητα και δεν επέτρεπε στην υπηρεσία πραγματικά να αφιερωθεί αποκλειστικά στο καθήκον που προσδιορίζεται από τον καταστατικό της νόμο. Εκείνοι λοιπόν οι βουλευτές του Κ.Κ.Ε. πρωτοστατούσαν. Τους αρκούσε δηλαδή να απειληθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, επειδή ανεμιμνήσκοντο προφανώς τι είχαν υποστεί από την Κ.Υ.Π. του ’50, του ’60 και του ’70. Και αυτό ήταν μεγάλο λάθος τους.
.- Με βάζεις στον πειρασμό να σε ρωτήσω αν γνωρίζεις εάν αξιωματικοί, (γιατί εμένα με ενδιαφέρουν οι αξιωματικοί, οι στρατιωτικοί), εάν αξιωματικοί εν ενεργεία ή και απόστρατοι, ήταν οργανωμένοι σε παρακρατικές οργανώσεις δεξιές προφανώς, φασιστικές και λοιπά. Και δεν αναφέρομαι στους συνωμότες της 21ης Απριλίου μόνο. Ή ακόμα και σε τρομοκρατικές οργανώσεις. Αξιωματικοί πάντα.
Β. Ναι. Σε ότι αφορά αξιωματικούς του ναυτικού το αποκλείω σε ποσοστό 100%. Τώρα για ποια περίοδο μιλάμε; Πρέπει να μου πεις.
.- Προ χούντας. Προχουντικά προφανώς, γιατί στην δικτατορία όλοι συνωμότες ήτανε.
Β. Προ χουντικά ήταν εκείνοι, ήταν πάγιοι χουντικοί οι οποίοι προετοίμαζαν το έδαφος κάνοντας πράξεις προβοκατόρικες. Παράδειγμα του Έβρου. Προετοιμάζοντας την τελική επέμβαση.
.- Πάμε στη σχολή δοκίμων. Και με συγχωρείς για το ερώτημα. Εσύ όταν μπήκες στη σχολή, μπήκες με χρήση πλάγιου μέσου ή όχι; Και γινόταν χρήση τέτοια τότε ή όχι;
Β. Μπήκα με χρήση πλάγιου μέσου. Και με χρήση πλάγιου μέσου. Όπως ήδη σου είπα, την εποχή εκείνη το πλάγιο μέσον ήτανε απαραίτητο υποβοηθητικό στοιχείο. Όταν δηλαδή οι θέσεις ήταν 1 προς 20, διότι αυτή περίπου ήταν η αναλογία όταν δίναμε εμείς εξετάσεις στην σχολή δοκίμων, 1 προς 20, θα έπρεπε να είσαι ας πούμε ο εκτός συναγωνισμού αριστούχος μαθητής. Που αυτές οι περιπτώσεις σε κάθε σειρά ήταν 1 ή 2 το πολύ και όλοι οι άλλοι ήτανε καλοί μαθητές, οι οποίοι όμως διαγωνίζονταν για μια θέση στις 20. Λοιπόν αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να πούμε, θα πρέπει να πούμε ότι ο παράγων αυτός υπήρχε και ήταν γενικευμένος θα έλεγα. Εκτός, επαναλαμβάνω ορισμένες 2 – 3 περιπτώσεις όπου ήταν κάποιοι μαθητές οι οποίοι μάλιστα πολλοί από αυτούς τελικά δεν μείνανε στο χώρο του …, φύγανε και πριν αποφοιτήσουν, για άλλους λόγους και οι οποίοι ήταν εκτός συναγωνισμού. Σε απογοήτευσα μήπως;
.- Όχι δεν με απογοήτευσες.
Β. Είναι η αλήθεια.
.- Είναι η πραγματικότητα αντίθετα …, αντίθετα για τη δουλειά που κάνω τέτοιου είδους ρεαλιστικές προσεγγίσεις και από πρόσωπα σαν και σένα είναι χρήσιμες …, στηρίζουν την εργασία.
Β. Πρόσεξε να δεις κάτι. Γιατί τώρα ανοίγουμε ένα τελείως άλλο κεφάλαιο. Θα πρέπει να παρακολουθήσει κανείς για να δει εάν αυτό το μέσον το οποίο χρησιμοποιήθηκε τότε, άξιζε τον κόπο. Δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι που μπήκανε με μέσον, και επαναλαμβάνω ήταν σχεδόν το σύνολο, δεν μιλάω για έναν ή δυο τώρα έτσι; Πως σταδιοδρόμησαν ως αξιωματικοί και κυρίως από πλευράς ήθους, συμπεριφοράς, προσήλωσης στο καθήκον. Διότι θα πρέπει να διαχωρίσουμε και κάτι άλλο εδώ. Ότι ένας άνθρωπος ο οποίος λόγω των υψηλών επιδόσεων του στα μαθήματα επιτυγχάνει, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός θα γίνει και καλός αξιωματικός.
.- Εάν κρίνουμε ποιοι απέμειναν … και έφτασαν στην ανωτάτη ηγεσία;
Β. Μπράβο. Επομένως θέλω να πω δηλαδή, ότι δεν είναι το κυρίαρχο το θέμα του μέσου, έτσι; @Και σημειωτέον θα πρέπει να σου πω και το άλλο. Ότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι την εποχή την οποία αναφερόμαστε δεν ήταν οι πολλαπλές επιλογές. Δηλαδή επέλεγες μια ανωτάτη σχολή για να δώσεις και εκεί ήτανε υποτίθεται η επιθυμία σου, να σταδιοδρομήσεις σε αυτόν τον τομέα. Θέλω να πω δηλαδή, είχε μια ιδεολογική κατά κάποιον τρόπο, παρόρμηση ο νέος της εποχής εκείνης και δεν μπορεί να συγκριθεί με τον σημερινό νέο ο οποίος επιλέγει 50 σχολές στις πανελλαδικές και αν του βγει η στρατιωτική σχολή, φοιτά στη στρατιωτική σχολή. Ήταν τελείως διαφορετικό το θέμα. Τότε δηλαδή το να γίνεις στρατιωτικός ήτανε μεράκι καταρχήν, ξεκίναγε δηλαδή με μια παρόρμηση ΄΄ή αξιωματικός ή τίποτα άλλο΄΄. Υπήρχε έντονη {επιθυμία} εκείνων οι οποίοι πετύχανε στις στρατιωτικές σχολές τότε. Μπορούσαν κάλλιστα να πετύχουν στο Πολυτεχνείο που τους εξασφάλιζε, με τα μέτρα πάλι εκείνης της εποχής, ένα πολύ πιο προσοδοφόρο επάγγελμα. Το επάγγελμα του στρατιωτικού δεν ήταν καθόλου προσοδοφόρο. Ήταν αυτό που ‘λεγαν τότε οι προϊστάμενοι μας και οι ανώτεροι μας, έτσι; «Επάγγελμα σαμπάνια με αποδοχές μπίρας.» Ο τότε αρχηγός ο Λάπας, ο μακαρίτης, είχε πει το εξής, «Οι αξιωματικοί του ναυτικού γιατί διαμαρτύρονται, γιατί δεν έχουν καλούς μισθούς; Κανονικά έπρεπε να πληρώνουνε γιατί είναι αξιωματικοί του ναυτικού. »
…………………………….
.- Ξέρεις την περίπτωση Πετρόπουλου του μάχιμου αξιωματικού των υποβρυχίων; Εάν τη γνωρίζεις.
Β. Γνωρίζω. Τον Στάθη τον Πετρόπουλο προφανώς εννοείς, με τον οποίο μας χωρίζει μόνο μια τάξη, ήταν μια τάξη νεότερος μου. Είμαστε μαζί στη σχολή δοκίμων. Δόκιμοι, ήταν ένα παιδί, εάν μου έλεγες να ξεχωρίσω από την τάξη, την τάξη του τότε, δυο τρεις μέσα σε αυτούς τους δυο τρεις θα ήταν ο Στάθης ο Πετρόπουλος.
.- Πως εξηγείς το γεγονός ότι ενώ αρχικά ο Πετρόπουλος εμφανίζεται, όχι ως ένθερμος αλλά ως ανεκτικός στη δικτατορία, στη συνέχεια η δικτατορία τον αποπέμπει, τον αποτάσσει από το ναυτικό; Και αν ξέρεις ότι ο Πετρόπουλος ανήκει στην ομάδα τη λεγόμενη Σταματελόπουλου, όπου πιθανόν να ανήκε και ο Γκιόκεζας;
Β. Κοίταξε εγώ πιστεύω το εξής. Ότι κάποιοι αξιωματικοί του ναυτικού και ο Πετρόπουλος, αυτό το ξέρω και από συμμαθητές δικούς μου, στους οποίους δεν θέλω να αναφερθώ ονομαστικά αυτή τη στιγμή, ήταν ας το πούμε απολιτικοί. Απολιτικοί με την κακή σημασία του όρου. Δηλαδή δεν είχανε ποτέ προβληματιστεί σε πολιτικό επίπεδο. Όχι να είναι ενταγμένοι κάπου. Ήταν κάτι το οποίο ενδεχομένως δεν τους απασχολούσε. Το αν είναι κυβέρνηση του ‘Α’ κόμματος, του ‘Β’ κόμματος και τα λοιπά. Αυτό ως επί το πλείστον βεβαίως. Είχανε και μια, θα έλεγα τρομερή τοποθέτηση στην σταδιοδρομική τους εξέλιξη.
.- Πέτυχε δηλαδή η εξέλιξη τους ή δεν πέτυχε; Ήταν πετυχημένη ή όχι; Για να σου κάνω διαφορετικά το ερώτημα. Ο απολιτικός αξιωματικός θεωρείται ως καλύτερος για σταδιοδρομική ανάδειξη ή όχι; Ο μορφωμένος, ο κουλτουριάρης, ο ιδεολόγος δεν εξελίσσεται;
Β. Κατά τη γνώμη μου ο απολιτικός τελικά είναι εξίσου επικίνδυνος με τον ακραίο πολιτικοποιημένο.
.- Μάλιστα. Ο Πετρόπουλος τώρα και οι συμμαθητές σου που λες δεν θέλεις να …, γιατί δεν θέλεις να μου πεις ποιοι είναι αυτοί οι συμμαθητές σου;
Β. Δεν είναι όλοι οι συμμαθητές μου και όπως αυτοί μου συγχωρούν ίσως ορισμένα λάθη μου και εγώ τους συγχωρώ ορισμένα λάθη τους. Είναι σαν να είναι καθαρά άκρως …
.- Καλά για μένα είναι πολύ απλό να βρω την επετηρίδα.
Β. Είναι άκρως οικογενειακό το θέμα .
.- Οικογενειακό; Δεν είναι οικογενειακό. Πως είναι οικογενειακό;
Β. Είναι οικογενειακό.
.- Εντάξει.
Β. Στους αξιωματικούς οι 20 …
.- Εσύ με τους συμμαθητές σου έχεις μια ευαισθησία φοβερή, την οποία εγώ την σέβομαι και τη δέχομαι σαν τι; Όχι ότι εγώ δεν έχω. Αλλά ξέρω γιατί είναι η ευαισθησία σου. Εγώ όμως ψάχνω να βρω απαντήσεις και έμμεσα θα τις βρω από την επετηρίδα για αυτούς που δεν μου τους αναφέρεις. Λοιπόν. Ο Πετρόπουλος τώρα.
Β. Ο Πετρόπουλος. Εγώ πιστεύω ότι ο Πετρόπουλος -καταρχήν αυτά χωρίς να σημαίνει ότι είναι σωστά, σωστή η σκέψη μου – ξέροντας όμως τον χαρακτήρα του παιδιού αυτού, ο οποίος ήταν ο άριστος, πιστεύω ότι όταν το πραξικόπημα πέτυχε (ως αξιωματικός ήταν καλός ο Πετρόπουλος, δηλαδή εννοώ επαγγελματίας αξιωματικός, άριστος, άριστος) όταν πέτυχε το πραξικόπημα ίσως ο Πετρόπουλος, ίσως, με επιφυλάξεις, είπε από μέσα του. «Γιατί όχι; Τι είχαμε μέχρι τώρα; Είχαμε κάποιους πολιτικούς οι οποίοι αλληλομάχοντο, πολλές φορές υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα … » και τα λοιπά και τα λοιπά. Ήρθαν τώρα κάποιοι άνθρωποι του φυσικού του περιβάλλοντος, δηλαδή του χώρου των ένοπλων δυνάμεων, οι οποίοι λένε ορισμένα πράγματα. Λόγω του ότι ήταν απολιτικός και θα πρέπει να σου πω και κάτι άλλο, ήταν και πολύ θρήσκος. Και ίσως γοητεύτηκε και από το ‘Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών’. Αυτό δηλαδή που εσύ και εγώ το θεωρούσαμε ως το έσχατο της κωμωδίας, αυτός να το πίστεψε. Εάν μάλιστα ο Σταματελόπουλος, ο οποίος ως συνωμότης {που} ήτανε, ανέτρεψε {τη νόμιμη κυβέρνηση}, ήτανε επίορκος, κινήθηκε κατά του συντάγματος της χώρας και τα λοιπά. Αλλά είχε μια περισσότερο, ανιδιοτελή θα έλεγα, τοποθέτηση μέσα στο χώρο των στασιαστών, που ενδεχομένως να ήτανε στα χούγια …, γιατί ήτανε ανιδιοτελής ο Στάθης ο Πετρόπουλος. Και εκεί απάνω να έμπλεξε στη συνέχεια και αυτός. Νομίζω, ότι αντιλήφθηκε ότι εδώ τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Και αντέδρασε με αποτέλεσμα να βρεθεί εκτός, όχι μόνο του συστήματος αλλά και εκτός πολεμικού ναυτικού.
.- Ο Πετρόπουλος βρέθηκε εκτός πολεμικού ναυτικού γιατί αντέδρασε βιαίως κατά την παραλαβή υποβρύχιων από τη Γερμανία.
Β. Μετρώντας επ’ ωφελεία του πολεμικού ναυτικού. Αυτό λέω …
.- Και στην συνέχεια έτσι για την ιστορία, κάνει αναφορές με πολύ ισχυρό περιεχόμενο και με βάση την κατάσταση των υπό παραλαβή τότε υποβρύχιων από τη Γερμανία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε συνομωσία πίσω από όλη αυτή την υπόθεση για την παραλαβή τους. Τα οποία ουσιαστικά παρουσιάζει ως άχρηστα μέχρι πριν μερικά χρόνια, διότι δεν …, ποτέ δεν κατάφεραν αυτά τα υποβρύχια να εκτοξεύσουν κάποιου είδους τορπίλες και λοιπά … και αναρωτιέται κανείς βέβαια μετά απ’ όλη αυτήν την ιστορία, αν πράγματι οι τότε κρατούντες γνώριζαν τι συνέβαινε με τα υποβρύχια και την παραλαβή τους. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας…
Β. … Πιστεύω ότι τελικά μετά από αυτές τις μεταπτώσεις και τις διακυμάνσεις που είχαν στην σταδιοδρομία τους, στην μικρή σταδιοδρομία σε σχέση με τις δυνατότητες τους, πιστεύω ότι το πνεύμα του ναυτικού υπερίσχυσε όλων (των κατά πολλούς, μεταξύ αυτών και εγώ, άτοπων ενεργειών, κάτι παρά πάνω από το άτοπο). Διότι για μένα βεβαίως, το να υπηρετήσεις ευσυνείδητα την δικτατορία έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, ήταν κάτι το οποίο απορρίπτω.
.- Το απορρίπτεις και μπορείς να το χαρακτηρίσεις, τουλάχιστον εγώ το χαρακτηρίζω σαν προδοσία. Η υπηρεσία, η ενσυνείδητη είπαμε υπηρεσία της δικτατορίας είναι προδοσία.
Β. Όμως δεν θεωρώ ότι ήτανε ενσυνείδητη για τους λόγους που σου είπα, ότι ήταν απολίτικα παιδιά αυτά. Πίστευαν εν πάση περιπτώσει ότι θίγεται το ναυτικό, είχανε διάφορα … Τελικά όμως, υπερίσχυσε το πνεύμα του ναυτικού για το οποίο εγώ προσωπικά πιστεύω ότι … είμαι περήφανος που ανήκω σε αυτήν την οικογένεια εν ολίγοις.
.- Η δική σου η αγάπη για το ναυτικό είναι γνωστή, εξάλλου χρησιμοποίησες στην προηγούμενη συζήτηση την έκφραση «Ανήκω στο όπλο» για τους αξιωματικούς, αντί να χρησιμοποιήσεις την άλλη έκφραση και στο θυμίζω με (…) «Ανήκουν στον λαό. » Οι ένοπλες δυνάμεις, οι αξιωματικοί, οι εν ενεργεία στρατιωτικοί πού ανήκουν και ποιος είναι ο ρόλος τους; Με δύο λόγια όχι …, μην επεκταθούμε. Γιατί σε κάποια στιγμή στην προηγούμενη συζήτηση, αναφέρθηκες στο ότι ο αξιωματικός ανήκει στο όπλο. Μήπως ανήκει στο έθνος;
Β. Εδώ είναι η απολογία μου από εδώ και κάτω. Εδώ η παρακαταθήκη μου.
.- Λεωνίδα πες μου εάν αληθεύει μια κάποια εκτίμηση ότι, οι υπαξιωματικοί του ναυτικού μέχρι πρότινος ήτανε ως στρώμα στρατιωτικών, σε χαμηλό επίπεδο μορφωτικό. Γιατί; Πως το εξηγείς; Εάν αληθεύει.
Β. Κοίταξε να δεις. Ανήκω στους αξιωματικούς εκείνους οι οποίοι έχουνε βαθιά κατανοήσει την προσφορά των υπαξιωματικών του ναυτικού, στο πολεμικό ναυτικό θα πω εγώ τώρα. Δηλαδή η απόδοση. Καταρχήν να ξεκινήσω από τα πλοία, έχω μεγάλη υπηρεσία θαλάσσης, έχω υπηρετήσει σε πολλά πλοία και επομένως ….. γιατί εκεί είναι τα κριτήρια Αντώνη. Και των αξιωματικών και των υπαξιωματικών. Αυτών η προσφορά του κάθε ενός φαίνεται στο καράβι, γιατί μιλάμε για πολεμικό ναυτικό, δεν μιλάμε για ιππικό ή για τεθωρακισμένα, έτσι δεν είναι; Λοιπόν η προσφορά τους ήτανε και παραμένει ανεκτίμητη. Τώρα είναι γεγονός ότι η προέλευση των υπαξιωματικών του ναυτικού πέρασε και αυτή από διάφορα στάδια. Και το χειρότερο ήταν το εξής. Ότι όταν πρωτοβγήκα εγώ αξιωματικός, οι υπαξιωματικοί που υπηρετούσαν τότε, η σταδιοδρομία τους, μέσος όρος, ήταν μέχρι τον βαθμό του κελευστή. Και για να γίνουν αρχικελευστές, θεωρείται επίτευγμα. Για να γίνουν δε σημαιοφόροι ΠΥ, ήτανε δηλαδή …, όπως το να γίνει ένας μάχιμος αξιωματικός Α/Γ.Ε.Ν. ή να γίνει ένας μηχανικός αξιωματικός, πως το λένε, ναύαρχος, έτσι;
.- Για την ιστορία απλά να σου θυμίσω ότι, στο μεσοπόλεμο οι υπαξιωματικοί ανωτέρων βαθμών καλούνται αρχικελευστές. Αυτός ήταν ο ανώτερος βαθμός.
Β. Μπράβο … τώρα λοιπόν έρχομαι να προσθέσω εδώ, το τραγικό της ιστορίας ήταν το εξής, ότι αυτοί οι υπαξιωματικοί, τους οποίους εμείς νεαροί αξιωματικοί τους βρήκαμε … Όταν εγώ βγήκα σημαιοφοράκι, δηλαδή στην ουσία ο σημαιοφόρος στο καράβι είναι ένα τίποτα, ο καινούργιος σημαιοφόρος, έτσι; Είχα οπλονόμο υφιστάμενο μου έναν κελευστή πυροβολητή, ο οποίος είχε δέκα παράσημα πολεμικά. Τα οποία δεν τα είχανε ούτε οι αξιωματικοί της εποχής εκείνης και ήξερε αυτός ο άνθρωπος ότι θα τελειώσει την σταδιοδρομία του με τόση πολεμική δράση και τα λοιπά και τα λοιπά, στο βαθμό, το πολύ, του αρχικελευστή. Αυτή ήταν η κατάσταση η οποία επικρατούσε τότε. Αυτό βεβαίως για μένα και για τους αξιωματικούς γενικότερα, ήτανε ηθικώς απαράδεκτο. Θυμάμαι μάλιστα ένα χαριτωμένο περιστατικό, πάλι με τον Κιοσσέ, τον πατέρα τώρα, όταν ήταν ανώτερος διοικητής είχε έρθει να κάνει επιθεώρηση στο πλοίο στο οποίο υπηρετούσα. Στο πλοίο αυτό υπηρετούσε αρχικελευστής ένας πυροβολητής πάλι, ο οποίος πέραν των ελληνικών είχε παρασημοφορηθεί και με βρετανικό παράσημο υψηλής στάθμης. Στον πόλεμο, βεβαίως στον πόλεμο. Του το είχαν δώσει οι Εγγλέζοι. Ο Κιοσσές ως διοικητής τότε, ο οποίος όπως σου είπα με τα πληρώματα και τα λοιπά ήταν σε άμεση επικοινωνία, όπως πάμε μπροστά και επιθεωρούσε τους υπαξιωματικούς σταμάτησε μπροστά και λέει του αρχικελευστή «Ρε Μιχάλη, πολλά παράσημα έχεις. » του λέει, «Αυτό εκεί …», ήξερε τώρα ο Κιοσσές τι ήταν και τι βαρύτητα είχε αυτό το παράσημο, αλλά του έκανε πλάκα, του λέει «Αυτό εκεί τι παράσημο είναι που έχεις; » Και γυρίζει απαθέστατος ο άλλος, που ο Κιοσσές ήταν πλοίαρχος, ανώτερος διοικητής και τα λοιπά, του λέει, «Μα τώρα κύριε διοικητή …» του λέει, «… με δουλεύεις; Δεν ξέρεις από πού το έχω πάρει αυτό το παράσημο; » Θέλω να πω δηλαδή, ο Κιοσσές ήταν πολύ (…). Στην απόβαση της Νορμανδίας είχε λάβει μέρος με ένα από τα δύο πολεμικά πλοία τα ελληνικά που πήρανε μέρος. Αυτός ο άνθρωπος έφυγε αρχικελευστής και αυτός ο άνθρωπος ερχότανε σε μένα και μου ανέφερε το πρωί. Εγώ ήμουνα 20 – 21 ετών, με έναν σεβασμό τον οποίο βέβαια σήμερα δεν τον βρίσκεις και ντρεπόμουνα, μου έπεφταν τα μούτρα, τον έβλεπα αυτόν τον άνθρωπο σε μια ηλικία, με μια δράση τέτοια, να μου λέει «Κύριε σημαιοφόρε διατάξτε …» και κάντε και δείξτε. Άμα δεν το έχεις ζήσει δεν μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Βεβαίως με αυτούς τους ανθρώπους τελικά γινόμαστε αδέρφια. Αλλά εμείς λέγαμε θα γίνουμε ναύαρχοι και αυτός έλεγε «εγώ θα (…) »
.- είναι συγκινητικό αυτό που λες και τιμάς το Σώμα των υπαξιωματικών και κυρίως των πολεμιστών υπαξιωματικών, που το ναυτικό έπρεπε να τους έχει δει διαφορετικά. Εντούτοις να πάμε λίγο, με δύο κουβέντες μόνο, στο γιατί οι υπαξιωματικοί κρατήθηκαν στις παραγωγικές τους σχολές, σε χαμηλό μορφωτικό επίπεδο; Γιατί;
Β. Κοίταξε, δεν θα ασπαστώ μια θεωρία …, δεν ξέρω αν με ρωτάς για αυτό, η οποία λέει ότι τους θέλανε οι αξιωματικοί να τους κρατήσουνε εκεί. Αυτή την θεωρία δεν την ασπάζομαι με την εξής έννοια, νομίζω ότι …, δηλαδή ο …,
.- Δεν τους ήθελαν οι αξιωματικοί Λεωνίδα; Τη νομοθεσία για τις εισαγωγικές σχολές, δεν την κάνανε οι αξιωματικοί; Ποιοι την κάνανε λοιπόν; Γιατί τους υπαξιωματικούς τους ήθελαν με χαμηλό μορφωτικό δείκτη; Γιατί;
Β. Κοίταξε, ήταν το πνεύμα της εποχής, ίσως αυτοί μην μου πεις ότι την υπεραπλουστεύω την απάντηση. Και θα σου πω γιατί. Γιατί (…) όλο τον χρόνο είδαμε ότι η επιμόρφωση των υπαξιωματικών άρχισε σταδιακά να, πως το λένε, να γίνεται, να βρίσκουνε προοδευτικά τη θέση τους (…). Ότι οι αξιωματικοί οι προερχόμενοι από υπαξιωματικούς, για πρώτη φορά τότε που άρχισε να ισχύει πήραν ξίφη, δεν είχαν ξίφη. Δηλαδή γινόντουσαν αξιωματικοί και ήτανε σαν να ήτανε αξιωματικοί χαριστικώς. Και τότε (…) ο Παππάς πολύ ορθώς, ήμουνα διοικητής του ‘Β’ κλάδου τότε και είπε «Ρε παιδιά γιατί; » Και έγινε για πρώτη φορά η τελετή απονομής ξιφών στους αξιωματικούς προερχόμενους εξ υπαξιωματικών. Εν συνεχεία αναβαθμίσθηκε η σχολή μόνιμων υπαξιωματικών ναυτικού. Βέβαια εδώ ήταν προγραμματισμένο να γίνει γιατί και η τεχνολογία στα πλοία είχε πλέον ανέβει κατακόρυφα.
.- Αναγνωρίζεται η θαλάσσια υπηρεσία η πραγματική των υπαξιωματικών, εκδίδεται για πρώτη φορά και νομίζω εσύ το εξέδωσες, το βραβείο, ο έπαινος, η αναγνώριση σ’ αυτούς που έχουν 25 χρόνια θαλάσσια υπηρεσία …
Β. Βεβαίως, βεβαίως. Όλα αυτά τα πράγματα λοιπόν, δείχνουν ότι άσχετα με το κακό παρελθόν, υπάρχει ένα παρόν το οποίο κατά κάποιον τρόπο δείχνει ότι υπήρξε τελικά η ενδεδειγμένη ευαισθησία και …
.- Η ευαισθησία , υπήρξε αλλά ήρθε αργά.
Β. Ήρθε αργά γιατί αδίκησε πολλές γενιές υπαξιωματικών με μεγάλη προσφορά.
.- Και να θυμηθούμε ότι ο στρατός ξηράς δεν τους κράτησε τους υπαξιωματικούς, όπως είχαν κρατηθεί στο ναυτικό, σε χαμηλό επίπεδο μόρφωσης.
Β. Ναι. Βέβαια έχε υπ’ όψιν σου το εξής, μην ξεχάσεις ότι και η ηλικία με την οποία εισερχόντουσαν στη σχολή υπαξιωματικών, μια μεγάλη χρονική περίοδο, ήταν 13 – 14 χρόνων παιδιά. Και επομένως εκ των πραγμάτων η μόρφωση τους ήταν υποβαθμισμένη από το ξεκίνημα δηλαδή. Από εκεί και πέρα τι μαθήματα να διδάξεις σε παιδιά που μπήκαν 13 ετών και πολλά από αυτά δεν είχαν καν πάει στις πρώτες τάξεις του γυμνάσιου.
.- Να πάμε λίγο στον ξένο παράγοντα. Όχι στους Άγγλους, γενικά και στους αμερικανούς. Συγκεκριμένα στις μυστικές τους υπηρεσίες. Η C.I.A., η D.I.A. προκαλούν, δημιουργούν, οργανώνουν απαρχής τις συνωμοτικές κινήσεις των στρατιωτικών στην Ελλάδα, εν οις και ο Ι.Δ.Ε.Α. με κατάληξη την 21η Απριλίου; Ή αξιοποιούν τάσεις που υπάρχουν ήδη και συνωμοτικές κινήσεις οι οποίες γεννιόνταν στο στρατό ξηράς κυρίως; Τι από τα δύο :
Β. Θα έλεγα ότι καταρχήν ενθάρρυναν, ( τώρα δεν μπορώ να το πω αυτό το πράγμα είναι πολύ τραβηγμένο, μιλάμε για τις ταραγμένες δεκαετίες που είχαν κατάληξη την επιβολή της δικτατορίας), δηλαδή ενθάρρυναν τη δημιουργία παραστρατιωτικών οργανώσεων. Ενθάρρυναν την ίδρυση τους και επειδή τότε αυτές οι υπηρεσίες είχανε διεισδύσει και στην πολιτική σκηνή της χώρας, δηλαδή είχανε προσβάσεις και προς τις πολιτικές ηγεσίες, τις προστάτευαν, και από εκεί και πέρα άρχισαν να τις ποδηγετούν. Να τις κατευθύνουν. Βεβαίως να τις κατευθύνουν. Επομένως θέλω να πω, τους θεωρώ συνιδρυτές.
.- Μπορείς να μου πεις πάλι την ονομασία της εφημεριδούλας που βγάλατε σε αρκετά τεύχη με την οργάνωση … και πως την λέγατε την οργάνωση;
Β. ΄΄Φιλική Εταιρία΄΄.
.- Φιλική Εταιρία. Τα επώνυμα μου λες των μελών της Φιλικής Εταιρίας; Εκτός από εσένα, τον Βασιλικόπουλο, ποια άλλα ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρίας;
Β. Ναι. Ήτανε Χρήστος Ράλλης, ο οποίος είναι πεθαμένος τώρα, ήτανε ο Νίκος ο Καραντζάς, ήτανε ο Σάκης ο Μπούκης, ήτανε ο Γεραλής, ο Γεραλής ήταν αδερφός ήτανε του σημερινού προέδρου του συμβουλίου επικρατείας. Ήταν και κάνα δυο άλλοι οι οποίοι δεν είχανε …, δηλαδή ήτανε σε βοηθητικούς ρόλους. Ήταν μικρή οργάνωση.
.- Από αυτούς εκτός από εσένα, ήταν κανείς άλλος αξιωματικός;
Β. Όχι.
.- Την εφημερίδα πως τη λέγατε;
Β. ΄΄Ο Ελεύθερος Έλλην΄΄. Και εκεί έγινε και ένα μπλέξιμο που σου είχα πει, γιατί αυτή η οργάνωση υπήρχε, ξεκίνησε πριν εγώ ενταχθώ στους ΄΄Ελεύθερους Έλληνες. Γιατί η δική μας οργάνωση έγινε το Μάη του ’67, έγινε από τις πρώτες … και όταν μετά ιδρύθηκαν οι ΄΄Ελεύθεροι Έλληνες΄΄ και πριν εγώ ενταχθώ στους Ελεύθερους Έλληνες, οπότε αποχώρησα από την ΄΄Φιλική Εταιρία΄΄ για να μην γίνει μπλέξιμο, πριν ενταχτώ στους Ελεύθερους Έλληνες, τότε οι Ελεύθεροι Έλληνες με τον Παντελή τον Καλαμάκη, τον μακαρίτη βγάλανε και αυτοί μια εφημερίδα την οποία την βάφτισαν ΄΄Ελεύθεροι Έλληνες΄΄. Δηλαδή υπήρξε μια, ‘Ο Ελεύθερος Έλλην’ που βγάλαμε εμείς και υπήρξε και μια εφημερίδα ‘Οι Ελεύθεροι Έλληνες’.
.- Που ήταν και ο τίτλος της οργανώσεως.
Β. Που ήταν και ο τίτλος της οργανώσεως τους.
.- Της μεγάλης, των αξιωματικών. Ποια ήταν η Μπούμπα με την οποία αναφέρεις ότι πήγαινες σε κινηματογράφο …
Β. Ήταν κατόπιν η γυναίκα του Χρήστου του Ράλλη.
.- Δηλαδή το όνομα της;
Β. Τώρα Ράλλη. Ξαδέρφη της Νότας. Αγγελική.
.- Ήταν …, είχε πλήρη συνείδηση τι έκανε; Ήταν μέλος στην οργάνωση;
Β. Δεν την βάζαμε στα δύσκολα να πούμε και τα λοιπά. Τη βάζαμε, ήταν περιφερειακή.
.- Περιφερειακή, εντούτοις βοηθούσε …
Β. (…) Μα το σπίτι μου, το διαμέρισμα που έμενα με τη Νότα, ήταν συνεργείο έγγραφής προκηρύξεων, πανό και τα λοιπά.
.- Ποιοι ήταν από το ναυτικό το 1969 εν ενεργεία αξιωματικοί, στην υπόθεση, όπως την αποκάλεσες, ‘Κρήτη’, το νησί Κρήτη δηλαδή, όπου με τους Ελεύθερους Έλληνες υπήρχε μια σχεδίαση για να γίνει κάποιο κίνημα.
Β. Νομίζω ήτανε κυρίως τότε ο Κονοφάος, ήτανε ο Μασουρίδης, ήτανε ο Τζανετάκης, αυτοί όλοι …, ο Τζανετάκης συνελήφθη μετά. Αλλά ήτανε και εν ενεργεία τότε. Και νομίζω, εκεί δεν είμαι σίγουρος, νομίζω ότι εις τους εν ενεργεία ήτανε κυρίως αξιωματικοί που υπηρετούσαν, στα ταχέα σκάφη, ο Νίκος ο Παππάς ήτανε κοινός παρανομαστής από τότε να πούμε, από εκεί και πέρα όμως δεν έχω …
.- Ένα λεπτό, ένα λεπτό. Ανέφερες τα ταχέα σκάφη. Είναι η υπόθεση με τον Σούλη; Αυτή είναι η υπόθεση; Είναι ίδια υπόθεση δηλαδή;
Β. Και αυτή, είναι και αυτή.
.- Όπου έχουν εμπλακεί Ελεύθεροι Έλληνες στην υπόθεση Σούλη; Έχουν εμπλακεί Ελεύθεροι Έλληνες;
Β. Έχουν εμπλακεί σε επίπεδο, πιο…., να εξηγούμεθα. Κοίταξε αυτά τα ξέρει ο Πανουργιάς. Τα ξέρει πολύ καλύτερα από εμένα. Εγώ στην …, στην υπόθεση αυτή, οι εντολές που είχα ήταν πολύ συγκεκριμένες, που δεν έγιναν τελικά …
.- Τότε ποιον ήξερες ως επικεφαλής στους Ελεύθερους Έλληνες και ποιον ξέρεις σήμερα;
Β. Τότε δεν ήξερα τον Τζανετή. Ο οποίος ήτανε και ο επικεφαλής.
.- Ο Τζανετής τι ήτανε τότε;
Β. Ο Τζανετής ήτανε …, ήτανε αντιστράτηγος εν αποστρατεία, είχε κάνει επιθεωρητής στρατού νομίζω, η τελευταία του θέση. Ήτανε γνωστός βέβαια, ήτανε φιλοβασιλικός …
.- Επειδή έχεις μια τάση να το υποβαθμίζεις αυτό στο οποίο συμμετείχες από την πρώτη στιγμή, να σου θυμίσω ότι η αντίσταση στην δικτατορία, εκτός των μαζικών οργανώσεων που έβγαζαν τις εφημερίδες και λοιπά, είχε ακριβώς αυτές τις εκδηλώσεις. Με συνθήματα στους τοίχους, με τρικ και με αυτά που ανέφερες πολύ γλαφυρά στην προηγούμενη συζήτηση ότι κάνατε και εσείς. Αυτή ήταν η αντίσταση. Πάμε λοιπόν παρακάτω. Ο Θεοφιλογιαννάκος, όταν δικαζόταν απευθύνθηκε σε σένα και σου λέει «Θέλεις να σου πω ποιος σε κάρφωσε; » Τι εννοούσε;
Β. Κοίταξε εννοούσε κάποιον ο οποίος προφανώς είχε συλληφθεί πριν από εμένα. Ξέρω ποιον ήταν να πει, είναι αγαπητός μου φίλος, ο οποίος υπέστη τα πάνδεινα ήταν στην Ε.Σ.Α. Απλά ξέρω το εξής, ότι όταν συνελήφθηκα και οδηγήθηκα στην Ε.Σ.Α. και αρνιόμουνα να πω οτιδήποτε, Κουφοντίνας δηλαδή περίπτωση, μετά από τρεις τέσσερις μέρες βασανιστηρίων και τα λοιπά, προφανώς για να μου δείξουνε ότι «Είσαι μαλάκας που δεν μιλάς, αφού υπάρχει άλλος μέσα πριν από σένα …» με τον οποίο συνεργαζόμουνα βεβαίως, όχι από τη Φιλική Εταιρία, με τους Ελεύθερους Έλληνες. Μια μέρα με πήρανε και μου έκαναν, εκεί στο προαύλιο του Ε.Α.Τ./Ε.Σ.Α. που υπήρχαν τα δύο κελιά τα εξωτερικά τα οποία τώρα δεν υπάρχουνε, δεν υπάρχουνε τώρα αυτά τα δύο κελιά, με πέρασαν μπροστά από το κελί αυτό και εκεί είδα …τον φίλο μου, τον δικό μου.
.- Ο οποίος υποτίθεται ότι σε ΄΄κάρφωσε΄΄, ότι σε ΄΄κάρφωσε΄΄ σε εισαγωγικά, διότι ξέρουμε πως οδηγούνταν οι άνθρωποι …
Β. Ναι, ναι προφανώς αυτό ήθελε να πει ο Θεοφιλογιαννάκος και τον έχεσα στο δικαστήριο και του λέω «Μην μου λες τέτοια, ούτε ανάγκη τα έχω ούτε τίποτα. »
.- Ποιος ήτανε …, πιο ήτανε το όνομα του Μήνη του δικηγόρου, του νεαρού Εσατζή, ο οποίος είχε φερθεί πολύ καλά τότε …
Β. Νίκος Μήνης. Σήμερα είναι δικηγόρος και (…).
.- Και φέρθηκε πολύ καλά …
Β. Πολύ καλά. Όχι μόνο σε μένα και σε άλλους .
.- Ο Ροζάκης, ανέφερες σε κάποια φάση ότι ήτανε σε οργάνωση. Σε ποια οργάνωση ήτανε;
Β. Κοίταξε δεν ανέφερα ότι ήτανε σε οργάνωση. Ο Ροζάκης, ο πατέρας Ροζάκης όχι ο γιος. Ο πατέρας όταν μας πιάσανε τελευταία φορά, δηλαδή Μουστακλή, Ζαρκάδα, εμένα, τον Νίκο τον Παπανικολάου, εμάς τους τέσσερις, με την οργάνωση του Σαβούρα την Ε.Α.Ν., όταν έγιναν οι συλλήψεις …
.- Τι σημαίνει Ε.Α.Ν.; Ελληνική ή Εθνική …;
Β. Ελληνική Αντιστασιακή Νεολαία. Όταν λοιπόν μας συνέλαβαν, στο παραπεμπτικό βούλευμα στο στρατοδικείο που μας στείλανε, μεταξύ των άλλων κατηγορούμενων, είχανε τον Ανδρέα τον Βαρδουλάκη τον στρατηγό, μεταξύ των συλληφθέντων μάλλον, είχανε τον Ανδρέα τον Βαρδουλάκη και τον Πανουργιά …, με την υπόθεση Ε.Α.Ν. Τους πρώτους που συνέλαβαν ήταν, από εμάς δηλαδή, μας συνέλαβαν όλους μαζί, αλλά εγώ επειδή ήμουνα στην κλινική πήγα μετά από 10 μέρες στην ασφάλεια, ήμουνα κρατούμενος στο δωμάτιο όπως ο Ξηρός τώρα ας πούμε, κατάλαβες;
.- Και εξέφρασες τότε και την απορία σου, γιατί συνέλαβαν αυτούς και δεν συνέλαβαν εσένα.
Β. Στην αρχή …
.- Και σου είπε η Νότα … «Σε έχουν συλλάβει.»
Β. Εντάξει. Τότε λοιπόν είχανε συλλάβει και τον Βαρδουλάκη τον Ανδρέα και τον Πανουργιά. Τους πήγανε στην ασφάλεια και στο παραπεμπτικό βούλευμα τους αναφέρει μεταξύ των συλληφθέντων, αλλά τελικά αφέθησαν ελεύθεροι διότι δεν προέκυψαν ικανοποιητικές αποδείξεις για αυτούς, έτσι; Δεν προέκυψαν ικανοποιητικές αποδείξεις ότι ήτανε στην Ε.Α.Ν. … ναι. Είχανε όμως προσπαθήσει να συνδέσουνε την Ε.Α.Ν. με το κίνημα του ναυτικού.
.- Πάμε σε ρεαλιστική ιστορική κατάσταση Λεωνίδα. Η Ε.Α.Ν. είχε καμία αντιστασιακή δραστηριότητα; Εσύ γνωρίζεις να είχε;
Β. Εγώ δεν είχα καμία, όπως οι άλλοι τρεις, δεν είχα καμία συμμετοχή σε αντιστασιακή δραστηριότητα της Ε.Α.Ν..
.- Μάλιστα. Γνωρίζεις εάν είχε;
Β. Αυτά που λέει ο Σαβούρας ξέρω.
.- Εσύ ξέρεις αν είχε;
Β. Κοίταξε εκείνο που ξέρω και νομίζω στο έχω πει ήδη, είναι ότι λίγο πριν γίνουν οι συλλήψεις μου είχε δώσει ραντεβού ο Μουστακλής ο Σπύρος, στο έχω πει αυτό δεν στο έχω πει;
.- Ναι το έχεις αναφέρει, με τα όπλα και λοιπά. Ναι, Λεωνίδα εγώ σε ρωτάω γιατί; Διότι θέλω να ξεκαθαρίσω το δικό σου ρόλο, εάν υπήρχε, στην υπόθεση Ε.Α.Ν.. Λοιπόν, το ότι είχες …
Β. Στην υπόθεση Ε.Α.Ν. κανείς από τους αξιωματικούς δεν …, Το γράμμα με τους διορισμούς, το οποίο όμως ούτε αυτό είχαμε πάρει. Αυτά βρεθήκανε στα αρχεία του Ιπποκράτη.
.- Ένταξη. Πες μου σε παρακαλώ για τον Μασουρίδη, τον Γιάννη τον Μασουρίδη. Αυτόν τον ωραίο άνθρωπο.
Β. Και πολύ ωραίο άνθρωπο.
.- Τι γνωρίζεις για …, συγκεκριμένες αντιστασιακές δραστηριότητες του;
Β. Γνωρίζω ότι … Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα, διότι ο ίδιος …, ο ίδιος ο Μασουρίδης κράτησε πολύ χαμηλό προφίλ, γνωρίζω όμως ότι είχε συνεργασία με τον Τάσο τον Μήνη.
.- Στην 3Α;
Β. Στην 3Α. Αυτό με βεβαιότητα.
.- Πρέπει να το βρούμε όμως αυτό. Γιατί ο Τάσος ο Μήνης είναι άρρωστος σήμερα. Η υπόθεση αυτή δεν έφτασε στο δικαστήριο. Το Γιάννη το Μασουρίδη τον έχω πάρει τηλέφωνο, έχω πάρει και τον γιο του να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση …… και πρέπει να γίνει όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Β. Είναι μεγάλος και πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε συζήτηση με τον Μασουρίδη, ο οποίος είναι δύσκολος, έχε υπ’ όψιν σου. Δηλαδή μια φορά, όταν ήταν πολύ νεότερος, για να τον βγάλω …, είναι ο τελευταίος επιζών από εκείνους που ως νέος σημαιοφόρος ’30… σημαιοφοράκι τότε, είχε λάβει μέρος στο κίνημα του ’35 στο ναυτικό. Σκέψου τώρα που πάμε. Και επειδή γινόταν μια εκπομπή επετειακής φύσεως και με είχανε ρωτήσει, λέω «Ρε παιδιά απ’ ότι ξέρω απ’ το ναυτικό ο Μασουρίδης ήταν πολύ μικρός αξιωματικός τότε αλλά ήταν μες στο κίνημα. » Ήταν δημοκρατικός αξιωματικός. Και τον πήρα τηλέφωνο και του λεω «Κύριε ναύαρχε να σας δω …» και του λέω «Υπάρχει μια εκπομπή. » μου λέει «Εγώ; Τι να πω για το κίνημα του ’35; Εγώ δεν είχα να πω τίποτα. », «Θέλετε; », μου λέει «Τι να πω ρε παιδί μου. Εγώ σημαιοφοράκι ήμουνα τότε. Βέβαια ακολούθησα τον κυβερνήτη …» και τα λοιπά. Και τελικά τον έπεισα και είχε βγει στο κανάλι 29 τότε, μετά κόπου και μόχθου. Δεν είναι εύκολος στο να βγει και τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω γιατί.
.- Για την οργάνωση Οπρόπουλου στην Ελλάδα, γνωρίζεις τίποτα;
Β. Γνωρίζω το εξής, από αφηγήσεις του Μουστακλή, απευθείας αφηγήσεις και του Γιώργου του Καρούσου εν μέρει. Ότι ο Οπρόπουλος είχε μια παρουσία, στο χώρο των δημοκρατικών αξιωματικών, πολύ αξιόλογη. Ήταν ηγήτωρ καλός, ήτανε αξιωματικός υψηλής μορφώσεως και αυτά όλα …, του είχανε δώσει μια έμμεση αναγνώριση μεταξύ των δημοκρατικών αξιωματικών του στρατού ξηράς. Ενίοτε ο Μουστακλής, ο Μπούρας ο μακαρίτης, ο Πανούσος ο Γιάννης, μακαρίτης και αυτός. Είναι πολλοί πεθαμένοι τώρα. Του είχανε δώσει τον τίτλο του φυσικού ηγέτη εν πάση περιπτώσει, έτσι;
.- Απόστρατος ήτανε ο Οπρόπουλος εν τω μεταξύ, έτσι;
Β. Ναι. Και εν ενεργεία ήτανε γνωστός από τα δημοκρατικά του φρονήματα. Ήταν ιερολοχίτης, είχε δηλαδή όλα εκείνα, ξέρεις, τα οποία προσέδιδαν την αίγλη σε έναν αξιωματικό της εποχής εκείνης. Εκείνο που ξέρω είναι το εξής, ότι με το κίνημα του βασιλιά – αυτή είναι αφήγηση του Μουστακλή τώρα, απευθείας αφήγηση- όταν το μάθανε η ομάδα Οπρόπουλου, μαζευτήκανε σε ένα σπίτι και ζήτησαν επαφή με τους βασιλικούς και τους είπανε «Είμαστε έτοιμοι να εμπλακούμε. » Πραγματικά είχανε βάλει τις στολές τους και είχανε βάλει καμπαρτίνες από πάνω και είχανε και από ένα πιστόλι ο καθένας …
.- Εννοείς την ίδια μέρα …13 Δεκέμβρη το ’67.
Β. Αυτά μου τα λέει ο Μουστακλής τώρα. Ο Χρυσοστάλης ήτανε, είναι μακαρίτες όλοι. Ο Χρυσοστάλης, ο Μπούρας, δεν ήξερα αν ήτανε ο Δροσογιάννης, ο οποίος και αυτός δεν μιλάει καθόλου, δεν λέει τίποτα. Πρέπει να ήταν γιατί με τον Δροσογιάννη είναι συγγενείς και φίλοι ο μακαρίτης ο Οπρόπουλος. Μου έλεγε ο Μουστακλής ότι μαζεύτηκαν σε ένα σπίτι και περιμένανε κατόπιν συνεννοήσεως με κάποιους βασιλικούς αξιωματικούς, να ειδοποιηθούν προκειμένου να πάνε να εισβάλουν και να καταλάβουν το πρώτο Σώμα …, το πρώτο όχι …, η Α.Σ.Δ.Ε.Ν. τότε ήτανε στην Πλάκα. Σε ένα κτίριο της Πλάκας. Και είχανε αποφασίσει εν συνεννοήσει με τους εν ενεργεία να μπούνε και να καταλάβουν το κτίριο αυτό. Περιμένουνε το πράσινο φως από τους …, το οποίο όμως δεν τους δόθηκε ποτέ. Και έτσι εν συνεχεία, διαλύθηκαν ησύχως που λέει ο λόγος.
.- Ναι και έφυγε ο Οπρόπουλος, όπου πήγε στο Παρίσι και …
Β. Όχι ο Οπρόπουλος δεν πήγε στο Παρίσι, πήγε στην εξορία μετά. Παθαίνει την βλάβη.. Και μάλιστα μου είχανε πει τότε, πάλι ο Μουστακλής και ο Καρούσος, ο Καρούσος νομίζω, ότι σχεδιάζανε να πάνε να τον απαγάγουνε τον Οπρόπουλο από το νησί που ήταν εξορία, πριν πάθει βέβαια τη ζημιά, γιατί κάπου στις διάφορες σκέψεις που κάνανε ήτανε να έβγαιναν και αντάρτικο. Παρ’ όλο που ήτανε τραβηγμένο αυτήν την στιγμή, δεν ξέρω έτσι μου είχανε πει. Μουστακλής, ενδεχομένως ο Καρούσος κάτι να ξέρει. Κοίταξε ο Καρούσος εδώ που τα λέμε, τώρα, από πλευράς ψυχ…,
.- Ο υπαρχηγός του Γρίβα στην Ε.Ο.Κ.Α. Β΄.
Β. Ο νούμερο ένα. Απ’ όλους εμάς, που μιλάμε τώρα Ελεύθερους Έλληνες και τα λοιπά, αν έλεγες του Καρούσου «Πάρε τρεις και πήγαινε κάνε αυτή την δουλειά» αυτήν τη στιγμή σου έλεγε «Ναι πάω » η δουλειά ήταν τελειωμένη.
.- Λεωνίδα ένα λεπτό. Για ποιον Καρούσο μιλάμε;
Β. Τον Γιώργο, του Γρίβα τον υπαρχηγό …
.- Τον υπαρχηγό του Γρίβα, ο οποίος στην Ε.Ο.Κ.Α. Β΄ είναι στην Κύπρο.
Β. Μετά.
.- Ήτανε στους Ελεύθερους Έλληνες ο Καρούσος; Είχε συλληφθεί;
Β. Στην Δροσιά μαζί.
.- Και μετά κατεβαίνει στην Κύπρο και γίνεται υπαρχηγός του Γρίβα;
Β. Μετά, μετά πάμε στη Σαμοθράκη …. Στη Σαμοθράκη σε διάφορες συζητήσεις που είχα με τον Γιώργο τον Καρούσο εγώ, μου έλεγε «Κοίτα να δεις, εάν μας πούνε … εάν μας αφήσουν από την εξορία, εγώ δεν ξανασυλλαμβάνομαι. Δεν θα κάτσω σαν μαλάκας να ξανασυλληφθώ.» Του είχα πει «Και τι θα κάνεις ρε Γιώργο; » και τα λοιπά, λέει «Θα εξετάσω το ενδεχόμενο να κατεβώ στην Κύπρο. » Και μάλιστα του είχα πει το εξής «Αν κατ…», μου άρεσε ο Γιώργος, τον πήγαινα σαν συνεργάτη και …, του λέω «Αν κατεβείς Κύπρο, έρχομαι …». Πρόσεχε να δεις. Κατέβηκε Κύπρο, κατέβηκε καταρχήν να πάει να δει πως είναι τα πράγματα εκεί πέρα. Όταν μετά γύρισε από την Κύπρο, (…), του λέω «Ρε Γιώργη, δεν σου είχα πει να κατεβώ και εγώ στην Κύπρο; » μου λέει «Τι να κατεβείς; Το σκέφτηκα, αλλά μετά … Αρκεί να σου πω …» μου λέει, «… ότι και για χέσιμο όταν πήγαινα, είχα το πιστόλι στο χέρι. Με κυνηγάγανε και ο Κασίδης, με κυνηγάγανε και οι Μακαριακοί, με κυνηγάγανε οι πάντες. »
.- Για να προσεγγίσουμε το θέμα του Καρούσου σε σχέση με την Ε.Ο.Κ.Α. Β΄. Η Ε.Ο.Κ.Α. Β΄ είχε και δραστηριότητα, η οποία ήταν επιθετική εκείνη την περίοδο και αντι Μακαριακή.
Β. Πρόσεξε. Αυτά δεν θέλω να τα πω εγώ …
.- Θα μας τα πει ο ίδιος αυτά.
Β. Ναι αλλά …
.- Αλλά από πλευράς …, από αυτά που ξέρεις εσύ για τον Καρούσο σε σχέση με τους Ελεύθερους Έλληνες;
Β. Εγώ εκείνο που ξέρω είναι το εξής. Ότι ο Γρίβας είχε καταρχήν το αντί Μακαριακό (…), όπως και ο Μακάριος το (…). Και αυτό τελικά εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. Ο Γρίβας λοιπόν είχε συμβούλους. Οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον Καρούσο. Σου λέει «Ξένο Σώμα, από την Ελλάδα. Το παίζει ηγέτης …» και τα λοιπά. Έκαναν τελείως διαφορετικές εισηγήσεις στον Γρίβα. Όταν όμως ο Γρίβας πέθαινε, είπε «Διάδοχος μου ο Καρούσος » πριν πεθάνει.
.- Η χούντα πως ανέχτηκε τον Καρούσο στο ρόλο του υπαρχηγού;
Β. Θα σου πω τώρα. Θα σου πω. Δεν ανέχτηκε, εκεί έγινε το …, τον έκανε πίσω ο Ιωαννίδης. Τον ανάγκασε να έρθει πίσω. Λοιπόν όταν ο Καρούσος αναλαμβάνει, (διότι ανέλαβε επισήμως την ηγεσία της Ε.Ο.Κ.Α.), έκανε άνοιγμα προς Μακάριο. Και του είπε «Διακόπτει η Ε.Ο.Κ.Α. τη δράση της και ελάτε να συνεννοηθούμε.» Εκεί απάνω αυτό δεν άρεσε στον Ιωαννίδη, ο οποίος Ιωαννίδης παρήγγειλε στους άλλους στης Ε.Ο.Κ.Α. «Ή διώχνετε τον Καρούσο ή σας κόβω τη βοήθεια. » Και τότε αναγκάστηκε να φύγει ο Καρούσος. Αυτά μπορεί να στα πει ο ίδιος.
.- Γνωρίζεις την υπόθεση Μενενάκου; Έχεις ακούσει για αυτόν τον αξιωματικό του στρατού;
Β. Πολλοί τον είπανε τρελό, ξέρω ‘γω …. Δεν γνωρίζω.
.- Τον Μιχάλη τον Βαρδάνη δεν τον συνάντησες σε δραστηριότητες δικές σου, όπου είχες ανάμιξη στην διάρκεια της δικτατορίας. Κάτι τέτοιο μου είχες πει την προηγούμενη φορά.
Β. Ναι. Δεν είχαμε ας πούμε κοινή δραστηριότητα. Συναντηθήκαμε μετά ξέρω ‘γω, συμπαθώντας ο ένας την ιστορία του άλλου εν πάση περίπτωση.
.- Όπως μου είπες για τον Καρούσο από τον Σπύρο τον Μουστακλή, ο Σπύρος ο Μουστακλής είχε συζητήσει μαζί σου για δραστηριότητες δικές του με τον Μιχάλη;
Β. Αν θυμάμαι καλά όχι. Όχι.
.- Για ξαναπές μου τις ώρες της μοναξιάς … Διακωμωδούσατε ποιοι; Οι κρατούμενοι;.
Β. Την κατάσταση γενικώς. Όχι εγώ {μόνον}, και άλλοι.
.- Επί χούντας. Αυτά τώρα θα μου τα δώσεις γραμμένα.
Β. Ναι. Πάρ’ τα και βγάλε μια φωτοκόπια. Εδώ έχω την κράτηση μου στην Δροσιά, ή εδώ το Ημερολόγιο ενός Μοναχού. Έτσι; Που σχολιάζω ευθυμογραφικά ας πούμε, την Δροσιά. Αυτά είναι για να σπάσεις πλάκα εσύ. Και εδώ από τον Κορυδαλλό, φυλακές Κορυδαλλού από το κλουβί ενός Κορυδαλλού…

 


Αρέσει σε %d bloggers: