Posts Tagged ‘κρίση’

«Το γηροκομείο του παραδείσου», ένα καινούργιο βιβλίο με διηγήματα

18 Μαρτίου, 2015

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

EKSOFILO GIROKOMIOΜε την έκδοση αυτή ο συγγραφέας συνεχίζει (μετά τους Φρουρούς της συκαμινιάς, του 2011) να βγάζει στην επιφάνεια μνήμες απλών ανθρώπων φερμένες απ’ τον μεγάλο πόλεμο μέχρι και σήμερα. Υπάρχει κάμποσος χρωματισμός… λογοτεχνική αδεία. Η φαντασία όμως του γράφοντος λειτούργησε λειψά εδώ, δεν χρειάστηκε εξάλλου.
Προβάλλονται κύρια ιστορίες που συμβαίνουν στον καθένα, γλαφυρά δοσμένες  και κάμποσες απίστευτες… από κείνες που αποκαλούμε ηρωικές.  Η οργή για το διαχρονικό άδικο πάντως κυριαρχεί στα γραφόμενα για τους αίτιους, με το έγκλημα που τις συνέπειές του βιώνει ο λαός μας μα… και άλλοι λαοί.
Το περιεχόμενο του τρίτου μέρους παρατίθεται όπως καταγράφτηκε τη δεκαετία του ‘90 σε συζητήσεις  με μια γυναίκα, απλή, που ‘ζησε μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνα με τη σοφία και την κουλτούρα της γενιάς της. Μέσα απ’ αυτές ανακαλύπτει κανείς (εκτός των…  γεύσεων) κάποια ήθη, αλλά και μια πλευρά του καθημερινού αγώνα, κυρίως των Μανάδων… τουλάχιστον όσων έζησαν σε χωριό.
Η συγγνώμη που ζήταγε ο Κακαράς  από τον επερχόμενο τότε εγγονό του με τους Φρουρούς της συκαμινιάς, επαναλαμβάνεται σήμερα και προς τον δεύτερο.  Γιατί δεν βρήκαν τον κόσμο καλύτερο απ’ ότι η γενιά του τον πρωτογνώρισε. Και τους αφιερώνει το βιβλίο τούτο, χωρίς να κρύβει την πικρία του γιατί, ναι μεν το σύστημα, ο καπιταλισμός κλπ φταίνε, αλλά κι ο ίδιος κι η γενιά του κάπου επαναπαύθηκαν.

ISBN 978-960-02-3081-9, Σχήμα 21×14, Σελίδες 353, Τιμή: € 14,00 (δεν συμπερ. 6,5% ΦΠΑ),Έκδοση Αθήνα, Δεκέμβριος 2015

 

Και κάποιες διευκρινίσεις /προσθήκες στο Δελτίο Τύπου

  • Να μην υποβληθούν στον εκδότη ευχαριστίες (εκτός της απορίας)  που επιμένει να εκδίδει βιβλία του γράφοντος; Και βέβαια πρέπει, αλλά μη τυχόν και θυμηθεί πως κανένα δεν είναι ευπώλητο!
  • Να διευκρινισθεί πως τα περισσότερα διηγήματα αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα.
  • Οι ελευθεροστομία σε μερικά απ’ αυτά δεν ικανοποιεί μόνο την προτίμηση του δημιουργού τους στη ζωντανή γλώσσα (να το ονομάσουμε αυτό διαστροφή;). Αποδίδει διαλόγους και ατάκες που ο ίδιος άκουσε (από τις γυναίκες κυρίως που τις χρησιμοποιούν). Η Χαρίκλεια των Πατησίων και η Φοβερή Αντωνίτσα είναι υπαρκτά πρόσωπα και στην καθημερινότητά τους μιλούν κάπως έτσι, βγάζει βέβαια και ο δικός μας το κατιτίς του.
  • Το περιεχόμενο του τρίτο μέρος τον απασχόλησε ιδιαίτερα. Κάποιες συνταγές είναι αυθεντικές από τη Μάνα του, εξ ου και η προσπάθεια να αποδώσει τη λαλιά της. Περιλαμβάνονται στην έκδοση αυτή γιατί κάτι προσφέρουν ακουμπώντας τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στον τόπο μας πριν και μετά τον Μεγάλο πόλεμο. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως δένουν με τα υπόλοιπα.
  • Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που εντάχθηκε στο βιβλίο και η μακροσκελής αφήγηση/περιγραφή της πορείας  του μαλλιού, από το κούρεμα των «ζωντανών» (πρόβατα, γίδια) μέχρι την σύνθετη, πολυπλόκαμη και θαυμάσια λειτουργία του αργαλειού, μόνου μέσου (μαζί με το πλέξιμο) παραγωγής  υφαντών για κάλυψη κάθε είδους ανάγκης για αιώνες. Συντροφιά ο αργαλειός στη μοναξιά και τον αγώνα της νοικοκυράς… αντάμα με το τραγούδι της (ακόμα και το σπαραξικάρδιο μοιρολόι… να μην αντέχεις το άκουσμά του).  Σώπαιναν τότε όλα γύρω ν’ ακούσουν μαζί μ’ αυτό και τον αρχαίο ήχο της σαΐτας να πηγαινοέρχεται ακατάπαυστα υφαίνοντας κλωστές, ήχους, νότες… μνήμες πολύτιμες.
Advertisement

Στην Πλατεία Συντάγματος

1 Νοεμβρίου, 2014

Για δυο Πράσινα Μάτια και μια Κόκκινη Σημαία

Ορίστε μεγάλε, τι θες …   Δίστασε κείνος, αισθανόταν κιόλας παράταιρος, μια γενιά και κάτι τον χώριζαν απ’ την παρέα, φορούσαν όμοια ταμπελάκια και ανήκαν στην ίδια ομάδα -μάλλον εκείνη των καλλιτεχνών, Φτου ο μαλάκας, ψιθύρισε, πάλι ξέχασα τα ξεστραβάδια …   έτσι τα ‘λεγε, Γυαλιά ονομάζονται και μου παριστάνεις το γλωσσοπλάστη, του φώναζε η δικιά του- είδε και το ξυπόλυτο κορίτσι γεμάτο μουτζούρες, να τραγουδάει έξω φωνή και να παλεύει στα γόνατα με μπογιές, να ζωγραφίζει ένα πανό μέσα στον ήλιο, ήτανε δεν ήτανε σαράντα κιλά και κάτι, ένας κοπάναγε γράφοντας στο κομπιούτερ με μανία που δεν κρυβότανε, να τα ξεφουρνίσει, να ξεσπάσει μ’ όλα όσα ταλανιζότανε χρόνια τώρα, ο άλλος μάζευε υλικά που του ‘φερναν κάποιοι για συνθήματα – δυο τρεις πέρασαν κιόλας κουβαλώντας πανιά, χρώματα και διάφορα στην ώρα που στήθηκε κοντά τους – και τα πάγαινε …

Στην αποθήκη μας, στη σκηνούλα που βλέπετε, του απάντησε η ξανθούλα που καθόταν κι έδειχνε εξαντλημένη, έπαιζε το μάτι της, δεν της ξέφευγε τίποτα, τον είδε ιδρωμένο, κατάκοπο …

Όχι δε σας λέω το όνομά μου, εδώ είμαστε όλοι μαζί, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, βοηθοί, τέτοια πράγματα, άλλοι δουλεύουν άλλοι είναι άνεργοι, δήλωσε στη δημοσιογράφο που την πίεζε να της δώσει στοιχεία …  Φωτογραφία είπατε, να βγάλετε αλλά όλους μας ...

Μη με στήσεις Ζωή, σε μία ώρα πρέπει να ‘μαι με το παιδί …   εσείς μάλιστα μπορείτε να κάτσετε όσο σας βολεύει, αλλά… δίστασε …    αν θέλετε και σας πάει ταξινομείστε αυτά εδώ μέχρι να φύγετε …   λέγε Μάρκο, στράφηκε σε κάποιον που της ζήταγε κάτι, όχι δε σου δίνω άλλα, πήρες χθες απ’ την Κλωντ, νομίζεις δεν το ξέρω, αραίωνε, να βγείτε της σίτισης στο γύρευε, όχι έτοιμα από τις άλλες ομάδες, πάγαινε στα μαγαζιά γύρω, πες τους και θα σου δώσουν, είσαι και μπάνικος ρε φίλε, άντε μπράβο, σάμπως μου ‘ρθες για τίποτ’ άλλο θαρρώ, μπρος είπα

Σωτήρη, δε θα σου πω εγώ τι πρέπει να γράψεις στο post σου σήμερα, γράψε το πατερημών ρε γαμώ το, εξεγερμένοι είμαστε όχι γραμματεία, αααα μα πια, μ’ έπρηξες …    Μάλιστα κύριε, καλά κάνετε την ταξινόμηση, έχετε δουλέψει στο δημόσιο σίγουρα, δε θέλετε να μου πείτε, καλά κάνετε, εδώ ο καθένας λέει μόνον ότι θέλει, όχι ότι θέλουν οι άλλοι …    πάντως και χωρίς το μουστάκι καλός θα ‘σαστε …   όχι να μην το κόψετε, σας είπα γω να το κόψετε, γλυκούλης είστε κι έτσι, κατακοκκίνισε του λόγου του …

Βρε βρε βρε, καλώς τονε το Βαγγέλη, τι μας έφερες Ευάγγελε πάλι, καπάκια, ορίστε εδώ βάλε τα φίλε, πόσα είναι, είκοσι δύο, μπράβο ρε συ Βάγγο, ακόμα δυο χιλιάδες περίπου κι ορίστε το καροτσάκι για τη δικιά σου, άντε καλό μου παιδί …   δεν έχεις πού να ψάξεις άλλο είπες, στα σκουπίδια κοίταξες, γιατί όχι, τόσος κόσμος ψάχνει στα σκουπίδια και μαθαίνει καλύτερα την κοινωνία μας έτσι, σαν τι νομίζεις εσύ, μόνο για τα χρήσιμα ψάχνει, να σπουδάζει θέλει κιόλας, κι όσα διαβάζεις από τα πεταμένα των ανθρώπων, δεν τα μαθαίνεις απ’ όσα κρατάνε σαν χρήσιμα δήθεν, ορίστε, φερ’ ειπείν τα καπάκια απ’ τα νερά και τ’ αναψυκτικά, θα το σκεπτόσουνα εσύ πως κάθε που μαζεύουμε τέσσερις χιλιάδες  απ’ αυτά, παίρνουμε κι ένα αναπηρικό καροτσάκι;

Τον είδε αργότερα να ψάχνει μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, να κρατάει ένα καπάκι και να διστάζει τι να κάνει με το μπουκάλι που δεν ήταν τελείως άδειο, τον πρόσεξε να ξεκινάει για τις υπαίθριες τουαλέτες, στη συνέχεια να τριγυρνάει τις εκατοντάδες όμοιες δεμένες στους κορμούς των δέντρων και στις στήλες του ηλεκτρικού της μεγάλης πλατείας γύρω γύρω στην κατασκήνωση με τις πολύχρωμες σκηνές …   Αγάντα Βαγγέλη, του φώναξε και κείνος ανορθώθηκε, χαμογέλασε, αντιχαιρέτησε με το ‘να χέρι το κομμένο και ύστερα …    τον ξανάδε στη διαδήλωση να υψώνει το ανέγγιχτο σε γροθιά και συχνά πυκνά να σταματάει να μαζέψει από κάτω κάτι.

Μέρες κάμποσες αργότερα ο Βαγγέλης διαδήλωνε πάλι, φωνάζοντας τα συνθήματα της οργής και τα δίστιχα συμπεράσματα μιας ζωής στο πάλεμα. Εκείνη τη φορά όμως ήταν στην αρχή, κι έσπρωχνε το αναπηρικό που ‘χε επάξια κερδίσει για τη φίλη του την Ερατώ, ενώ έσκυβε μαζεύοντας τα καπάκια που του ‘δειχνε η κοπελιά με την κόκκινη σημαία και τα πράσινα μάτια, Παναγία μου τι μάτια ήτανε κείνα, και πόσο γλύκαιναν σα γύριζαν και κοίταζαν το σύντροφό της!

Πού να ‘ναι από τότε ο κόσμος αυτός της πλατείας, πόσοι να γονάτισαν άραγες με την κρίση… πάντως σήμερα… πρώτη του Νοέμβρη του ’14 θα ‘χει σειρά να γονατίσει η μεγάλη πλατεία με τη διαδήλωση κι ένα σωρό κόκκινες σημαίες… κι άλλες ακόμα, περισσότερες σημαίες από ποτέ σ’ όλο το χρόνο τούτης της μεγάλης καταστροφής και της αρπαγής του κόπου και του ιδρώτα… σίγουρα θα ‘ναι εκεί κι ο Βαγγέλης με την Ερατώ του στο καροτσάκι…

Φτού σας καρεκλοκένταυροι!!

1 Ιανουαρίου, 2013

Και όμως συνέβη

(Φτου σας κακό που μας βρήκε!)

Κατέφτασε πριν προλάβει να ντυθεί δυο η ώρα τη νύχτα, πήρε απ’ το χέρι τη γυναίκα και σα να ‘τανε μάνα του την οδήγησε όλο στοργή στο νοσοκομειακό, ξεκίνησε οδηγώντας σαν Παναγία να πούμε και κάθε τρεις και λίγο γύρναγε να δει, ανησυχούσε, νάσου και το τηλεφώνημα, Πού είστε τώρα, πώς είναι η κυρία, όλα καλά, ρωτούσε λεπτομέρειες ο εφημερεύων, άλλο πάλι και τούτο…

Όχι κύριε, όχι, πληρώνομαι, είναι δουλειά μου, σας παρακαλώ, αρνήθηκε να πάρει το κατιτίς ο οδηγός με την τόση φροντίδα, με την καρδιά του πρόσφερε ο ασπρομάλλης ηρεμότερος στον πανικό του, έτσι έχει μάθει ν’ ανοίγει δρόμους, εδώ όμως γιατί; Δαγκώθηκε σαν πήρε το μάθημα…

Τους παρέλαβε στην πόρτα ο νέος που ‘κανε το αγροτικό του, με τη σειρά του τα ‘δωσε όλα αρχίζοντας να εξετάζει, να ρωτάει χίλια δυο, ν’ αφουγκράζεται τη φωνή του σώματος, να περιποιείται, να ζητάει συγγνώμην για την απειρία που ούτε κατάλαβε κανείς απ’ το ζευγάρι, να καθησυχάζει, να εξηγεί τι ακριβώς πρόκειται να κάνει, να τους έχει καλμάρει και τους δυο στον πανικό τους και στο τέλος η γνωμάτευση που αποδείχτηκε σωστή, αμέε, στο ενδιάμεσο να ‘ρχονται τα κορίτσια της βάρδιας για βοήθεια, τη μία η υπεύθυνη του ορόφου, άλλη να ρωτήσει αν όλα πάνε καλά, νάσου και στο τηλέφωνο κάποιος από τους μεγάλους να ενημερωθεί, να δώσει παραπάνω οδηγίες…και το πρωί;

Ε ρε και τι έγινε το πρωί, απ’ τα χαράματα κατέφτασαν οι μέλισσες, γιατί σε μελίσσι αποδείχτηκε πως είχαν καταφύγει, όλη μέρα το ίδιο γινότανε παρακαλώ κι όχι μονάχα τις εργάσιμες ώρες, τι να περιγράψεις…

Πόσο χρόνων είστε είπατε, Αντράλα έχει γιατρέ μου, μπήκε στη μέση ο κύριος όλο μέριμνα, πάγια τακτική αλλά  τι ήθελε κι ανακατεύθηκε; Μη μιλάτε σεις, άκου αντράλα, τι ‘ναι πάλι τούτο, πόσο είπατε πως είστε κυρία μου, Δεν είπα, είμαι… εξήντα έξη, Μην την ακούς γιατρέ εξήντα επτά είναι τι εξήντα έξη, αφού… Μπα μπελάς, ποιος σας ρώτησε μου λέτε, ορίστε βάλαμε και εισαγγελέα, για έλα δω κούκλα μου εσύ, για ξάπλωσε κι άσε ήσυχη τη νυχτικιά, έτσι μπράβο, μεταξύ μας έχουμε κάνα δυο κιλάκια παραπάνω έ;

Έ όχι και δυο, όχι και δυο, πάλι ο ασπρομάλλης που χόρευε σε κάρβουνα όλη τη νύχτα, γιατί δε λέτε δέκα δυο για να μην πω είκοσι δυο, όχι κι έτσι γιατρέ μου, όχι τέτοιο κανάκεμα, Σιωπή είπα θα σας βγάλω έξω, το κορίτσι μας κάνει και δίαιτα, δεν τα λέω σωστά, Σωστά γιατρέ μου πολύ σωστά τα λέτε, κάθε εξάμηνο αρχίζω και μια καινούργια η κακομοίρα, Χμμμ έτσι έ, για να δούμε λοιπόν, για να δούμε…

Συνέχισαν τις εξετάσεις και αίματος και υπέρηχους και ακτινογραφίες εδώ και κει και ναα οι φροντίδες, όχι πως κάνανε τίποτα παραπάνω, σ’ όλους το ίδιο φέρονταν τα θηρία, να νομίζεις πως είσαι σε… δεν πάει ο νους μου πουθενά με τόσα χαϊδολογήματα, και να μη βλέπεις ασπροντυμένο να κάθεται, οι νοσοκόμες λίγες αλλά να σκίζουν, οι βοηθητικοί στο τρέξιμο, οι καθαρίστριες με το γέλιο, ροδάνι η γλώσσα και στιγμή να μη σταματάνε να παστρεύουν κι αυτές το παμπάλαιο κτήριο, φανερές οι ελλείψεις σε προσωπικό, όσο για υλικά… ό,τι ήταν απαραίτητο όμως εμφανιζόταν εκεί που ‘πρεπε τη στιγμή που το θέλανε, όχι σε αφθονία, όχι τέτοια πράματα, αλλά νοικοκυρεμένα, πουθενά το μπάχαλο που λένε για τα κρατικά, άντε από κει ρε, άντε από κει πέρα, ας είναι καλά το φιλότιμο…

Έτσι προχώρησε όλη η υπόλοιπη νύχτα με κάνα λυγμό που και που κι απ’ το ξημέρωμα μέχρι το μεσημέρι που τους αποδέσμευσαν με καθαρές οδηγίες, Έχετε αυτό και δεν έχετε τ’ άλλο, θα πάρετε αυτά, να προσέχετε τούτο και κείνο, θα ξανάρθετε αύριο πρωί κι άμα λέμε πρωί όχι μετά τις οκτώ, εμείς εδώ θα ‘μαστε και θα σας δούμε πριν το χειρουργείο, αλλιώτικα θα περιμένετε, εν τάξει, Εν τάξει γιατρέ, καλά να ‘στε, τον κοίταζε με μια εμπιστοσύνη η παθούσα, έσκιζε ο δικός μας, να πάτε και στον Ορυλά, έσκισε κι ο Ορυλά, άψογο το ακτινογραφικό, το μικροβιολογικό, κουβέντα δε θέλω ν’ ακούσω για την υποδοχή, τη γραμματεία, τα εξωτερικά, τα εσωτερικά τα πάνω και τα κάτω… κι όλοι τους νέοι κι όμορφοι, κι οι πιο ώριμοι όμορφοι κι ωραίοι είναι κι αυτοί, άσε πια τις γυναίκες, σε φιλεύουνε νιάτα και δροσεράδα με το να σε κοιτάξουν, τα ‘χει ρε παιδάκι μου το νησί αυτά τι να κάνουμε δηλαδή, όχι παίζουμε!

Νύχτα καταφτάσανε το επόμενο πρωί οι δυο ασπρομάλληδες, Μα τι κουβαληθήκατε χαράματα, Μας είπε πριν το χειρουργείο, είναι και αυστηρός, Καλά αυτοί βρίσκονται  δω από ώρα, αλλά… υποσχέθηκε πως θα σας δει, έτσι κάνει κι αυτός κι οι άλλοι, τέλος πάντων, περιμένετε δυο λεπτά να ειδοποιήσω πως είστε δω…

Ο γιατρός με τη λίγη φαλακρίτσα, το ‘δειχνε πως του ‘λειπε ύπνος… Εσείς θα κάτσετε κειδά και… μιλιά έτσι, ήθελε να ζεστάνει την ατμόσφαιρα ο ασπρομάλλης, Μα έλεγα… Δε λέγατε τίποτα, καθίστε είπα και χάρη σας κάνω που σας αφήνω μέσα, ορίστε κούκλα μου εσύ, πώς κοιμηθήκαμε, είχαμε τίποτα, ωραία, και με το αυτό και το αποτέτοιο πώς πήγαμε, Χμμμ καλά, Ωραία, τώρα ακούστε με…

Εκεί πάνω εμφανίστηκε η άλλη κυρία, αδύνατη, φινετσάτη, όρεξη για συζήτηση, μα τι συζήτηση, Μάρκο τι έγινε με κείνο, ααα καλημέρα, δεν σας πρόσεξα με συγχωρείτε, δυο λεπτά να πω κάτι στο γιατρό, μα… τι ‘ναι τούτο το κουτί ρε συ Μάρκο, σαν… μου φαίνεται, Όχι καλέ, είναι για τις λαπαροσκοπήσεις, να δεις τι έκανε ο δικός σου, σκίζει Μαρία, σκίζει ο τύπος, δούλευε όλη μέρα να το μοντάρει, πρόσεξε πώς τ’ ανοίγεις, ξέρεις πόσο κάνει καινούργιο, με δυόμιση χιλιάδες δεν το παίρνεις κι έκατσε κι έκανε τα δικά του τα πατεντάδικα και στο τέλος το βόλεψε στο κουτί που βλέπεις, μα δεν σου ‘πα μην το πειράζεις, Να το δω βρε Μάρκο, αποκτήσαμε τέτοιο πράμα, να το χαρώ και γω, μπράβο… δεν έκρυβε τη χαρά της η γιατρίνα που αποκτήσανε και τέτοιο! Τ’ αξίζει το καμάρι μας το μπράβο και τι κόστισε να δεις, ούτε μεροκάματο, το ‘φερε αργά στις έντεκα κι αν θες το πιστεύεις, το χρησιμοποιήσαμε μέχρι τη μία το βράδυ, να ‘βλεπες δουλειά που βγάλαμε…

Έβγαλε δουλειά ο Μάρκος με τη λίγη φαλάκρα, ο άνθρωπος που στιγμή δε σταμάταγε κι όσο μίλαγε με τη Μαρία κοπάναγε τον υπολογιστή, απάντησε και σε δυο τηλεφωνήματα, οχτώ η ώρα το πρωί παρακαλώ σ’ ένα δωματιάκι ζεστό όχι από τ’ ανύπαρκτο καλοριφέρ μα απ’ τις ματιές και τον καλό λόγο των ανθρώπων στο παμπάλαιο κτήριο στον Άγιο, να βλέπεις, ν’ ακούς και να μην πιστεύεις πως είσαι σε κρατικό, μάλιστα κύριε, σ’ ένα μικρό, κρατικό, επαρχιακό νοσοκομείο που σκίζει γαμώ το μου, σκίζει και θένε να το λιανίσουν που να μη σώσουν, ξέρω γω όμως γιατί το κάνουν, γιατί εδώ είναι όλοι τους άνθρωποι για να μην πω κιόλας πως είναι κόκκινοι οι περισσότεροι, άλλο τι ψηφίζουν μερικοί, μάλιστα γι’ αυτό το κάνουν, πάντα τούτο το νησί το ‘χαν στο μάτι οι άρχοντες, επειδή… άντε μη με πουν κολλημένο πάλι…

Γιατρέ να σας εκμαυλίσω με … Να μη μου κάνεις τίποτα γιατί εδώ μ’ έχεις φτάσει, Σας έφερα ένα βιβλίο να το δώκετε στη σύντροφό σας, Ααα βιβλίο, γλύκανε, ποια σύντροφό μου κύριε, στην Πάτρα είναι η γυναίκα μου, το ‘χουμε κάνει δίπορτο και να σας εξηγήσω τι έγινε, Έτσι κι αλλιώς, λέει η αφέντρα μου, δε σε βλέπω μέρα μα συχνά ούτε και νύχτα, ας βγάλω το πανεπιστήμιο, πτυχίο λοιπόν η δικιά μου, από κοντά το μεταπτυχιακό,  έχει ξεκινήσει διδακτορικό και βλέπουμε, πιο συχνά ξέρετε βλεπόμαστε τώρα παρά σαν ήταν εδώ, να σκεφθείτε ξεκινάω να τη φλερτάρω απ’ την αρχή κάθε φορά, θα της δώκω το βιβλίο όμως όπως το ‘πατε, να ‘στε καλά, αλλά να μην πειράζετε τη φίλη μου, να μην λέτε την ηλικία ούτε τα κιλά της, την πληγώνετε να πάρει η ευχή να πάρει…

Ικάριος είστε γιατρέ, Γιατί ρωτάτε, εσείς δεν είστε από δω, Δυστυχώς είμαι σώγαμπρος απ’ τα Χάνια ο κακομοίρης, Ααα τον καημένο, έ και τι πειράζει, Πάντα έτσι δουλεύετε εδώ οι σκλάβοι, Να τύχει καλοκαίρι να δείτε τι γίνεται, χαμός και λένε να το κάνουν ιατρικό κέντρο, να μας σβήσουν δηλαδή, με αίμα το στήσανε οι φευγάτοι της Αδελφότητας απ’ την Αμερική και τώρα πού νομίζετε σεις πως λένε οι άρχοντες απ’ την Αθήνα και την τρόικα στους ντόπιους να πηγαίνουν, αλλοπαρθήκανε οι ανθρώποι με το κακό που μας βρήκε, να τρέχουν στην ανάγκη παρακεί στο μεγάλο νησί τους λένε, κι άμα έχει δηλαδή καιρό όπως τον περισσότερο χρόνο, τι να κάνουν, κολυμπώντας να πάνε… έλα Παναγία μου, δεν καταλαβαίνω τι καρεκλοκένταυροι τα σχεδιάζουν αυτά, σίγουρα ξέρουν τι έχει να γίνει εδώ αλλά στα τέτοια τους, άσε τους λουόμενους που πλημμυρίζουν τον τόπο με την ελπίδα να γιατρευτούν από χίλια δυο, εκεί να δεις προβλήματα…ούτε να το σκέφτομαι θέλω πόσοι θα…  φτού γαμώ το μπελά τους… ευτυχώς ξεσηκωνόμαστε με το καλό… εν τάξει, όπου να ‘ναι…

Πήρε την καλή του απ’ το χέρι να φύγουνε, Και είπαμε, όχι απότομα τις στροφές έτσι;

 

Καινοφανής τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης- ο αργαλιός!!

23 Δεκεμβρίου, 2012

07/02/81

Η ΜΑΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΥΦΑΝΤΑ

(ΜΑΛΛΙ-ΝΗΜΑ-ΑΡΓΑΛΙΟΣ)

 

 

–     : Μάνα;

Π   : Έλα. Πες το ν’ ακούσω. Σαν τι να θες.

–   : Θα μας πεις πότε κουρεύανε τα πρόβατα;

Π   : Μμμ τα κουρεύανεεε.. ξέρω ‘γω, το Μάη; Το Μάη τα κουρεύανε. Μαζί και τα γίδια; …Το μαλλί το τράγιο είν’ ακριβότερο. Είν’ ακριβότερο απ’ το πρόβειο, γιατί δεν έχ’ … το μαλλί το τράγιο δεν έχ’ βρωμιά, γιατ’ εκείνη η τρίχα η άγρια πλένεται, καθαρίζεται με την πρώτ’ φουρνιά, ενώ το πρόβειο είναι μαλακό το μαλλί και βαστάει …

Κ   : Ναι, το μαλλί αιγός  που έχω μία μπλούζα και της Βάλιας δύο και το έχω πληρώσει πεντακόσιες δραχμές πριν από … πόσα να σου πω; Δέκα χρόνια. πεντακόσιες δραχμές το κιλό!

–   : Επειδή είναι πιο καθαρό ή επειδή είναι πιο γερό;

Π   : Επειδής είναι καθαρό. Πολύ καθαρό. Το μαλλί το τράγιο εμείς δεν το μεταχειριζόμασταν

–   : Στις καπότες δε βάζανε …

Π   : Τράγιο…Βάζουμε το πρόβειο στο στημόν και τράγιο στο …

–   : Στάσου, στάσου Μάννα. Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τώρα. Για πες μου καταρχάς με το μαλλί. Τα κουρεύουν τα πρόβατα, μετά τι γίνεται;

Π   : Το μαλλί τι θα γίν’; Θα το πάρνει και θα το πλύνννει εκείν’ π’ θέλνει να το δουλέψνει. Θα βράσνει το νερό …κι αυτό το βουτάς μέσα, αφού το τινάξεις πρώτα να πέσ’ καμπόσο χώμα, γιατί το πρόβειο είναι βρώμκο πολύ, το τινάζνει και το βουτάνε μέσα στο νερό. Μέσα στο καυτό νερό, πολύ καυτό νερό… και το βγάζνει, με τον κόπανο τα βγάζαμε μείς το μαλλί

–   : Ο κόπανος είναι εκείνο το ξύλινο που χτυπάγαμε τα ρούχα;

Π   : Και το βάζνει απάν’ σε μια μεγάλ’ ίσα πέτρα ή σε σκαφίδα. Ατόφια σκαφίδα όμως, όχ’ εκείνα κεί …

–   : Πέτρινη ή ξύλινη;

Π   : Άμα έχς, πέτριν’, άμα δεν έχς, ξύλιν. Κορίτα τ’ λέγαμε μείς.

–   : Οι κορίτες ήτανε μόνιμα στη βρύση όμως δεν μετακινιόντουσαν.

Π   : Όχ’, εμείς κορίτες λέγαμε αυτές τις ξύλνες, την ατόφια από κορμό πλάτανου … Σκαμμένο ναι, τς κουφάλες αυτές, μονοκόμματες. Τ’ άλλο είναι σκαφίδ με σανίδια φτιασμένο... Λοιπόν το βάζω μέσα στην κορίτα αυτό και το κοπανάμε, το κοπανάμε κι αυτό αφρίζ’ σαν να βγάζ’ σαπουνάδα. Το κοπανάμε, το κοπανάμε και το νερό αυτό το ξαναρίχνουμε μέσα στο καζάν’ και βουτάμε άλλα μαλλιά και τα ξανακοπανάμε. Δυό φορές το βουτάμε μέσα στο νερό για να καθαρίσ’. Στο ίδιο νερό.

–   : Αυτός ο αφρός είναι βρώμα;

Π   : Αυτό είναι βρώμα αλλά καθαρίζνει τα πάντα μ’ αυτό το νερό. Πλένουμε και ρούχα. Ας πούμε όταν πλέναμε εμείς τα μαλλιά, πλέναμε κι αυτά τα βρώμκα που πατάγαμε κάτ’. Τη βγάζ’ τη βρωμιά, εκείν’ εκεί η βρώμα βγάζ’ τν άλλη βρώμα.

–   : Πως εξηγείται αυτό; Η βρώμα από το μαλλί δηλαδή;

Π   : Ναι. Το πίνο, αυτό. Πίνο το λέγαμε μείς, σαριγιά το λένε στα χωριά, στα χωριά τς Καρδίτσας το λένε σέρα, σέρα. Πίνο το λέγαμε στη Γραβιά … Σαριγιά ή σέρα στην Καρδίτσα.

–   : Ωραία λοιπόν το ξαναβάζεις …

Π   : Αυτό λοιπόν … με τ’ βρωμιά αυτή βάφνει τα νήματα και δεν πέφτ’ η μπογιά ποτέ. Μ’ αυτό το νερό το βρώμκο… Ίσα – ίσα άμα έχ’ σαπουνάδα παίρν’ το ρούχο πολύ εύκολα τ’ βαφή. Αλλά να βάλς πάνιν’ μπογιά όχι μάλλιν’. Να βάψεις τα νήματα, να βάλς πάνιν’ μπογιά.

–   : Στάσου τώρα να ξαναγυρίσουμε στο μαλλί.

Π   : Θα το βουτήξνει δύο φορές μέσα στο νερό το βραστό που ‘ναι στο καζάν’, θα το κοπανάνε. Θα το κάνουμε έτσ’ – έτσ’ για ν’ ανοίξνει ν’ αυτόσνει και τα πετάμε κεί στην άκρη μέχρι να πλύνουμ’ όλα τα μαλλιά. Τα ρίχνουμε σε μια μεγάλ’ λεκάν’ ή κάτ’ στο τσιμέντο άμα είναι καθαρό και μετά αυτά τα ξεβγάζουμε στο κρύο νερό πολύ καθαρά. Άμα είναι σε ποτάμ’ πολύ καλύτερα. Ναι στο ποτάμ’ ή σε μεγάλ’ βρύσ’ αν έχς. Κι εκεί στο ποτάμ’ τώρα για να μη μας φεύγνει τα μαλλιά κάναμε με πέτρες έτσ’ … Γύρω γύρω ας πούμε. Και μαζευόταν το νερό κι έφευγε το νερό. Και τα πλέναμε, τα πλέναμε καλά, τ’ ανοίγαμε έτσ’ – έτσ’ μέσα στο νερό, τότε θέλνει άνοιγμα – άνοιγμα για να ξαίνονται καλύτερα όταν τα δουλεύουμε στο λανάρ’, στα χέρια. Τα βγάζουμε, τα καθαρίζουμε, τ’ απλώνουμε, τα στεγνώνουμε απάν’ σε σήτες, σε φράχτες, σε σχοινιά άμα είναι … Αυτά άμα είναι μακριά τα μαλλιά, μονοκόμματα, όπως είναι το κομμάτ τ’ απλώνς απάν’ στο σύρμα, στο σχοινί.

–   : Πιο κομμάτι εννοείς; Που έχει βγει από το πρόβατο;

Π   : Από ‘να πρόβατο, ναι. Πόσα κομμάτια πήρες; Πήρα δέκα κομμάτια, πήρα είκοσ’ κομμάτια …

–   : Δεν ξεχωρίζουν αυτά δηλαδή; Δε διαλύεται το μαλλί;

Π   : Διαλύεται όταν είναι κοντό το μαλλί, όταν δεν είναι μακριά που ‘ναι στο πρόβατο.

–   : Ποιοι είναι καλύτερο, το κοντό ή το μακρύ;

Π   : Το κοντό … το μακρύ είναι λίγο αγριωπό όμως, άγριο το μακρύ. Και βγάζ’ το στημόν’. Το στημόν’ για τς φλοκάτες ή και το φλόκο ακόμα. Στο φλόκο θέλ’ να ‘ναι ανακατωμένο. Τουτονά, αυτό. Αυτό είναι το φλόκο που εξέχ απ’ τη φλοκάτη. Αυτή η τρίχα. Το στημόν’ όμως που βάζουμε στ’ αντί γίνεται απ’ το μακρύ μαλλί. Τότε π’ τα καθαρίζαμε …

–   : Και αφού στεγνώσει τώρα τι γίνεται μετά;

Π   : Μετά τα καθαρίζουμε, τα ξαίνουμε, τ’ ανοίγουμε…Αυτά έχνει κολτσίδα απάν’, έχνει αγκάθια, έχνει … πολλά πρόβατα είναι γεμάτα κολτσίδα απ’ τα χωράφια, απ’ τα … κολτσίδα, μα καλά δε θμάσαι τι λέμε κολτσίδα;  Αυτά τ’ αγκαθάκια …Κάτ’ στρογγυλά αγκαθάκια π’ κολλάνε απάν’. Κολλάνε και τ’ ανοίγουμε, τα ξαίνουμε…Με το χέρ’ τ’ ανοίγουμε. Εγώ τότε για να φτιάξω τ’ φλοκάτ’ αυτή και τν άλλη τη μεγάλη τς Χρυσάνθης και μία γινομέν’ κάθσα δέκα μέρες, δέκα μέρες απ’ το πρωί μέχρι το βράδ’, δε σκωνόμουνα καθόλου … Τ’ άνοιγα τα μαλλιά, τα ‘φτιασα τρίχα – τρίχα…

–   : Και δεν μου λες, από πόσα πρόβατα ήταν τα μαλλιά για να κάνεις αυτήν την φλοκάτη εδώ;

Π   : Αυτά ήτανε από πενήντα πέντε πρόβατα, δυό φλοκάτες και μία γινομένη ακόμα. Τότε τ’ αγόρασα τριάντα πέντε δραχμές το κιλό. Κιλά ήτανε τότε για οκάδες ήτανε; Ήτανε πενήντα πέντε οκάδες. Δεν ήτανε κιλά… αλλά ύστερα καθαρά… μετά π’ καθαρίσανε, που πλυθήκανε, π’ μαζευτήκανε, ήτανε μόνο εικοσπέντε. Μετά τον καθαρισμό τα νήματα ήτανε εικοστρία κιλά νήματα.

–   : Από τα πενήντα πέντε;

Π   : Ναι, ρίχνουμε πάλι τα ίδια τα μαλλιά αλλά πάνιν’ μπογιά. Πάνιν’ μπογιά. Είτε κόκκιν’, είτε μπλε, είτε ροζ, ότ’ λογιά θέλς μόνο να ‘ναι πάνιν’. Και βάφονται πάλι τα μαλλιά στο ίδιο αυτό το βρώμκο το νερό και μετά πας και τα ξεβγάζεις κι όσες φορές και να τα πλύνς δε βγάζ’ μπογιά, δε ξεβάφ’ καθόλου. Όπως είναι η καραμελωτή που σας έχω δώσει μέσα εκείν’, είναι σε τέτοιο νερό βαμμέν’, σε βρώμκο νερό. Όπως είναι βρασμένο που πλένουμε τα μαλλιά … Εκείνο είναι με λουλάκ, με λουλάκ που λουλακιάζουμε τα ρούχα, αυτή π’ λέω η μπλε. Αλλά τότε όμως που τα κάναμε μείς, τότε που ήμνα κοπέλα ακόμα που ‘βαφε η μάνα μ’ αυτά …πριν από σαράντα χρόνια που ήμνα κορίτσι εγώ ακόμα …

–   : Δηλαδή το χίλια εννιακόσια τριάντα;

Π   : Ναι και τώρα ακόμα κάνουνε τ’ μπογιά… αυτή τ’ βαφή την κάναμε οχτώ μέρες δλειά. Γιατί δε ξέραν καλά ο κόσμος. Τώρα όμως ξύπνησ’ ο κόσμος και τ’ βάφ’ την ίδια ώρα, την ίδια ώρα. Τότε έπαιρνε η μάνα μ’ το νερό αυτό το βρώμκο, το ‘παιρνε και είτε ήθελε να βάψ’ νήματα είτε αυτό το σκτι π’ λέμε π’ το υφαίναμε και κάναμε τα παντελόνια, τς κάλτσες, τα διάφορα, τα χοντρά ρούχα για τ’ τσοπάνδες, το ‘βαζε με …

–   : Τι μάζευε; Από γίδα ή από πρόβατο;

Π   : Από πρόβατο, από πρόβατο όχ’ από γίδα. Από γίδα δε ξέρω αν βάφονται και πως βάφονται. Βάφονται κι από γίδα αλλά τούτα δώ όμως, τα πρόβεια π’ ξέρω γώ, τα ‘παιρνε η μάνα μ’ μ’ αυτό το βρώμκο το νερό … Ρώταγε, αν δεν είχ’ αυτή μαλλιά, ρώταγε ποιος θα πλύν’ μαλλιά … έλεγες εσύ, θα πλύν’ η Βάλια ή θα πλύν’ η κυρά Τασούλα και θα μ’ δώκ’ τη σέρα αυτή να βάψω, και θα στ’ δώκ’. Αλλά μεγάλ’ διαδικασία. Έπαιρνε λάπατα, λάπατο. Δηλαδή τς ρίζες απ’ τα λάπατα, κάτ’ χοντρές κόκκινες ρίζες που ‘ναι σαν τα καρότα. Και τα κοπάναε αυτά και τα ‘βραζε και βούταγε τα νήματα για να γίν’ αυτό το νήμα να μην πέφτ’ η μπογιά τ’ ποτέ.

–   : Βγαίνει κόκκινο το χρώμα; Τι χρώμα έβαζε στο νήμα τότε;

Π   : Μπλε. Το μπλε ξέραμε και βάφαμε. Αυτό το μπλε τότε. Τώρα όμως π’ τα μάθαμε πάει ο αργαλιός!!… Το λάπατο το βάζαμε ως είδος σπίρτο, ως είδος σπίρτο. Δεν ήτανε για να βάψ’, ήτανε για. στερεωτικό. Και τα βουτάγαμε σ’ αυτό το λάπατο, τα βάζαμε ύστερα στο καζάν με το βρώμκο νερό και μόλις να ‘ναι χλιαρό. Το σκεπάζαν το καζάν και την άλλ’ μέρα τα βγάζαν τα νήματα είτε τα … Μάλιστα το εξετάζαν τότε να μην μπει καμία και τα ειδεί  … άκου τώρα τι λεπτομέρειες … και δε θα βάψ’, δε θα πάρ’ η μπογιά. Κι ύστερα να μην έχ’ πάει σε λείψανο αυτή π’ τα βάφ’, αυτή π’ θα τα βάψ’ να μην έχ’ πάει σε λείψανο ότι δε θα πάρνε τα νήματα … δε θα πάρνε μπογιά.

–   : Τώρα μάνα λες για τα νήματα που προορίζονται για;

Π   : Για διάφορα υφασίδια.. Είτε το υφασίδ, αυτό που ‘χε υφάν η μάνα μ’ …

–   : Λες για να νήματα, τα νήματα που βάφουν; Όχι τα μαλλιά;

Π   : Τα νήματα αλλ’ απ’ το βρώμκο νερό που πλένουμε τα μαλλιά.

–   : Από τη σέρα. Αλλά προηγουμένως είπες ότι στεγνώνουν τα μαλλιά πάνω στα …στα σχοινιά. Από εκεί και μετά τι γίνεται;

Π   : Από εκεί και μετά θα τα πάρνει τα μαλλιά, θα τα καθαρίσνει, θα καθίσουμε να τα ξάνουμε, να τ’ ανοίξουμε, να βγάλουμε εάν έχνει αγκαθάκια μέσα ή σκουπιδάκια … και μετά τα λαναρίζαμε, πριν βγουν οι λανάρες τα λαναρίζαμε στο λανάρ.

–   : Τι είναι το λανάρι;

Π   : Άειντι π’ δε θυμάσαι το λανάρ, είναι ένα τετράγωνο τόσο, τόσο πρέπει να ‘ναι, σαν χτένια αλλά να ‘ναι γεμάτο, γεμάτο συρματάκια… και καθόμασταν περνάγαμε τα πόδια μας έτσ’ και … λαναρίζαμε, λαναρίζαμε. Άμα θέλαμε να βγάλουμε το μακρύ μαλλί έτσι’ όπως λαναρίζαμε κρέμαγ’ αυτό σα στάχ’ και το τραβάγαμε και …

–   : Είπες ότι το μαλλί ήταν πρώτα στο σχοινί …Πως δηλαδή, αφού αυτά είναι κομματάκια – κομματάκια;

Π   : Δεν είν’ κομματάκια, άκου να ειδείς. Άμα είν’ από πρόβατα που ‘χνει μακριά μαλλιά έβγαινε μονοκόμματο αυτό, ας ήταν έτσ’ μαλλί ανοιγμένο, και τ’ άπλωνες απάν’ στο σχοινί, πέφταν τα μικρά κομματάκια κάτ’ στο τσιμέντο ή σε φράχτες και στεγνώνανε κι αυτά. Αυτά ολόκληρα τα κομμάτια τ’ απλώναμε.

–   : Πόσο μάκρος έχει το μαλλί του αρνιού;

Π   : Όπως το κουρεύανε έβγαινε ένα πράμα ολόκληρο. Να τόσο. Πως είναι το πρόβατο, έτσι {έβγαινε}…

–   : Άρα το μάκρος του μαλλιού ξεκινάει από δέκα  πόντους, πέντε μέχρι δέκα πόντους και φτάνει δεκαπέντε έως είκοσι  πόντους, τόσο; Πόσο μακριά είναι τα μαλλιά δεκαπέντε πόντους;

Π   : Να τόσο, αλλά τα ρούντα πρόβατα, τα ρούντα με το μαλακό μαλλί – πολύ μαλακό το οποίο όταν γίν’ κλωστή μπαίν’ πολύ στο πλύσμο, αυτό μπάζ’ πολύ – είναι τόσο κοντούτσκο. Ρούντα είναι αυτά π’ βγάζνει το πολύ μαλακό μαλλί, τ’ άσπρο – άσπρο …

–   : Τι άλλες ονομασίες προβάτων υπάρχουν; Ρούντα λες για το μαλλί.

Π   : Ρούντα λένε το μαλλί. Ρούντα πρόβατα, αυτά τα φέρννει απ’ έξω, απ’ έξω τα φέρνανε τα πρόβατα τότε. Λάγια λέμε εκείνα που ‘χνει μαύρο μαλλί.

–   : Λάγια. Αυτά που έχουνε άσπρο μαλλί πως θα τα πεις;

Π   : Ε τίποτα, άσπρες προβατίνες ωραίες, καριώκες, ξέρω ‘γω τι. Καριώκες δηλαδή από καλή ράτσα.

–   : Και άμα έχει μακρύ μαλλί πως θα το πεις;

Π   : Ε τίποτα, δεν έχ’ σημασία.

–   : Δεν μου λες μάνα, τα λανάρια;

Π   : Υπήρχανε πολλά λανάρια. Τρία ήτανε. Άκου να ειδείς. Ένα ήτανε με ουρές, δύο ξύλινα … ουρές τα λέγαμε. Ήτανε ένα σαν μπαστούν’ και μπροστά είχε κάτ’ μεγάλα δόντια, έτσ’ τόσο μεγάλα δόντια, τόσο πολύ πράγμα …

–   : Είκοσι πόντους δηλαδή τα δόντια;

Π   : Μ’ αυτό τραβάγαμε τα μαλλιά και τα ‘κανε έτσ’ έτσ’, έτσ’ κράταγε τόνα τώρα και με τ’ άλλο έτσ’, έτσ’ …

–   : Κυκλικές κινήσεις δηλαδή για να το ξάνει.

Π   : Για να βγάλει το μακρύ μαλλί αυτό γινότανε. Και το τραβούσε, το τραβούσε κι έβγαινε αυτό συνέχεια – συνέχεια, σκαμάν το λέγαμε. Σκαμάν’ λέγαμε αυτό το μακρύ μαλλί, έβγαινε συνέχεια – συνέχεια σαν κορδέλα.

–   : Δηλαδή το πρώτο λανάρισμα γινότανε για να βγει το μακρύ μαλλί;

Π   : Γινόταν το μακρύ μαλλί. Στις ουρές αυτές. Και τ’ άλλο έβγαινε έτσι μία τούφα, το κοντό αυτό, έβγαινε το κοντό μαλλί. Το ‘παιρνε, το ‘βγαζε και το πετούσε εκεί πέρα. Αυτό γινότανε….

–   : Μάνα δε θυμάμαι τώρα αυτό που λες. Πως καρφώνατε τις πρόκες κάτω;

Π   : Εκεί πέρα μία, εδώ μια άλλη, ξανά πέρα, ξανά άλλη και πάαινε έτσι, έτσι, έτσι για να πετύχουμε να τεντώσουμε το νήμα. Ε ναι πόσα πήχια θέλουμε να ρίξουμε;

–   : Και όλο το νήμα ήτανε ένα από την αρχή μέχρι το τέλος;

Π   : Άκου χρυσό μου παιδί. Γι’ αυτό τα ‘χαμε στα καλάμια, βγάζαμε πενήντα καλάμια, σαράντα καλάμια, τριάντα καλάμια, ανάλογα τα πήχια που θα ρίχναμε. Κι’ αρχίζαμε τώρα και ιδιάζαμε, τελείωνε το ‘να καλάμ μία γυναίκα πάει να δέσ’ το επόμενο μέχρι να τελειώσουμε πόσο πυκνό το θέλουμε. Πόσα κεφάλια, σε τι χτένι θα το βάλουμε;

–   : Αυτά μπαίνανε σε … Ααα ο αριθμός των καλαμιών ήτανε ανάλογος με το …

Π   : Ο αριθμός των καλαμιών δεν έχ’ σημασία. Μπορεί τα καλάμια να τα βάζαμε ένα – ένα τσελέ απάνω στο καλάμ.

–   : Τσελέ τι εννοείς;

Π   : Το τσουκλί αυτό που λέγαμε που βάζουμε στο …

–   : Μια μπούκλα, το λες τσουκλί ή τσελέ.

Π   : Ε ναι, τώρα μπούκλα λέμε αυτά που παίρνουμε και πλέκουμε, μπούκλες το λέμε μείς. Κούκλες, κομμάτια, όπως θέλει το λέει η κάθε μία.

–   : Ή τσελέ.

Π   : Τσλές. Κανονικά τσλές λέγεται. Κι αφού το ετοιμάζαμε μετά από εκεί, από τις τάβλες που γινότανε πααίναμε και μετράγαμε πόσες κλωστές έχει αυτό μέχρι που τελείωνε, εξακόσιες κλωστές είπαμε, εξακόσια κουφιά, πεντακόσια, ανάλογα με το χτένι που θα βάλουμε και το δέναμε από δώ κι από κεί να μην ενωθούνε, αυτό που ερχότανε έτσι να μην ενωθούν και περνάγαμε τ’ αντί μέσα και πηγαίναμε τώρα στην τυλίχτρα. Αυτό το μαζεύαμε και το κάναμε έτσ κοτσίδα – κοτσίδα και το βάζαμε σ’ ένα τσουβάλ, το υφασίδ αυτό το βάζαμε στο τσουβάλ. Και πααίναμε τώρα στην τυλίχτρα. Σ’ αυτό το σπίτι που ‘πες ότ’ ήτανε κάτω στο Βοϊδόρεμα. Κοντά στο Βοϊδόρεμα στου Σπυρόπουλου το σπίτι. Απ’ το μαγγάν’ το μαζεύαμε στα καλάμια, το βάζαμε στην ιδιάστρα και μετά το ιδιάζαμε κάτω στο πάτωμα είτε άν είχες παλιό σπίτ έξω στην αυλή βάζανε καρφιά πάνω στο ίδιο το σπίτι μερικοί που είχανε πλίθινα σπίτια, όχι καρφιά, παλούκια ξύλινα και το ιδιάζανε.

–   : Για να πετύχουνε το ίδιο μήκος σε όλα τα …

Π   : Ναι πόσο μακρύ το θες, πόσα πήχια; Και μετά πάμε στην τυλίχτρα. Κι έχουμε ένα ξύλινο που το λέγαμε σβάρνα. Εμείς το λέγαμε σβάρνα, σ’ άλλα μέρη το λένε ξυλογαϊδάρα.

–   : Το φορτώνανε αυτό με πέτρες;

Π   : Σ’ αυτό βάζαμε, κρεμάγαμε το υφασίδ γιατ’ έχει ένα μεγάλο … πώς να το πω … δόντι, πώς είναι η δυροστιά, και μια δυροστιά μεγάλη έκανε την ίδια δουλειά. Βάζαμε ένα σανίδι στη δυροστιά τη μεγάλ, τη βαριά και μια μεγάλ πέτρα κι αρχίζαμε τώρα να τυλίγουμε…  Που βάζουμε στο τζάκ την κατσαρόλα. Άμα είχαμε δυροστιά, δυροστιά τη λέμε μείς του καζανιού που είναι γερή με σίδερο χοντρό, κάναμε την ίδια δουλειά. Τη βάζουμε ανάποδα, βάζουμε ένα σανίδ και πέτρες μέχρι τριάντα οκαδών βάρος πάνω για να γίν’ τεντωμένο καλά στ’ αντί, κατάλαβες; Αντί λέμε κείνο που περνάμε το υφασίδ. Που τυλίγουμε το υφασίδι. Το πίσω αντί, το μπροστινό αντί είναι εκείνο που υφαίνουμε και τυλίγουμε το υφασίδ. Το υφαμένο. Στο πίσω αντί βάζαμε, τυλίγαμε το νήμα αυτό, το υφασίδ, το ιδιασμένο νήμα. Και μετά το φέρνουμε στο σπίτ, άλλη διαδικασία.

–   : Στάσου ένα λεπτό πως το περνάγατε εκεί στ’ αντί;

Π   : Στ’ αντί το περνάγαμε από την σταύρωση που είχαμε κάνει στα δύο κοντινά καρφιά.

–   : Πιο κοντινά στην ιδιάστρα;

Π   : Όταν τα ιδιάζουμε, ναι. Γινότανε η σταύρωση … για να σου δώσω να καταλάβεις να πάρω μια κουβαρίστρα και να το κάνω στο χέρι. Αυτή ήταν η σταύρωση. Δες εδώ Αντών, είπαμε αυτό τώρα πάαινε έτσι.

–   : Σταυρό έκανε πάνω στις δύο πρόκες;

Π   : Ναι απάνω στις δύο πρόκες, τώρα εδώ περνάγαμε τ’ αντί. Και εδώ περνάγαμε ένα καλαμίδ. Τραβάγαμε ένα καλαμίδι εκεί και ένα εδώ και μετά αρχίζαμε και το τυλίγαμε στ’ αντί. Το αντί είχε ένα λακκάκι, σ’ αυτό το λακκάκι βάζαμε μια ξύλινη βέργα …Ξύλινη είτε σιδερένια, άμα έχεις σιδερένια ναι, βάζεις σιδερένια.

–   : Το αντί όμως είναι μακρύ, είναι ένα μέτρο και.

Π   : Ένα μέτρο και, γιατί ο αργαλειός είναι φαρδύς. Ναι περνάγαμε τώρα αυτό εδώ τ’ αντί και το βάζαμε απάνω στις δύο φούρκες και περνάγαμε ένα καλαμίδι εκεί και ένα εδώ για να μην μπλεχτούν τα νήματα αυτά. Προχωρώντας τα καλαμίδια, τυλίγοντας τ’ αντί και προχωρώντας τα καλαμίδια και τυλίγοντας τ’ αντί … μέχρι να τελειώσ’ το υφασίδ αυτό που το ‘χουμε βάλει είπαμε στη σβάρνα κρεμασμένο. Και ήτανε αυτή η απόσταση -στην αυλή που ήτανε η τυλίχτρα- ήτανε κάπου δέκα οργιές …Ναι, στα είκοσι μέτρα βέβαια. Και ερχότανε κοντά μας η σβάρνα. Ξετυλίγοντας το υφασίδι που το ‘χαμε στο τσουβάλ το πααίναμε πάλι στην πέρα άκρη, πάλι βάζαμε τις πέτρες απάν’ … μέχρι που τελείωνε το τύλιγμα.

–   : Γιατί έπρεπε να είναι τεντωμένο πάνω στ’ αντί;

Π   : Γιατί άμα δεν είναι καλοτεντωμένο δεν υφαίνεται καλά, δε γίνεται ωραίο το υφασίδ. Πρέπει να ‘ναι καλοτεντωμένο, γινόταν σαν κουβαρίστρα, πολύ ωραίο.

–   : Και ο αριθμός των νημάτων είπαμε που έχει απάνω το αντί;

Π   : Ανάλογα το υφασίδι που θα κάνεις, από το τι θέλεις να υφάνεις, άμα θα το κάνεις πανί θα πάρεις το νούμερο δεκατέσσερα ή το δεκάξ, το δεκαοκτώ παίρναν στην Αράχοβα  και με το δεκαοκτώ…

–   : Και έτσι λοιπόν το έχεις έτοιμο πάνω στ’ αντί και πηγαίνεις για τον αργαλειό.

Π   : Το φέρνουμε στο σπίτι να το περάσουμε στα μντάλια ύστερα, άλλη φασαρία. Θα το περάσουμε στα μντάλια, τα μντάλια είναι εκείνο που έχει τα νήματα, του αργαλειού τα μντάλια και το χτένι.

–   : Καλά πριν πεις αυτό, πες πως γινότανε το μάλλινο το …

Π   : Το ίδιο ακριβώς, ακριβώς το ίδιο γινότανε και το μάλλινο.

–   : Μου είπες ότι το πάνινο είχε μεγαλύτερη διαδικασία από το μάλλινο.

Π   : Επειδή έπρεπε να το κουρκουτιάσεις το νήμα σε βραστό νερό και μ’ αλεύρι μέσα για να έχουμε το …Το πάνινο που παίρνουμε απ’ το εμπόριο. Και το βουτάγαμε μέσα στο νερό αυτό το βραστό που έχει και λίγο αλεύρι και το βγάζαμε και τα τεντώναμε αυτά τα τσελέδια, τα τραβάγαμε ο ένας από εδώ ο άλλος από εκεί, είτε σ’ ένα σίδερο που ‘χαμε κρεμάσει …και τ’ απλώναμε και στέγνωνε και μετά το καλαμίζαμε …

–   : Γιατί το κάνατε αυτό;

Π   : Για να μην κάνει ζάρες το νήμα, όταν είναι … Κοίτα τούτο πως είναι, άμα δεν το ματζαλιάσεις στ’ αλευρωμένο βραστό νερό …Να το βουτήξεις μέσα, ναι. Είτε εμείς το λέγαμε να το κουρκουτιάσεις με λίγο βραστό νερό. Τι λίγο, ένα καζάνι άμα είχαμε πολύ … Μια φορά εγώ έκανα υφασίδ μ’ έξι οκάδες νήμα απάν’ σ’ ένα αντί. Το δώδεκα νούμερο. Ύφανα δώδεκα τρίφυλλες κουβέρτες. Αυτό σημαίν’ πολύ νήμα. Επιτυχία, επιτυχία. Αλλά κουράστκα πολύ. Πηγαίναμε μαζί με τν Αργυρή και το τύλγα στην τυλίχτρα …

–   : Θες να πεις ότι με τόσο πολύ νήμα, το τέντωσες πολύ καλά και …

Π   : Το τέντωσα καλά, το καλοϊδιάσαμε, το καλοτύλιξα, το περάσαμε στα μντάλια και το κάναμε με σχέδιο κουβέρτες. Σαν την κουβέρτα που είχες … ενώ άν δε γινότανε έτσι καλά θα είχες ρούκγλες, ρούγκλες, κι έρχεται στο χτέν και μπερδεύεται και κόβεται η κλωστή άμα δεν είναι καλά τεντωμένο. Ε βέβαια, κόβεται. Πρώτα – πρώτα άμα δεν είναι σε βραστό νερό και λίγο αλεύρι μέσα, αναμαλλιάζει το μπαμπακόνημα αυτό και κόβεται. Ενώ άμα είναι βουτηγμένο στο βραστό νερό με τ’ αλεύρι στερεώνεται. Στερεώνεται.

–   : Τα έχεις περάσει λοιπόν στο αντί και πας για τον αργαλειό. Πως το στήνεις στον αργαλειό.

Π   : Ο αργαλειός είναι έτοιμος.

–   : Ο αργαλειός είναι έτοιμος αλλά πως περνάς εσύ το νήμα στον αργαλειό για ν’ αρχίσεις να υφαίνεις;

Π   : Θα το βάλεις με τ’ αντί στο πίσω μέρος που ‘χει ο αργαλειός, θα το τραβήξουμε μπροστά, θα κρεμάσουμε τα μντάλια και το χτένι ανάμεσα, μπροστά το χτένι εκεί που θα κάθομαι εγώ …

–   : Το χτένι είναι ανάλογο με τον αριθμό των νημάτων και ανάλογο με το τι θα φτιάξεις.

Π   : Ναι ανάλογα, είναι πολλών ειδών. Είναι το πανόχτενο, είναι το τσουκνόχτενο, είναι το μαντανόχτενο που κάνω τις μαντανίες τις σπαστές …

–   : Ένα – ένα. Μαντανία λες την κουβέρτα.

Π   : Μαντανία λέμε αυτές που κάνουνε στρώσεις κάτω κουκιαστές, πώς κάνουνε οι Αραχοβίτισσες; Που μπαίνει πολύ νήμα στο ύφαμα.

–   : Η μαντανία είναι αυτή που στρώνουμε κάτω στο πάτωμα;

Π   : Αυτά τα λένε καπίκια. Χαλιά, καπίκια ναι. Μαντανίες λέμε αυτές που στρώνουμε στα κρεβάτια.

–   : Από πάνω. Δεν την σκεπαζόμαστε. Την σκεπαζόμαστε;

Π   : Άμα θες την σκεπάζεσαι.

–   : Αυτό λοιπόν το κάνεις με το μαντανόχτενο;

Π   : Με το μαντανόχτενο. Το πανόχτενο είναι αυτό που κάνουμε το πανί, τις κουβέρτες αυτές που λέω εγώ τις κρητικές, τις κουκουπωτές …Είναι σαν κουκούλες, γίνεται με σχέδιο στα μντάλια, στα μντάλια το κάνουμε με σχέδιο.…. Είναι τα κουρελόχτενα μετά, αραιό χτένι που περνάμε χοντρό νήμα, κουρελόνημα που είναι τρίδιπλο, τρίδιπλο το νήμα αυτό. Κομμένο χοντρό για να είναι γερό. Μ’ αυτό το κουρελόχτενο φτιάνουμε τις κουρελούδσες και ορισμένες βελέτζες …Ε δεν έχει άλλα χτένια. Είναι μαντανόχτενα, κουκιαστόχτενα και πανόχτενα.

–   : Κουκιαστόχτενα;

Π   : Τσουκνόχτενα που κάνουμε τα μάλλινα, τα τσούκνα που τα λέγαμε ένα καιρό, τσούκνα. Τι έχω; Τσούκνινο υφασίδι που κάνουμε βελέτζες, στρωσάρες. Είτε αυτά που λένε που κάνανε οι άντρες πατατούκες, σακάκια, παντελόνια, οι τσοπάνηδες.

–   : Στρωσάρες τι λες; Αυτές που στρώνουμε …

Π   : Που στρώνουμε κάτω, αλλά ελαφρές βελέτζες. Πατατούκες λέγαμε ένα καιρό τα μακριά σακάκια των αντρών, των τσοπάνηδων. Όχι τα καπότια, εκείνα πάλι δεν έχω υφάνει εγώ. Είχανε καπόχτενα πολύ αραιά, που βάζανε …

–   : Καπόχτενα τα λέγανε ή καποτόχτενα; Πως τα λέγανε για τις καπότες;

Π   : Για πιο ευκολία καπόχτενα, καποτόχτενα, όπως θες τα λες… Που κάνανε τις κάπες, ναι, τα καπότια, τα κάνανε υφαντά οι γυναίκες οι καημένες τότε. Παίρνανε τα τράγια τα νήματα, τα μαλλιά, τα λαναρίζανε, τα γνέθανε … Αλλά για να τα γνέσεις εκείνα πρέπει να τα βουτάς στο κρύο νερό και όπως είναι βρεγμένα στην ρόκα να γνέσεις, φεύγει το νερό … στραγγά … πολύ σκληρό ήτανε, είναι άγριο το μαλλί αυτό, άγριο και πέφτει η τρίχα. Ενώ τη βούταγες στο νερό …

–   : Λοιπόν τι άλλα χτένια υπάρχουν; Δεν υπάρχουν άλλα;

Π   : Ανάλογα, ορισμένοι … στο Δαδί είχανε κάθε φτιασίδι και το χτένι.

–   : Οι Δαδιώτες έχουν άλλα χτένια;

Π   : Τα ίδια όπως εμείς αλλά αυτοί κάνανε πολλά υφασίδια, πάρα πολλά και είχανε για κάθε υφασίδι τα μντάλια και το χτένι του.

–   : Καλύτεροι τεχνίτες δηλαδή οι Δαδιώτες;

Π   : Ε πιο καλοί. Τα ίδια υφασίδια κάναμε και μείς …

–   : Αργαλειοί υπάρχουν διαφορετικών ειδών;

Π   : Αργαλειοί υπάρχουν διαφορετικών ειδών ανάλογα το φάρδος. Ένα καιρό είχανε στενούς αργαλειούς. Τώρα ύστερα κάνανε φαρδιούς και κάνουνε φαρδιά χτένια, κάνουν φαρδιές κουρελούδσες …

–   : Ποιοι θεωρούνται καλύτεροι;

Π   : Οι φαρδιοί. Γιατί κάνει φαρδύ υφασίδι. Τώρα …

–   : Σε περιοχές λέω. Οι Δαδιώτσες είπες είναι καλύτερες;

Π   : Σε περιοχές τώρα όπως φαίνεται, οι καλύτεροι αργαλειοί είναι … είναι απάνω … πως τα λένε αυτά τα μέρη απάνω προς τη Μακεδονία; Έβλεπα στην τηλεόραση αργαλειούς που δεν την πετάνε τη σαΐτα με τα χέρια, πάει κι έρχεται αυτή μονάχη της, αυτοί τραβάνε ένα …

–   : Αυτά είναι αυτόματα, άστα αυτά. Εδώ λέμε για τους παλιούς τους αργαλειούς.

Π   : Ε, οι παλιοί Αργαλειοί ήτανε όλοι το ίδιο, το ίδιο σ’ όλα τα …Ποιες ήτανε οι καλύτερες υφάντρες; Οι Αραχοβίτσσες. Οι Αραχοβίτσσες γιατί κάνανε κεντητά στον αργαλειό, καπίκια πολύ ωραία. Οι καλύτερες υφάντρες ήτανε οι Αραχοβίτσσες. Και στο Δαδί καλές και στα δικά μας τα χωριά καλές μόνο που εμείς κάναμε λιγότερα. Εκεί οι Δαδιώτες κάνανε και πούλαγαν, τα φέρνανε στα παζάρια και πούλαγαν πανιά τότε, ζούσαν με τα υφαντά. Τα υφαίναν τόσο γρήγορα!! Αλλά τα κάνανε όχι πολύ πυκνά, σφιχτοϋφαμένα.

–   : Λοιπόν, πως το στήνεις τώρα το αντί στον αργαλειό;

Π   : Βάζουμε το πίσω τ’ αντί, βάζουμε και το μπροστινό. Και στ’ αντί τώρα για να μη φεύγει το νήμα συνέχεια, βάζουμε ένα ξύλο που το λέγαμε τανήτρα.

–   : Τανήτρα είναι αυτή που το τεντώνει, που τ’ ανοίγει;

Π   : Όχι. Στ’ αντί, πες ότι είναι αυτός ο αργαλειός και αυτό είναι τ’ αντί και εδώ είναι το μπροστάρι, είδες έχει τέσσερις τρύπες τ’ αντί, από τη μια μεριά έχει τέσσερις τρύπες. Ε βάζουμε το ξύλο αυτό και δεν αφήνει να γυρίσει τ’ αντί. Το κρατάει σε μια θέση ύστερα που το κομποθιάζουμε στο μπροστινό τ’ αντί, τις κλωστές αυτές τις κομποθιάζουμε …

–   : Είναι φρένο δηλαδή η τανήτρα.

Π   : Ναι φρένο. Τις κομποθιάζουμε δέκα-δέκα, είκοσι -είκοσι μαζί στο μπροστινό αντί και αρχίζουμε τώρα υφαίνουμε. Σιγά – σιγά – σιγά υφαίνουμε.

–   : Προχωράς το ύφασμα όσο φτάνουν τα χέρια σου, οπότε βγάζεις την τανήτρα;

Π   : Ναι βγάζω την τανήτρα και τραβάμε έτσι όπως τραβάμε το χτένι, γυρίζει τ’ αντί, ξαναβάζουμε την τανήτρα … πόσες τρύπες; Δυό τρύπες, τρεις, όσες θέλουμε.

–   : Πως λέγονται τα εξαρτήματα του αργαλειού;

Π   : Το αντί, το μπροστινό {και το πίσω} … δύο αντιά, η τανήτρα αυτή που λέμε που είναι … πως το είπες,.. το φρένο, οι σαΐτες … που πετάμε που βάζουμε τα μασουράκια, βάζουμε τα μασουράκια μέσα με το κάθε χρώμα νήμα, τι υφασίδια έχουμε … υπάρχουνε βελέτζες που βάζαμε τότε δέκα δεκαπέντε χρώματα να κάνουμε μία κουκιαστή ωραία βελέτζα… δεκαπέντε σαΐτες … άμα δεν είχαμε πολλές σαΐτες βγάζαμε το ένα μασούρι βάζαμε τ’ άλλο, άντε ξανά βάζαμε … Δεκαπέντε χρώματα, δέκα χρώματα, οκτώ χρώματα, δύο χρώματα, ανάλογα τη βελέντζα που θα κάνουμε. Άμα ήτανε σεντόνια δύο τρία χρώματα, μία άσπρη, μία ροζ, μία μπλε, μία λάγια … το λάγιο το μαλλί που ‘ναι απ’ τα πρόβατα τα μαύρα δεν το βάφαμε καθόλου, λάγιο αρνί μαύρο αρνί… είπαμε τα δύο αντιά, η τανήτρα που στερεώνει το αντί, τα μντάλια, είτε δύο μντάλια ανάλογα το υφασίδι, ή τέσσερα μντάλια …

–   : Είναι αυτά τα δύο ξύλα τα παράλληλα που έχουνε ανάμεσα τους τις …

Π   : Τις κλωστές και περνάμε τα νήματα ναι. Είτε έξι μντάλια που γινόταν το εξαφιλάκι, κάναν το καραμελωτό εξαφιλάκι. Φιγούρας υφασίδια αυτά. Τα εξαφιλάκια ήτανε έξι μντάλια!

–   : Φιγούρας λες; Έβγαινε ύφασμα φιγούρας; Που έμπαινε δηλαδή; Έμπαινε στα κρεβάτια απάνω;

Π   : Στα κρεβάτια ναι. Στα κρεβάτια και κουρτίνες. Έξι μντάλια, μετά έξι πατήτρες … Πατήτρες που πατάγαμε τα πόδια και ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια και πετάμε τη σαΐτα. Το χτένι, στο μπροστινό αντί πάλι για να στέκεται το υφασίδι περνάμε πάλι ένα ξύλο – το οποίο εκείνο δεν ξέρω πως το λένε – πάλι ένα μικρό ξύλο, φρένο …που το στερεώναμε στο μπροστινό αντί πάλι, αυτό το ξύλινο φρένο και αρχίζαμε και υφαίναμε, τις σαΐτες … που πετάμε, το ξύλινο αυτό το φρένο που λέμε στο μπροστινό, η τανήτρα στο πίσω αντί και τελείωσε.

–   : Η τανήτρα είναι το μακρινάρι που την φτάνεις εσύ.

Π   : Στάσου για να κρεμάσουμε το χτένι έβγαινε ανάμεσα, ανάμεσα … όχι ανάμεσα, στα μπροστά μντάλια προς τα μένα που τα υφαίνω, έμπαινε το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο. Το ξυλόχτενο εξαρτάται … να είναι βαρύ το ξυλόχτενο, καλό …

–   : Που χτυπάς για να …

Π   : Ναι έμπαινε το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο, μντάλια ήτανε από πίσω, πατάγαμε αυτά και τραβάγαμε το ξυλόχτενο και χτυπάγαμε το υφασίδι. Πατάγαμε, άνοιγαν τα νήματα αυτά, ανοίγουν – ανοίγουν και πετάγεται η σαΐτα. Είπαμε δύο αντιά … η τανήτρα τρία, τα μντάλια, το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο, οι σαΐτες, τα καλαμάκια και το φρένο που ‘ναι το ξύλινο αυτό που λέμε … το ξύλινο που δεν θυμάμαι …ά, το φρένο για το μπροστινό αντί.

–   : Αυτός είναι ο αργαλειός, τα κομμάτια του αργαλειού.

Π   : Ναι. Κρεμασμένα τα μντάλια όμως … από πάνω από τον αργαλειό έχει ξύλα έτσι δύο που είναι κρεμασμένα τα μντάλια. Με σκοινιά. Και αγκούτσες κάτι ξύλινα πραγματάκια που πιάνουν τα μντάλια και ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια, μερικοί βάζουνε αυτά τα ξύλινα, κάτι πραγματάκια έτσι … που κρεμάγαμε τα μντάλια. Ορισμένοι δε βάζουν αυτά που λέμε, έχουνε δύο καλάμια και τραβάει το μντάλι έτσι πάνω κάτω δεμένο το καλάμι από πάνω από τον αργαλειό και κρεμασμένα τα μντάλια, την ίδια δουλειά κάνει… άμα δεν έχεις αγκούτσες … εκείνα πάλι δεν θυμάμαι πως τα λένε, που βάζαμε μέσα καρλόψχες. Καρλόψιχες λέγαμε κάτι πράματα που είναι σαν τα σφοντίλια και ανάμεσα σ’ αυτήν την καρλόψιχα … ή και κουβαρίστρα να βάλεις το ίδιο είναι. Κουβαρίστρα, να βάλεις τα μντάλια έτσι και θα κυλάει αυτό. Πηγαίν’ έρχεται, πηγαίν’ έρχεται το μντάλ.

–   : Κατάλαβα, τα θυμάμαι ξέρεις, ένα – ένα τα θυμάμαι.

Π   : Αλλά γίνονται και πιο πρακτικά. Χωρίς τς καρλόψχες, χωρίς τς αγκούτσες. Σ’ ένα καλάμ κρεμασμένο για να στερεώνονται τα μντάλια και να κυλάνε, να κυλάνε, να γυρίζνει εύκολα πατώντας τς πατήτρες ν’ ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια….

–    : Ουφ μωρέ μάνα…

Π   : Εμ πηδάκι μ’, εσύ με ρώτσες!!

 

Αθήνα 7 Φλεβάρη 1981.

 

Η αποφώνηση έγινε το 2009 από την εγγονή της Παρασκευούλας Κακαρά την Πανωραία Καραντζά και η επιμέλεια από τον ερωτώντα γιο της.

 

 

«Μαύρη ΕΣΑ» Τρομοκρατία Φασισμός και «Χρυσή Αυγή»

1 Νοεμβρίου, 2012

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ

(Η ΕΣΑ ΚΑΙ Η ΒΙΑ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ)

(ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ-ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΗΣ «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ»)

Το απριλιανό καθεστώς/δικτατορία είχε ανάγκη από έναν τρόπο πρόσθετο της προπαγάνδας και της ΄΄επαναστατικής ιδεολογίας΄΄, με τον οποίο θα πείθονταν ολόκληρος ο λαός, οι ΕΔ και κύρια οι εργαζόμενοι, ότι έπρεπε να συνεργαστούν, να υπακούουν, να ανέχονται. Δεν ήταν μόνον το γεγονός πως χρειαζόταν επίφαση ηρεμίας, ώστε να φανεί η διαφορά με την κατάσταση της ΄΄προεπαναστατικής ανώμαλης περιόδου΄΄. Το καθεστώς όφειλε και ήθελε να συνεργαστεί και με την κυρίαρχη τάξη, με τους βιομηχάνους, με το μεγάλο κεφάλαιο. Ώφειλε/ήθελε να έχει την στήριξή τους. « Η δικτατορία κατόρθωσε με τη δύναμη του τρόμου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη για το μεγάλο κεφάλαιο ΄΄κοινωνική συνοχή΄΄ και έτσι να διευκολύνει τη διαδικασία καπιταλιστικής ανάπτυξης, κύρια σε βάρος των εργαζομένων» (Μοσχονάς).

Έτσι εξηγείται ο ρόλος των μηχανισμών αστυνόμευσης από τις ΕΔ, που δεν υπήρχε πριν τη δικτατορία. Δηλαδή ο νέος ρόλος κύρια της ΕΣΑ με την επέκταση των δραστηριοτήτων της και στους πολίτες. Τα στρατοδικεία, ο στρατιωτικός νόμος, η υπόλοιπη εργατική νομοθεσία έρχονται συμπληρωματικά στον τρόμο, που η άμεση επαφή των οργάνων του καθεστώτος επιβάλλει με τις μεθόδους τους. Η έκδηλη βία, τα βασανιστήρια και ή έντεχνη διοχέτευση φρικιαστικών λεπτομερειών στην αγριότητά τους, βοηθούν σημαντικά, πειθαναγκάζουν σε υπακοή, αποτρέπουν την αντίσταση αφού τρομοκρατούν.

Την προσέγγιση και ανάλυση της ΕΣΑ και των ΕΣΑτζήδων και τον τρόπο που λειτούργησαν το διάστημα 67-74 μελετούν αρμόδιοι επιστήμονες.[1] Καλύπτουν απορίες, που θα μπορούσαν να διατυπωθούν για το φαινόμενο αυτό, εκτός ίσως των προεκτάσεων και σχέσεων των ανθρώπων, που στελέχωναν την υπηρεσία αυτή με τις δομές και λειτουργία των ΕΔ απ’ όπου προέρχονταν. Στα συμπεράσματά τους οι συγγραφείς προβάλλουν ενδιαφέρουσες ερμηνείες συμπεριφορών και απόψεις.

Η Φατούρου καταλήγει (αποδεικνύει;) πως, οι νέοι άνθρωποι με την κατάλληλη εκπαίδευση γίνονται βασανιστές, μετατρεπόμενοι και οι ίδιοι σε θύματα. Είναι τολμηρό αυτό το συμπέρασμα, όχι εύκολα αποδεκτό απ’ όσους υπέστησαν βασανιστήρια, οδηγεί στην αντιμετώπιση του βασανιστή ως αρρώστου παρά ως ενόχου, αναγκάζει τον αναγνώστη να σκέπτεται, πως και ο ίδιος θα μπορούσε να γίνει βασανιστής και απλά ήταν τυχερός στη θητεία του. Έτσι όλοι αισθανόμαστε ή θα ‘πρεπε να αισθανόμαστε κάπως ένοχοι. Εκτός από το αναλογούν στον καθένα μερίδιο ευθύνης, για το πώς είναι διαμορφωμένη η κοινωνία και κύρια οι μηχανισμοί ποδηγέτησης της.

Η Δαράκη αμφιβάλλει η ίδια (και σωστά), πως δεν πρόκειται να εφαρμοσθεί η θέση της για επανένταξη των τέως εσατζήδων στην κοινωνία. Μέσα από ανάλογο πρόγραμμα εκπαίδευσης, με χρήση ακόμα και καθηγητών/ διαλεκτών κάποιων από τα θύματά τους (όσους πέρασαν και υπηρέτησαν στην ΕΣΑ, τους υπολογίζει στους 4.000 περίπου για το διάστημα της δικτατορίας). Εκεί όμως που η αναλύτρια μιλάει προφητικά, είναι όταν εκφράζει από το 1976 ακόμα (χρονιά έκδοσης του βιβλίου της Δαράκη) φόβους για το μέλλον της σχέσης ΄΄εσατζήδες –κυβέρνηση -κατεστημένο-ένοπλες δυνάμεις΄΄ . Μπορεί βέβαια να μην υπήρξαν φαινόμενα όπου να δικαιώθηκε σε μεγάλη έκταση η πρόβλεψή της για τους εσατζήδες, που είναι «…διαθέσιμοι για τον παρακρατισμό, όποτε τους καλέσει…». Και τούτο γιατί το φαινόμενο των ακροδεξιών, φασιστικών οργανώσεων, που για χρόνια έδρασαν μεταπολιτευτικά, δεν είναι άσχετο με τη δεξαμενή των εν δυνάμει ακροδεξιών εργαλείων τρόμου, όπως οι εσατζήδες. Ούτε μπορούσε να φανταστεί τότε τη σημερινή κατάσταση με τα «παληκάρια» της «Χρυσής Αυγής», το ναζιστικό χαιρετισμό, τη συνεχόμενη άνοδό της με όλες τις αιτίες που εκτρέφουν καθόλου υποκρυπτόμενο ρατσισμό ως στοιχείο φασιστικό και ναζιστικό.

Τέλος η ίδια συγγραφέας κάνει χρήση και υιοθετεί τις θέσεις άρθρου του καθηγητή Γ. Κουμάντου, (όπου) δείχνει με ποιον τρόπο ο  Καραμανλής προσπάθησε να ανασυντάξει τον Μηχανισμό που γεννά τις χούντες «…να ΄΄ξεμουτρώσει΄΄ ο στρατός και να ξαναβρεί τον προσανατολισμό του. …Η Καραμανλική επιείκεια αποβλέπει στο να εξασφαλισθεί η υποταγή και η αφοσίωση του στρατού στο Κόμμα που κυβερνάει και στις κοινωνικές δυνάμεις που εκφράζονται με το κόμμα αυτό …». Και σχολιάζει η συγγραφέας αυτό που βγαίνει από το άρθρο του Κουμάντου, (ο γράφων συμφωνεί με τη θέση αυτή). «…Πρόκειται δηλαδή για μια ανανέωση της πατροπαράδοτης πολιτικής του ελληνικού κατεστημένου απέναντι στο Στρατό, της πολιτικής ιδιοποίησης και εκφεουδαρχισμού του Στρατού, προς όφελος της ομάδας στην εξουσία….»

Θα μπορούσε να σταματήσει εδώ η προσέγγιση, εάν, αυτό το συμπέρασμα/ παρατήρηση, δε χρειαζόταν άλλη απόδειξη στην προσπάθεια τότε του Καραμανλή για προσεταιρισμό των ΕΔ, απ’ αυτήν της τροποποίησης της ποινής του θανάτου των πρωταιτίων σε ισόβια. Χρειάζεται πρόσθετη απόδειξη της άποψης για τις διαδικασίες του μεταπολιτευτικού κράτους προς εξισορρόπηση/ επαναστήριξη /συμμάζεμα των ΕΔ στον παραδοσιακό τους ρόλο και αποκατάσταση της σχέσης τους με το ΄΄κατεστημένο΄΄;

Εκτός των άλλων την βρίσκουμε στη μη αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου και του Κανονισμού της ΕΣΑ. Το μόνο που άλλαξε μετά τη δικτατορία ήταν η ονομασία, ώστε να μην προκαλεί γραμμένη στα περιβραχιόνια των ανδρών και τα αυτοκίνητα της υπηρεσίας. Από ΕΣΑ ονομάζεται ΄΄Στρατονομία΄΄ με το Ν.276/76 ο οποίος παρασέρνει και τις άγνωστες σχεδόν ΕΑΑ της αεροπορίας και ΕΝΑ του ναυτικού αλλάζοντάς τες σε Αερονομία και Ναυτονομία. Μια πρόταση του ΣΑΓΕ (συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων) για ψήφιση Νόμου που θα προβλέπει Γενικό Κανονισμό Στρατονομίας- Ναυτονομίας- Αερονομίας (με διαδικασίες που ξεκίνησαν ίσως και πριν το 1983) δεν είχε αποτέλεσμα.

Το συμπέρασμα είναι πως ισχύει ακόμα (τουλάχιστον ίσχυε το 2006) στο σύνολό του ο Νόμος 1746/1951 για την στρατιωτική αστυνομία! Δηλαδή η λογική που διαμόρφωσε ο εμφύλιος, που μόλις είχε λήξει, είναι εκείνη που διατρέχει τη στρατιωτική αστυνομία τα τελευταία πενήντα χρόνια. Με απλές αλλαγές ονόματος και τίποτε άλλο.

Αυτόν το Νόμο που κυρώνει τον Κανονισμό 600-1και αφορά την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ» τον σεβάστηκε και αξιοποίησε υπέρ του δέοντος η δικτατορία, δεν τον άλλαξε ο Καραμανλής μεταπολιτευτικά, τον διατήρησε το ΠΑΣΟΚ για περισσότερα από είκοσι χρόνια σε ισχύ! Αν ισχύει ακόμα, θα σημαίνει πως επιτελεί καλά τον σκοπό του. Αυτόν δηλαδή που ο Κουμάντος και η Δαράκη –Μαλλέ θέτουν ως στόχο του Καραμανλή για τις ΕΔ. Και βέβαια δεν είναι μόνον η Δεξιά με το κυβερνών κόμμα (ΕΡΕ πρώτα, Νέα Δημοκρατία αργότερα) που εξυπηρετείται. Είναι και το Κέντρο με τα αντίστοιχα μεταπολεμικά Κόμματα (Ένωση Κέντρου, ΠΑΣΟΚ) που επίσης εξυπηρετούνται από την ίδια Νομοθεσία και Κανονισμούς. Το ΠΑΣΟΚ είναι κυβερνών κόμμα για περισσότερα χρόνια από τη ΝΔ. Ο λόγος μη ουσιαστικών αλλαγών είναι, πως τα κόμματα αυτά, υπηρετούν στην ουσία την ίδια πελατεία (΄΄κατεστημένο΄΄ τη λέει και ο Κουμάντος και η Μαλλέ και όλοι). Εκτός των ΄΄μαζών΄΄ που ποδηγετούνται και πείθονται με ανώδυνες εναλλαγές των διαχειριστών της εξουσίας.

Στο σχέδιο Νόμου με συντάκτες στελέχη των ΕΔ, (και μάλιστα από το χώρο των υπηρετούντων στη διεύθυνση στρατονομίας, απ’ όπου και η αρχική ιδέα) υπάρχει διστακτική προσέγγιση /πρόβλεψη για αποφυγή χρήσης αναίτιας βίας από τα όργανα της ΕΣΑ. Εκεί μπορούν να ενταχθούν τα βασανιστήρια, όχι ως αναίτια βία, αλλά με  διάταξη  να σταματά υποτίθεται η όρεξη των ροπαλοφόρων και των αφεντικών τους. Γράφει ο συντάκτης στο άρθρο 5 του προτεινομένου σχεδίου: «…τα στρατονομικά όργανα μπορούν να κάνουν χρήση της αστυνομικής ράβδου (κλομπ), μόνον όταν βρίσκονται σε νόμιμη άμυνα, και η χρήση τους είναι δικαιολογημένη και απόλυτα αναγκαία. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποφεύγονται τα κτυπήματα σε ευαίσθητα μέρη του σώματος, όπως στο κεφάλι και στα γεννητικά όργανα…». Η πρόταση αυτή της ανώτατης ηγεσίας των ΕΔ δεν έγινε δεκτή, και δεν προχώρησε προφανώς από τον ΥΕΘΑ, που είναι ο άμεσος προϊστάμενός τους. Προτίμησε την ισχύουσα νομοθεσία από το 1951. Πρόκειται για τον Νόμο 1746/1951 «περί Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας». Το όνομα όπως είπαμε άλλαξε το 1975 και έγινε Στρατονομία. Τίποτε άλλο.

Διατρέχοντας το νόμο διαπιστώνουμε πως πρόκειται για κείμενο που αφορά μόνον τις ΕΔ. Ως προορισμό της ΕΣΑ προβλέπει την «…εκτός των στρατοπέδων, τάξιν, ασφάλειαν, πειθαρχίαν, και άψογον παράστασιν του στρατεύματος…». Για τους αξιωματικούς το όριο χρόνου υπηρεσίας στην αστυνομία αυτή είναι δύο χρόνια το λιγότερο, ενώ για τους υπαξιωματικούς τρία χρόνια. Οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί πρέπει να επιλέγονται και να «…διακρίνονται διά το ήθος και τον χαρακτήρα των, να είναι ακριβοδίκαιοι, ταχείας αντιλήψεως, δραστήριοι, επιβλητικοί την εμφάνισιν, ευγενείς εις τους τρόπους, αλλά και άτεγκτοι συνάμα, οσάκις αναπότρεπτοι ανάγκαι το επιβάλλουν…». Η ΕΣΑ δεν έγινε γνωστή για τους ευγενείς και δίκαιους που υπηρετούσαν εκεί στη δικτατορία. Οπωσδήποτε υπήρχαν και τέτοιοι. Εξ άλλου ο μηχανισμός του Ιωαννίδη επέλεγε άριστους νέους αξιωματικούς για την υπηρεσία αυτή, όπως δηλώνουν στις συνεντεύξεις τους επαΐοντες στρατιωτικοί.

Παρόμοια κριτήρια ίσχυαν και για τους υπαξιωματικούς, που προορίζονται για την ΕΣΑ. Ο νόμος προβλέπει τα ίδια, συν την προϋπόθεση να έχουν απολυτήριο Δ΄ τάξης δημοτικού τουλάχιστον. Αναφερόμαστε στο 1951 και τα πράγματα έκτοτε έχουν βελτιωθεί σ’ αυτό το σημείο. Όσο για τους στρατευσίμους «…δέον να ώσιν αρίστης σωματικής διαπλάσεως και εμφανίσεως, υψηλού αναστήματος (1,75 και άνω) μεγάλης σωματικής αντοχής (γιατί άραγε;), οξείας αντιλήψεως, ικανής νοημοσύνης, ενεργητικότητος και παρατηρητικότητος, προικισμένοι δι’ επιμονής και υπομονής,, περιεργείας, ευσυνειδησίας και πρωτοβουλίας…υψηλόν δείκτην μορφώσεως…».

Όλες αυτές οι προβλέψεις και προϋποθέσεις πήγαν περίπατο τουλάχιστον για τους στρατευσίμους, αλλά και για τους περισσότερους των στελεχών. Να θυμόμαστε, πως η ΕΣΑ έγινε γνωστή με τους βασανιστές της μικρών και μεγάλων βαθμών και όχι για τους υπόλοιπους που δεν βασάνιζαν. Ούτε ευσταλείς ήταν όλοι ούτε έκπαγλου καλλονής και ικανής νοημοσύνης. Δεν ήταν αυτά τα προσόντα, που ήθελαν από τους συγκεκριμένους νέους. Τους ήθελαν για εργαλεία και όχι να σκέφτονται περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν.

Ο διοικητικός μηχανισμός της ΕΣΑ ξεκινούσε από Διευθύνσεις στο ΓΕΣ, στη Στρατιά, στα Σώματα Στρατού και στις μεγάλες μονάδες εξομοιωμένες με Σώμα Στρατού.

Περιλάμβανε επίσης ένα κέντρο εκπαίδευσης το ΚΕΣΑ και ένα ειδικό ανακριτικό τμήμα το ΕΑΤ/ΕΣΑ (που αναδείχθηκε ως το κέντρο της πραγματικής εξουσίας στην Ελλάδα την επταετία 1967-74). Οι δυνάμεις κρούσης της ΕΣΑ απλώνονται από εδώ και κάτω με τους λόχους, που προβλέπονται στη Στρατιά, τα Σώματα Στρατού και τις μεγάλες μονάδες, στις μεραρχίες και «Λόχους Γραμμών Συγκοινωνιών». Τέλος προβλέπονται και ανεξάρτητες ομάδες, προφανώς για μικρότερες μονάδες.

Ανάλογα με το επίπεδο της οργάνωσης οι αρμοδιότητες ποικίλλουν κλιμακούμενες από τα επιτελικά επίπεδα που λειτουργούν ως σύμβουλοι της ηγεσίας, ως υπεύθυνοι για τον έλεγχο, παρακολούθηση, επιθεωρήσεις, έκδοση οδηγιών, μεταθέσεις, αποσπάσεις, μελέτες, εισηγήσεις λύσεων, πιστώσεις, εφοδιασμούς … Αυτά για τις Διευθύνσεις του ΓΕΣ και των μεγάλων μονάδων, όπου επίσης προβλέπονται και αρμοδιότητες για ζητήματα κυκλοφορίας οχημάτων, για αιχμαλώτους πολέμου και «…ιδιώται κρατούμενοι…καταγραφή, περιορισμό, φροντίς, μεταχείρησις, πειθαρχία,  εξασφάλισις, χρησιμοποίησις, εκπαίδευσις και επαναπατρισμός ιδιωτών…».[2]

Η πρόβλεψη του Νόμου για αρμοδιότητες εκτός στρατοπέδων που αφορούν μόνον τους στρατιωτικούς επεκτείνεται και σε ιδιώτες «…οίτινες κρατούνται υπό του Στρατού και ευρίσκονται υπό την δικαιοδοσίαν τούτου…» ενώ καλύπτει και τον έλεγχο ταυτοτήτων και κυκλοφορίας προσωπικού, που αφορά όμως «…και τον πληθυσμόν…εις τας υπό στρατιωτικόν έλεγχον περιοχάς….(καταληφθείσαι, ή κατεχόμεναι, απελευθερωθείσαι… εχθρικαί, συμμαχικαί ή Εθνικού εδάφους)…σύλληψις παραβατών …στρατιωτικών ή ιδιωτών…». Υποτίθεται πως η ΕΣΑ δρα και κατά ιδιωτών παντού στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου είναι αρμόδιες οι ΕΔ, και επί εθνικού εδάφους. Το τι έκανε δε χρειάζεται να αναλυθεί εδώ.

Αυτός ο Στρατιωτικός Κανονισμός 600-1 του 1968 είναι αντίγραφο του Ν 1746/51 και ποτέ δεν εφαρμόσθηκε επί εχθρών στρατιωτικών και ιδιωτών. Στις αρμοδιότητες του τμήματος που ευθύνεται για τις χειρότερες βαρβαρότητες της δικτατορίας, δηλαδή του ειδικού ανακριτικού τμήματος ΕΑΤ/ΕΣΑ, περιλαμβάνεται η αποστολή με γενικόλογο καθορισμό την ΄΄ασφάλεια του στρατεύματος΄΄. «…Το ΕΑΤ/ΕΣΑ είναι μονάς Σ. Α. { Στρατιωτικής Αστυνομίας} υπαγομένη απ’ ευθείας εις την Δ/νσιν Σ.Α./ΓΕΣ { εκεί ήταν ο Ιωαννίδης διευθυντής, εξ ου η παντοδυναμία του με τέτοιο μηχανισμό βασανιστών} …έχει ως αποστολήν: την ανίχνευσιν, διερεύνησιν και δίωξιν παντός πειθαρχικού ή ποινικού αδικήματος ή εγκλήματος. Η περιοχή τούτου εκτείνεται εφ’ ολοκλήρου της Επικρατείας…». Επομένως με τον στρατιωτικό Νόμο (όχι πως τους ήταν οπωσδήποτε απαραίτητος επί δικτατορίας, αλλά η εφαρμογή του διευκόλυνε και λειτουργούσε και ψυχολογικά) το ΕΑΤ/ΕΣΑ μπορούσε «… να ενεργεί…συλλήψεις… προανακρίσεις… κατ’ οίκον έρευνα…κατασχέσεις…».

Το προσωπικό της ΕΣΑ έχει προνόμια, που δεν έχουν οι του υπολοίπου στρατεύματος. Δεν ανατίθεται σ’ αυτούς υπηρεσίες άσχετες προς την αποστολή της, και αντίστοιχα οι στρατονόμοι εκτελούν τα στρατονομικά και μόνον καθήκοντα, μη χρησιμοποιούμενοι ως γραφείς, αγγελιαφόροι, φρουροί στρατηγείου και σκοποί διοικητηρίων. Το τελευταίο είναι αρκετό να ζηλεύουν όλοι οι στρατεύσιμοι την υπηρεσία αυτή, εάν δεν ξέρουν για τα υπόλοιπα.

Τα προνόμια δεν είναι μόνο για να μην είναι αποκρουστική η υπηρεσία στην ΕΣΑ, αλλά και για πρακτικούς λόγους. Ειδικά το ΕΑΤ/ΕΣΑ σε τίποτα δε θύμιζε στρατιωτική υπηρεσία από εμφάνιση, καθαριότητα, τάξη, για να αναφερθούν μόνον οι ανώδυνες πλευρές ΄΄πρόσοψης΄΄ της μονάδας. Πώς ήταν δυνατόν να ανακρίνουν, να βασανίζουν, να έχουν εμφάνιση απαράδεκτη, εάν στρατωνίζονταν με άλλες υπηρεσίες. Η εξουσία πήγαζε από τη βρωμιά, την ανηθικότητα, το σαδισμό, τα βίτσια ψυχικά άρρωστων και ανώμαλων στελεχών και στρατονόμων. Το φως της ΄΄επαναστάσεως που καταύγαζε τα Εθνικά Ιδεώδη και τα διέσωσαν αι Ένοπλοι Δυνάμεις του Έθνους΄΄ το συντηρούσαν άνθρωποι σαν τον Χατζηζήση, το Σπανό, και τους υπόλοιπους που κατέληξαν στην υποστάθμη των στελεχών του στρατού.

Ήταν αξιωματικοί  που χτυπούσαν κρυφά από πίσω και βασάνιζαν συναδέλφους τους,  φροντίζοντας έτσι να μην τους βλέπουν οι ίδιοι, ειδικά όταν γνωρίζονταν από το στρατό. Χτυπούσαν πολεμιστές της περιόδου 1940-49 ανεξάρτητα ιδεολογικής τοποθέτησης, γιατί έτσι αισθάνονταν δυνατοί. Όλους αυτούς φρόντισαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, να διασώσουν και να πέσουν στα μαλακά. Και ο λόγος ήδη αναφέρθηκε. Το ΄΄σύστημα΄΄ χρειαζόταν τη συντήρηση των ΕΔ και των ΣΑ αλώβητων και απρόσβλητων. Ακόμα και των στρεβλωτικών τους αποφύσεων όπως η Ειδική Ασφάλεια και το ΕΑΤ/ ΕΣΑ.

Χρειάζονταν φαίνεται και οι μηχανισμοί ανάδυσης διαδικασιών, δυνατοτήτων και ομάδων εκτροπών και συνωμοσίας, όπως από το 1940 μέχρι το 1973, που ήταν η τελευταία του Ιωαννίδη. Ακριβώς γιατί ΄΄το σύστημα΄΄ δεν ήθελε να θίξει τα ΄΄παιδιά΄΄ που έπρεπε να προστατέψει, γιατί τα χρειαζόταν. Το παράκαναν βέβαια με τη βία και τα βασανιστήρια αλλά ΄΄εμείς για σένα δουλεύουμε ρε μαλακισμένο» είπε ο υπεύθυνος της ασφάλειας, χαστουκίζοντας έναν δεκαεξάχρονο, που έγραφε συνθήματα κατά της χούντας. Συνέβη στο Μαρκόπουλο Αττικής την παραμονή επίσκεψης εκεί του Παττακού και τον συνέλαβαν διαπιστώνοντας αμέσως πως δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Γι΄ αυτό και εξανέστη ο αξιωματικός της ασφάλειας μόλις πληροφορήθηκε πως είναι Αμερικανός υπήκοος και εγγονός εφοπλιστή.

Ο Κανονισμός για την ΕΣΑ επεκτείνεται σε λεπτομέρειες για όλες τις αρμοδιότητες, που εάν εφαρμόζονταν, η υπηρεσία αυτή θα πρόσφερε υποτίθεται θετικά. Υπάρχει και ειδική πρόβλεψη για τη χρήση βίας (αρθρ.49). Προτρέπει να αποκτήσουν τα όργανα της ΕΣΑ «…ικανότητα χρησιμοποιήσεως…λαβών και κτυπημάτων (ζίου- ζίτσου)…διά την καταβολήν και σύλληψιν των αποδρώντων παραβατών…με την ράβδον…τα κτυπήματα εις τον ώμον, εις τας χείρας, εις τους πόδας και εις το στομάχι καταβάλλουν εν άτομον άνευ προξενήσεως μεγάλων σωματικών βλαβών…να αποφεύγονται τα κτυπήματα εις την κεφαλήν… ». Οι άνθρωποι που συνέταξαν τον κανονισμό, δε γράφουν πως απαγορεύονται τα κτυπήματα στο κεφάλι και οπουδήποτε. Γράφουν ΄΄να αποφεύγονται΄΄. Στην πραγματικότητα αυτό που έγινε στην επταετία 1967-74, ήταν η αντιστροφή σε όλο το φάσμα των προβλεπομένων και η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του Νόμου με υπέρβαση κάθε ορίου.

Έκαναν ότι ήθελαν. Και εναντίον των πολιτών και εναντίον των στρατιωτικών. Το ίδιο και εναντίον εκείνων, που επέλεγαν να υπηρετήσουν στην ΕΣΑ και εκπαιδεύονταν στο ΚΕΣΑ. Η εκπαίδευσή τους ήταν σκληρή. Οι μόνοι αλώβητοι και απλησίαστοι από την στρατιωτική αστυνομία, ήταν τα άτομα που υπηρετούσαν σ’ αυτήν εφ’ όσον περνούσαν την εκπαίδευση με επιτυχία.

Όσο για το ναυτικό, η αντίστοιχη υπηρεσία, η ΕΝΑ (Ελληνική Ναυτική Αστυνομία) ή ΄΄Ναυτονομία ΄΄ της μεταπολίτευσης, επέδειξε κάποια δραστηριότητα στη δικτατορία, αλλά δεν υπάρχει σύγκριση με της ΕΣΑ. Εν τούτοις στις Ναυτικές Φυλακές ΄΄ΑΡΗΣ΄΄ περιγράφτηκαν περιπτώσεις βασανιστηρίων[3] αλλά όχι εκ συστήματος, ούτε κατευθυνόμενων κεντρικά και με στόχο πολιτικούς κρατούμενους.

Στο πολεμικό ναυτικό, τις προϋποθέσεις και την επιλογή των ΄΄κατάλληλων΄΄ για ναυτονόμους /δεσμοφύλακες των Ν/Φ ΑΡΗΣ, περιγράφει το 1972 εκείνος που φροντίζει να τους διαλέξει. Συγχρόνως έχουμε και μικρό δείγμα των μεθόδων εκπαίδευσής τους, με τρόπο που καθιερώθηκε από τον τότε διοικητή των φυλακών. Υπεύθυνος για την επιλογή των εν λόγω οργάνων ήταν ο οπλονόμος ανθυπασπιστής Κ. Δημάκης. Οι οδηγίες ήταν του διοικητή πλωτάρχη Α. Τσίγκρου, και σύμφωνα μ’ αυτές, έπρεπε να επιλέγουν από τους προπαιδευμένους στα Κέντρα Εκπαίδευσης ΚΕΠΑΛ και ΚΕΚΑΝ, ναύτες μικρής ηλικίας, εύσωμους, από απομακρυσμένα χωριά ή νησιά και αγράμματους. Οι στρατεύσιμοι αυτοί γινόντουσαν όργανα της διοίκησης των φυλακών.

Για την ΄΄Αερονομία΄΄ (ή ΄΄Ελληνική Αστυνομία Αεροπορίας΄΄ όπως λεγόταν μέχρι τη μεταπολίτευση), δεν έγινε προσπάθεια να βρεθούν στοιχεία, αφού δεν τη συναντήσαμε και πουθενά, εκτός της δίκης των αεροπόρων μεταπολεμικά.

Παρατέθηκαν τα παραπάνω για να τα θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα πληροφορηθούν οι νεότεροι. Οι μέρες είναι πολύ δύσκολες, φαινόμενα καθημερινά όπως συμπεριφορές της «Χρυσής Αυγής» μας παραπέμπουν σε μεθόδους παρόμοιες με τις εφαρμοζόμενες από παρακρατικές στην ουσία και εκτός νόμου υπηρεσίες, ακόμα και σε διάρκεια ανώμαλου καθεστώτος όπως η δικτατορία 1967-74. Η τρομοκρατία και τότε και τώρα πέρα από τα θύματα της δεν ωφέλησε ποτέ τα όργανα που την εφάρμοσαν. Το φασισμό και το ναζισμό δεν είναι ούτε να τον παραβλέπει κανείς ούτε να στρεβλώνει τους στόχους τους.


[1] Βλ. ΔΑΡΑΚΗ-ΜΑΛΛΕ Μ, Οι Εσατζήδες, Κέδρος, Αθήνα 1976 και  ΧΑΡΙΤΟΥ-ΦΑΤΟΥΡΟΥ Μ, Ο Βασανιστής ως Όργανο της Κρατικής Εξουσίας, Ψυχολογικές Καταβολές, Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 2003.

[2] Βλ. (άρθρ2 παρ. ι (3) ΣΚ 600-1 ΄΄ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΄΄ΦΕΚ 654 Τ2 25/11/1968

[3] Βλ. Α. Κακαρά, Το Πολεμικό Ναυτικό στη Δικτατορία 1967-74, γνώση, Αθήνα 1995, Για τα στοιχεία του κειμένου βλ. και Α.Κακαρά, Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Παπαζήση, Αθήνα 2006

Το σεξ, η κρίση και… οι εργασιακές σχέσεις

30 Οκτωβρίου, 2012

ΞΕΧΝΑΣ ΠΩΣ ΕΧΟΥΜΕ ΚΡΙΣΗ…

(ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΜΑΣΤΟΡΕΥΩ…)

 

Πόσα θες ρε Ηρακλή να γαμήσ’ του μάστουρά σ’; Χμμμμ, ο Ηρακλής, Αν σ’ δώκω εκατό ηυρώ θα τον πδήξεις, λέγε ρε,  Χμμμμ, πάλι ο βοηθός του μάστορα, Τι Χμμμ ρε μαλάκα, ουρίστει να τα κάνουμει εκατόν πενήντα, άντε ηπειδής είσει σύ, τον γαμάς μη τόσα, μίλα, ευκαιρία είνει, Ούιιιι, Γιατί ούιιιι ρε παπάρα, σε πόσεις μέρες θα βγάλς εκατόν πενήντα ηυρώ, ξηχνάς πως έχουμει και κρίσ’, ααα το ξέχασεις αυτό έ, άντε να σ’ δώκου διακόσα, κι μη μ’ πεις ούι θα ση σβηρκώσου, μπρος μη ξεθέουσες… γιατί δεν απαντάς ρε χάχα, να, θα βάλ’ κάτ’ κι ου κύριους, θα δώσητει κι σεις κύριε κάτ’ να γαμήσ’ ου Ηρακλής του μάστουρα; Μόνο πενήντα μπορώ να δώσω για το εν λόγω εγχείρημα, Ουρίστε ρε μαλάκα, για το ηγχείρημα θα δώκ’ κι ου κύριους ακόμα πενήντα, ρε βλάκα φτάσαμει διακόσα πενήντα ακατέβατα, για λέγε, για λέγε θα τουν φερμάρς; Ούιιιι, Θα μη τρηλάνς ησύ, όρνιου… ρε μαλάκα για πεμ’ να καταλάβου, τ’ Χαρίκλεια τς  Γαρέφους γιατί τν πδάς κάθη μέρα στν αχυρώνα τ’ ψάλτ’ κι μάλιστα τζάμπα και του μάστουρα δεν τουν γουστάρς μη τόσα λεφτά;

Η Χαρίκλεια έχ’ πιρσότερεις τρούπες, να γι’ αυτό, και χραααπ η σβερκιά απ’ το μάστορα, Τι είπεις ρε μαλάκα, δηλαδής δε με πδας επειδής έχου λιγότερεις τρούπες απ’ τ’ Χαρίκλεια, γι’ αυτό, και να δεύτερη σβερκιά, Τι μη βαράς μάστουρα, είπα γω τίποτις; Πώς δεν είπες ρε τουμάρ, το ξηφούρνσεις αλλιώτκα, πως θα μη γάμαγες αν δεν είχεις τ’ Χαρίκλεια με τς πουλλές τρούπεις, κι για να λέμει και τν πραγματικότητα τι μ’ κάνς ρε όρνιου κάθε μέρα π’ δε νογάς, δε με γαμάς χουρίς σάλιου γαϊδούρ σα μ’ βγάζεις τουν καρκίνου να σ’ δώκου να καταλάβς, κι σ’ δίν’ μαλάκα κι λεφτά κι λές όχ, πηρίμενε να πάρς τώρα μηρουκάματου να ειδείς ησύ!

Στο σημείο αυτό υπήρξε υπέρ του τυραννούμενου Ηρακλή αυστηρή παρέμβαση της (παρούσης απ’ αρχής του διαλόγου) ιδιοκτήτριας της μάντρας κωλοπετσωμένης, εκ των πραγμάτων της πιάτσας, εξηντάρας: Ρε δε παρατάτε του πηδί να κάν’ τ’ δλειά τ’ μη τ’ Χαρίκλεια να ειδούν χαΐρ κι οι δυο, π’ κάνειτει καλαμπούρια στν πλάτη τ’, άειντι σαπέρα λέου γω!

Άμεση και η ατάκα του ταλαίπωρου βοηθού παίρνοντας θάρρος από τη στήριξη,  Ντάααξ, αλλά σα μάθου τη δλειά θα ειδείτει σεις…. Τι θα γέν’ ρε σα μάθς τ’ δλειά, για πες του να ξέρουμει κι μείς, Δε λένει «έμαθα να μαστουρεύου κι γαμώ το μάστορά μ’;» αυτό θα κάνου κι γω τότις κι χωρίς ευρώ!![1]


[1] Αυθεντικός διάλογος σε υλικά οικοδομών κάπου στην αθάνατη Ρούμελη, μεταξύ πελάτη, φίλου του μάστορα και του βοηθού του, παρουσία ετέρου παρατυχόντος πελάτη και της ιδιοκτήτριας της μάντρας.

Οι στρατιωτικοί (που ντρέπονται τα εγγόνια τους γιατί) είναι… άνθρωποι!!

16 Σεπτεμβρίου, 2012

ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΟΥΣ

(και δημόσια οφείλουν να πίνουν σαμπάνια!)

Τους είχαν παιδέψει απ’ το πρώτο λεπτό,

πως η δουλειά τους δεν είναι επάγγελμα,

πως είναι λειτούργημα,

πως κι οι γυναίκες τους πρέπει να ‘ναι αντάξιες,

να φέρνουν στο γάμο προίκα,

γιατί θα ζουν με αποδοχές μπύρας,

ενώ να δείχνουν πρέπει πως πίνουν σαμπάνια…

Είστε ξέχωροι, τους έλεγαν, ΟΦΕΊΛΕΤΕ…

Τους είχαν πείσει, ακόμα, απ’ την πρώτη μέρα,

πως  όταν χρειάζεται θα «σώζουν» το λαό, τη δημοκρατία…

κι ήταν περήφανοι για το λειτούργημα,

ήταν περήφανοι γιατί προσφέρουν ασφάλεια,

και εργάζονταν αγόγγυστα,

δεν απαιτούσαν γιατί «δεν πρέπει λόγω του λειτουργήματος»,

θα φροντίσει, τους έλεγαν, η πατρίδα,

ενώ την ξεπούλαγαν κάποιοι,

οι ίδιοι που τους ξεζούμιζαν όλους,

οι «άλλοι» που τους θεωρούσαν αυτούς φύλακές τους…

Τώρα οργίζονται που τους κορόιδεψαν,

που τα παιδιά τους δεν ελπίζουν πια,

και ανήμποροι τα βλέπουν να φεύγουν μακριά τους,

ντρέπονται γιατί δε μπορούν να φιλέψουν τα εγγόνια τους,

κατεβαίνουν στο δρόμο, διαδηλώνουν,

και τούτο είναι που φοβίζει τους «άλλους»,

που μάταια ψελλίζουν για «λειτούργημα»…

Παρότι απαξιωμένοι, συνεχίζουν τη δουλειά τους,

θέλουν να προστατεύουν τον τόπο,

γιατί είναι κομμάτι από το λαό και σ΄ αυτόν ανήκουν,

κι αυτό οργίζει τους «άλλους»…

Τους λένε στρατιωτικούς,

είναι οργισμένοι…

είναι άνθρωποι…

Οι στρατιωτικοί διαδηλώνουν… οι στρατιωτικοί διαμαρτύρονται… οι απαξιωμένοι κραυγάζουν…

11 Σεπτεμβρίου, 2012

Κάτι καινούργιο γεννιέται… κάτι ελπιδοφόρο… οι στρατιωτικοί μας διαδηλώνουν… κραυγάζουν…

απαιτούν αξιοπρέπεια …

Για σκέψου φίλε

οι στρατιωτικοί μας

διαδηλώνουν!!

Η ΚΕΘΑ ΚΑΛΕΙ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥΣ… ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥΣ… ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥΣ

Να πάμε στη συγκέντρωση/ διαδήλωση διαμαρτυρίας των εν ενεργεία και απόστρατων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων έξω απ’ την Παλιά Βουλή και στην πορεία στο υπουργείο οικονομικών αύριο Τετάρτη 12 Σεπτέμβρη 2012 ώρα 1630

Η ΚΕΘΑ ΚΑΛΕΙ……

Η ΚΕΘΑ ΚΑΛΕΙ……

Η ΚΕΘΑ ΚΑΛΕΙ!!!

Αντιμετώπιση της κρίσης με «μπουμπάρια» (αποτελεσματική συνταγή της Μάννας)

30 Ιουνίου, 2012

ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ

ΤΑ ΜΠΟΥΜΠΑΡΙΑ

Έτσ ακούγουντει τα γρούνια. Του σφάζνει λοιπόν. Μόλις του σφάξνει του κρεμάνει, άμα είν’ χασάπς του γδέρν κει πέρα, άμα είν’ ατζαμήδες σαν τουν πατέρα σ’… Άμα είν’ μεγάλου θα του γδάρς, άμα είν’ μικρό θα του μαδήεις.

Άμα δεν είν’ πολύ μεγάλου, είν’ είκουσ’ εικουσπέντε κιλά, τριάντα… θάχς βρασμένου νερό και θα περιχύνς πάνου στου δέρμα κι αμέσως του ξύνς. Του ξύνς, του ξύνς, ξύνητει πουλύ εύκολα και φεύγ’ η τρίχα… του κρειμάμει, του κόβουμει, του σκίζουμει έτσ στν κοιλιά, βγάζουμει τα εντόσθια απού μέσα, τα πλένουμει, τα καθαρίζουμει… τα εντόσθια τα βγαίνουμε κείν’ τν ώρα…

Ημείς φτιάναμει και τα μπουμπάρια ενώ στν Καρδίτσα απάν’ δεν ξέραν να ζήσνει οι χάν’… Με τ’ μάνα μ’ τα πλέναμει στου ποτάμ, τα πλέναμει καλά καλά, τα γυρίζαμει ανάποδα μη τ’ αδράχτ, τα ξαναπλέναμει κι μετά παγαίναμε και τα γεμίζαμει.

Κόβαμει, τσακατίζαμει του πνεμόν… Βάζαμει κι ρύζ, κι μυρωδκά απ’ τουν κήπου, μαϊντανό, πράσο, κρημμύδ παλιό, αλάτ, πιπέρ κι λίγ κανηλίτσα κι τα γεμίζαμει τα παχιάντερα. Αυτά τώρα επειδής… Και τν κοιλιά. Τν γεμίζαμει τν κοιλιά, αλλά δεν έχ’ μηγάλ κοιλιά του γρούν …Μικρή. Να τόσ’ δα. Άμα είν γεμισμέν, τόσ’ δα. Σα χούφτα δηλαδή.

Και τα βάναμει στν κατσαρόλα και τα βράζαμει. Αλλά συνήθως στου ταψί γίνητει ακόμα καλύτερα. Στ’ γάστρα. Έχ λίπους του παχύ έντερου κι τραβάει του ρύζ να πούμε, τι νόστιμα π’ γίνονται!!

Στν Καρδίτσα άμα του ειπείς αυτό ση κοροϊδεύνει, ση γελάνει…

Σ.Σ

Τώρα στν Ηυρωπαϊκή Ένωσ’ άμα δοκμάζανει τα μπουμπάρια, δε θα τσ’ άρεθαν θαρείς ησύ; Αμ θα τσ’ άρεθαν λέει κι θα λέγανει κι ένα τραγούδ, κι τα δάνεια τα γκαστρουμένα θα τα βάζανει ηκεί π’ ξέρνει αυτοίν αντάμα μη τα κουλουδάχτλα, αμ δε!


Αρέσει σε %d bloggers: