Ο ΚΩΣΤΑΚΗΣ, Ο ΜΑΚΗΣ, ΟΣΟΙ ΦΥΓΑΝΕ… ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Και που λέτε ξαφνικά σταμάτησε να δουλεύει, Κάτσε ρε Κωστάκη, δηλαδή δε μάζεψες με την κρίση και πως κατάλαβες ότι τα ‘φτυσε το μηχανάκι σου, Γιατί ρε χάχα, αν εσύ δεν την ακούς να κάνει ντουπ ντουπ δε σημαίνει πως σταμάτησε να χτυπάει, έ λοιπόν έτσι και μένα, μου ‘πεσε το ρελέ, έκανε απεργία η κορμάρα μου, πώς το λένε, Κι ύστερα τι έγινε ρε Κωστάκη, Τι να ‘γινε, με κόψανε στη μέση γύρω γύρω, μονάχα τη σπονδυλική στήλη αφήσανε, απλώσανε στο μάρμαρο ότι βρήκανε μέσα κι αρχινήσανε το ξεδιάλεγμα, πετάξανε μερικά, κόψανε κάποια άλλα κι ότι περίσσεψε το ξαναβάλανε και… να αυτό κάνανε…
Το διηγούτανε ο Τσιγγάνος και τον άκουγαν όλοι με κατανόηση, στο τέλος του τράβηξε μια ελαφριά ο Δάσκαλος, Σκάσε Κωστάκη, Μα… Σκάσε είπα και κόψε το φουμάρισμα είσαι μια βδομάδα μόλις με τα μισά σωθικά κι ο μόνος που καπνίζεις χαμένε, έ χαμένε, θα πας ρε συ να βρεις το Φουκαριάρη, χθες βγήκες απ’ το χειρουργείο και στρίβεις τσιγάρα, μαλάκα, έ μαλάκα και δώστου δεύτερη σβερκιά, στο μαλακό όμως…
Κύριοι, παρακαλώ, φώναζε το κορίτσι, κανένας δεν άκουγε, οπότε άρχισε κι αυτή, τράβαγε τον έναν απ’ το μανίκι έσπρωχνε τον άλλον στη θέση του, τακτοποιούσε λίγο πιο κει τον πατέρα της, τους ρύθμισε όλους, είκοσι ακριβώς τα παιδιά και κανείς δεν έβγαλε άχνα, Μα δε μ’ ακούτε, στεντόρεια η φωνή ξαφνικά, μέχρι κι οι προπαιδευόμενοι που κραύγαζαν στην πλατεία την άκουσαν και κοκάλωσαν, καθίστε στις θέσεις σας, τώρα αμέσως είπα, ύστερα ό,τι τους έλεγε την άκουγαν με κάποια καθυστέρηση βέβαια αλλά υπάκουαν, οι φαλακροί, οι ασπρομάλληδες (κάνα δυο μονάχα οι χρωματισμένοι είναι η αλήθεια), όλοι τους εκεί κοντά στα εβδομήντα, Ό,τι πει η Δανάη μαλάκες, πρόσταξε ο Δάσκαλος, μη στενοχωρηθεί το παιδί θα ‘χετε να κάνετε με μένα, δε φτάνει που άφησε τα δικά της η κούκλα να ‘ρθει να μας φωτογραφήσει… Κλικ, κλακ η φωτογραφική, Τώρα όλοι τζιζζζζζ, και να κάτι χαμόγελα σα να τους καθαρίζουν αυγά, κάμποσοι με μασέλες, ο Μάκης με τα μισά δόντια, φαφούτης μια ζωή βλέπεις, Ρε παιδάκι μου ακόμα να μου φτιάξει τη γέφυρα η σκρόφα, θα της βάλω μπόμπα να δείτε σεις που κοροϊδεύετε…
Μάκη, κλείσε τώρα δα το στόμα σου, κτήνος τρέχουν τα σάλια σου, Μα δε βλέπεις το κουκλί με τη μηχανή, να μη τρέχουν τα σάλια μου, Βρε ξεκούτη είναι η θυγατέρα του Αντώνη, μόμολο, εγγονή σου είναι ρε χούφταλο, Έ όχι και χούφταλο ρε Τάκη, όχι και χούφταλο, εμένα που με βλέπεις ξέρεις πόσες φορές … άκου χούφταλο, ξεράθηκαν στα γέλια όσοι άκουγαν, Μάκη, κόψε κάτι καρντάση…
Ανύπαντρος από πεποίθηση και… επάγγελμα καμάκι ο Μάκης με τη χρυσή καρδιά που τον ξέρουνε όλα τα λουλουδάδικα της Αθήνας – εκεί ξόδευε το μισθό εκεί και τη σύνταξή του τώρα – ατέλειωτα τα μπουκέτα ο μεγάλος, τον συμπαθούνε όλες, προσοχή και χειροφίλημα να δουν τα μάτια σου και να θυμηθείς παλιές μέρες καλές… τέτοιος ωραίος είναι ο εραστής της Τάξης, ποιος δεν τον αγαπάει, άσε που ‘κανε και βουτιά στο λεβητοστάσιο με τον υπέρθερμο να σώσει τους άλλους… το θυμάστε αδέρφια;
Τότε ρε συ που κρεμάσαμε το κρεβάτι του Νίκου του Τσιμινιέρα έξω απ’ το θάλαμο κι αφήσαμε μόνο το στρώμα με τις παντόφλες στο πάτωμα, θυμάσαι τι έγινε… Αυτό λες εσύ, αμ το άλλο σα δίναμε εξετάσεις κι έπιασε κόψιμο τον Ψηλέα, απαγορευότανε να βγεις την ώρα που γράφαμε, θα ‘χανε τις εισαγωγικές και κοίτα πλάκα, του βάλανε έναν κουβά πίσω απ’ τη γωνία κι ύστερα φίλε μου… πήγε ο Λαθρέμπορος να δει αν πράγματι είχε ευκοιλιότητα… Όχι, όχι, δεν ήταν ο λαθρέμπορος ο Αρχάγγελος ήταν, άκου να τσεκάρει ο άνθρωπος!
Σιγά το πράμα, εδώ μου τρύπησε το χέρι με τη ξιφολόγχη ο Ηλίας ο ψυχάκιας όταν με προκάλεσε κι αντί να πω Ναι το τρυπάτε, μην πιστεύοντας ο βλάκας πως θα το κάνει, μπαμ, το κάρφωσε στο τραπέζι, τι να πεις γι’ αυτό, Αμ τον ουλαμό με οπλισμό στο γήπεδο που μας έκανε ποιος, ρωτάω ποιος θυμάται, εδώ σας θέλω… Σιγά το πράμα, ο Αντώνης ο Χαρίθεος ήτανε, ο καλύτερος αξιωματικός που πέρασε απ’ τη σχολή, τον είχαμε κι ένα φεγγάρι επιτηρητή, Όχι δεν τον είχαμε, Ναι τον είχαμε, Δεν τον είχαμε στη σχολή λέω, εσύ δε θυμάσαι να κλείνεις τα μαγαζιά σου, στο καλοκαιρινό τον είχαμε για λίγο ξύπνα Νεάντερταλ…
Και είναι καλαμπούρια ρε σεις αυτά που λέτε, καλαμπούρια είναι, άντε πάγαινε από δω, μαρτύριο ήτανε, τα τέσσερα χειρότερα χρόνια της ζωής μου πέρασα εδώ μέσα, εκατόν είκοσι μέρες φυλάκιση, ενώ ο κολλητός σου ούτε μία, ακούς, ούτε μία ο μάγκας… Εγώ έπιασα εκατόν ογδόντα στη φυσική τότε που άργησα να ‘ρθω γιατί δεν είχα λεφτά ν’ αλλάξω παντελόνι που μου σκίστηκε και καθυστέρησα να δανειστώ απ’ τον αυτόν μωρέ, πώς τον λέγανε να δεις, ευτυχώς που ‘τανε άνθρωπος ο Σούτσος, τον θυμάστε, εκατόν ογδόντα πήρα, Θηρίο, μιλάμε για φυλακή όχι για φυσική, και σιγά μην πήρες τετρακόσια αγριάνθρωπε, ο Μπαμπαλούνας ήρθε πρώτος όχι εσύ, Τι λες τώρα ρε, ξεχνάς που πήρα… μη με βαράς ρε Κωστάκη θα σε ξαναδείρω κι ας είσαι μισός, το ξέχασες μου φαίνεται τότε που μου ‘ριξες τη κουτουλιά και στράβωσε η μύτη μου, ορίστε στραβή είναι ακόμα, ξέρεις πως μου ‘φυγε γκόμενα εξ αιτίας σου, μου χρωστάς ένα τέτοιο… Δε σου χρωστάω τίποτα αγάπη μου, τίποτα δε σου χρωστάω, καθόσον στο Πόρτο σου πάσαρα… Τι μου πάσαρες ρε πινέζα, δικιά σου ήτανε και μου την πάσαρες ή είχα την ανάγκη σου για γκόμενες, άκου ο Τζίπσυ που πάσαρε και γκόμενες, Ποκοπίκο, έ Ποκοπίκο, Αν δεν μου ‘χανε βγάλει τη σπλήνα και το συκώτι και δε ξέρω τι ακόμα θα σου ‘δειχνα γω, θα σου ίσιωνα τώρα τη μύτη αχάριστε άντρα… πάρε ρε και το δικό μου γλυκό να χορτάσεις μπας και στανιάρεις…
Μαζεύτηκαν όσοι είχαν απομείνει απ’ την Τάξη τους, σαράντα πέντε χρόνια μετά την έξοδό τους απ’ τη σχολή των Δοκίμων, το Βασσάνειο Ίδρυμα εκεί στο Χατζηκυριάκειο, Είναι το σπίτι σας, δήλωσε ο αρμόδιος στην υποδοχή, πήγαν κουστουμαρισμένοι άπαντες έξω ο Νικολής ο και Δάσκαλος επονομαζόμενος, Από σένα το περιμέναμε Βλάχο αλλά ο Ντόκτορας ήρθε χωρίς γραβάτα…
Στήθηκαν και φωτογραφήθηκαν σε πόζες ατέλειωτες (να θυμούνται μετά να μελαγχολούν πάλι) με εντολές της κούκλας, της θυγατέρας του μόνου που θα κατάφερνε να τους μαζέψει, όπως κι έγινε, τους κουλάντριζε μια χαρά η τσαχπίνα, θαρρετή, χαμογελαστή, αυστηρή στην αποστολή της, το χαίρονταν όλοι, καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι ο δικός της βλέποντας τους συμμαθητές του να κανακεύονται απ’ το βλαστάρι του…
Περπάτησαν μέχρι το εκκλησάκι, μπήκαν άναψαν κεριά, Κοίτα ρε, ακόμα κι ο Δραγάτης, Μπα από πότε, τον σκούντησε κάποιος, Εγώ τηρώ τις παραδόσεις, δήλωσε περισσότερο σεμνά απ’ ότι χρειαζόταν αυτός, μούχρωσαν κάμποσα μάτια στο τρισάγιο, δεν τα σκούπισαν μη φανούν, λείπανε ανάμεσά τους, τους αισθάνθηκαν εκεί δίπλα, κάνανε μνημόσυνο με τον παπά αλλά και μ’ ένα σωρό ιστορίες απ’ τον Τζο τον κωπηλάτη, το Γιώργη με τις κασκαρίκες του, τον άλλο Γιώργη το Φούτσο, τον Αντώνη τον Τούμπο, το Μίλτο τον Αφέλα, τον Σπύρο τον Κεφάλα, το Μένη τον Χαρτοπαίχτη, το Γιώργη τον ξενιτεμένο, το Μίμη τον όμορφο Μπαμπαλούνα… κανέναν δεν ξέχασα…
Έλειπε ο Καπόνε, Άστον αυτόν, τριγυρνάει με μια Λατινοαμερικάνα ν’ αλληθωρίζεις και μια Πόρσε φίλε… πουλώντας ανταλλακτικά, σκέψου ο Καπόνε, Σιγά μην πουλάει καρπούζια, βρε τη γκόμενα θα μοστράρει, άκου ανταλλακτικά… έλειπε κι ο Σωτήρης μάλλον φευγάτος στας Ευρώπας, δε θέλει πολλά πολλά με το παρελθόν, τέλος πάντων, απών κι ο Παναγιωτάκης καθόσον ο επαναστατημένος σε λιγοήμερες διακοπές…
Στάθηκαν δυο λεπτά να δουν την καινούργια σοδειά, αγόρια και κορίτσια μαζί, Έ ρε γιαούρτι και μείς… αναστέναξε ο Μάκης και τού ‘ρθε μια μπηχτή απ’ τον Τάσο, Σκασμός, του σφύριξε, προχώρησαν στο παλιό κτήριο, ανακαινισμένο, πλημμύρισαν καινούργιες θύμισες, Εδώ μαρτύρησα… εδωνά σκεπασμένος με κουβέρτες, σ’ αυτό το θάλαμο κρεμασμένος ανάσκελα στη ντουλάπα, Μπουρτζόβλαχε, να το κυτίον καθαριότητας τρύπιο που πυροβόλησες, παραλίγο να με καθαρίσεις φονιά, ο Βαγγέλης και καπάκι, Ακούστε δικαιολογία παιδιά, «Είμαι ρε στην σκοπευτική» μου ‘πε, «θαρρείς δεν ξέρω να πυροβολάω», Λαχταρήσαμε στο θάλαμο βλάχο, άκου να σημαδεύει την πόρτα του θαλάμου…
Τα καθολικά ποινολόγια, μα πού ήτανε ρε… εδώ ήτανε του Αρχηγού των Δοκίμων το δωμάτιο, κι εδωνά του Αξιωματικού Φυλακής… Και που λες, μόλις μου πετάει να παίξουμε μποξ, του τραβάω μία τον ανασήκωσα τον Ηλία που παρίστανε τον μποξέρ, του την κράταγα, κατάλαβες…
Ενημέρωση απ’ τον αρμόδιο της Σχολής, να και τα εργαστήρια, να οι μοντέρνοι κύκλοι σπουδών, η έρευνα, το οποίον, η εσωτερική αξιολόγηση, το Μοντερέϋ, το Πολυτεχνείο, κι αυτό και κείνο, όλοι σοβαροί ν‘ ακούνε, να θαυμάζουν, να παραδέχονται κουνώντας το κεφάλι όποιοι καταλάβαιναν, ρώταγαν μερικοί μετά, τσιμουδιά γιατί τίποτα δεν έπιανε ο γράφων, Ρε γαμώτο, αναρωτήθηκε όλο ανησυχία, θες σήμερα παγκόσμια μέρα του Αλτσχάϊμερ…
Τράβηξαν ο ένας πίσω τον άλλον γεμάτοι μνήμες, στοιχεία, εικόνες κι αφήσανε κείνα τα φυντάνια τα καινούργια που ζητωκραύγαζαν με έκδηλη την αγωνία τους να τελειώσει η ώρα της προπαίδευσης… φτάσανε στο παραλιακό στέκι του τελευταίου βασιλιά, (Γιάννη πηδαλιούχε, το πρόσεξες, δεν τον γράφω «εξαποδώ» για χάρη σου), τους έστησε πάλι η μικρά στο οιακοστρόφιο μπρος να καμαρώνουν, έφυγε το κορίτσι και κάτι από δροσιά τούς έλειπε μετά… Ορίστε όμως να τους χαιρετήσει η μάνα της, άλλο καμάρι εκείνη για τον δικό της που κίνησε τα νήματα και του βγήκε κι ο πάτος να πείσει, να οργανώσει… ένα φιλί για τον κάθε ιππότη… άρωμα γυναίκας στην αντροπαρέα…
Ήρθε καβάλα στην τεχνολογία και τα κομπιούτερ η πλημμύρα με εικόνες απ’ το παρελθόν, έφηβοι, νέοι, όμορφοι όλοι τους, παλικαράκια με καθαρά τα πρόσωπα, τα καράβια, τα καλαμπούρια, οι αγωνίες, τα λιμάνια τα έξω και τα μέσα, πρώτ’ απόλα όμως οι φευγάτοι οι δικοί τους, καινούργιες μνήμες, δάκρυα και γέλια μαζί, κοντά τούς αισθάνονταν, τους τίμησαν… ήπιαν ένα ποτήρι κρασί, μίλησαν, οργίστηκαν με τους κλεφταράδες, με την κρίση «ψαροκόκαλα να τους μπουν τα κλεμμένα στ’ απευθυσμένο», Τι ‘ναι αυτό ρε παιδιά, γέλασαν, αναστέναξαν, τους έστησε κύκλο αγκαλιασμένους να φωνάξουν τρις «Ζήτω», (Όχι Ζήτω ρε, Ζητώ θα πούμε) ο Τάσος ο μεγάλος των γηπέδων, ξεκίνησαν για τα κονάκια τους φορτωμένοι συναίσθημα μα ξαλαφρωμένοι γιατί κάνανε αυτό που πρέπει… μπράβο σου ρε Αντώνη…
Άντε παιδιά και σ’ άλλα, όλοι μαζί όμως, άντε με το καλό χωρίς απουσίες γαμώτο μου…
Ετικέτες: τάξη ΣΝΔ 1962, το απευθυσμένο, Στρατιωτικοί, η κρίση
23 Σεπτεμβρίου, 2012 στο 12:11 μμ |
Άψογο!!! 🙂
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
23 Σεπτεμβρίου, 2012 στο 12:54 μμ |
Παμμέγιστε,μέ έκανες νά δακρύσω……
Μέ έφερες ,πίσω τό 1965,έκεί πού σήμερα είναι τά δικαστήρια,κτίριο 15,εφετείο γραφει σήμερα,1ος λόχος έγραφε
τότε……
Ακριβώς τά ίδια έζησα,χωρίς τήν αύρα τής θάλασσας,εκεί στό
Χατζηκυριάκειο,μέ τήν ορμή τού εικοσάχρονου…πορεύτηκα τίς
διαδοχικές στερήσεις εξόδου…
Θαλασσινός εσύ,στεριανός εγώ…..
Επιβιώσαμε μέχρι σήμερα.φορτωμένοι γλυκειές αναμνήσεις
Μαζευόμαστε γιά προσκλητήριο ,όλο καί λιγότεροι……
Εχουμε αρχίσει,όπως τότε,νά μήν θέλουμε τό προσκλητήριο..
Μόνο τίς γλυκειές,τού εικοσάχρονου αναμνήσεις,μέ τή στολή
εξόδου………….
Μου αρέσει!Μου αρέσει!