ΕΝΤΥΠΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ- ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (ΓΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ)

9 Ιουνίου, 2016

Η ανάρτηση αυτή γίνεται (και όσες ακολουθήσουν επιλεκτικά με παρουσίαση των πιο ενδιαφερόντων εντύπων) όχι επειδή τα ΜΜΕ θυμήθηκαν το (πανεθνικό) φακέλωμα των τελευταίων πενήντα χρόνων της προηγούμενης χιλιετίας, αλλά επειδή:

  • δεν πρέπει να ξεχνάμε,
  • πρέπει να ενημερώνονται οι νεώτεροι
  • οφείλουμε να γνωρίζουμε όλοι πώς επιλέγονταν και διαμορφώνονταν τα μόνιμα στελέχη του στρατεύματος, δηλαδή
  • πρέπει να γνωρίζουμε όλοι με ποιους τρόπους και γιατί οι Ένοπλες Δυνάμεις επιδιώκετο να  συντηρείται ως κομματικός στρατός εν ονόματι δήθεν του κομμουνιστικού κινδύνου.

(Περισσότερα στοιχεία και αναλύσεις μπορεί να εντοπίσει ο ενδιαφερόμενος στο βιβλίο Α. Κακαρά, Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Παπαζήση, Αθήνα 2006 και ακόμα περισσότερα στη διδακτορική του διατριβή Οι μόνιμοι στρατιωτικοί υπό αυταρχικά καθεστώτα που εύκολα εντοπίζεται στα αναρτημένα αρχεία διδακτορικών διατριβών του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης.)

ΕΝΤΥΠΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΣ- ΦΡΟΝΗΜΑΤΩΝ -ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ-ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗΣ Κ.Λ.Π.[1]

Α/Α ΑΡΙΘ. ΤΙΤΛΟΣ ΒΑΘ.ΑΣΦ ΕΚΔΟΤΗΣ-ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ
1 Ε24α Πιστοποιητικόν Κοινωνικών Φρονημάτων

Υποψηφίου Ναυτικού Δοκίμου (Ίσχυε Μέχρι Δικτ. 1967-74)

Απόρρητον Αστυνομική Αρχή–ΑΝ/2ΟΝ ΕΓ/Ι
2 Κ.0105/2ΕΓ Πιστοποιητικόν Κοινωνικών Φρονημάτων (Υποψ.Σχολής….) (ΕπίΔικτατορίας) Απόρρητον Αστυν.Αρχή-2ον Γραφείον
3 Κ0103 Δελτίον Διαγωγής Στρατευσίμου (Βάσει του ΣΚ 20-1) Απόρρητον Αστυν.Αρχή-Στρατ.Αρχή
4 ΠΔ ΑΕΔ100/69*

ΠΡΟΣΘ. «1»  ΠΑΡΑΡΤ. «Β»

Υπόδειγμα Αναφοράς Προς Εξακρίβωσιν Ποιού Μελλονύμφου Εμπιστευτική-

Μη Υπηρεσιακή

Ενδιαφερόμενος Στρ/κός-Υπηρεσία του
5 ΠΔ ΑΕΔ 100/69 ΠΡΟΣΘ. «4» .ΠΑΡΑΡΤ. «Β» Απάντησις Διοικητού Περί Καταλληλότητος Μελλονύμφου Εμπιστευτική Στρατ.Υπηρεσία-Ενδιαφερόμενο Στρ/κό
6 ΠΔ ΑΕΔ 100/69 ΠΡΟΣΘ. «5» ΠΑΡΑΡΤ. «Β» Απάντησις Αρχηγείου Περί Καταλληλότητος Μελλονύμφου Εμπιστευτική Αρχηγείον-Υπηρεσία Ενδιαφερομένου
7 ΠΔ ΑΕΔ 100/69 ΠΡΟΣΘ. «6» ΠΑΡΑΡΤ. «Β»  Δηλώσεις προς Πιστοποίησιν  ότι η Μελλόνυμφος είναι Αδελφή Αξιωματικού εν Ενεργεία ή εν Αποστρατεία ή Θανόντος Αξιωματικός εν Ενεργεία και ο Ενδιαφερόμενος
8 ΠΔ ΑΕΔ 100/69 ΠΡΟΣΘ. «7» ΠΑΡΑΡΤ. «Β» Αίτησις Αδείας Γάμου –Μη Υπηρεσιακή Ενδιαφερόμενος Στρατιωτικός-Υπηρεσία Ενδιαφερομένου
9 ΠΔ ΑΕΔ 100/69 ΠΡΟΣΘ. «8» ΠΑΡΑΡΤ. «Β» Γνωμάτευσις Διοικητού Διοικητής Ενδιαφερομένου-Αρχηγείον Κλάδου ΕΔ
10 ΠΔ ΑΕΔ 100/69 ΠΡΟΣΘ. «9» ΠΑΡΑΡΤ. «Β» Αίτημα για Έρευνα Στοιχείων Καταλληλότητος Μελλούσης Συζύγου Αξιωματικού Απόρρητον Διοικητής Ενδιαφερομένου-Αστυνομική Αρχή Μελλονύμφου
11 ΠΔ ΑΕΔ 100/69 ΠΑΡΑΡΤ. «Γ» Άδεια Γάμου Αρχηγός Κλάδου ΕΔ-Υπηρεσίαν Ενδιαφερομένου
12 Ε5γ (Φ.Π.3) Φύλλον Ποιότητος Εθελοντών και Προτάκτων ΒΝ  (Ίσχυε από το 1938, Αναθεωρήθηκε το 1954, Έχει Καταργηθεί) Εμπιστευτικόν Διοικητής Σχολής- Διοίκηση Ναυτικής Εκπαίδευσης
13 Ε.5β (Φ.Π.2) (ΑΜ 1306) Φύλλον Ποιοότητος Υπαξιωματικού (Αναθεωρήθηκε 1951, Ίσχυε μέχρι το 1975) Εμπιστευτικόν Προϊστάμενος Υπηρεσίας-Διοίκηση Ναυτικής Εκπαίδευσης
14 Ε 5 (Φ.Π.1) Φύλλον Ποιότητος Αξιωματικών (Αναθεωρήθηκε το 1954 και το 1959,Ίσχυε Μέχρι το 1970) Εμπιστευτικόν Προϊστάμενος Υπηρεσίας –Αρχηγείο Όπλου Ιεραρχικά
15 1ο ΕΓ/Κ0001 Έκθεση Ικανότητας Αξιωματικών (Ίσχυε από 1969 Μέχρι Αύγουστο 2001) Εμπιστετική Προϊστάμενος Υπηρεσίας –Αρχηγείο Όπλου Ιεραρχικά
16 Κ.0002/1 ΕΓ Σημείωμα Αποδόσεως Αξιωματικών Εμπιστευτικόν Προϊστάμενος Υπηρεσίας- Αρχηγείο Όπλου Ιεραρχικά
17 Ε 49 Έκθεση Ικανότητας (Ανθ/στών και Υπαξιωμ. Ισχύει από 1975) Εμπιστευτικό Προϊστάμενος Υπηρεσίας –Διοίκηση Ναυτικής Εκπαίδευσης
18 Ε 50 Σημείωμα Απόδοσης Ανθυπασπιστών και Υπαξ/κών (Ισχύει από 1975) Εμπιστευτικό Προϊστάμενος Υπηρεσίας-Διοίκηση Ναυτικής Εκπαίδευσης
19 —- Σημείωμα Αξιολόγησης Αξιωματικών (Ισχύει από Αύγουστο 2001 βάσει Ν 2439/96) —– Προϊστάμενος Υπηρεσίας- Αρχηγείον Όπλου Ιεραρχικά
20 —- Έκθεση Αξιολόγησης Αξιωματικών (Ισχύει από Αύγουστο 2001 βάσει Ν 2439/96) —– Προϊστάμενος Υπηρεσίας-Αρχηγείον Όπλου Ιεραρχικά
21 Κ. 0107 Αυτοβιογραφικόν Σημείωμα (Ίσχυε Μέχρι το 1967) Εμπιστευτικόν Ο Υπευθύνως Δηλών-Υπηρεσία του Δηλούντος
22 Κ. 0107/2 ΕΓ Αυτοβιογραφικόν Σημείωμα  (Θεσπίσθηκε επί Δικτατορίας 1967-1974) Εμπιστευτικόν Ο Υπευθύνως Δηλών-Υπηρεσία του Δηλούντος
23 Κ. 0107 Αυτοβιογραφικόν Σημείωμα (Ισχύει Μετά τη Δικτατορία 1967-1974) Ο Υπευθύνως Δηλών –Υπηρεσία του Δηλούντος
24 Κ. 0114/2 ΕΓ (Γ 1135) Βιογραφικόν Σημείωμα Ελέγχου Ασφαλείας. Ο Δηλών –Στρατιωτική Υπηρεσία
25 Ε 24 Αίτησις Πληροφοριών Απόρρητον ΑΝ/2ον ΕΓ/1-Αστυνομική Αρχή
26 2ον ΕΓ/1/1971 ΥΠΌΔΕΙΓΜΑ Β΄ Δελτίον Ποιού (Ίσχυε πριν και κατά τη Δικτατορία 1967-74) Απόρρητον Αστυνομική Αρχή-Στρατολογικόν Γραφείον (ΑΡΧ.ΣΤΡΑΤΟΥ)
27 Κ. 0103/2 ΕΓ (Γ983) Δελτίον Ποιού (Ίσχυε επί Δικτατορίας 1967-74-Αντεκατεστάθη) Αππόρρητον Αστυνομική Αρχή- Στρατολογικόν Γραφείον (ΑΕΔ)
28 Κ. 0109/2 ΕΓ          (Γ 1107) Δελτίον Καταλληλότητος (Αναθεωρήθηκε) ; Αρχηγείον Όπλου ή ΚΥΠ-Υπηρεσία Στρατιωτικού
29 Κ 0109 Δελτίον Καταλληλότητος (Αναθεωρήθηκε) Εμπιστευτικόν  Υπηρεσία  Ερεύνης- Υπηρεσία Ερευνομένου
30 2ον ΕΓ/Κ. 0126 Δελτίον Καταλληλότητος «ATOMIC-ATOMAL” Απόρρητον 2ον ΕΓ/ΓΕΣ-Υπηρεσία Στρατιωτικού
31 2ον ΕΓ/Κ. 0127 Πρώτη Υπεύθυνος Δήλωσις (Δι’ Εξουσιοδότησιν Γνώσεως Διαβαθμισμένων Ατομικών Πληροφοριών) Απόρρητον Υποψήφιος για Διαβάθμιση Ατομικών Πληροφοριών-Υπηρεσία Στρατιωτικού
32 2ον ΕΓ/Κ0128 Δευτέρα Υπεύθυνος Δήλωσις (Δι’ άρσιν Εξουσιοδοτήσεως) Απόρρητον Διαβαθμισμένος Ατομικών Πληροφοριών-Υπηρεσία Στρατιωτικού
33 Ε. 1204 Πίνακας Εξουσιοδοτημένου Προσωπικού- ΕΤΝΑ Α.ΑΠΟΡΡΗΤΟ-COSMIC TOP SECRET-ATOMAL ETNA Α.ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ ή COSMIC TOP SECRET ή ATOMAL ;
34 Ε. 2802 (Τυπογραφείον ΒΝ 869/62/20.000) Έντυπον Πληροφοριών ; Υπηρεσία Β.Ν.-ΓΕΝ/Α2-Ι
35 Ε.2820 Αναφορά Ασφαλείας Πληροφοριών (Σύμφωνα με ΜΔ/ΓΕΝ 1-1/96) Απόρρητο-Προσωπικό Αξ/κός Ασφαλείας Πληροφοριών Μονάδος-ΓΕΝ/Α2-Ι
36 Κ.0103δ Περιληπτικόν Σημείωμα Διαγωγής Απολυομένου Στρατιωτικού Απόρρητον 2ον Γραφείον Απολύουσας Μονάδος-Αστυνομική Αρχή που είχε Συντάξει Αρχικό Δελτίο Διαγωγής
37 Κ. 0104/2 ΕΓ (Γ984) Δελτίον Εθνικών Φρονημάτων Απόρρητον Γραφ.Πληροφ.Μονάδος-;
38 Υπόδ.3 Δελτίον Εθνικής Δράσεως (ΓΕΑ) Απόρρητον Υπηρ.Ασφ.Μονάδων –ΓΕΑ/Διεύθυνση Ασφαλείας
39 Δίπλωμα-Επιβράβευση 572 Τ.Πεζ. –Συμμετασχόντες Πραξικόπημα Ιωαννίδη 25 Νοε.1973

 

*Τα ισχύοντα με την ΠΔ ΑΕΔ 100/69 τροποποιήθηκαν στη μεταπολίτευση και τα περί αδείας γάμου καταργήθηκαν τελικά το 1989.

[1] Τα έντυπα αυτά είναι εκείνα που στάθηκε δυνατόν να εντοπισθούν και σχετίζονται με τα μόνιμα στελέχη των ΕΔ (και ιδιαίτερα του ΠΝ) μεταπολεμικά και μερικά ισχύουν ακόμη. Ανάλογα με το σκοπό κάθε εντύπου κατανέμονται στις ακόλουθες κατηγορίες.

-Για τους εισερχόμενους στις ΕΔ άνδρες (α/α 1,2,3), και τις μέλλουσες συζύγους και οικογένειές τους (α/α 4 μέχρι και 11).

-Για την αξιολόγηση των στελεχών (αλλά και εθελοντών και προτάκτων προδικτατορικά) κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους (α/α 12 μέχρι και 20).

-Για την επιλογή, χαρακτηρισμό,  και ανάθεση  καθηκόντων διαχειρίσεως εγγράφων υψηλής διαβάθμισης (α/α 21 μέχρι και 33).

-Για αναφορές πληροφοριών ασφαλείας, διαγωγής προσωπικού, φρονημάτων, δράσης κ.λ.π. (α/α 34 μέχρι και 38).΄

Στην μεταπολίτευση  αναθεωρείται  η Παγία Διαταγή 1-8/67/ΑΣ/2ον ΕΓ που πρόβλεπε τα περί φρονήματος και χαρακτηρισμών προσωπικού και αφορούσε όλους τους στρατιωτικούς και μη που σχετίζονταν με τις ΕΔ. Τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν έτσι (ως ΑΕΔ/2α ΜΕΟ/ΑΣ/Ι Φ.110/121/534688/18-1-75 και ΑΣ/2ον ΕΓ/1α φ.121/6/827554/3-2-1975) τα έντυπα που αναφέρονται στον παρόντα πίνακα με α/α 1,2,21,22,23,26,27,37 και 38 . Οι μόνες αλλαγές που επήλθαν στα ισχύοντα εξ αυτών μέχρι τον Φεβρουάριο του 1975 ήταν οι αναφορές στην ΄΄επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967΄΄ και η αντικατάσταση της λέξης ΄΄κομμουνισμός΄΄ με τα παράγωγά της με την λέξη ΄΄αναρχισμός΄΄ και τα παράγωγά της. Το υπόλοιπο μέρος των εντύπων έμεινε ακριβώς όπως επί δικτατορίας.

Πραξικόπημα 21 Απριλίου 1967, Γιατί δεν αντέδρασαν οι ΕΔ; (Μετεμφυλιακός Κομματικός Στρατός, Χαρακτηρισμοί στρατιωτικών)

21 Μαΐου, 2016

 

 

Παράγοντες μέσα στο στράτευμα, που οδήγησαν στην επικράτηση των πραξικοπηματιών[1].

 

 

Όσον αφορά την εκτίμηση για τους παράγοντες που ξεκινούσαν αποκλειστικά από τους συνωμότες και τους οδήγησαν στην ΄΄επιτυχία΄΄, περιοριζόμαστε στην χωρίς αναλύσεις μνημόνευσή τους ως εξής:

  • Η ικανότητα στις συνωμοσίες (ως εκ της εμπειρίας τους στις παράνομες οργανώσεις και στους παρακρατικούς μηχανισμούς).
  • Η στρατολόγηση ικανών επαγγελματικά, έμπιστων και φανατισμένων μεσαίου βαθμού αξιωματικών, που εκείνη τη νύχτα υλοποίησαν το σχέδιο του πραξικοπήματος. [2]
  • Οι θέσεις κλειδιά που κάλυπταν οι του κεντρικού πυρήνα και η οργανωτική σχέση με την φυσική ηγεσία που, στην πλειοψηφία της, όπως και ο Κωνσταντίνος, συντάχθηκε άμεσα και συνεργάσθηκε με την ηγετική ομάδα των πραξικοπηματιών.
  • Η στήριξη από το παλάτι, που έτσι κι αλλιώς παρακολουθούσε και ενέκρινε τη σχεδίαση επέμβασης του στρατού. Που είχε αποφασιστεί από το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, και απλά εφαρμόστηκε από τους αρμόδιους για την εκπόνηση.

Το υπόλοιπο τμήμα της κοινωνίας, που είχε τα όπλα και θα μπορούσε, αλλά δεν αντέδρασε στο πραξικόπημα,[3] ήτοι οι ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, έχουν ακόμα πιο ισχυρούς λόγους που αιτιολογούν την αδράνεια. Και δεν αναφερόμαστε σ’ όσους συνέπραξαν συνειδητά, αλλά στους υπόλοιπους που είναι η συντριπτική πλειοψηφία, και στην πορεία ανέχτηκαν, αδιαφόρησαν, υποστήριξαν, αλλά και κάποιοι αντιστάθηκαν στη χούντα, μετά όμως την επικράτησή της. Μένουν απέξω οι θεωρούμενοι ως προληπτικά διωχθέντες στα πλαίσια προπαρασκευής του πραξικοπήματος.

Όσο για τους στρατευσίμους, δεν θα είχε κανείς την απαίτηση να αντισταθούν, όταν είναι γνωστή η σχέση τού νέου των δεκαοκτώ με είκοσι χρόνων, που υπηρετεί τη θητεία του, με τον μόνιμο στρατιωτικό που τον εξουσιάζει απόλυτα. Έπαιξε όμως τον ρόλο του και το τότε μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδό τους, που το μεγάλο ποσοστό δεν είχε ούτε καν απολυτήριο γυμνασίου, αρκετοί δε ούτε και δημοτικού.

Περιοριζόμαστε λοιπόν στην εξέταση του κορμού των μονίμων στρατιωτικών και των τριών όπλων, που ο ιδεολογικός, κοινωνικός, πολιτιστικός ευνουχισμός του έχει ξεκινήσει σταδιακά από παλιά, πριν ακόμα και από το ’40. Τα ίδια και σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση ισχύουν και για τα σώματα ασφαλείας (στο σύνολό τους μάλιστα ως μονίμων). Αυτός εκτιμάται ως ο κύριος λόγος που οδήγησε στη μη αντίσταση στο πραξικόπημα, ενώ προχωράει παράλληλα η αλλοτρίωση και μετατροπή του στρατού σε κομματικό της Δεξιάς.

Μικρή σχέση έχει το στέλεχος των ΕΔ της μετεμφυλιακής Ελλάδας με του μεσοπολέμου, ενώ δεν έχει καμία σχέση και ο πραξικοπηματίας του ’67 με τους αντίστοιχους της ταραγμένης περιόδου των αρχών του περασμένου αιώνα μέχρι το 1940. Ξεφυλλίζοντας κανείς τα κείμενα των λόγων και τα βιβλία, που έσπευσαν να γράψουν οι της τριανδρίας της 21ης Απριλίου, εκτός των άλλων θα ντραπεί για το γεγονός, ό,τι άνθρωποι με τέτοιο επίπεδο (μη λησμονούμε και τον Ιωαννίδη) καθήλωσαν τον τόπο για επτά χρόνια. Όπως είναι σκάνδαλο ιστορικής σημασίας και το ατιμώρητο όσων ιδιωτών και πολιτικών συνέπραξαν – και ήταν πολλοί – με την κατάπτυστη απόφαση περί ΄΄στιγμιαίου΄΄ εγκλήματος. Κανείς απ’ όλους αυτούς δεν αυτοκτόνησε, (ο Αγγελής δεν μετράει), για την προδοσία και την απώλεια της μισής Κύπρου![4]

Ο στρατιωτικός που εκτιμάται, θαυμάζεται και τον αγαπάει η κοινωνία, είναι εκείνος που πολεμάει και μεγαλώνει η πατρίδα και γεωγραφικά, εκείνος που συνεγείρεται από το μεγαλείο ενός λαού και οδηγεί τα παιδιά του στην τιμή στην Αλβανία, στην γερμανική επίθεση, στην εποποιία της εθνικής αντίστασης. [5]

Μετά τον εμφύλιο η χώρα παύει να μεγαλώνει, αντίθετα συρρικνώνονται τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αυτά που υποτίθεται πως ήταν αποστολή του στρατού να φυλάσσει και υπερασπίζεται. Και πρέπει να λεχθεί και εδώ, δεν αρκεί ο πατριωτισμός του Αλευρομάγειρου, (όταν επικεφαλής μαχητών επίστρατων Κυπρίων υπερασπίζεται τη Λευκωσία), και όσων πολέμησαν και κυρίως έπεσαν στην εισβολή των Τούρκων, για να σωθεί η τιμή των όπλων και του στρατού.

Παύει επομένως ο κόσμος, να βλέπει τον στρατιωτικό όπως πριν και γι’ αυτούς τους λόγους, που σχετίζονται με την αποστολή, που τότε ήταν η αντιμετώπιση του εξωτερικού αλλά και κάποιου εσωτερικού κινδύνου, και ποιος θεωρούταν ως τέτοιος, το γνωρίζουμε πλέον όλοι.

Πώς αιτιολογείται η βαριά έκφραση περί ευνουχισμού; Ας δούμε τι συμβαίνει από το τέλος της δεκαετίας του τριάντα, με έναρξη το ιδιώνυμο του Βενιζέλου. Που επεκτάθηκε μεν στον απλό πολίτη, αλλά ψηφίστηκε για προστασία του δημοσίου από ανεπιθύμητη επαναστατική ιδεολογία, ενώ στόχευσε ραγδαία, απόλυτα και με στέρεο και ανυποχώρητο τρόπο, και στο αυριανό και υπηρετούν στέλεχος του στρατεύματος.

Το τι ακολούθησε με τις προσθήκες, τροποποιήσεις και νέους σχετικούς νόμους, είναι επίσης γνωστό.

Γνωστές οι εκκαθαρίσεις των ΕΔ επί Μεταξά, στη συνέχεια στη Μέση Εντολή με το αντίστοιχο Κίνημα, μεταπολεμικά με τον Πίνακα Β΄ και τη δημιουργία εθνικού υποτίθεται στρατού, στον εμφύλιο με το συνονθύλευμα των πολύχρωμων στελεχών από τους ταγματασφαλίτες, τους δοσίλογους, τους Χίτες και πάει λέγοντας, (εκτός βέβαια τους Ρημηνίτες και λοιπούς καθαρόαιμους του Μεσανατολίτικου στρατού), με αφορμές τις δίκες στρατιωτικών για τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις.

Εκτός όμως των αλλεπάλληλων εκκαθαρίσεων με επιδίωξη έναν ΄΄εθνικόφρονα΄΄ κομματικό στρατό, το ευρύτερα άγνωστο είναι, ο τρόπος και οι μηχανισμοί που στήθηκαν για την επιθυμητή μορφοποίηση του Σώματος των μονίμων στελεχών.

Γιατί αυτή η επιλεκτική προτίμηση στους στρατιωτικούς; Την απάντηση τη δίνει ο διανοητής και επιστήμονας Βασίλης Φίλιας, στέλεχος της Δημοκρατικής Άμυνας, που στις Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις του χρησιμοποιεί τον Γκράμσι, ο οποίος χαρακτηρίζει τους αξιωματικούς, ιερείς και δασκάλους, ως ΄΄λειτουργούς του εποικοδομήματος΄΄ με την εξής ερμηνεία: «…είναι τα πρόσωπα εκείνα χαμηλής κοινωνικής προέλευσης, που το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα τούς δίνει τη δυνατότητα, να ανέβουν κοινωνικά… και στη βάση ελεγχόμενης μόρφωσης την ψευδαίσθηση μέθεξης στη δύναμη και τα προνόμια του ΄΄κατεστημένου΄΄…{ενώ} στους μάνατζερ, τους αξιωματικούς και την ανώτερη υπαλληλία παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στα επίπεδα λήψης των αποφάσεων…΄΄. Εάν προσθέταμε στο ΄΄χαμηλή΄΄ και το ΄΄μικρομεσαίας΄΄ κοινωνικής προέλευσης,  ώστε να είναι πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, τότε η περιγραφή ταιριάζει σ’ αυτούς που δεν αντέδρασαν στη χούντα.

Ερμηνεύοντας κάποια στοιχεία για τους στρατιωτικούς ως λειτουργούς παρατηρούμε, πως στις 20 του Απρίλη του ’67 δεν υπάρχει μεταξύ τους ούτε ένας, που να προέρχεται από οικονομικά εύρωστη οικογένεια, ούτε ένας γιος βιομηχάνου, για εφοπλιστή δεν μιλάμε καν, ούτε ένας γιος πολιτικού, ούτε ένας από την αποκαλούμενη μεγαλοαστική Τάξη. Ειδικά του στρατού, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% είναι παιδιά οικογενειών από χωριά και πόλεις κάτω των 5.000 κατοίκων.

Στο Πολεμικό Ναυτικό από τους 676 προελεύσεως ΣΝΔ υπηρετούντες εκείνη τη μέρα, το 44% κατάγεται από την περιοχή Αθηνών, ενώ το 91% των γονιών τους είναι οι περισσότεροι υπάλληλοι και μερικοί αυτοαπασχολούμενοι, μόνο το 2% γεωργοί και το 3% μικρομεσαίοι εργοδότες. Κανείς δεν δηλώνει να προέρχεται οπό οικογένεια εργάτη.

Όλοι οι σπουδαστές των σχολών επιδιώκεται να αποκόπτονται όχι μόνον από την κοινωνία και τα δρώμενα γύρω μας, αλλά και από την οικογένεια. Η επαφή με το βιβλίο πλην των εγχειριδίων απαγορεύεται, εκτός εάν εγκριθεί από τον αρμόδιο αξιωματικό. Η δημιουργία σχέσεων μετά νεανίδων πλήττεται (προσοχή στις Λαμπράκισσες που με εντολή του Κόμματος στοχεύουν να παραπλανήσουν τους νεαρούς δοκίμους, ευέλπιδες κλπ)! Και ο γάμος (η μάλλον η πρόθεση με σκοπό το γάμο) αξιωματικών και υπαξιωματικών επιτρέπεται, κατόπιν αδείας και μετά έλεγχο φρονημάτων μέχρι βαθμού συγγένειας τετάρτου εκ πλαγίων και καθέτως, (το ίδιο βεβαίως και για την εισαγωγή στις σχολές)!!

Ένας ιστός πανίσχυρος, αδιαπέραστος, οργανώνεται και λειτουργεί πανελλαδικά και μυστικά (ενώ ακουμπά και τον ελληνισμό του εξωτερικού), που επιβάλει έλεγχο του χωροφύλακα με πληροφορίες περί των συγγενών κάθε υποψηφίου αλλά και των εν ενεργεία. Απαιτείται ύπαρξη προίκας, επιβάλλεται η υποχρέωση να φορούν εσαεί στολή καθώς και ένα πλήθος απαγορεύσεων, που αποβλέπουν στην προστασία και θωράκιση του Σώματος από τον κομμουνισμό. Ιδεολογία που θεωρείται θανάσιμος κίνδυνος για τις ΕΔ, που προορίζονται ως προστάτες των συμφερόντων μιας Τάξης ανθρώπων, απ’ την οποία δεν προέρχεται κανείς από τα στελέχη του.

Πώς λοιπόν, με ποια γνώση και θέληση, με τι ευρύτητα νου και ηθικό να αντισταθεί στο πραξικόπημα, που αποβλέπει υποτίθεται στην αντιμετώπιση των κομμουνιστών; Αφού αυτό είναι και δική του αποστολή και καθήκον, έτσι μαθαίνει απ’ την πρώτη στιγμή, έτσι εκπαιδεύεται, και αυτοί, τα μιάσματα, έρχονται να καταλάβουν την εξουσία αλλά τους πρόλαβαν ευτυχώς,  με την εθνοσωτήριον επανάστασιν της 21ης Απριλίου 1967.

Το επαγγελματικό μορφωτικό επίπεδο των αξιωματικών είναι υψηλό, και εννοούμε τα σταδιοδρομικά και λοιπά σχολεία που φοιτούν μετά τις παραγωγικές σχολές, (ενώ το ίδιο δεν συμβαίνει με τους υπαξιωματικούς). Αυτό δεν σημαίνει πως και η ευρύτερη κουλτούρα είναι συγγενούς επιπέδου. Σε αντίθεση με τον μεσοπόλεμο, όπως ήδη τονίσθηκε.

Όσο για την οικονομική κατάσταση και τις απαιτήσεις τρόπου ζωής,  ισχύει η ρήση πως είναι επάγγελμα σαμπάνιας με αποδοχές μπύρας. (Δεν σχολιάζεται τι ισχύει σήμερα για τα οικονομικά αυτών των εργαζομένων, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού υποφέρει ακόμα περισσότερο).

Η προπαγάνδα ήταν καταιγιστική από το πρώτο δευτερόλεπτο για το πραξικόπημα, και έπεισε πολλούς στρατιωτικούς, πως πρόκειται για ενέργεια πατριωτών. Που, όπως είπαμε, αποδέχονταν τον κίνδυνο εκ των  «ορδών των μητραλιών του ΚΚΕ…». Είναι η πιο αντιπροσωπευτική έκφραση, που δίνει το πώς έβλεπαν το Κόμμα αυτό τα φανατισμένα στελέχη. Εδώ μάλιστα πρόκειται για τον Μπονάνο, τον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων επί Ιωαννίδη και το γράφει δώδεκα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση.[6]

Για τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί αντικομουνισμού, ας δούμε μερικά στοιχεία που καθήλωσαν σε πολλά επίπεδα την πλειοψηφία των στρατιωτικών.

  • Υπό κάλυψη από τον εμφύλιο και μετά για τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες δρα στο στρατό η «ελληνική GLADIO, μια από τις πιο σκληρές μονάδες του ΝΑΤΟ» (όπως αναφέρει εκτός των άλλων και το περιοδικό Σπίγκελ στο τεύχος Νοεμβρίου 1990), ή όπως αλλιώς λεγόταν το Σχέδιο Επιθετικής Επιστροφής, ή Η Κόκκινη προβιά….[7]
  • Ο ΙΔΕΑ, ο ρόλος του και ό,τι αντιπροσώπευε, διαβρώνει και οργανώνεται για χρόνια πολλά στο στρατό ξηράς από τη Μέση Ανατολή, και δρα κύρια μεταπολεμικά.
  • Όταν λήγουν οι αφορμές για εκκαθαρίσεις, προκαλούνται νέες, όπως η αιματηρή δίκη ανδρών του Πολεμικού Ναυτικού και η εκτέλεση των θανατοποινιτών το ’49. Όπως η τρομοκρατική δίκη των αεροπόρων ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα του 1951 των ΙΔΕΑτών, και τέλος με την θαυμάσια ευκαιρία του ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώζουν Πατρίδα Ιδέες Δημοκρατία Αξιοκρατία).[8] Ειδικά γι’ αυτήν την οργάνωση εκτιμάται, πως εάν δεν είχε αφελώς και ΄΄αντιεπαγγελματικά΄΄ συσταθεί από μικρή μερίδα στελεχών, θα είχε στηθεί από την αντίδραση (άρα προσφέρθηκε δώρο απρόσμενο). Δεν απορρίπτεται η άποψη, πως στους ανομολόγητους στόχους κάποιων από τα μέλη της ήταν και η Επετηρίδα.
  • Ο κίνδυνος όμως δεν θεωρείται πως έχει λήξει. Απ’ έξω έρχονται τέως αντάρτες, που συνεχώς τροφοδοτούν την ΄΄απειλή΄΄ [9], η Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υποτίθεται πως έχουν στόχο την Ελλάδα. Επόμενα και η σχεδίαση, το δόγμα, η οργάνωση, η διάταξη του στρατεύματος, η εκπαίδευση, στρέφονται προς το Βορά.
  • Μετεμφυλιακά οι ΕΔ διανύουν περίοδο αναπροσαρμογής και ΝΑΤΟποίησης. Πρέπει να ελέγχονται κατά προτεραιότητα τα φρονήματα των στελεχών, να είναι εθνικόφρονες, ΄΄υγιώς΄΄ σκεπτόμενοι.
  • Από το 1948 οι αρμόδιες αρχές, η ΚΥΠ, διοχετεύουν έγγραφα, εγκυκλίους, διαταγές, με τις οποίες εντοπίζουν τον κίνδυνο ύπαρξης μηχανισμών ΚΟΣΣΑ (Κομμουνιστική Οργάνωσις Στρατού- Σωμάτων Ασφαλείας) δίνοντας οδηγίες αντιμετώπισής τους. [10]
  • Τα στελέχη των ΕΔ παρακολουθούνται σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας τους. Με την δημιουργία και συντήρηση των φακέλων, τους χαρακτηρισμούς[11] και τα δίκτυα πληροφοριών για το περιβάλλον τους και τους ίδιους. Ο Νάτσινας από την ΚΥΠ δίνει συγκεκριμένες οδηγίες για δίκτυα πληροφοριών εσωτερικά στις ΕΔ.[12]
  • Οι οδηγίες αυτές υλοποιούμενες, απαιτούν σε κάθε διμοιρία τέσσερις, σε κάθε λόχο είκοσι, και σε κάθε τάγμα ογδόντα και πάνω στρατεύσιμους πράκτορες. Μαζί με τους αντίστοιχους των Σωμάτων Ασφαλείας, έχουμε για πολλά χρόνια στη χώρα μας μεγάλο πλήθος πρακτόρων. Του στρατού μάλιστα με τη λήξη της θητείας τους περνάνε στην ΚΥΠ. Και εκείνος που γίνει μια φορά χαφιές, θα είναι για πάντα χαφιές, ενώ χτίζεται ένα τμήμα του ανδρικού πληθυσμού, μαθημένο να καταδίδει και το χειρότερο να καταδίδεται. [13]
  • Όσοι υπηρέτησαν στο Πολεμικό Ναυτικό, θα έχουν ίσως ακούσει για τον ΑΓΕΠ κάθε μονάδας (είναι ο Αξιωματικός Γραφείου Ελέγχου Προσωπικού). Είναι άλλη ιστορία με ποιον τρόπο κάποιοι απ’ αυτούς αντιμετώπιζαν αυτά τα καθήκοντα.
  • Η παρακολούθηση, το φακέλωμα και η κάθαρση των ΕΔ δεν σταματάει, καλύπτοντας όλο το φάσμα των ανεπιθύμητων ιδεολογικά που διευρύνεται για να ολοκληρωθεί με τον κάθε αντιχουντικό επί δικτατορίας, ακουμπώντας και οπαδούς της συντηρητικής παράταξης.

 

 

Το έγγραφο αυτό κυκλοφορεί το 1954 με το Νάτσινα ως Διευθυντή της ΚΥΠ. Έχουν περάσει δύο χρόνια, αφ’ ότου είχε παραπεμφθεί με τους υπολοίπους του ΙΔΕΑ στο στρατοδικείο για στάση, με αφορμή την παραίτηση του Παπάγου. Δεν δικάστηκε, αποστρατεύεται και επανέρχεται με τον Παπάγο Πρωθυπουργό, για να αρχίσει να διαπρέπει και στην ΚΥΠ. Τον συναντάμε ανερχόμενο μέχρι το 1961 στις εκλογές, που διεξάγονται με την ένθερμη συμμετοχή των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, σε εφαρμογή του σχεδίου ΠΕΡΙΚΛΗΣ, του οποίου υπήρξε ο εισηγητής. Η Δεξιά δεν έπρεπε να φύγει από την εξουσία, και ο κομματικοποιημένος στρατός ανέλαβε να το υποστηρίξει με το σχέδιο αυτό.

Παράλληλα η ΚΥΠ, με το γραφείο 4 του Γ/1 Τμήματος, είχε ως αποστολή τη συλλογή πληροφοριών  που αφορούν τη δραστηριότητα τού «…Διεθνούς Κομμουνισμού, των Κομμουνιστοσυμμοριτών  οι οποίοι διαβιούν εις τας χώρας του παραπετάσματος… του παρανόμου Μηχανισμού του ΚΚΕ η οποία αναπτύσσεται εις το εσωτερικόν της χώρας…. Την δράσιν του ΑΚΕΛ….».

Καθοριστικός αρωγός στο όλο σχέδιο είναι και ο Στρατιωτικός Κανονισμός ΣΚ 72-1 Περί διαφωτίσεως επί θεμάτων κομμουνισμού, τα Συμβούλια Νομιμοφροσύνης και η καταστρεπτική τους δράση για πλήθος ανθρώπων και οικογενειών, η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας, τα 2α γραφεία των Ενόπλων Δυνάμεων. Όλοι αυτοί οδηγούν το Σώμα των στελεχών εκτός της κοινωνίας και τον στρατό στον ευνουχισμό, κατάσταση που  εκτιμάται ως βασική αιτία μη αντίδρασης στο πραξικόπημα.

Και μην ξεχνάμε το ΝΑΤΟ, τον βασικό σκοπό της ύπαρξής του, το ρόλο που διαδραμάτισε και τότε μα και τώρα. Γίνεται να ξεχάσουμε τη CIA;

Οι επιπτώσεις απ’ όλα αυτά θα φανούν σύντομα στην αδυναμία των στελεχών, να προλάβουν ή να αντιμετωπίσουν τη συνομωσία μέσα στις ΕΔ. Και την επιβολή μιας δικτατορίας στις 21-4-1967. Οι συνωμότες και ό,τι αντιπροσώπευαν, επιδίδονταν σε ΄΄κυνήγι μαγισσών΄΄, και επέφεραν στη χώρα και τους κατοίκους της, εκείνα για τα οποία κατηγορούσαν τους κομμουνιστές.

 

Αντώνης Κακαράς, Αρχιπλοιαρχος ε.α., Συγγραφέας

[1] Το κείμενο αυτό είναι ομιλία εκφωνήθηκε στις 12 Μαΐου 2016 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνέδριο για τον Αντιδικτατορικό αγώνα, την οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα  και το Πάντειο Πανεδπιστήμιο, Έγγραφα και λοιπά στοιχεία όπου στηρίζεται η τοποθέτηση προέρχονται  από τη διατριβή Α. Κακαρά,  Οι επαγγελματίες στρατιωτικοί υπό αυταρχικά καθεστώτα και την εκλαϊκευμένη της έκδοση Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Παπαζήση, Αθήνα 2006. Το κείμενο αυτό

 

[2] Από πλευράς του ναυτικού αντέδρασε ο Εγκολφόπουλος, αρχηγός του ΓΕΝ, που αρνήθηκε να συνεργαστεί και παραιτήθηκε και ο πλωτάρχης Τζανετάκης που δήλωσε πως θα παραιτηθεί, ανακάλεσε τη δήλωση, αποστρατεύθηκε στις διώξεις του καλοκαιριού και αργότερα έγινε πρωθυπουργός.

[3] Όσον αφορά τους άοπλους Έλληνες και την μη αντίδρασή τους τις πρώτες μέρες (τις καθοριστικές για την επικράτηση) του πραξικοπήματος:

  • Δεν είναι γνωστή περίπτωση αντίστασης από άοπλο, ανοργάνωτο, εφησυχασμένο λαό σε τανκς και πάνοπλα στρατιωτικά τμήματα που αιφνιδιαστικά συλλαμβάνουν, προπηλακίζουν, πυροβολούν και τρομοκρατούν μέσα στη νύχτα. Αυτό θα αρκούσε για αιτιολόγηση της επικράτησης της χούντας, αν δεν υπήρχε και μία σειρά ακόμα αιτίων. Και στο επιχείρημα, πως ο ίδιος λαός μέχρις εκείνες τις ημέρες και επί τετραετία αγωνίζεται στους δρόμους και τα πεζοδρόμια εξοργισμένος από τις εκτροπές βασιλέων, κυβερνητών, παρακράτους και βουλευτών, με αντιπάλους τα σώματα ασφαλείας που χτυπάνε ανελέητα,  δεν αντέχει, όταν αντίπαλος είναι ο φαντάρος με την ξιφολόγχη, ο αξιωματικός που κραδαίνει πιστόλια και τανκς.
  • Η επιλογή του Κομμουνιστικού Κόμματος να διαλύσει τις παράνομες οργανώσεις το 1958, το βρήκε απροετοίμαστο. Η ΕΔΑ απλά προβληματιζόταν συζητώντας ακαδημαϊκά για επικείμενο πραξικόπημα.
  • Η προσφυγιά μεγάλου τμήματος του δημοκρατικού διωκόμενου χώρου μετεμφυλιακά, στέρησε τον τόπο από αντίστοιχο δυναμικό μειώνοντας και την αντιστασιακή του δυνατότητα. Το ίδιο και οι πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
  • Ολόκληρη η κοινωνία παρακολουθείται, τρομοκρατείται, φακελώνεται από τις γνωστές υπηρεσίες με ένα πλέγμα χαφιέδων ασύλληπτο στην έκτασή του και άγνωστο, για όποιον δεν συμμετείχε στο δίκτυο αυτό, ή δεν το ερεύνησε όπως είχε την ατυχία να κάνει ο ομιλών πολύ αργά.
  • Το κράτος αποτελεί στην ουσία τον κομματικό μηχανισμό τού εκάστοτε Κόμματος της δεξιάς, ή για να ακριβολογούμε της άρχουσας τάξης. Που οργανώθηκε έτσι ώστε να περιορίζεται στην αποτελεσματική εξυπηρέτηση όσων πλούτισαν εξυπηρετώντας τις δυνάμεις κατοχής και όσων εκμεταλλεύτηκαν την μετεμφυλιακή προσπάθεια για ανόρθωση της διαλυμένης οικονομίας του τόπου.
  • Μια σειρά από δίκες με τελευταία εκείνην του ΑΣΠΙΔΑ αποτελούν πρόσθετο λόγο αποδυνάμωσης της κοινωνίας παράλληλα με τη συμβολή μερίδας του Τύπου και των αντίστοιχων στρατευμένων κονδυλοφόρων του.
  • Ο χώρος των βουλευτών και πολιτευτών στροβιλίζεται σε σειρά σκανδάλων για χρηματισμούς,  ενώ στην ΚΥΠ φορτηγά ξεφορτώνουν σάκους πλήρεις δολαρίων για τους εξαγορά συνειδήσεων, όπως καταθέτει αυτόπτης μάρτυρας.

Ποιος ιδιώτης λοιπόν και πώς να αντισταθεί εκείνες τις ώρες ανοργάνωτος;

 

[4] Και για να τελειώνουμε με τις ντροπές, είναι σκάνδαλο επίσης ανεπίτρεπτο και η τακτική που ακολούθησαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και η βουλή με τις αποκαλούμενες αποκαταστάσεις των στρατιωτικών. Δεν άρκεσε μία αλλά προχώρησαν σε τρείς και περισσότερες φάσεις με αλλεπάλληλες παροχές βαθμών και τίτλων, βάσει ανάλογων νόμων και διατάξεων που ψηφίζονταν και ξαναψηφίζονταν. Έτσι, ώστε να ευνουχιστεί σκόπιμα για μία ακόμα φορά ο χώρος των μονίμων στελεχών μετεμφυλιακά, και με μία αδικαιολόγητη εμμονή στην τιμωρία (διότι περί τιμωρίας πρόκειται) του χώρου αυτού με βάση την (εθνικοσοσιαλιστική) αρχή της συλλογικής ευθύνης για το πραξικόπημα του ’67. (Η οποία συμπληρώνεται πρόσφατα και οικονομικά σε αισχρό επίπεδο, αποτελώντας την κορωνίδα του αίσχους από όλες τις κατηγορίες εργαζομένων.)

Δεν αιτιολογείται διαφορετικά. Να ονομάζονται με τον καταληκτικό ανώτατο βαθμό (κόντρα στις αρχικές σωστές αποφάσεις των συμβουλίων κρίσεως του ’75) με αποτέλεσμα να κοροϊδεύει ο κόσμος, αφού σε κάθε πολυκατοικία αναλογεί ένας ναύαρχος ή πτέραρχος και σε κάθε όροφο ένας στρατηγός. Μαζί οι πραγματικοί αντιστασιακοί με τους γιαλαντζί, που φτάνουν να παίρνουν μέχρι και έξη βαθμούς, ενώ κάμποσοι είχαν αποστρατευτεί για άσχετους λόγους, είχαν ακόμα και παραιτηθεί μετά το ’74, είχαν διωχθεί πειθαρχικά για αδικήματα που επέσυραν αλλά δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη, και πάει λέγοντας. Αριθμοί, ονόματα και περιπτώσεις είναι γνωστές στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ αλλά και δημοσιευμένες.

 

[5] Χίλιοι και πάνω οι μόνιμοι στον ΕΛΑΣ, πολλοί και στον ΕΔΕΣ από εκείνους που πολέμησαν τον κατακτητή.  Αρκετοί απ’ όσους επιβίωσαν βρέθηκαν αργότερα κόντρα στη δικτατορία. Οι αυντρόφισες καποιων από εκείνους παρευρίσκονται σ’ αυτήν την αίθουσα.

 

[6] Ο συγκεκριμένος μαζί με τον Αραπάκη προσφέρουν μεταπολιτευτικά στα βιβλία τους απολαυστικά στοιχεία με τις αλληλοδιαψεύσεις επί της ΄΄προσφοράς΄΄ τους στη δημοκρατία κλπ

[7] Σε αντιστοιχία με την Ιταλική, για την οποία ήδη είχαν αρχίσει οι αποκαλύψεις στον τύπο. Λίγα χρόνια μετά σε βιβλίο του ο Κουρής, αποκαλύπτει το μηχανισμό. Ενώ ο Δροσογιάννης, (υπουργός εθνικής άμυνας επί ΠΑΣΟΚ), είχε διατελέσει εν ενεργεία  ως Διευθυντής στη Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων στο ΓΕΣ, που ήταν αρμόδια για το σχέδιο και οτιδήποτε αφορούσε την οργάνωση αυτή. Κρύπτες με εφόδια σε όλη την επικράτεια σε μυστικά απομακρυσμένα μέρη περίμεναν τους καταδρομείς. Που θα εξοπλίζονταν μ’ αυτά, για να πολεμήσουν ως αντάρτες, εάν η χώρα καταλαμβανόταν από ξένους ή ντόπιους εχθρούς. Δηλαδή από κομμουνιστική χώρα ή το ΚΚΕ. Το σχέδιο αυτό λειτουργούσε από το 1955 μέχρι τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο συνέβαινε σε όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ. Κοινός παράγοντας ο στρατός της κάθε χώρας και η CIA. Τα κόμματα, που τότε κυβέρνησαν την Ελλάδα, δήλωσαν άγνοια…

 

[8] Από 109 αριθμημένους σε χειρόγραφο της ΚΥΠ που χρεώνουν με ΄΄επιβαρυντικά στοιχεία΄΄ ως εμπλεκομένους στον ΑΣΠΙΔΑ:

  • Για τους 20 δεν καταγράφεται τίποτε.
  • Οι 57 φέρονται με τον χαρακτηρισμό ΄΄Κεντρώος΄΄
  • Οι 15 ως ΄΄Φανατικοί Κεντρώοι΄΄
  • Οι 4 ως ΄΄Κεντροαριστεροί΄΄
  • Ένας ΄΄Συνοδοιπόρος΄΄ και
  • Ένας ΄΄Σοσιαλιστικών Αρχών΄΄

Για τους υπόλοιπους αναφέρονται διάφορες πληροφορίες, ενώ εμφανίζεται και ένας ΄΄μηδενιστής΄΄.

 

[9] Ακόμα και στο ναυτικό συντηρείται αρχείο με φακέλους που αφορούν τους ΄΄κομμουνιστοσυμορίτες΄΄ (Κ/Σ). Σε έγγραφο συναντάμε ως θέματα ΄΄Μετακίνησις Κ/Σ΄΄, ΄΄Πληροφορίες περί Μετωπικών Οργανώσεων΄΄ και ΄΄Μετακινήσεις Φυγάδων Κ/Σ΄΄…΄΄

[10] Ο Αλέξανδρος Νάτσινας (που είχε διατελέσει στη Διοικούσα Επιτροπή του ΙΔΕΑ τα έτη 1945-47, και αργότερα στο γραφείο του Παπάγου μέχρι την απόπειρα πραξικοπήματος το ’51 με αφορμή την παραίτηση του τελευταίου, αλλά και Διευθυντής στην ΚΥΠ το 1954, ως πρόσθετη απόδειξη της δύναμης που είχε ο ΙΔΕΑ),  υπογράφει το Παράρτημα Α΄ απορρήτου εγγράφου με τίτλο ΄΄Αντιμετώπισις Κομμουνιστικής Διεισδύσεως εις τας Ενόπλους Δυνάμεις΄΄.  Εκτός των άλλων και το Παράρτημα αυτό των είκοσι τεσσάρων σελίδων στηρίζει την άποψη για αποδυνάμωση των ΕΔ και ευνουχισμό των στελεχών του μεταπολεμικά κυρίως. Οι οδηγίες, προϋποθέτουν μηχανισμό πολυπρόσωπο σε κάθε μονάδα. Ο οποίος δεν θα ασχολείται με τίποτα άλλο, εκτός της παρακολούθησης των υπόπτων και τις διάφορες ενέργειες, που η ΚΥΠ προτείνει ως αποτελεσματικές, για ξεσκέπασμα των κομμουνιστών.

Εξαντλητικές λεπτομέρειες με παραδείγματα στρατολόγησης ιδιαίτερα στρατευσίμων αριστερών ή προερχόμενων από αριστερές οικογένειες, επίσης εξαντλητικά μέτρα αντικομουνιστικής προπαγάνδας, οργάνωσης προβοκάτσιας, συκοφαντίες για τους υπόπτους, δίκτυα χαφιέδων κ.ά.

Προκειμένου περί νεοσύλλεκτων, η υλοποίηση αυτών των οδηγιών απαιτούν προσωπικό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σκληρότητας. Το να αισθάνεται συνεχώς φοβία και ότι παρακολουθείται ως ύποπτος, σημαίνει να ζει υπό καθεστώς τρόμου. Χρόνια πολλά ίσχυαν αυτά στις ΕΔ. Ανεξάρτητα εάν είχαμε δικτατορία ή όχι.

Πέρασαν επίσης χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, και μάλλον μετά το 1981 διαλύθηκε το τμήμα διώξεως κομμουνισμού της ΚΥΠ. Όσο ίσχυαν οι χαρακτηρισμοί, ίσχυαν και οι παρακολουθήσεις και οι οδηγίες για εκφοβισμούς και ΄΄φοβίες΄΄, και οι ΄΄χαφιεδοφοβίες΄΄. Και οι χαρακτηρισμοί Α, Β, Γάργησαν να τροποποιηθούν και όχι για να λήξουν. «…αργά τη νύχτα που κοιμούνται οι στρατιώται στον θάλαμο, αποστέλλομεν ένα οπλίτη της Α.Μ. και χαμηλοφώνως ξυπνά ένα στρατιώτη κομμουνιστήν λέγοντάς του ΄΄σε θέλει ο Αξ/κός πληροφοριών στο γραφείο του΄΄ φροντίζοντας όπως ο οπλίτης της Α.Μ. εκ λάθους δήθεν να ξυπνήσει και έναν άλλον στρατιώτην κομμουνιστήν ο οποίος ν’ ακούση την διαβιβασθείσαν διαταγήν…» Αυτό λέγεται επίσημα ΄΄χαφιεδοφοβία΄΄. Γράφτηκε ως παράδειγμα και οδηγία το 1954, ίσχυε το 1958, εφαρμόσθηκε για πολύ ακόμα, και μετά τους κομμουνιστές κάλυψε τους συνοδοιπόρους, τους κεντροαριστερούς, τους κεντρώους.

 

[11] Οι χαρακτηρισμοί έχουν ως εξής: Με ΄΄Ε1΄΄ τα άτομα, των οποίων η διαγωγή, η συμπεριφορά και οι συναναστροφές του ίδιου και του οικογενειακού και συγγενικού περιβάλλοντος, ουδέν μεμπτόν παρουσιάζουν τώρα, ή παρουσίασαν κατά το παρελθόν.

Με ΄΄Ε2΄΄ χαρακτηρίζονται τα άτομα για τα οποία ουδέν υφίσταται σε βάρος τους και ΄΄διάγουν ανέκαθεν φιλησύχως και νομοταγώς΄΄, τα δε μέλη του οικογενειακού ή συγγενικού τους περιβάλλοντος δεν βαρύνονται, τουλάχιστον για την τελευταία δεκαετία, με καμία ΄΄αναρχική ή αντεθνική δράση διάγοντα ομοίως φιλησύχως και νομοταγώς΄΄. Γίνεται αντιληπτό πως η κατηγορία ΄΄Ε1΄΄ είναι προτιμότερη της ΄΄Ε2΄΄.

Το γράμμα ΄΄Χ΄΄ υποδηλώνει ΄΄Ανεξακρίβωτος΄΄. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχουν στοιχεία για το άτομο αυτό. Εάν δεν διευκρινιστεί η πολιτικο-ιδεολογική του θέση, δραστηριότητα και φρονήματα ή εάν υπάρχουν αμφιβολίες τότε χαρακτηρίζεται με ΄΄Α΄΄. Κανείς δεν μένει με χαρακτηρισμό ΄΄Χ΄΄. Εάν απολύεται χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει περί τίνος πρόκειται τότε πάλι χαρακτηρίζεται ως ΄΄Α΄΄. Αυτά σήμαιναν πως ήταν πολλοί χαρακτηρισμένοι ως ΄΄Χ΄΄.

Ο χαρακτηρισμός ΄΄Ψ΄΄ είναι για τον ΄΄Ύποπτο΄΄. Προβλέπεται, να παραμένει υπό παρακολούθηση μέχρις ότου πάρει τελικό χαρακτηρισμό. Επομένως είναι προσωρινός ο χαρακτηρισμός αυτός. Εάν με τον περιοδικό έλεγχο δεν προκύψει σαφής μεταβολή των στοιχείων, τότε τοποθετείται σε μία από τις προβλεπόμενες κατηγορίες.

Από τις ερμηνείες των γραμμάτων που δόθηκαν και παρατίθενται, το στοιχείο που ξεχωρίζει δεν είναι πως όλα αφορούν εθνικόφρονες και κομμουνιστές (ακόμα και οι ΄΄Ξ΄΄ δηλαδή οι ΄΄ξενοκίνητοι΄΄) κάθε κατηγορίας, αλλά η κατηγορία ΄΄Χ΄΄. Δηλαδή οι στρατιωτικοί και το υπόλοιπο προσωπικό των ΕΔ, για τους οποίους ο μηχανισμός ασφαλείας και πληροφοριών, δεν διαθέτει στοιχεία ή έχει αμφιβολίες. Δεν αποδέχεται ο μηχανισμός αυτός τέτοια ΄΄αδυναμία΄΄ εντοπισμού στοιχείων. Και για να αποκλείσει την πιθανότητα να κάνει λάθος ΄΄αθωώνοντας΄΄ τον άνθρωπο αυτό με το αθώο ΄΄Ε΄΄, επιβάλλει τον χαρακτηρισμό όλων των σε αμφιβολία ευρισκομένων με ΄΄Α΄΄. Δηλαδή την πρώτη βαθμίδα χαρακτηρισμού εκείνων, που στο άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον είναι κάποιος κομμουνιστής και τους επηρεάζει. Έστω και εάν δεν γνωρίζουν κάτι τέτοιο. Παρατηρείται πως, σε όλες τις αλλαγές που έγιναν σε έντυπα στη μεταπολίτευση, το στοιχείο που αφαιρέθηκε είναι η λέξη ΄΄καμμουνιστής΄΄ και τα παράγωγά του (κομμουνιστικός, κομμουνισμός, κ.λ.π.) και αντικαταστάθηκε με τη λέξη ΄΄αναρχικός΄΄. Επίσης αφαιρέθηκαν τα αφορούντα την ΄΄επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967΄΄. Η έκφραση ΄΄εθνικός΄΄ παρέμεινε.

Καταχωρούνται οι ερμηνείες των υπολοίπων γραμμάτων με τα οποία αποδίδονται ΄΄ιδεολογικοί χαρακτηρισμοί στο στρατιωτικό προσωπικό΄΄, όπως ερμηνεύτηκαν από απόστρατους αξιωματικούς. Τα γράμματα συνδυάζονται και με αριθμούς, που προσδιορίζουν υποκατηγορίες, εντοπίζοντας με στοιχεία και λεπτομέρειες την κάθε περίπτωση. Αυτά ίσχυαν μέχρι το 1975. Τι άλλαξε στη συνέχεια δεν εντοπίσθηκε εκτός από τους χαρακτηρισμούς ΄΄Ε-ΨΙΛΟΝ΄΄, ΄΄Χ΄΄ και ΄΄Ψ΄΄ που εξηγήθηκαν πιο πάνω. Οι ερμηνείες των υπολοίπων γραμμάτων είναι οι εξής (όπως ακριβώς τις είπαν οι συνομιλητές):

΄΄Α΄΄ «Επηρεαζόμενος από γονείς κομμουνιστές. Εάν είναι η μητέρα κομμουνίστρια, {πρέπει να εφιστάται } ιδιαιτέρα προσοχή διότι ο επηρεασμός είναι 100%»

΄΄Β΄΄ «Θέσις ιδίου» δηλαδή ο ίδιος ο χαρακτηρισμένος έχει εκδηλωθεί και αυτοπροσδιορίζεται ως κομμουνιστής.

΄΄Γ΄΄ «Ο χαρακτηρισμένος έχει δραστηριότητα ως κομμουνιστής».

΄΄Ξ΄΄ «Ξενοκίνητος». Επηρεάζεται ή ελέγχεται από κομμουνιστές άλλων κρατών.

 

 

[12] Το εν λόγω έγγραφο με σκοπό την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου προβλέπει  δίκτυο παρακολουθήσεως των ανδρών ως εξής: «.. (α) Ο Διμοιρίτης δημιουργεί εν δίκτυον εκ τριών πληροφοριοδοτών εις την διμοιρίαν του, έναν εις εκάστην μονάδα. (β) Επί πλέον δε ενός ακόμα δι’ όλην την διμοιρίαν, συνεπώς και διά τους τρεις ανωτέρω {σημ.για την παρακολούθηση δηλαδή των τριών άλλων πληροφοριοδοτών} (γ) Ο Λοχαγός εκτός των ανωτέρω εκάστης διμοιρίας, θα πρέπει να έχη και δύο-τρεις ιδικούς του δι’ όλον τον λόχον, και οι οποίοι θα είναι άγνωστοι εις τους διμοιρίτας {για να τους παρακολουθεί προφανώς}. (δ) Ο Ταγματάρχης εκτός των τοιούτων των λόχων, δημιουργεί έν δίκτυον εξ ενός ή δύο το πολύ πληροφοριοδοτών και οι οποίοι είναι άγνωστοι εις τους Λοχαγούς {για να παρακολουθεί και τους λοχαγούς και όποιους άλλους δεν καλύπτει το υπόλοιπο δίκτυο}

[13] Όσο για τα χρησιμοποιούμενα άτομα στα δίκτυα πληροφοριών η οδηγία/διαταγή της ΚΥΠ προβλέπει για το έργο αυτό (α) απολύτως εγνωσμένων εθνικών φρονημάτων, άτινα ως εκ της ιδεολογίας των προσφέρονται διά μίαν τοιαύτην υπηρεσίαν. Υπάρχουν όμως και οι (β) ΄΄αναμιχθέντες εις τας κομμουνιστικάς οργανώσεις, εφ’ όσον ήθελον αποδεχθεί ιδικήν μας πρότασιν συνεργασίας, ήτις θα γίνεται, αφού προηγουμένως αποσπάσωμεν μίαν ομολογίαν των, εναντίον ενός κομμουνιστικού στελέχους ή πεισθώμεν ότι έχουν καμφθεί διά διαφόρους λόγους΄΄. Και τέλος ο εκμαυλισμός σε (γ)΄΄ αδιάφορα άτομα εις τα οποία προηγουμένως παρέσχομεν μίαν εξυπηρέτησιν ήτοι χορήγησιν αδείας, τοποθετήσεώς των εις επιθυμητήν θέσιν, άρσιν μιας ποινής κ.λ.π.΄΄ Για να μην πάνε χαμένοι οι κόποι, και όσοι διαμορφώθηκαν με τον τρόπο αυτό μέσα στο στρατό «…τα άτομα ταύτα μετά την απόλυσίν των, θα πρέπει απαραιτήτως να παραδίδωνται εις την Κεντρικήν Υπηρεσίαν {δηλαδή την ΚΥΠ} διά την περαιτέρω χρησιμοποίησίν των και εκμετάλλευσιν…» Η συνεργασία μετά των αστυνομικών αρχών επιβάλλεται και «… δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι υποτιμώμεν τον εγωϊσμόν μας εάν καταφεύγομεν καθ’ εκάστην ημέραν και επιζητούμεν την συνεργασίαν της Αστυνομικής Αρχής δοδεμένου ότι κοινός είναι ο επιδιωκόμενος σκοπός. Η Αστυνομική Αρχή άλλωστε ως έχουσα ως κύριον έργον την δίωξιν του Κομμουνισμού είναι φυσικόν να γνωρίζει πρακτικωτέρας από ημάς μεθόδους και τρόπους ενεργείας…». Ο Νάτσινας παίρνει ως δεδομένο πως όλοι οι αποκαλούμενοι εθνικόφρονες θα συνεργάζονται. Άλλο όμως η δεξιά τοποθέτηση και άλλο η παρακολούθηση, το χαφιεδιλίκι, το κάρφωμα. Οι πολίτες αυτοί δεν σημαίνει πως είναι και εκ χαρακτήρα χαφιέδες.

 

Ο Αλεξάκης της ΚΥΠ, του Κινήματος του Ναυτικού, της ΕΛΔΥΚ… μιλάει για όλα.

14 Μαΐου, 2016

Συνέντευξη με τον Αντιστράτηγο Ι. Αλεξάκη  στις 19/6/02

Ο Αλεξάκης κατάγεται από το Ηράκλειο Κρήτης, όπου γεννήθηκε το 1938. Αποφοίτησε της ΣΣΕ το 1959. Τα στοιχεία προέρχονται από το ΦΥΛΛΟΝ ΜΗΤΡΩΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ απ’ όπου, εκτός των άλλων μαθαίνουμε πως ΄΄Ξέναι γλώσσαι Αγγλικά (Λ.Καλώς)- Σερβοκροατικά (Άριστα)΄΄. Οι σημαντικοί σταθμοί στη δημόσια ζωή του, για τους οποίους και έγινε γνωστός, είναι η εμπλοκή του ως μάρτυρα υπεράσπισης στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, η σύλληψή του ως ενεχόμενου στην οργάνωση για το ΄΄Κίνημα του Ναυτικού΄΄ και η υπηρεσία του στην ΚΥΠ. Στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, από κατηγορίας που τον προόριζε ο Παπαπούλος, μετατρέπεται όχι σε έναν αλλά σε  ΄΄δέκα μάρτυρες υπερασπίσεως΄΄ όπως γράφει το ρεπορτάζ.(1)

Στις 21-7-1973 τιμωρείται από τον Διοικητή ΑΣΔΕΝ με 20 ημέρες φυλάκιση διότι «…ως εγνώρισεν ημίν η ΑΣΔΕΝ …ως προκύπτει εκ του ανακοινωθέντος εις τον τύπον πορίσματος επί του κινήματος του ναυτικού, ούτος τουλάχιστον ετέλει εν γνώσει, και δεν ανέφερεν ως όφειλεν, εις τας προϊσταμένας του αρχάς…» [2].

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1973 ο αρχηγός στρατού τιμωρεί με τετράμηνη αργία διά προσκαίρου παύσεως τον Αλεξάκη. Σύμφωνα με την απόφαση είπε κάτι που έδωσε λαβή στο Ζαγοριανάκο να καταλάβει περισσότερα. «…φέρεται ειπών εις απότακτον αξιωματικόν ΄΄κάνετε τίποτα εσείς στην Αθήνα και εγώ εντός μιας ώρας τους δένω εδώ΄΄ εννοών τους εν Σύρω συναδέλφους του, …» κ. λ.π. Καλά κατάλαβε ο Ζαγοριανάκος πως ο Αλεξάκης είχε συγκεκριμένη αποστολή να ΄΄καθαρίσει΄΄ το τοπίο στη Σύρο, όπου θα κατέφθανε ο στόλος με το ΄΄κίνημα του ναυτικού΄΄.

Αργότερα υπηρετεί με τη μεταπολίτευση στην ΕΛΔΥΚ αλλά και στην ΚΥΠ στα Τμήματα ασφάλειας και αντικατασκποπίας. Εδικά για το διάστημα αυτό τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν μαζί του πολύ και ήταν από πλευράς του σωστή επιλογή, το ότι απέφυγε να προβληθεί ο ίδιος μέσα απ’ αυτά.

Δημοσίευμα στο ΒΗΜΑ δίνει τη διάσταση της εμπλοκής του Αλεξάκη σε διένεξη με τον Αβέρωφ.[3] Εξ ου και δυσμενής μετάθεσή του από την ΚΥΠ επισύρει την οργή του Παναγούλη που προβαίνει σε δηλώσεις.[4]

Για την εμπλοκή του με τους ΄΄Ελεύθερους Έλληνες΄΄ και το ΄΄Κίνημα του Ναυτικού΄΄ η αρμόδια επιτροπή Νομαρχίας Αθηνών αναγνώρισε στον Αλεξάκη την ιδιότητα του Αγωνιστή κατά του δικτατορικού καθεστώτος και εξέδωσε σχετική βεβαίωση με την οποία γνωστοποιείται η απόφαση υπ’ αριθ. 30100/7-11-1988 του Νομάρχη Αθηνών που κύρωσε το πρακτικό υπ’ αριθμ 48/18-8-1988 της επιτροπής.

Και στον αξιωματικό αυτόν αναφέρεται το υλικό της δικογραφίας για το ΄΄Κίνημα΄΄, όπως και ο Σοφοκλής Τζανετής σε έκθεσή του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πολιτικά Θέματα αριθ.1133/30-1-1998 με τίτλο ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ.

Ο Αλεξάκης στη συνέντευξη που ακολουθεί, απέφυγε να εκθέσει ποιοι είναι οι διευκολυνθέντες από τον Αβέρωφ στην υπόθεση ΄΄Πυτζάμα΄΄ στην οποία και ήταν κύριος μάρτυρας. Μιλάει όμως και αποκαλύπτει πλήθος λεπτομερειών για μεγάλο φάσμα θεμάτων που απασχόλησαν τον Τύπο εκείνα τα χρόνια.

΄΄Έφυγε» τιμώμενος τον Δεκέμβρη του 2015

 

 

——————————————-

 

.-          Αυτή τη στιγμή μου είπες τους συλληφθέντες από το στρατό ξηράς, για το κίνημα του ναυτικού. Κατ’ αρχήν θέλω να μου πεις πόσοι ήταν εν ενεργεία, αν υπήρχαν άλλοι εν ενεργεία συλληφθέντες για το κίνημα του ναυτικού και ποιες ήταν οι συνέπειες για σένα.

Α.        Για τους απόστρατους να μη μιλήσω; Γιατί από αυτούς ήταν ο στρατηγός ο Φέτσης, ο Μουστακλής, ο Βαρδάνης και από τους εν ενεργεία μόνος εγώ, ο μοναδικός ήμουν εγώ. Συνελήφθη βέβαια για την περίπτωση του ναυτικού και ο Ευστράτιος Δεμέστιχας, ο ταγματάρχης τότε Ευστράτιος Δεμέστιχας, όχι γιατί συμμετείχε στο ναυτικό αλλά γιατί γνώριζε για το ναυτικό και δεν το αποκάλυψε. Και δεν το ανέφερε. Συνελήφθη και αυτός και μάλιστα ήμασταν μαζί.

.-          Της οικογένειας Δεμέστιχα.

Α.        Ο Αντιστράτηγος Δεμέστιχας, πρώην διοικητής της …….πέθανε έτσι;

.-          Τι άλλες συνέπειες είχες στρατηγέ εκτός από την κράτηση για την οποία είναι γνωστά τα πράγματα;

Α.        Υπηρετούσα στη Σύρο από το 1970. Η γυναίκα μου έμενε εδώ, στην Αθήνα. Σε κάποια φάση το 1972 η γυναίκα μου έκανε κάποια εγχείριση στο μαιευτήριο «Λητώ» του Νέου Ψυχικού, γυναικολογικής φύσεως, και ήμουν στην Αθήνα. Όταν έβγαινε από το χειρουργείο, κατά το μεσημέρι, κατά τις δύο η ώρα, ήρθε ο Μουστακλής με τη γυναίκα του. Εκεί προτού καν μπει στο δωμάτιο μου λέει ο Μουστακλής «άσε τη γυναίκα μου να περιποιηθεί τη δικιά σου, κι έλα να τα πούμε». Για το Μουστακλή πως γνωρίστηκα και λοιπά και τι εμπιστοσύνη υπήρχε μεταξύ μας, θα σας τα πω εν συνεχεία. Εκεί λοιπόν μπήκαμε στο αποχωρητήριο και συζητήσαμε για την κατάσταση.

.-          Ποια κατάσταση στρατηγέ;

Α.        Συζητήσαμε για την κατάσταση. Μου είπε ότι αν συμβεί κάτι εκεί, ποιες είναι οι δυνατότητες. Του είπα «άκουσέ με Σπύρο, έχω λόχο διακοσίων και πλέον ατόμων. Δεύτερον έχω πολλούς φίλους εκεί ομοϊδεάτες μας τους οποίους επηρεάζω και υπακούνε. Πάρα πολλούς μέσα στο στρατόπεδο τους οποίους κάνω ότι θέλω».

.-          Στη Σύρο;

Α.        Στη Σύρο, για τη Σύρο μιλάμε. «Και αν συμβεί οτιδήποτε μέσα σε μισή ώρα τους συλλαμβάνω όλους στη σειρά. Τα έχω ρυθμίσει». Ο Μουστακλής με ακούει. «Σε μισή ώρα Σπύρο τους έχω όλους δεμένους».

.-          Εννοούσατε προφανώς τις αρχές στο στρατόπεδο.

Α.        Το διοικητή μου, το στρατιωτικό διοικητή στη Σύρο.

.-          Ποιος ήταν τότε;

Α.        Αν θυμάμαι καλά, γιατί είχαν περάσει πολλοί, ένας Αντώνιος Λέτσας. Μου λέει «πως θα γίνει το βράδυ να πάμε στον Περίδη;». Του λέω «Σπύρο μου να πάμε στον Περίδη γιατί έχω απαυδήσει και τα παίζω όλα για όλα». Πήγα λοιπόν το βράδυ, τα μεσάνυχτα στο σπίτι του στρατηγού Περίδη, στου Παπάγου, στην οδό αν θυμάμαι καλά 25ης Μαρτίου. Ο Περίδης, σεμνός και με πολύ μυαλό άνθρωπος και σοβαρός μου λέει, ήμουν λοχαγός τότε, «κύριε Αλεξάκη, ότι πούμε εδώ θα το ξέρω εγώ, εσύ και ο Μουστακλής. Ο Μουστακλής, τον ξέρεις και εμένα με έχεις ακούσει. Οι τρεις μας. Δεν πρόκειται να πάει το όνομά σου παραπέρα».

.-          Λοχαγός λοιπόν, τάξεως 59, με το Μουστακλή στο σπίτι του Περίδη.

Α.        Μου λέει λοιπόν «κατόπιν τούτου, ό,τι και να συμβεί, δεν ξέρεις τίποτα. Ό,τι και να συμβεί.» Ότι πρόκειται να γίνει κάποια ενέργεια από το πολιτικό ναυτικό, χοντρά μου τα είπε, και «…εκεί στη Σύρο είναι η βάση που θα καταληφθεί από το ναυτικό για… τις διαπραγματεύσεις με τη χούντα. Στάσιμος στόλος. Θα έρθει ένα κλιμάκιο εκεί με το Σπύρο μαζί και κάνα δυο άλλα άτομα, που θα έρθουν πιο μπροστά, και με την οργάνωση που έχεις κάνει θα καταλάβετε το στρατόπεδο και τις …που θα σου πούνε. Και γι’ αυτό είναι σωστό να μείνεις σε ένα ξενοδοχείο, για να μπορέσουν αυτοί που θα έρθουν με το πλοίο της γραμμής, και δεν χρειάζεται να σε ξέρουν οι άλλοι, αφού σε ξέρει ο Μουστακλής, δεν χρειάζεται κανείς άλλος να σε ξέρει, θα πρέπει να σε δουν μέσα στο ξενοδοχείο, διότι που να κυκλοφορήσουν έξω και που να κυκλοφορήσεις εσύ».

.-          Ένα λεπτό, τι ήθελε να πει με αυτό ο Περίδης;

Α.        Προκαταβολικώς θα ερχόταν το κλιμάκιο Μουστακλής, Φέτσης, Κονοφάος, οι απόστρατοι που δεν ήταν στο ναυτικό, θα με βρίσκανε μέσα εμένα, θα τους έλεγα πως θα καταλάβαιναν πως έχω οργανώσει και λοιπά και θα κινούμαστε με το λόχο, με αυτά.

.-          Αυτά το καλοκαίρι του 72.

Α.        Όχι το καλοκαίρι του 72. Τώρα Δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονολογία ήταν.

.-          Όταν γεννούσε η σύζυγός σας.

Α.        Εγώ έφυγα, πήγα στη Σύρο, είχα ένα σπίτι γιατί έμενα μόνος, η γυναίκα μου έμενε εδώ, το εγκατέλειψα και πήγα και εγκαταστάθηκα στο ξενοδοχείο της πόλης. Και έμενα στο ξενοδοχείο και ανέμενα να έρθει, όποτε θα γινόταν το κίνημα, το Σπύρο Μουστακλή με την ομάδα της διοίκησης θα έλεγα. Εκεί πέρα που θα το έκανε στρατιωτική διοίκηση, έτσι μου είχε πει ο Περίδης. Πέρασε ένας χρόνος, εγώ βέβαια είχα οργανωθεί, είχα πολλούς αξιωματικούς που δεν τους είχα πει ποτέ περί τίνος πρόκειται, αλλά ήξερα πού θα χτυπήσω και ήσαν πολλοί δημοκρατικοί αξιωματικοί οι οποίοι το έλεγε η καρδούλα τους για να ενεργήσουν αν χρειαζόταν.

.-          Στρατηγέ ένα λεπτό. Κατάλαβα λοιπόν αυτήν την προετοιμασία της Σύρου για να υποδεχθεί το κλιμάκιο διοικήσεως το οποίο θα ερχόταν με Φέτση, Μουστακλή, Κονοφάο…

Α.        Δεν ήξερα ποιοι θα ερχόντουσαν. Εμένα μου είπαν θα είναι ο Σπύρος με τέσσερα – τρία άτομα τα οποία θα έρθουν με το πλοίο της γραμμής, θα εγκατασταθούν σε ένα ξενοδοχείο και από εκεί και πέρα σε εκείνο το ξενοδοχείο θα ειδωθούμε.

.-          Άρα η εκτίμησή σου είναι ότι εκείνοι θα ήταν τα άτομα;

Α.        Μετά τα έμαθα.

.-           Να ξεκαθαρίσουμε νωρίτερα κάτι. Ανέφερες ότι είχες ήδη προσεταιριστεί αξιωματικούς …

Α.        Όχι τους είχα μυήσει, γιατί και εγώ δεν ήμουν …{ήταν}.δημοκρατικοί αντιχουντικοί. Με αυτήν την έννοια, φανατικοί αντιχουντικοί με τους οποίους παλεύαμε και ανταλλάσσαμε απόψεις.

.-          Όχι ότι είχατε κάνει οργάνωση, δεν είχατε κάνει οργάνωση. Αλλά ήσασταν μια παρέα δημοκρατικών αντιχουντικών αξιωματικών….

Α.        Οι οποίοι είχαν προσωπικό στη διάθεσή τους, δεν ήταν σε γραφεία μόνο, αλλά

είχαν λόχους, όπως είχα εγώ διακόσια – διακόσια πενήντα άτομα και με υπάκουαν με τον τρόπο μου, έτσι είχαν και ορισμένοι από αυτούς.

.-          Ερχόμαστε στην εκδήλωση του κινήματος. Μέχρι τότε ….

Α.        Θα φτάσω εκεί. Εγώ εκμεταλλευόμουν και το άλλο. Είχα καταφέρει να μπαίνω στο στρατόπεδο όποτε ήθελα, νύχτα μέρα, μόνος… χωρίς οικογένεια. Τη νύχτα που ήσαν οι εφοδεύοντες αξιωματικοί: ένας υπολοχαγός, ένας λοχαγός, ένας ταγματάρχης έλεγα: «να πούμε στο διοικητή να σας αντικαταστήσω εγώ». Και πήγαινα κάθε βράδυ και έκανα εφόδους για τον τάδε για τον τάδε, με έγκριση της μονάδας, με έγκριση του στρατοπέδου. Κι έτσι είχα το ελεύθερο να μπαίνω οποιαδήποτε ώρα θέλω στο στρατόπεδο, σκόπιμα βέβαια. Δεν ήμουν κορόιδο να πηγαίνω κάθε μέρα να κάνω εφόδους. Όταν λοιπόν εξερράγη το κίνημα, εγώ δεν το ήξερα. Είδα από τις τηλεοράσεις και λοιπά και λοιπά, ειδοποιώ τη γυναίκα μου η οποία δεν ήξερε και λέω «κοίταξε να δεις, θα με πιάσουν». Και γιατί θα με πιάσουν; Αφού πιάσανε το Μουστακλή, αφού ο Μουστακλής θα ερχόταν στη Σύρο, και τίποτα να μην είχα, λογικό ήταν να πήγαιναν στον Αλεξάκη. Ήμαστε στενοί φίλοι, θα σας πω για το Μουστακλή, στενοί φίλοι οικογενειακοί. Λέω «θα με πιάσουν και έχε το υπόψη σου». Πέρασαν είκοσι μέρες και δε με πιάσανε. Και λέω «τη γλίτωσα», γιατί ήλπιζα ότι θα τη γλιτώσω. Γιατί είδα ότι τον Μουστακλή τον πιάσανε και έπαθε το ατύχημα, επομένως δεν υπήρχε περίπτωση ο Μουστακλής να μιλήσει και να ξαναγεννηθεί και να πει «θα μιλήσω». Δεν μιλούσε ο Μουστακλής, ο μόνος που τον ήξερα χρόνια ήμουν εγώ, να πει για τον Αλεξάκη; Αδύνατον. Μπορεί να έλεγε για όλους, για τον Αλεξάκη ποτέ. Τόσο πολύ με αγαπούσε ο Μουστακλής. Κατόπιν αυτού…..

.-          Από τη μύηση που έγινε στο σπίτι του Περίδη μέχρι την εκδήλωση, μέχρι τις συλλήψεις, υπήρξε ξανά δραστηριότητα δική σου με τους υπολοίπους του κινήματος;

Α.        Μα δεν ήξερα κανέναν από το κίνημα. Δεν τέλειωσα ακόμα. Εκτός από το Μουστακλή δεν γνώριζα κανένα. Ήξερα ότι θα γίνει το κίνημα του ναυτικού και μου είπε ο Περίδης τότε «δεν θα πω το όνομά σου», «μάλιστα θα πω» μου είπε ο Μουστακλής, «γιατί με τρώνε ποιόν έχουμε στη Σύρο και τι θέλετε και δεν θέλετε, τι άλλο θέλετε μέχρι να φτάσω να τους πω αλλά το όνομά σου δεν πρόκειται να πω πουθενά». Είπα λοιπόν ότι αφού είδα ότι πέρασαν είκοσι μέρες και δεν συνελήφθηκα και πίστευα ότι δεν θα συλληφθώ, διότι ο Περίδης…. ο Μουστακλής δεν μιλάει, νομίζοντας ότι κανείς άλλος δεν το γνώριζε το όνομά μου….στις είκοσι λοιπόν του μηνός ζητάω μια άδεια τετραήμερη να πάω να δω την οικογένειά μου, στις 21 του μηνός. Μου λένε λοιπόν «να πας, αλλά θα έρθει μαζί σου και ο υποδιοικητής Γιαννόπουλος Νικήτας διότι την άλλη μέρα πρέπει να πάτε και στην ΑΣΔΕΝ μαζί για κάποιο υπηρεσιακό θέμα». Ταξιδεύαμε με το βαπόρι, εγώ βέβαια επειδή υπέθετα ότι κάτι μπορεί να μου συμβεί, είχα στη βαλίτσα μου τη στολή μου, τα τσιγάρα μου, ήμουν οργανωμένος, τα ξυριστικά μου…. αφού φτάσαμε στην Αθήνα, μου λέει ο υποδιοικητής «θα τα πούμε αύριο στην ΑΣΔΕΝ». Εγώ έφυγα τελευταίος, κοίταζα από το βαπόρι μόλις κατέβηκε ο κόσμος, κοίταζα να δω τι συμβαίνει, να δω κάποια ύποπτη κίνηση, οπότε είχα πει και στη γυναίκα μου «μην κατεβείς στον Πειραιά να με πάρεις γιατί είναι νύχτα, το βαπόρι μας φτάνει 11:30». Αφού έφυγε ο κόσμος και δεν έβλεπα κανέναν, ψάχνω να βρω ταξί, οπότε μια στιγμή πέρασε ένα αυτοκίνητο, έρχονται με βάζουν στη μέση, και κατεβαίνει ο Μάριος ο Μπουρδάκος, ο διοικητής της ΕΣΑ Πειραιώς, του λόχου ΕΣΑ Πειραιώς, συμμαθητής μου στη Σχολή….. μου λέει «Γιάννη ήρθα εγώ να σε συλλάβω και δεν άφησα άλλους που δεν σε ξέρουν, για μη σε ταλαιπωρήσουν κιόλας. Και θα σε πάω στο ΕΑΤ – ΕΣΑ, όχι στον Πειραιά. Λοιπόν πες μου, πρόκειται να αντιδράσεις; Διότι αν μου δώσεις το λόγο σου ότι δεν πρόκειται να …να διώξω τα άλλα αυτοκίνητα.». Πήγα στο ΕΑΤ – ΕΣΑ τη νύχτα, μετά τις 12:30, με παράδωσε σε έναν που ήταν αξιωματικός υπηρεσίας, Βασίλειος Πολύζος, υπολοχαγός τότε, αν θυμάμαι καλά, υπολοχαγός ή λοχαγός. Νόμιζα ότι θα πήγαινε το θέμα καλά και θα έλεγα «ειδοποιήστε τη γυναίκα μου ότι είμαι εδώ γατί με περιμένει». Πα Πα Πα, εκείνη τη στιγμή μόλις το είπα, ο Μπουρδάκος εξαφανίζεται, οι άλλοι λένε «ποια γυναίκα σου; Εδώ προσπάθησες να χύσεις αδελφών αίμα, ποια γυναίκα σου; Πάρε τη βαλίτσα σου και …». Με πέταγαν από τη μια μεριά στο διάδρομο στην άλλη, να με χτυπάνε, μετά με βάλανε σε ένα κελί στην απομόνωση, στο ΕΑΤ – ΕΣΑ. Μου πήραν και τα πράγματα, και τα τσιγάρα… ούτε κρεβάτι. Ξημερώνει η νύχτα, με είχαν χωρίς κρεβάτι, μόνο ένα τραπεζάκι, μου φέρανε χαρτί και μολύβι και μου λένε «κάτσε και γράφτα». Λέω «τι να γράψω; Σας λέω τι μου είχε πει ο Περίδης». «Θα ανοίξεις το στόμα σου». Με ταλαιπωρούσαν, με χτυπούσαν, δεν με ενδιέφερε εμένα αυτό. Λέω «τι να γράψω; Δεν έχω ιδέα». «Δεν έχεις ιδέα; Που ήθελες… .όλα μας τα είπε ο Μουστακλής». Εγώ, σας λέω τόσο βέβαιος, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι ο Μουστακλής… έξι μέρες με είχαν έτσι, χωρίς κρεβάτι, χωρίς αυτό, με χαρτιά…. εγώ δεν έγραψα τίποτα, έκανα μια αναφορά μόνο, αναφορές έκανα και έγραφα ότι «η γυναίκα μου με περιμένει, θα με αναζητεί, θα σας κάνει ρεζίλι διότι θα ψάχνει, ειδοποιήστε την τουλάχιστον πού είμαι». Τις σκίσανε και μου είπαν «γράψε», μα τι είναι αυτά; Ξέρετε όλοι οι ναυτικοί τις γράφανε τις απολογίες τους χειρόγραφα, εγώ δεν το έγραψα. Μετά το εξαήμερο με πήγαν στο Χατζηζήση….

.-          Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι, επειδή ανέφερες ότι όλοι οι ναυτικοί τα γράψανε. Δεν γράψανε όλοι, γράψανε οι πιο πολλοί. Βασανίστηκαν μερικοί από αυτούς, τους ταλαιπώρησαν δηλαδή, αρκετούς από αυτούς.

Α.        Και εμένα όταν με είχαν σε απομόνωση επί έξι μέρες δεν μου έδιναν τίποτα, ούτε φαΐ, μόνο με τσάι, μου φέρνανε το πρωί ένα τσάι, το απόγευμα άλλο, δύο μήνες που κάθισα δεν με βγάλανε στη βεράντα ούτε μια φορά, να πάρω λίγο ήλιο. Τρίτον ότι με προπηλάκιζαν, μου δώσανε τη βαλίτσα παραδείγματος χάριν όταν πήγαιναν να με βάλουν στο κελί και με πετούσαν μέσα, φαντάροι έτσι; Όχι αξιωματικοί, φαντάροι, με πετούσαν από τη μια μεριά του τοίχου στην άλλη. Αυτά. Δεν έφαγα όμως ξύλο. Ότι δεν κοιμήθηκα έξι μέρες χωρίς κρεβάτι…

.-          Είδες εκεί να βασανίζουν άλλους;

Α.        Όχι. Είχαν κλειστά δεν είδα κανένα. Τους άκουγα μόνο. Θα σας πω και άλλα, μη με διακόπτετε γιατί έχω και μια εξασθένιση της μνήμης στα πρόσφατα. Τελικά η γυναίκα μου δεν το ήξερε. Γύριζε τα στρατόπεδα και ρωτούσε και αντί άλλου πήραν το λάστιχο, καλοκαίρι ήταν, οι σκοποί τη βρέχανε με το λάστιχο, για να σηκωθεί να φύγει.

.-          Δεν το κατάλαβα αυτό, ρίχνανε με το λάστιχο νερό στη σύζυγό σας;

Α.        Για να σηκωθεί να φύγει. Τελικά το έμαθε από τη Ντόιτσε Βέλε ότι είμαι στο ΕΑΤ – ΕΣΑ. Και πήρε τηλέφωνο, λέει «το είπε η Ντόιτσε Βέλε γιατί με κοροϊδεύετε;». Της είπαν «αύριο ελάτε να τον δείτε». Και ύστερα από ένα μήνα, δεν ξέρω πόσο, μου είπαν «ξυρίσου, έλα κάνε – ράνε» στα καλά καθούμενα και μετά μου λένε «τώρα πας να δεις τη γυναίκα σου, δε μιλάς τίποτα, δεν θα αναφέρεις τίποτα, θα τη δεις τρία λεπτά και θα φύγεις». Αυτό ήταν όλο που την είδα. Βγήκα από τη φυλακή, διοικητής ήταν τότε ο Σπανός που βγήκα, μου λέει «Αλεξάκη, για σένα επειδή είσαι του στρατού ξηράς, δόθηκε αμνηστία», με κρατάν από το πρωί αλλά μου λένε «για σένα δεν έχει αποφασιστεί. Θα το δούμε γιατί είσαι κρατούμενος στρατιωτικός». Κατά τις επτά – οχτώ η ώρα μου λένε «εντάξει, θα φύγεις», με βάζουν σε ένα αυτοκίνητο, με παρατάνε στο ΝΙΜΙΤΣ σε μια πιάτσα ταξί και από εκεί πήρα ταξί και πήγα σπίτι μου. Μου λένε «δεν επιτρέπεται να βγαίνεις. Είσαι σε κατ’ οίκον περιορισμό. Όπου θα θες να πας, θα παίρνεις τηλέφωνο εμένα και θα σου εγκρίνω εγώ» μου λέει ο Σπανός. Πράγματι μετά λίγες μέρες επειδή εγώ είχα λόχο, μεγάλο λόχο, είχαμε κέντρο νεοσύλλεκτων και οι λόχοι μας ήταν πάνω από διακόσια άτομα, και είχα υλικά είχα αυτά τα οποία δεν τα παρέδωσα, και ζήτησα, πήρα τηλέφωνο και λέω «θέλω να παραδώσω το λόχο μου». Και μετά από λίγες μέρες με παίρνουν και μου λένε «μπορείς να φύγεις απόψε, να παραδώσεις το λόχο σου αύριο και να ξαναγυρίσεις την ίδια μέρα». Έτσι πράγματι πήγα. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκα στο στρατόπεδο. Οι λόχοι εκεί, τα κτίρια ήσαν ενιαία, δύο άλφα των λόχων. Δηλαδή ήταν περίπου πέντε – έξι, το διοικητήριο, μετά ο πρώτος λόχος, ο δεύτερος λόχος, ο τρίτος λόχος, συνεχόμενα χωρίς διακοπή το ένα από το άλλο. Και οι θάλαμοι ήσαν στο πάνω μέρος. Ο λόχος μου που έπρεπε να παραδώσω ήταν ο τελευταίος. Δηλαδή έπρεπε να περάσω κάπου εξήντα μέτρα για να πάω στο λόχο. Πηγαίνοντας λοιπόν στο λόχο το πρωί, είχανε βγάλει τους εφέδρους αξιωματικούς και τους φαντάρους όλους και με γιουχάιζαν και με βρίζανε σαν τον Ιουδαίο.

.-          Τους στρατευσίμους τους είχαν υποχρεώσει να σας προπηλακίζουν από τα παράθυρα;

Α.        Από τα παράθυρα, οοοο, να με φωνάζουν. Πήγα λοιπόν και παρέδωσα το λόχο μου και μετά πήγα στο διοικητή, του λέω «τι είναι αυτή εδώ η κατάσταση;», έκανε πως δεν ήξερε. Με ρεζιλέψανε. Το στρατόπεδο από την πόλη πολύ μακριά, ούτε αυτοκίνητο δεν μου βάλανε να πάω και έψαχνα με οτοστόπ να περάσει, ούτε τηλέφωνο δεν με αφήσανε να κάνω, να ζητήσω ένα ταξί για να φύγω και έκανα οτοστόπ και πέρασε ο αντιδήμαρχος ο χουντικός και με πήρε και μου λέει «τι είναι αυτά; Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν σου έβαλαν;». Μετά λίγο καιρό στο σπίτι μου με ειδοποιούν, μου λένε «από αύριο θα έρχεσαι στη διεύθυνση πεζικού, κανονικό ωράριο, διότι είσαι εκτός οργανικής δύναμης, αντί να είσαι στο σπίτι σου να έρχεσαι να δουλέψεις εδώ». Πήγα λοιπόν την πρώτη μέρα και εκεί βρίσκω τον Ευστράτιο το Δεμέστιχα, μαζί πηγαίναμε χαμένοι και οι δύο, και μας είχαν σε ένα δωμάτιο μαζί, μας δίνανε από τους φακέλους των αξιωματικών και φτιάχναμε περιληπτικά σημειώματα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και μετά φεύγαμε. Από εκεί ξέρω για το Δεμέστιχα ότι είχε συλληφθεί μαζί μου, αργότερα από μένα, ότι το πρωί του κινήματος του ναυτικού, τότε που συλλάβανε, πήγε και είπε στο Σταθόπουλο ότι «ξέρεις σήμερα άκουσα κάτι ότι θα σας συλλάβουν» και εξ αυτού το πράγματος τον πιάσανε και αυτόν. Ο χουντικός αυτός, απ’ ότι ήξερα στην ομάδα του Σταματελόπουλου. Και αφού έμεινα εκεί κάνα δυο τρεις μήνες στη διεύθυνση πεζικού με το Δεμέστιχα σε ένα δωμάτιο μαζί, μας ήρθε ένα χαρτί με τετράμηνο αργία χωρίς απολογία, χωρίς τίποτα…

.-          Δεν σε καλέσανε σε ανακριτικό;

Α.        Όχι με τίποτα. Σε τετράμηνο αργία και πήγα σπίτι μου. Και ήρθε η μεταπολίτευση και εκείνη τη στιγμή εγώ επανερχόμουν στο στρατό. Έχετε καμία απορία μέχρι εδώ;

.-          Έμαθες ποτέ στρατηγέ ποιος {είπε το όνομά σου};

Α.        Αργότερα. Θα σου τα πω όλα. Όταν καταλάγιασε πήγα στον Περίδη και του λέω «στρατηγέ, τι συνέβη;». Μου λέει «άκουσε να δεις Αλεξάκη, ερχόταν οι ναυτικοί κάθε βδομάδα εδώ, ο ένας μετά τον άλλο και μου λέγανε ‘ποιόν έχουμε στη Σύρο;’ και τους έλεγα ‘μη σας νοιάζει, είναι τακτοποιημένος, θα σας περιμένει στην προβλήτα, τι άλλο θέλετε; Δεν χρειάζεται το όνομα, θα σας τα πω την ώρα που θα ξεκινάτε’. ‘Είναι εντάξει, είναι εν ενεργεία;’, ‘Είναι λοχαγός’, ‘Μα πες μας το όνομα’». Αυτό λέει συνεχίστηκε έξι μήνες μέχρι που τους το είπα. Στα συμβούλια που τους κάνανε το είπαν όλοι και το μάθανε όλοι. Και στις καταθέσεις τους στο ΕΑΤ- ΕΣΑ το είπαν όλοι.

.-          Δεν το είπαν όλοι, ένας το είπε.

Α.        Όλοι το είπαν, ο Γκιόκεζας το είπε, τρεις τέσσερις το είπαν. Έχω μαρτυρικές καταθέσεις. Και μάλιστα ήξεραν και το δέντρο μου ότι είμαι ανιψιός του στρατηγού εν αποστρατεία Αλεξάκη, ότι είμαι από την Κρήτη……

.-          Στρατηγέ το ρόλο του Μιχάλη του Βαρδάνη τον θυμάσαι; Τον ξέρεις;

Α.        Ξέρω, έμαθα μετά από τον Περίδη ότι στο κλιμάκιο με τον Μουστακλή που θα ερχόταν στη Σύρο θα ήταν ο Κονοφάος, ο Φέτσης, ο Μουστακλής και ο Βαρδάνης. Αυτό θα ήταν το κλιμάκιο που θα αναλάμβανε τη στρατιωτική διοίκηση της Σύρου.

.-          Πάμε στο Σταματελόπουλο, στην ομάδα Σταματελόπουλου.

Α.        Δεν ξέρω τίποτα

.-          Δεν ξέρεις τίποτα για την ομάδα Σταματελόπουλου. Ξέρεις όμως ότι τότε ο Σταματελόπουλος είχε διαχωρίσει τη θέση του από τη λεγόμενη «επαναστατική επιτροπή» των χουντικών.

Α.        Ήταν και αυτός αντιχουντικός τότε.

.-          Από ένα σημείο και μετά έγινε αντιχουντικός. Έμαθες ποτέ σου ότι ο Σταματελόπουλος είχε κάνει ομάδα και είχε οργανωμένους αξιωματικούς από το στρατό ξηράς; Τι ξέρεις γι’ αυτό;

Α.        Λεπτομέρειες δεν ξέρω, όλα αυτά τα είχα ακούσει, τα άκουγα από το Στράτο το Δεμέστιχα, αυτόν που πέθανε που ήταν στην ομάδα….

.-          Ποια ομάδα;

Α.        Του Σταματελόπουλου, γι’ αυτήν δεν μιλάμε;

.-           Άρα ο Δεμέστιχας σου είχε πει ότι ήταν στην ομάδα Σταματελόπουλου εναντίον της χούντας. Και τι θα έκαναν αυτοί;

Α.        Δεν μου είπε λεπτομέρειες, δεν μου είπε ποτέ για την οργάνωση Σταματελόπουλου και λοιπά και λοιπά.

.-          Τι άλλο σου είχε πει στρατηγέ;

Α.        Τίποτα. Αυτός που ήταν στην ομάδα αυτή ήταν ο Ηλίας ο Μενενάκος. Άρα μπορείτε να τον βρείτε. Ήταν στη Γυάρο και αυτός.

.-          Του στρατού ξηράς;

Α.        Του στρατού ξηράς.

.-          Μενενάκος Ηλίας.

Α.        Δεν τον ξέρετε;

.-          Όχι, δεν τον ξέρω. Τάξεως;

Α.        55. Ήταν φίλοι και κουμπάροι με το Δεμέστιχα, από εκεί, γιατί ρώτησα και προχθές το Σταθόπουλο στο «Αβέρωφ», γιατί είπε κάτι για το Δεμέστιχα, «γιατί ο Δεμέστιχας που τα ξέρει;», «από το Μενενάκο. Και ο Μεννενάκος και αυτοί το ήξεραν για το ναυτικό» επομένως και ο Σταματελόπουλος πρέπει να είχε κάποια γνώση.

.-          Τώρα δα μου είπες κάτι, ότι ο Γιάννης ο Σταθόπουλος του κινήματος του ναυτικού σου είπε προχθές ότι ήξερε ο Σταθόπουλος ότι ο Σταματελόπουλος του στρατού ξηράς…

Α.        Όχι, μου είπε ότι ήρθε ο Στράτος ο Δεμέστιχας και του είπε το πρωί στο γραφείο ότι κάτι άκουσε ότι «θα σας συλλάβουν».

.-          Του το είπε την ημέρα που τους συλλάβανε.

Α.        Αυτό μου είπε. Εγώ αυτά που ξέρω τα ξέρω από το Μενενάκο και από το Δεμέστιχα.

.-          Ξέρεις ή άκουσες ποτέ το Δεμέστιχα και το Μενενάκο να σου λένε ότι ο Σταματελόπουλος είχε και αξιωματικούς του ναυτικού στην ομάδα του; Και της αεροπορίας;

Α.        Όχι, και αν μου είπε δεν το πρόσεξα. Δεν θυμάμαι κιόλας.

.-          Αμφιβάλεις ότι η χούντα γνώριζε για την ύπαρξη του κινήματος πολύ πριν σας συλλάβει όλους;

Α.        Ναι.

.-          Αμφιβάλεις;

Α.        Ναι. Σίγουρα δεν το ήξεραν. Εκατό τοις εκατό. Δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα. Το έμαθαν εκείνες τις μέρες.

.-          Αν σου πω στρατηγέ ότι υπάρχει μια μαρτυρία αξιωματικού του ναυτικού που ανήκε στην ομάδα Σταματελόπουλου και ο οποίος αξιωματικός του ναυτικού, ο Στάθης ο Πετρόπουλος, ενάμιση μήνα πριν συλληφθείτε, πήγε μαζί με άλλον αξιωματικό του ναυτικού και ενημέρωσε κάποιον επί κεφαλής του κινήματος από το ναυτικό ότι η χούντα γνωρίζει τα πάντα για το κίνημα του ναυτικού;

Α.        Δεν το ξέρω. Εγώ τον καιρό εκείνο ήμουν στη Σύρο, απομονωμένος. Η επαφή μου ήταν μόνο με το Μουστακλή, γιατί αυτή ήταν και η εντολή από τον Περίδη. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος και τον θαύμαζα πάντα.

.-          Για τον Οπρόπουλο και την ομάδα Οπρόπουλου τι γνωρίζεις;

Α.        Δεν γνωρίζω τίποτα, τους έμαθα μετά τη δικτατορία. Τον Οπρόπουλο και όλους αυτούς σαν φίλοι μετά τη δικτατορία. Εγώ επί χούντας από την πρώτη στιγμή ήμουν διωγμένος αξιωματικός, από την 21η Απριλίου, δεν υπήρχα αμφιλεγόμενος όσον αφορά την κατάσταση ούτε ένα λεπτό. Η οικογένειά μου ήσαν δημοκρατική, ο θείος αντιστράτηγος εν αποστρατεία, στενός φίλος του Πλαστήρα, του Σοφοκλή και του Ελευθερίου Βενιζέλου, δημοκρατική και βενιζελική θα έλεγα γαλουχημένη η οικογένειά μου. Το δεύτερον εμένα με είχαν εμπλέξει στον «Ασπίδα» μαζί με το Μουστακλή. Εγώ είχα πει λοιπόν, είχα κατεβεί στην Κύπρο το 64 με τους παρανόμους όπου ήταν και ο Μουστακλής. Λοιπόν, και αρραβωνιάστηκα.

.-          Επειδή ανέφερες την έκφραση παρανόμους πρέπει να ξεκαθαρίσεις γιατί την ανέφερες.

Α.        «Παρανόμους» σε εισαγωγικά γιατί πήγαμε με ψεύτικες ταυτότητες, το 64, εγώ λεγόμουν Ηλιάδης Γεώργιος, με πολιτικά, όχι με στρατιωτικά, με κάλυμμα αν το θέλετε. Σαν ιδιώτες πήγαμε. Εκεί λοιπόν αρραβωνιάστηκα με τη γυναίκα μου. Και ενώ ήμουν στην Αμμόχωστο και έγινε η δημοσίευση της υπόθεσης του «Ασπίδα» και ήρθε ο Λαγάνης κάτω και έκανε ανακρίσεις και εγώ δεν είχα ιδέα για τον «Ασπίδα», από τις εφημερίδες τα έμαθα. Μας παίρνουν τηλέφωνο το βράδυ στην Αμμόχωστο που ήμαστε εμείς, μου λένε «Αύριο στο Λαγάνη», εγώ γέλασα δεν ήξερα, με παίρνει και ο διοικητής μου, Περιμένης, «Αύριο στο Λαγάνη, και συ και γω», μου λέει «πως θα κατεβείς;», του λέω «θα πάρω της αρραβωνιαστικιάς μου το αυτοκίνητο και θα κατεβώ», «θα με πάρεις και εμένα;». Πάμε λοιπόν και με τον Περιμένη στο Στρατηγείο, με φωνάζει εμένα πρώτος ο Λαγάνης, τα είχε έτοιμα όλα. Μου λέει «Αλεξάκη, κοίταξε να δεις», υπολοχαγός ήμουν, «στο ‘Ασπίδα’ και λοιπά εσένα σου έδιναν τον όρκο να τον υπογράψεις και δεν τον υπέγραφες, είσαι εντάξει, ξέραμε ποιοι στον έδιναν, ξέραμε ότι στο στρατόπεδο σου στην Αμμόχωστο γινόντουσαν συσκέψεις και ερχόταν ο Μπουλούκος, ο Κεπενός και αυτοί. Αυτά έχουμε γράψει να τα πεις, να τα υπογράψεις». «Εγώ; Ούτε Κεπενό ξέρω ούτε Μπουλούκο ξέρω, κανένα διάολο δεν ξέρω». «Είναι όμως αλήθεια» μου λένε. «Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αν μου βάλετε εδώ πέρα πέντε, μου φέρει ο Μπουλούκος εδώ που λέτε πέντε και μου πει ‘ποιος είναι ο Μπουλούκος;’ δεν ξέρω τι να πω. Για την αξιοπρέπειά μου δεν υπογράφω». Ούτε μου έδωσε κανείς τον όρκο. «Τι λες» μου λέει και έπιασε έτσι το φλιτζάνι που έπινε καφέ και μου το πέταξε έτσι. «Άντε και ένας υπολοχαγός να έχει αυτή τη συμπεριφορά και να μην πιστεύει για το συμφέρον της πατρίδας» μου λέει. «Καλέστε όλους αυτούς να τους συλλάβω απέξω και εσύ δεν αυτό; Πέστε και στον Περιμένη να μην

…Φύγε» και φύγαμε. Την άλλη μέρα μου ήρθε σήμα να επαναπατρισθώ. Και επανέρχομαι στην Ελλάδα, ενώ δεν είχα συμπληρώσει τον προβλεπόμενο χρόνο, με σήμα να επαναπατρισθώ, ενώ δεν είχα συμπληρώσει τον προβλεπόμενο χρόνο. Και με τοποθετούνε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, υπολοχαγός ων.

.-          Επειδή είχες αρνηθεί να υπογράψεις ψέματα.

Α.        Ψέματα, όλα ψέματα.

.-          Στην Κύπρο ήσουν υπολοχαγός. Ανέφερες ότι αρραβωνιάστηκες στην Κύπρο.

Α.        Τη γυναίκα μου, ναι.

.-          Η ερμηνεία για μένα από αυτό που είπες τώρα είναι ότι, ήσουν από εκείνους τους συναδέλφους αξιωματικούς που στην Κύπρο δημιούργησαν μια σχέση, τίμησαν τη σχέση, βρήκαν τη σύντροφο της ζωής τους και κάναν και παιδιά. Υπήρξαν περιπτώσεις αξιωματικών στην Κύπρο που δεν φέρθηκαν καλά; Και ποιες ήταν οι επιπτώσεις;

Α.        Βεβαίως. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες και περιστατικά……

.-          Δεν θέλω να μου πεις λεπτομέρειες και ονόματα, γενικά η συμπεριφορά των αξιωματικών στην Κύπρο ήταν σωστή ή όχι;

Α.        Σε ορισμένες περιπτώσεις όχι, αλλά δεν θα έλεγα συλλήβδην, δεν είναι έτσι διότι και άλλοι συνάδελφοί μου παντρεύτηκαν.

.-          Άλλαξε ή δεν άλλαξε η γενική εικόνα που είχε ο κυπριακός πληθυσμός απέναντι στους Έλληνες στρατιωτικούς με το πέρασμα του χρόνου;

Α.        Ναι, άλλαξε. Από αυτά εδώ που λέτε. Και άλλαξε βασικότερα το 74.

.-          Θα πάμε στο 74 μετά.

Α.        Λοιπόν συνεχίζω εδώ γιατί θέλω να το τελειώσω. Εδώ λοιπόν με επαναπατρίζουν και με πάνε στη… από εκεί και πέρα με καλούσε κάθε μέρα ο Λαγάνης στην Αθήνα για ανακρίσεις. Προφορικά να με πείσουν να πω… «στήστε με στον τοίχο αλλά να πάω να πω ψέματα δεν λέω». Ο Λαγάνης μου το είπε ότι «ξέρεις, δεν πήρες χαμπάρι και δεν θυμάσαι και δεν είχες καταλάβει το χαρτί που δώσανε;», «ποιο χαρτί, δεν μου έδωσαν κανένα χαρτί». Βγαίνει λοιπόν το πόρισμα του «ΑΣΠΙΔΑ», έχουν τους 28 κατηγορουμένους του «ΑΣΠΙΔΑ» και από κάτω «ύποπτοι συλλήψεως: 1ος Περιμένης, 2ος Ι. Αλεξάκης» και έγραφε και πέντε λόγια, ότι του δίνανε τον όρκο να τον υπογράψει, αυτός τον αρνιόταν αλλά δεν το καταθέτει και σε περιπτώσεις …και ότι στην ανάκριση τον θυμάται. Μια φορά από το πολύ ζόρισμα τους είπα «δεν θυμάμαι τέτοιο πράγμα αλλά έτσι… αυτό το έγραψα, πάρτο». «9ος Βαρδάνης» και αυτός ύποπτος συλλήψεως και έγραφε από κάτω ….

.-          Και ο Βαρδάνης είχε καμιά ανάμιξη;

Α.        Δεν ξέρω, από εκεί και πέρα αν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας υπάρξουν αποχρώσες ενδείξεις, οι εννέα αυτοί θα συλληφθούν. Έτσι είπαν. Με κάλεσαν στη δίκη, εγώ τα ίδια είπα. «Τίποτα απολύτως δεν γνωρίζω. Ούτε ‘ΑΣΠΙΔΑ’ ούτε στρατόπεδα ούτε όρκους, τίποτα». Τα αρνήθηκα όλα και καταλαβαίνετε ήμουν το πρώτο όνομα στις σελίδες των δημοκρατικών εφημερίδων γιατί γράφανε οι εφημερίδες «ένας υπολοχαγίσκος που έφερε τα γαλόνια του επαξίως στους ώμους». Έτσι γράφανε. Και τότε πέσανε πάνω μου, ήθελαν να με βάλουν στη φυλακή, οι Παπαπούλος και ο Καραμπέρης και λοιπά, με ανακρίνανε δύο μερόνυχτα, και εκεί γνώρισα Κουτσόγιωργα, Στεργάκη, Βασιλάκη, Γιαννόπουλο, εκεί τους γνώρισα όλους. Κόντευα να μπω στη φυλακή και με υποστήριζαν δικηγόροι εμένα.

Πήγα λοιπόν μετά που κατέθεσα στη μονάδα μου, στο Ηράκλειο, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, και γίνεται η 21η Απριλίου. Έρχεται σήμα να φύγω να πάω στη Μακεδονία, την 21η Απριλίου. Αντώνη, σήμα με υπογραφή 21/4/67, δηλαδή την 21/4/67 ασχολήθηκαν με εμένα. Κακήν κακώς λοιπόν, ήμουν αρραβωνιασμένος να παντρευτώ, παρακαλούσα και το διοικητή μου, πήγα και στη διεύθυνση πεζικού να παρουσιαστώ, «δεν θέλω να με στείλετε στην Αθήνα, στο Ηράκλειο, στείλτε με όπου θέλετε αλλά να έχει ένα χωριό να πάρω τη γυναίκα μου γιατί είναι από την Κύπρο και δεν ξέρει καθόλου, δεν έχει ιδέα περί τίνος πρόκειται. Αν με πάτε σε φυλάκιο εδώ, πού να την πάω; πού;». Πήγα στη διεύθυνση πεζικού, ήταν εκεί ένας Γερακής, με πετάει έξω. Λέω «θα πάω στον Αρχηγό». «Αν πας στον Αρχηγό θα γυρίσεις με είκοσι μέρες φυλακή». Να μη στα πολυλογώ πάω την άγουσα στο 568 Τάγμα Πεζικού στο Σιδηρόκαστρο, σε φυλάκιο, στη Δουσίτα, χωρίς χωριό, χωρίς τίποτα. Και ανέβαλα βέβαια και το γάμο και έτσι δημιουργούνταν και τα σχόλια στην Κύπρο ότι «πάει να την κοπανήσει και ενώ ήταν να παντρευτεί, δεν πάει». Εκεί έκατσα 67 ενώ στο Ηράκλειο μήπως είχα κάτσει πολλά χρόνια; Ένα χρόνο. 66 πήγα με τον «ΑΣΠΙΔΑ», 67 έφυγα. Και έμεινα εκεί μέχρι το 70 που πήγα στη Σύρα.

.-          Τρία χρόνια.

Α.        Και στη Σύρα άλλα τρία χρόνια.

.-          Το γράμμα που έχεις στείλει στον Ανδρέα το Φραγκιά είναι για…..

Α.        Δεν έστειλα καθόλου.

.-          Δεν έχεις δώσει; Για τη γνωριμία σου, τη σχέση σου με τον Σπύρο το Μουστακλή;

Α.        Η Χριστίνα το έδωσε.

.-          Η Χριστίνα. Είναι ένα πολύ ωραίο γράμμα. Η σχέση σου με το Σπύρο το Μουστακλή εκεί φαίνεται ανάγλυφα και είναι και συγκινητική. Γι’ αυτό μην αναφερθείς στο Σπύρο το Μουστακλή.

Α.        Η Χριστίνα μου το ζήτησε.

.-          Είναι από τις πιο ωραίες αναφορές στο Σπύρο το Μουστακλή.

Α.        Να σας πω κάτι Αντώνη, με το Μουστακλή από την ώρα που γνωρίστηκα το 1961 μέχρι την ώρα που πέθανε, δεν χωρίσαμε ποτέ, είτε υπηρετούσαμε μαζί είτε δεν υπηρετούσαμε. Μου έχει βαφτίσει το παιδί και μετά τη δικτατορία εγώ και ο Σταθόπουλος που δεν είχα τοποθετηθεί ακόμη, εγώ και ο Σταθόπουλος ο βουλευτής, κάναμε βάρδιες από το ΚΑΤ να τον πάμε στο σπίτι κάθε δύο μέρες, κάθε τρεις μέρες και λοιπά. Τότε έμαθα και τον Σταθόπουλο. Αυτά όσον αφορά το κίνημα του ναυτικού, τον «ΑΣΠΙΔΑ»…

.-          Για τους «Ελεύθερους Έλληνες» ξέρεις τίποτα; Είχες εμπλοκή εσύ μαζί τους;

Α.        Σας είπα ότι με το Μουστακλή δεν χάσαμε επαφή ποτέ. Και όταν ήταν στη Βαρυμπόμπη και στη Δροσιά και εγώ υπηρετούσα τη μια στο Σιδηρόκαστρο την άλλη στη Σύρο, εδώ εκεί, με τη γυναίκα του είχα καθημερινή επαφή, και οι γυναίκες μας. Εγώ δεν ήρθα ποτέ στην Αθήνα και να βγάλω τη γυναίκα μου μόνη, πάντα με τη Χριστίνα μαζί. Και όχι μόνο τούτο, και από εκεί ήξερα τα πάντα. Αλλά εμπλοκή δεν είχα διότι δεν υπηρετούσα εκεί. Ο Μουστακλής όσες φορές ήταν έξω μου έλεγε «αλλά είσαι στο Σιδηρόκαστρο, τι να σε κάνουμε;».

.-          Θα μου πεις αν ξέρεις για την άμεση σχέση «ΙΔΕΑ» και της ομάδας που έκανε το πραξικόπημα στην 21η Απριλίου; Αν ξέρεις προσωπικά ή από στοιχεία που μπορεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας σου να υπέπεσαν στην αντίληψη σου.

Α.        Όχι, όχι. Μόνο από αυτά που έχω διαβάσει και διαβάζουμε. Ένα λεπτό να σου πω κάτι. Μια παρένθεση. Εκεί προχθές στο «Αβέρωφ» ήρθε ο Φέτσης, ήρθε ο Παπαδόγγονας και… «χαιρετάς το Φέτση;», εγώ έκανα… ο Παπαδόγγονας από την άλλη μεριά. Λέω «ο Μπουρδάκος που με συνέλαβε και υπηρετούσε στην ΕΣΑ τα πρώτα χρόνια, που τον έχουν τα βιβλία του Κακαουνάκη πραξικοπηματία, ήταν στην ομάδα του Αγγελή, και τα γράφουν τα βιβλία όχι εγώ, αυτόν» λέω «από τη μεταπολίτευση και μετά ο Παπαδόγγονας τον έχει διευθυντή του γραφείου του, του πολιτικού του και της εθνικής αμύνης και τον έκανε και στρατηγό. Από εκεί και πέρα, τι να του μιλήσω;».

.-          Να το θυμηθούμε πάλι και να το επαναλάβουμε. Πες μου πάλι για το Μπουρδάκο. Ήταν αυτός ο διοικητής της ΕΣΑ που ανέφερες στον Πειραιά και σε συνέλαβε; Και τι ήταν μετά τη μεταπολίτευση;

Α.        Μετά τη μεταπολίτευση αποστρατεύτηκε αλλά προσλήφθηκε από τον Παπαδόγκωνα στο γραφείο του και τον αποκατέστησαν σε στρατηγό.

.-          Ο Αλέκος ο Παπαδόγκωνας;

Α.        Ο Υπουργό;. Και τον έχει ακόμα.

.-          Μια και ανέφερες για αποκαταστάσεις, ήταν ο μόνος χουντικός που πήρε το βαθμό του μετά τη μεταπολίτευση;

Α.        Πρέπει να είναι και άλλοι. Μην το ψάχνεις.

.-          Θέλω με τη γνώση σου και την πείρα σου να μου πεις..του Αγγελή. Ο Μπουρδάκος ήταν στην ομάδα του Αγγελή.

Α.        Και ο Τσουτσές ήταν ο γαμπρός του.

.-          Ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Παπαδόγκωνα, του κινήματος.

Α.        Και του πολιτικού και του στρατιωτικού είπαμε, στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης όταν ήταν αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Αμύνης.

.-          Και τον αναφέρει ο Κακαουνάκης στο βιβλίο του. Θα μου πεις το εξής πολύ σημαντικό για μένα και για όλους φαντάζομαι: Ο Ιωαννίδης τι σειρά αρχαιότητος είχε όταν ήλεγχε τη χώρα;

Α.        Ήταν ταξίαρχος.

.-          Επομένως ήταν διακόσια στη σειρά;

Α.        Παραπάνω.

.-          Πες μου στρατηγέ εσύ που προέρχεσαι, που είσαι αξιωματικός του στρατού ξηράς και γνωρίζεις, πες μου πως ο Ιωαννίδης με σειρά αρχαιότητος πάνω από διακόσια στην ιεραρχία, πως ήλεγχε τις ένοπλες δυνάμεις; Στη δικτατορία; Πώς;

Α.        Αφού αυτός είχε την οργάνωση, σε αυτόν έδιναν αναφορά όλοι οι αξιωματικοί που ήταν μυημένοι σε αυτό, αυτός έκανε τους αρχηγούς, αυτός έκανε τους υπαρχηγούς, αυτός τους στρατηγούς και λοιπά. Αυτοί ήταν όλοι ανδρείκελα οι άλλοι, αυτός τους έφτιαχνε.

.-          Ποια ήταν η δύναμή του;

Α.        Η οργάνωση που είχε μαζί του, «λαό και Κολωνάκι». Όλοι οι αξιωματικοί ήταν μυημένοι στον Ιωαννίδη. Αφού πήγαν οι άλλοι πραξικοπηματίες και ανάλαβαν πολιτικές θέσεις και λοιπά, όλοι αυτοί οι αξιωματικοί που ήταν στις ομάδες τους κατ’ ανάγκην πήγαν στην ομάδα του Ιωαννίδη, ο οποίος έμεινε μόνος του στο στρατό, διότι θέλανε τις εξυπηρετήσεις τους, τις προαγωγές τους, τις μεταθέσεις τους και λοιπά. Ούτε ο Παπαδόπουλος ούτε ο Λαδάς από εκεί μπορούσαν να τους εξυπηρετήσουν. Και είχαν μείνει στο στρατό ο Λέκας και ο Ιωαννίδης. Ο Ιωαννίδης ήθελε να εξοντώσει και το Λέκα. Σε κάποια φάση ο Λέκας και ο Ιωαννίδης, δεν ξέρω αν το ξέρετε, είπαν ότι «η κατάσταση δεν πάει καλά στην κυβέρνηση, να μπούμε και εμείς να σπρώξουμε λιγάκι και να υποβάλουμε τις παραιτήσεις μας». Συνεννοούνται λοιπόν ο Ιωαννίδης και ο Λέκας να υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους και να πάνε στην κυβέρνηση …

.-          Ραδιουργία του Ιωαννίδη δηλαδή;

Α.        Πράγματι λοιπόν είπαν «τώρα πάμε να τις υποβάλουμε». Έφυγε ο ένας από το γραφείο που ήταν μαζί, πήγε λοιπόν ο Λέκας, την υπέβαλε. Ότι έφτασε στο γραφείο του Αγγελή, και έκαμε έτσι τα χέρια του «του την έφερα» λέει, «εγώ δεν υποβάλω». Και όταν ο Λέκας είδε ότι ο Ιωαννίδης δεν υπέβαλε, πήγε να την πάρει πίσω. Ο Αγγελής όμως στρατιώτης και λοιπά …και αποστρατεύεται και γίνεται υπουργός ο Λέκας και γίνεται κυρίαρχος ο Ιωαννίδης στις ένοπλες δυνάμεις.

.-          Δε φτάνει αυτό στρατηγέ. Ο Ιωαννίδης ήταν ταξίαρχος στις ένοπλες δυνάμεις, από πάνω του είχε εκατόν πενήντα στρατηγούς. Και οι εκατόν πενήντα, πώς υπάκουαν στον Ιωαννίδη;

Α.        Όλοι ανδρείκελα ήταν, πήγαιναν και τον γλύφανε, τον κολάκευαν για να γίνουν στρατηγοί. Χωρίς την έγκριση και την εντολή του Ιωαννίδη δεν …ούτε μετάθεση παίρνανε ούτε προαγωγή ούτε τοποθέτηση… τίποτα.

.-          Κάποιες πλάτες πρέπει να είχε ο Ιωαννίδης, ποιες ήταν αυτές οι πλάτες;

Α.        Εγώ νομίζω ότι οι πλάτες του Ιωαννίδη ήταν ότι είχε επικρατήσει στο στρατό. Ήταν η πλάτη του μέσα στο στρατό. Τώρα αν είχε τις πλάτες του εννοείτε απέξω;

.-          Όχι δεν εννοώ μυστικές υπηρεσίες. Όχι.

Α.        Αλλά μέσα στο στρατό ήταν όλοι οι στρατιωτικοί δικοί του, γιατί θέλανε τις εξυπηρετήσεις τους, θέλανε τις προαγωγές τους, τις μεταθέσεις τους, την καλοπέρασή τους, θέλανε την επαγγελματική τους άνοδο. Ένας ένας ζητούσαν «γη και ύδωρ» από τον Ιωαννίδη. Να σου πω εγώ περιστατικά. Είχα στη Σχολή Ευελπίδων που υπηρέτησα σαν υπολοχαγός έναν φίλο, Κουνουμάκης, δημοκρατικότατος, ο οποίος παντρεύτηκε και αυτός στην Κύπρο, από την Αμμόχωστο. Όταν πήγα στην Κύπρο εγώ για να δείτε πόσο δημοκρατικός αξιωματικός, μου λέει «ξέρεις ποιος με πήγε; Ο Χαραλαμπόπουλος». Ήταν από τη Μεσσηνία αυτός. Μου λέει «η οικογένειά μου του Χαραλαμπόπουλου». Αλλά και αυτός δημοκρατικός.

.-          Ποιος τον έφερε στο στρατό εννοείς;

Α.        Όχι στο στρατό, στην Κύπρο το 64. Που ήταν τότε βουλευτής ο Χαραλαμπόπουλος. Αντίθετος στη χούντα. Σε κάποια φάση τον βλέπω στο ΕΑΤ – ΕΣΑ, να υπηρετεί εκεί. Τι συνέβη; Αυτός είχε ένα πάθος, να μπει στη Σχολή Πολέμου.

.-          Ο Κουνουμάκης στρατηγέ ήθελε να μπει στη Σχολή Πολέμου;

Α.        Ναι. Είχε πάθος, δεν είχε καταλάβει το παιδί με λίγο μυαλό ότι για να μπει στη Σχολή Πολέμου υπάρχουν …ή πρέπει να είσαι χουντικός ή πρέπει να σε βάλει η χούντα. Εγώ παραδείγματος χάριν δεν έδωσα ποτέ επί χούντας στη Σχολή Πολέμου, αφού ήξερα ότι είμαι προδιαγεγραμμένος από χέρι. Και όπως και άλλοι ποτέ δεν δώσανε εξετάσεις. Αυτός λοιπόν έδινε, τον κόβανε, ξανάδινε, τον κόβανε. Πήγε λοιπόν στο συμμαθητή μας τον Μπουρδάκο και στον Λουτσέο το γαμπρό του και του λέει: «Σχολή Πολέμου θέλω, τίποτα άλλο» και του λένε «να σε πάμε στον Ιωαννίδη». Τον πάνε στον Ιωαννίδη……. Όχι μόνο πήγε στη Σχολή Πολέμου αλλά του είπαν «εμείς θα σε βάλουμε στη Σχολή Πολέμου αλλά πρέπει να μας πεις», «ό,τι θέλετε». Τον πάνε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ. Και τον είχαν…. αυτός πήγε και έκλεισε τη «Βραδινή», όταν κλείσανε τη «Βραδινή» ποιόν βάλανε επικεφαλής; Αυτόν. Τον βάλανε λοιπόν στο ΕΑΤ – ΕΣΑ να φύγει για βασανιστής, ενώ δεν ήταν βασανιστής, τον πήρε η μπόρα.

.-          Στρατηγέ τα βασανιστήρια παίξανε ρόλο στον έλεγχο του στρατού από τον Ιωαννίδη; Η φήμη των βασανιστηρίων, ο φόβος τους;

Α.        Για τον έξω κόσμο, όχι για το στρατό. Εγώ δεν ήξερα τότε ότι ο Ιωαννίδης βασανίζει. Ήξερα ότι το ΕΑΤ – ΕΣΑ είναι….. άκουγα και Ντώιτσε – βέλλε, ήμουν ενημερωμένος, ήταν και η γυναίκα μου στην πρεσβεία και άκουγε τα πάντα, μου έφερνε έντυπα, ήμουν ενημερωμένος. Δεν ξέρω αν οι άλλοι ήταν ενημερωμένοι.

.-          Είχες ακούσει ποτέ για χαστούκισμα στρατηγών από μικρούς λοχαγούς και υπολοχαγούς;

Α.        Κάπου το είχα ακούσει, δεν είμαι όμως σε θέση να θυμηθώ. Θα σας πω όμως κάτι άλλο που θέλω. Ο Κουνουμάκης φίλος μου όταν ήμουν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και άλλος ένας συμμαθητής μου και φίλος μου, Γκίζας, ο οποίος στο πραξικόπημα είχε συλλάβει τον Κύρκο. Πλην όμως σε κάποια φάση τον ρίξανε και όποτε με έβρισκε μου έβριζε τη χούντα. Αλλά εγώ δεν τους μιλούσα ούτε στον έναν ούτε στον άλλο. Όταν λοιπόν πήγα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ λέω «έχω δύο φίλους» και γι’ αυτό σας είπα ότι ήμουν και λίγο ήσυχος, συμμαθητές μου δηλαδή όχι φίλους που θα τους έλεγα «ρε σεις πέστε στη γυναίκα μου…», τόσο αγνός ήμουν. Τα βράδια λοιπόν άνοιγε, όποιος ήταν αξιωματικός υπηρεσίας, όλα τα κελιά και φώναζε και τους έβριζε. Εμένα, εκεί άκουγα όταν ήταν ο Κουνουμάκης ή ο Γκίζας, έλεγα «τώρα θα ανοίξει το κελί μου και θα τους πω ΄΄ρε συ πέστε ρε γαμώτο με τρόπο». Λοιπόν όταν ήσαν υπηρεσία αυτοί, το κελί μου το πηδούσαν και δεν το άνοιγαν. Δε ντρεπόντουσαν!

.-          Ντρεπόντουσαν να το ανοίξουν;

Α.        Ντρέπονταν να με δούνε.

.-          Θέλω να μου πεις, στη Σχολή Ευελπίδων που πέρασες, υπήρχε προπαγάνδα τέτοιας μορφής ώστε, να προετοιμάζει τους νεαρούς αξιωματικούς και να είναι «εύκολοι» στις εκτροπές; Όπως έγινε το 67 αργότερα;

Α.        Κοιτάξτε να δείτε, μέσα στο στρατό ξηράς η διαφώτιση ήταν εναντίον του κομμουνισμού και υπέρ της δεξιάς και υπέρ της βασιλείας, εναντίον του Κέντρου, εναντίον όλων. Εγώ θυμάμαι που έζησα τη βία και νοθεία το 61, που έχω πρώτο χέρι. Και μάλιστα ήμουν εγώ ο οποίος δεν ήξερα ΄΄πού την κεφαλήν κλείναι΄΄, τι να κάνω από την αγανάκτηση, τη βία και νοθεία την έζησα όχι από τις εφημερίδες, την έζησα. Μάζευα τα φέϊγ βολάν που δίνανε στο στρατό και τις προκηρύξεις και αυτά που ο στρατός, που με βάζανε εμένα να πάω να κάνω, και τι να κάνω; Τα έβαζα σε ένα φάκελο από τη Θεσσαλονίκη, από το Σιδηρόκαστρο, και τα έστελνα στο Καστρί, στον Παπανδρέου, δεν ξέρω αν τα πήρε βέβαια. Γιατί ο στρατός. Τη βία και νοθεία την έκανε ο στρατός και κανείς άλλος, εγώ τουλάχιστον έτσι την έζησα. Και την έζησα εις βάθος, εις πλάτος, εις ύψος, βία και νοθεία, όχι αστεία δηλαδή, που δεν έχει περιγραφεί.

.-          Άρα μπορείς να πεις ότι το σώμα των αξιωματικών ήταν …….

Α.        Ήταν γαλουχημένο με αυτά τα πράγματα, με τη δεξιά, με αυτά, κατά των αριστερών, των κομμουνιστών, των κεντρώων.

.-          Υπήρχε όμως ένας Αλεξάκης…..

Α.        Α, ελάχιστοι…

.-          Μα πόσοι ήταν αυτοί οι ελάχιστοι; Οι δημοκρατικοί αξιωματικοί στο στρατό ξηράς πόσοι ήταν;

Α.        Ελάχιστοι. Δηλαδή εγώ αν σας πω στη μονάδα που ήμουν υπολοχαγός, όχι στη μονάδα, στο στρατόπεδο, στη φρουρά, να ήμαστε μέσα στους διακόσιους, δέκα……

.-          Πέντε τοις εκατό;

Α.        Αυτό.

.-          Οι κεντρώοι ή οι αριστεροί;

Α.        Κεντρώοι, αριστερό δεν είδα κανένα.

.-          Δεν είχες γνωρίσει κανένα. Οι ΕΛΑΣίτες που είχαν περισσέψει από την εκκαθάριση και υπηρετούσαν;

Α.        Δεν έτυχε να δω. Βγήκα υπολοχαγός το 60. Το 50 βγήκα από τη Σχολή, το 60 βγήκα, δεν είδα. Αλλά κεντρώους, βενιζελικούς και λοιπά……

.-          Γιατί δεν ήταν ή ήταν αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και της Αεροπορίας οργανωμένοι στο πραξικόπημα της 21η Απριλίου; Αν δεν ήταν, γιατί δεν ήταν;

Α.        Διότι οι αξιωματικοί που μυήθηκαν στη χούντα, εγώ το πιστεύω έτσι πρακτικά, αφήνω την ιδεολογία γιατί πουθενά δεν πιστεύουν και τίποτα δεν πιστέψανε, νομίζω ο σκοπός που τους έκανε ήταν η αλληλοεξυπηρέτηση, η προκοπή η επαγγελματική και η καλοπέραση στο στρατό και γι’ αυτό είχαν οργανωθεί εις βάρος ημών, όλων των άλλων. Όποιος ήταν οργανωμένος και καλή θέση έπαιρνε και καλή τοποθέτηση είχε, ενώ ήταν ντενεκές. Στην αεροπορία λοιπόν και στο ναυτικό δε βρέθηκε ένας Παπαδόπουλος, ένας Ιωαννίδης, ένας Λαδάς….. μπορεί να είχε συμβεί και εκεί το ίδιο, γνώμη μου, άποψή μου. Και στο στρατό τις θέσεις αυτές που παίρνανε οι χουντικοί από τον Ιωαννίδη, από τον Παπαδόπουλο που ήταν σε θέσεις, από τον Λαδά, ήσαν προνομιούχες. Λίγοι ξέφευγαν γιατί ήμαστε καλοί. Εγώ π.χ. σαν υπολοχαγός από το Σιδηρόκαστρο πήγα εκπαιδευτής στη Σχολή Ευελπίδων. Ήμουν η μύγα μες στο γάλα. Όλοι χουνταίοι, ακροδεξιοί, φασίστες.

.-          Πριν το 67.

Α.        Ναι, το 63 – 64. Πολλοί από αυτούς ήσαν μετά σε θέσεις επί χούντας. Αλλά ήμουν καλύτερος που λένε. Καλύτερος για το στρατηγό, το διοικητή μου, τον υποδιοικητή μου, ο καλύτερος ήμουνα και επέπλεα και τσακωνόμουν όλη μέρα μαζί τους και ήταν όλοι αντιβενιζελικοί, ήταν όλοι αντικεντρώοι, ήταν φασίστες όλοι. Τσακωνόμουνα, δεν άντεχα, τους τα έλεγα έξω από τα δόντια. Αλλά και δίκιο είχα και δεν ήμουν και ντενεκές, και δεν είχα και ντενεκέ.

.-          Μου είπες ένα λόγο ……

Α.        Συγγνώμη που αυτοεπαινούμαι αλλά σας λέω την κατάσταση. Έβλεπα λοιπόν αυτήν την ιδεολογία των αξιωματικών που προσπαθούσαν να προσεταιρισθούν κάποιον, τον Ιωαννίδη, τον Κολοκυθόπουλο ξέρω γω, για να εξυπηρετηθούν και να είναι σε καλές θέσεις. Ενώ εγώ με τον ιδρώτα μου αν μπήκα σε μια καλή θέση.

.-          Μου λες κάτι σοβαρό όμως τώρα: ότι προδικτατορικά στο στρατό ξηράς ο επαγγελματισμός και η καλή υπηρεσιακή κατάρτιση ερχόντουσαν δεύτερα στα προσόντα εξέλιξης των αξιωματικών.

Α.        Παντού οι ομάδες, αυτές που λέει μέσα τούτος ο Κακαουνάκης, αυτές λειτουργούσαν. Οι ομάδες και αλληλοεξυπηρετούνταν. Πως πήγαν οι αξιωματικοί, οι υπολοχαγοί και επάνδρωσαν τη Σχολή των Ευελπίδων ούτως ώστε ο Ιωαννίδης να τους βγάλει έξω την 21η Απριλίου; Να αλληλοεξυπηρετήσει τους δικούς του πήγαινε. Ήταν μυημένοι. Πως βάλανε να συλλάβουν τον Παπανδρέου, τον Γκίκα και λοιπά; Οι δικοί τους πήγαιναν. Και αυτούς τους είχαν σε θέση, μια ζωή λοιπόν τους εξυπηρετούσαν πιο μπροστά. Και αυτό νομίζω ήταν το δέλεαρ, για να είναι μυημένοι.

.-          Και ερχόμαστε στα αίτια. Ποιες ήταν οι αιτίες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και κατ’ επέκταση της δικτατορίας; Ένα μου το είπες, η επετηρίδα και η αλληλοεξυπηρέτηση. Άλλα αίτια δεν υπήρχαν;

Α.        Κοιτάξτε αυτοί που κάναν….. οι ομαδάρχες, Παπαδόπουλος και λοιπά, αυτοί είχαν τη φιλοδοξία, τίποτα άλλο, είχαν τη φιλοδοξία να κυβερνήσουν την Ελλάδα. Νομίζω πρώτο ήταν η φιλοδοξία και τίποτα άλλο. Όλα τα άλλα ήταν δεύτερα γι’ αυτό πούλησαν και την πατρίδα.

.-          Ένα λεπτό, το κυπριακό δεν έπαιξε ρόλο στην 21η Απριλίου;

Α.        Βεβαίως παίξανε ρόλο αλλά δε νομίζω… εγώ δηλαδή τι πιστεύω, άποψή μου ότι, δε νομίζω πως έκαμαν το 67 το πραξικόπημα για να πουλήσουν το κυπριακό, αυτό ήρθε καθ’ οδόν προκειμένου να περισώσουν τους εαυτούς τους και να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα τη φιλοδοξία τους. Τα πούλησαν όλα. Βασιλόφρονες δεν ήταν; Πούλησαν τους βασιλιάδες. Δεξιοί δεν ήταν; Πούλησαν τους δεξιούς.

.-          Ένα λεπτό. Είπες στρατηγέ ότι το κυπριακό δεν ήταν αιτία επιβολής της 21ης Απριλίου αλλά ήταν φιλοδοξία. Φιλοδοξία να γίνουν πρωθυπουργοί, να κυβερνήσουν την Ελλάδα.

Α.        Εγώ έτσι νομίζω. Φιλοδοξία. Να ανέβουν, να αυτό…. ο Παπαδόπουλος π.χ..

.-          Η εκτίμησή σου ποια είναι, οι ξένες μυστικές υπηρεσίες, και συγκεκριμένα η CIA γνώριζε γι’ αυτή τη συνωμοτική ομάδα ότι προετοιμάζει πραξικόπημα;

Α.        Αλίμονο. Δεν ήξερε τις ομάδες αυτές, δεν ήξερε τον «ΙΔΕΑ» και τα υποκατάστατά του, δεν ήξερε τις ομάδες του Ιωαννίδη; Όλα τα ήξεραν.

.-          Δεν είχε τη δυνατότητα να τους σταματήσει;

Α.        Πως δεν είχε.

.-          Άρα τους άφησε για να εξυπηρετηθεί και η ίδια.

Α.        Βεβαίως γιατί έπρεπε να κυβερνάει. Αλλά και ο Παπανδρέου και όλοι αυτοί μπορούσαν επί κυβερνήσεώς τους να τους εξολοθρεύσουν. Δεν μπορούσαν; Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Παπανδρέου ότι τους ευλόγησε, δεν τους ευλόγησε, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το κατεστημένο, το σύστημα ήταν τέτοιο. Αυτοί βασίστηκαν στο κατεστημένο, στο κλίμα της εποχής αν το θέλετε.

.-          Η προοπτική ενόψει των εκλογών να βγει το Κέντρο στην κυβέρνηση με μεγάλη πλειοψηφία, επομένως και ο Αντρέας ο Παπανδρέου με την κεντροαριστερή τάση του, έπαιξε ρόλο στο πραξικόπημα ή όχι;

Α.        Βεβαίως, δεν έπρεπε να βγει. Και γι’ αυτό ίσως οι Αμερικανοί βοήθησαν την κατάσταση. Έτσι είναι. Εγώ δεν έχω εμβαθύνει την κατάσταση από πλευράς πολιτικής, αλλά οι αξιωματικοί που ήταν μυημένοι, που ήταν πραξικοπηματίες, που ήταν χουντικοί δεν πήγαν για άλλο λόγο, για τον εαυτό τους πήγαν.

.-          Ο Ιωαννίδης εξαπατήθηκε στην Κύπρο με την εισβολή των Τούρκων από τους Αμερικανούς όπως λέγετε ότι έγινε; Ή όχι;

Α.        Ναι, νομίζω ναι.

.-          Άρα είχε διαβεβαίωση από τους Αμερικανούς για κάποια πράγματα;

Α.        Έτσι πιστεύω, ναι. Και εγώ στην ΚΥΠ που ήμουν και κουβέντιαζα και με χουντικούς που τους είχαμε πληροφοριοδότες…….

.-          Εννοείτε αργότερα;

Α.        Αργότερα.

.-          Στην ΚΥΠ κάνατε το 80….

Α.        Στην ΚΥΠ έκανα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, το 74 – 75 και τσακώθηκα με τον Αβέρωφ, έφυγα κακήν κακώς, και εν συνεχεία το 81 – 87. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση προσπαθήσαμε να έχουμε πληροφοριοδότες, γιατί έτσι δουλεύει η δουλειά μας. Και από αυτούς είχα μάθει πολλά πράγματα, π.χ. αυτό το περιστατικό με τον Λέκα και τον Ιωαννίδη από αυτούς το έμαθα, από άνθρωπο του Ιωαννίδη. Επίσης το ότι προτού πέσει ο Ιωαννίδης, συγκάλεσε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ μια συγκέντρωση των χουντικών του και τους είπε: «δεν γίνεται αλλιώς, θα πέσουμε. Να είστε μονιασμένοι και λοιπά, διότι με πρώτη ευκαιρία θα ξαναέρθουμε».

.-          Αυτό τους το είπε μετά τις 23 Ιουλίου, μετά τη μεταπολίτευση, ή πριν τη μεταπολίτευση;

Α.        Τότε που έπεφτε, τότε προτού πέσει είπε «πέφτουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, δεν έχουμε τη δυνατότητα αυτή λόγω του κλίματος της εποχής, να έχετε υπόψη σας όμως ότι θα επανέλθουμε και θα κρατάμε …».

.-          Άρα κύριε Αλεξάκη έγινε μια συγκέντρωση στο ΕΑΤ-ΕΣΑ πριν τις 23 Ιουλίου, κατά τη διάρκεια πιθανότατα του 2ου Αττίλα….

Α.        Βεβαίως προτού… ναι ναι μετά. Προτού παραδώσει την εξουσία ο Ιωαννίδης. Και μάλιστα στην ΚΥΠ τότε που ήμουν, δεν θυμάμαι ονόματα και ποιοι ακριβώς είχαν παρευρεθεί. Το «κίνημα της πυτζάμας»………

.-          1975, Φεβρουάριος;

Α.        Αν δείτε εφημερίδες ο κύριος μάρτυς κατηγορίας στη δίκη είμαι εγώ, σαν εκπρόσωπος της ΚΥΠ.

.-          Πες μου γι’ αυτό το κίνημα στρατηγέ.

Α.        Κάτι όμως να σας πω για τους πληροφοριοδότες που σας έλεγα για τον Ιωαννίδη και μετά θα ρωτήσετε για το «κίνημα της πυτζάμας». Μου λέγανε ορισμένοι από τον κύκλο του Ιωαννίδη ότι, και αυτοί στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και εν συνεχεία, τα χάσανε όσον αφορά τη συμπεριφορά του Ιωαννίδη, την αδιαφορία του. Όσον αφορά που του έλεγαν «μα αποβιβάζονται, μα εκείνο…… μα το άλλο, μα έρχονται τα πλοία» και αυτός να αδιαφορεί και να γελάει και γι’ αυτό πίστευαν ότι, τα είχε συμφωνήσει..

.-          Με το Sisco…..

Α.        Με το Sisco και δεν ξέρω με ποιους άλλους. Διότι η αδιαφορία του Ιωαννίδη ήταν τόση μεγάλη, που ήταν αγνώριστη. Γι’ αυτό ήταν κάτι το ασύλληπτο, γι’ αυτό πίστεψαν ότι κάτι θα έχει συμφωνήσει ο άνθρωπος αυτός. Το περιβάλλον του Ιωαννίδη πίστευε ή μάλλον είχε και εθνικά θα έλεγα……

.-          Εθνικιστικά ιδεώδη. Αυτά είχε. Υπερεθνικιστικά.

Α.        Δεν πήγαν δηλαδή όλοι αυτοί σε συνεννόηση να πουλήσουν το κυπριακό. Και γι’ αυτό και στον Ιωαννίδη, που μετά τον βλέπανε, και προσπαθούσαν κάτι να του αρπάξουν, ο Ιωαννίδης δεν μιλούσε ποτέ, και στους στενούς του φίλους.

.-          Γιατί δεν μιλούσε;

Α.        Δεν το ξέρω γιατί., αλλά πάντως τη στάση του δεν μπορούσαν να την εξηγήσουν ποτέ.

.-          Δε μιλούσε γιατί θα τον θεωρούσε βλάκα όλος ο κόσμος, ότι είχε πιστέψει μια τέτοια διαβεβαίωση από τους Αμερικανούς. Και έτσι προτίμησε να αφήσει την αυτή ότι έκανε λάθος.

Α.        Έτσι που το λέτε. Και εγώ το πιστεύω αυτό το πράγμα, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Ιωαννίδης, όπως έχω βγάλει τα συμπεράσματά μου από αυτές τις συζητήσεις που έκανα, ο άνθρωπος ραδιούργος, ο άνθρωπος ο μηχανορράφος, ο συνωμότης, όχι ο άνθρωπος που είχε το κοινό μυαλό. Ήταν στη ραδιουργία και τη συνωμοσία ο πρώτος.

.-          Σαν αξιωματικός τι φήμη είχε;

Α.        Τίποτα, τίποτα. Απλώς έκανε πολιτική στο στρατό, για να έχει τους δικούς του. Και τους μυούσε από τότε, οι συμμαθητές μου είχαν μυηθεί από τότε. Όπου υπηρετούσαν όλοι, τους μυούσε και τον πίστευαν. Που σημαίνει ότι είχε κάποια ικανότητα. Θα σας πω ένα περιστατικό παραδείγματος χάριν, που δείχνει πως σκεφτόταν ο Ιωαννίδης για να καταλάβετε και θα γράψετε. ‘Όταν έδιωξε τον Παπαδόπουλο, και αυτός ταξίαρχος, Πρωθυπουργός ο Ανδρουτσόπουλος, αρχηγός της «Επαναστάσεως» σε εισαγωγικά ο Ιωαννίδης, ταξίαρχος. Του λέγανε λοιπόν οι φίλοι του, τα στελέχη του τα στενά, του λέγανε: «Ταξίαρχε, να παραιτηθείς και να αναλάβεις μπρος, αρχηγός της επανάστασης, να τα παρατήσεις». Και τους έλεγε: «Τι λες ρε, όταν είσαι πρώτος σα να είσαι στην άκρη του γκρεμού και να σε σπρώχνουν όλοι και εσύ να μην έχεις να σπρώξεις κανένα». Έτσι σκεφτόταν ο Ιωαννίδης.

.-          Σήμερα είναι στη φυλακή ο Ιωαννίδης. Έχεις ακούσει, αυτοί οι άνθρωποι που ορκιζόντουσαν στο όνομά του, σήμερα πως του φέρονται; Πως τον αντιμετωπίζουν;

Α.        Όχι καθόλου. Δεν ασχολούνται. Τα πρώτα του νούμερα τον έχουν ότι, πρόδωσε την πατρίδα.

.-          Το Μακάριο γιατί οι αξιωματικοί τον έβλεπαν με αυτό τον τρόπο που εσείς θα μου πείτε. Πέστε μου, με ποιο τρόπο οι αξιωματικοί του στρατού ξηράς τον έβλεπαν;

Α.        Είναι η διαφώτιση που είχε γίνει από τη χούντα και είχε καλλιεργήσει ότι είναι ανθενωτικός, ότι είναι ο τραγόπαπας, όλα αυτά πέρασαν λοιπόν στους αξιωματικούς, γιατί οι αξιωματικοί δεν είχαν πολιτικό μυαλό. Λίγοι ήμαστε αυτοί, μήπως εγώ πίστευα στο Μακάριο; Αλλά άκουγα και τον ένα, άκουγα και τον άλλο. Αυτό το κλίμα, κατηχητικό τους κάναν. Αυτό μας κάναν. Κατηχητικό. Και επειδή όλοι ανθρωπάρια ήμασταν στο στρατό, μεροκαματιάρηδες, και τον είχαμε ανάγκη το στρατό, γιατί έτσι πιστεύαμε και δεν πήγαινε το μυαλό μας πουθενά αλλού.

.-          Είπες κάτι σοβαρό τώρα. Οι στρατιωτικοί είναι γεγονός ότι δεν ληρωνόντουσαν καλά. Ιδεολογικά όμως δεν είχαν μια σταθερότητα;

Α.        Όχι αφού εκεί το μεροκάματο περίμεναν και από εκεί περίμεναν να ζήσουν, και είχαν ανάγκη, και γι’ αυτό γινόντουσαν και χουντικοί, γιατί νομίζεις; Δεν είχαν πολιτική κρίση οι αξιωματικοί.

.-          Σε τι ποσοστά δεν είχαν πολιτική κρίση οι αξιωματικοί;

Α.        Σας είπα, αυτό το ποσοστό που είπα εγώ, στα στρατόπεδα, στις φρουρές που υπηρέτησα έβλεπα ένα 5% που ήταν κεντρώοι και το μιλούσαμε διστακτικά. Φαίνεται και άλλο ένα 2-3% που δεν είχα πάρει χαμπάρι, ήτανε πολλοί που είχαν την αυτή να μη μιλάνε. Εγώ σας λέω το 60 που βγήκαμε μετά από τις σχολές και πήγαμε στο Σιδηρόκαστρο, ήταν μια μεγάλη, ένα ολόκληρο σύνταγμα με τρία τάγματα, με πυροβολικό. Δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε συμμαθητές είχαμε που μιλούσαμε και άλλους και ο Μουστακλής και μετά έτσι. Άλλα δύο τρία τοις εκατό που δεν μπορούσα να τα αντιληφθώ, δεν τα αντιλαμβανόμουνα. Μυριζόμουνα και έτρεχα στον άλλο να πω μια κουβέντα βρε παιδάκι μου.

.-          Στρατηγέ πες μου για το «κίνημα πυτζάμας». Ήταν όντως «κίνημα πυτζάμας» ή ήταν σοβαρό;

Α.        Όχι δεν ήταν «κίνημα πυτζάμας», έτσι το αποκάλεσαν. Ήταν σοβαρό και ήταν αναμεμιγμένος πολύς κόσμος. Δεν ήταν έτοιμο να εκδηλωθεί. Το κίνημα αυτό δεν ήταν έτοιμο να εκδηλωθεί, όταν έγιναν οι συλλήψεις. Εμείς το κρατούσαμε Αντώνη, η ΚΥΠ. Κανείς άλλος. Ήταν ενημερωμένος ο Καραμανλής, ήταν ενημερωμένος ο ίδιος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πήγαινε ο ίδιος ο Φέτσης να τον ενημερώσει, προς τιμήν του, είναι αξιόλογος ο Φέτσης.

.-          Ο Φέτσης ήταν τότε αρχηγός της ΚΥΠ;

Α.        Αρχηγός της ΚΥΠ. Κι εγώ ήμουν ……….Αναμεμιγμένος πολύς κόσμος στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και στην Αθήνα. Τους παρακολουθούσαμε όλους και δεν υπήρχε λόγος να ανησυχήσει κανείς. Όταν τους κρατάς και τους έχεις και τους παρακολουθείς, δεν ανησυχείς. Όταν δεν τους ξέρεις, ανησυχείς πότε θα σου την φέρουν. Όταν τον έχεις τον άλλον από πίσω……

.-          Μα πού απέβλεπαν αυτοί τότε;

Α.        Πού απέβλεπαν; Να διώξουν την κατάσταση, να ξαναέρθουν οι ίδιοι, η χούντα. Θέλανε να επανέλθουν στην εξουσία, δεν είχαν άλλο λόγο. Χουντικοί ήσαν όλοι. Και μάλιστα βεβαρημένοι χουντικοί. Σε κάποια φάση το έμαθε ο Ντάβος. Δηλαδή ένας αξιωματικός που ήταν μυημένος, πήγε να προδώσει. Και πήγε και βρήκε τον αρχηγό της ΥΠΕΑ, τον αρχηγό της ΑΣΔΕΝ, κάποιον. Και αυτός πήγε και το είπε στον Ντάβο. Το έμαθε λοιπόν ο Ντάβος και έκαμε τις συλλήψεις.

.-          Ο Ντάβος ήταν τότε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων.

Α.        Και πήγε και το είπε στον Αβέρωφ, λέει «σήμερα θα κάνω συλλήψεις». Χωρίς να μας ρωτήσει εμάς. Και κάμανε τις συλλήψεις και μάλιστα επειδή δεν τα ήξεραν όλα, τα βάλανε στην τύχη: βάλανε δηλαδή αυτά που τους είπαν και βάλανε και άλλα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη. Αυτός ήταν από τη Λάρισα. Και το μάθαμε εμείς και τρέξαμε να περισώσουμε την κατάσταση.

.-          Δηλαδή;

Α.        Πρώτον να πούμε και ορισμένοι ονόματα που ήταν αληθινά συνωμότες και δεύτερον να βγάλουμε τον κόσμο που είχαν βάλει, στην τύχη παίρνανε ονόματα.

.-          Ο Τσαγκαράκης είχε παίξει κάποιο ρόλο;

Α.        Ο Τσαγκαράκης ήταν μυημένος……

.-          Ο μετέπειτα διοικητής της ΣΕΘΑ;

Α.        Δεν θυμάμαι αν έκανε στη ΣΕΘΑ.

.-          Άρα ήταν και αυτός από τους χουντικούς δηλαδή;

Α.        Στο πραξικόπημα ήταν μυημένος, τώρα αυτός δεν ξέρω αν θα λέει……και μάλιστα στη δίκη ήρθε μάρτυρας………

.-          Δε μπορούσε τι;

Α.        Δεν ήθελε να πάει στη δίκη γιατί οι χουντικοί τους βαρούσαν. Ξέρετε έγινε μια δίκη όπου οι χουντικοί μας ρεζίλεψαν.

.-          Γιατί;

Α.        Εμείς δεν είχαμε υποστήριξη, δεν είχαμε και μάρτυρες, μόνο από τις παρακολουθήσεις ό,τι είχαμε, και αυτοί που ήταν αυτόπτες μάρτυρες ήταν ο Τσαγκαράκης και ο Αρβανίτης, ένας άλλος.

.-          Ο Αρβανίτης ο μετέπειτα αντιστράτηγος…..

Α.        Αυτοί οι δύο ήταν. Μόνο οι αποστασιοποιηθέντες από τη συνωμοσία…..

.-          Που σημαίνει ότι και ο Αρβανίτης και ο Τσαγκαράκης ήταν μέλη της συνωμοσίας αλλά κάρφωσαν τους υπόλοιπους;

Α.        Ήταν μέλη της συνωμοσίας. Και καταλαβαίνετε δεν μπορούσαν να πάνε. Και εγώ προσπάθησα να τους τονώσω το ηθικό, ήμουν όλοι μέρα εκεί πέρα με τον Αβέρωφ, μέχρι που τσακώθηκα με τον Αβέρωφ. Εγώ πήγα και κράτησα τη δίκη στα χέρια μου που είχα πέντε – έξι μηνύσεις από τους χουντικούς. Δεν με κάλυπταν, θέλανε να αποκαλύψουν τις πηγές των πληροφοριών, εγώ δεν μπορούσα να τις πω, να τη μια μήνυση….

.-          Με τον Αβέρωφ γιατί τσακώθηκες στρατηγέ;

Α.        Με τον Αβέρωφ τσακώθηκα για δύο λόγους. Ο Αβέρωφ τα έπαιζε με όλα τα ταμπλό, με χουντικούς, με ακροδεξιούς, με φασίστες, με τα πάντα. Παντού είχε τους φίλους του και παντού έδινε αντικειμενικούς σκοπούς, να γίνει αρχηγός στη Νέα Δημοκρατία. Και παραλίγο να γίνει. Αντί του Ράλλη θα ήταν αυτός πρωθυπουργός. Είπα σε κάποια φάση ………κατέθετα στη δίκη, ενώ πήγα στο σπίτι, έμενα τότε στην πλατεία Βικτορίας, μου λέει η γυναίκα μου «σε θέλει ο Φέτσης, τράβα πάρε τον τηλέφωνο». Μου λέει «ντύσου και περνάω να σε πάρω, σε θέλει ο Αβέρωφ». Πάμε λοιπόν στο γραφείο του Αβέρωφ στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, αγκαλιές ο Αβέρωφ, φιλιά ο Αβέρωφ, «Αλεξάκη κρατάς μια δίκη στην πλάτη σου ολόκληρη, κρατάς τη δημοκρατία. Παρακολουθώ την κατάθεσή σου όλη μέρα, λέξη προς λέξη, έχω άνθρωπο και με ενημερώνει. Σε φώναξα να σε συγχαρώ και να σου δώσω κουράγιο να συνεχίσεις». Έτσι ακριβώς, κάτσαμε, ήπιαμε τα ουίσκι μας…..

.-          Έλεγες στρατηγέ γιατί τσακώθηκες με τον Αβέρωφ, ο οποίος σε κάλεσε και σου έδωσε συγχαρητήρια για τη δίκη.

Α.        Και σηκωθήκαμε με το Φέτση να φύγουμε, «κάτσετε, που πάτε;» λέει. «Ξέρεις» μου λέει «Αλεξάκη, αύριο που θα συνεχίσεις, τον τάδε και τον τάδε θα τον αθωώσεις». Του λέω εγώ έτσι γελαστά «δεν γίνεται αυτό», «γιατί;» μου λέει, «έως σήμερα κατέθετα εις βάρος των αθώων, τρόπος του λέγειν, κατέθετα για τα κουνούπια, αύριο θα καταθέσω για τα λιοντάρια. Και αυτούς που μου λέτε είναι λιοντάρια».

.-          Ποιους σου έλεγε;

Α.        «Δε μπορώ» του λέω. «Αν πάω να το κάμω αυτό, θα πάω στο σπίτι μετά και θα με φτύσει και η γυναίκα μου, δεν θα μπορέσω ούτε να τη δω. Δεν το κάνω». «Τους ξέρεις;» μου λέει, «όχι» του λέω. «Πληροφορίες καταθέτω της υπηρεσίας, δεν τους ξέρω». «Είναι» μου λέει «διαμάντια. Δε γίνεται; Αξιωματικός είσαι και παίρνεις εντολές». «Τι λέτε;» του λέω «ακούτε εδώ κύριε υπουργέ, να σας διευκολύνω όσο θέλετε, ό,τι θέλετε, αλλά να πω ψέματα δεν πάω. Και για να σας διευκολύνω αν θέλετε να μην πάω αύριο. Με πάτε στο νοσοκομείο, αύριο δεν πάω να καταθέσω. Θέλετε να πάω στο σπίτι μου και να φωνάξω την άμπουλα να με πάνε να αρρωστήσω; Αλλά να πάω να πω ψέματα, δεν το κάνω». Μη σας τα πολυλογώ, τσακωμός άνευ προηγουμένου.

.-          Γιατί ζήτησε αθώωση ο Αβέρωφ;

Α.        Φίλοι του.

.-          Φίλοι και ακροδεξιοί αξιωματικοί.

Α.        Χουντικοί, όχι χουντικοί, πρώτα νούμερα του Ιωαννίδη.

.-          Στρατηγέ ο Αβέρωφ κατά ορισμένους φέρεται ότι ήταν εκείνος ο οποίος κάρφωσε το κίνημα στη χούντα.

Α.        Δεν το ξέρω, το ακούω αλλά δεν ξέρω αν είναι αληθινό. Πάει αυτό, φύγαμε. Πήγα και έκαμα τη δουλειά μου, είπα την αλήθεια, αθωωθήκανε αυτοί. Ανεξάρτητα, εγώ είπα την αλήθεια.

.-          Που σημαίνει ότι ο Αβέρωφ πίεσε το στρατοδικείο;

Α.        Ε, βέβαια. Σε καμιά εικοσαριά μέρες λοιπόν………. .φοβερές ικανότητες ο Φέτσης, Αντώνη, πολύ νιονιό και παλικάρι στο μυαλό και σε όλα. Μου λέει λοιπόν μια μέρα: «βρε συ, το ξέρεις ότι ό,τι στέλνω στον Αβέρωφ…» ή μάλλον θα στο πω αλλιώς. Ένας δικός μας ο οποίος ήταν παλιά χουντικός, αν θυμάμαι καλά ο Μενενάκος ήταν, δεν ξέρω αν το θυμάται το περιστατικό, μου λέει «βρήκα αυτό» και μου έδωσε αυτήν την κατάσταση και μου είπε να σου πω: «άλλη φορά να προσέχεις».

.-          Τι κατάσταση;

Α.        Ονόματα χουντικών. Όταν ήμουν στην ΚΥΠ σας λέω με το Φέτση.

.-          74-76.

Α.        Ναι. Την πάω στο Φέτση και του λέω «μου την έδωσε ο τάδε». «Ρε συ» μου λέει «εγώ την έχω δώσει στον Αβέρωφ αυτή. Από εκεί είναι. Έχω και άλλα και από εδώ και πέρα δεν τα ξαναστέλνω στον Αβέρωφ. Τίποτα στον Αβέρωφ.».

.-          Δηλαδή ο Αβέρωφ είχε δώσει την κατάσταση σε χουντικό……

Α.        Να του την τσεκάρουνε, να δει αν λέγαμε αλήθεια. Το καταλάβατε; Λοιπόν που λέτε μου λέει ο Φέτσης «δεν ξαναστέλνουμε» και πράγματι δεν στέλναμε χαρτιά στον Αβέρωφ. Με αποτέλεσμα στις συσκέψεις για την ασφάλεια που καναν με τον…..μαζί, ο Αβέρωφ ανενημέρωτος. Όλα κενό γιατί στον Ντάβο δεν στέλναμε τίποτα, στο ΓΕΣ στα δεύτερα γραφεία…….

.-          Στο Ντάβο γιατί δεν στέλνατε;

Α.        Δεν είχαμε εμπιστοσύνη στους χουντικούς. Στο Καζακέα που ήταν δεύτερο γραφείο τότε, χουντικοί, δεν τους είχαν αντικαταστήσει, δεν στέλναμε τίποτα….Με λίγα λόγια εμείς δεν στέλναμε ούτε στον Αβέρωφ, μόνο στον Αβέρωφ στέλναμε μέχρι εκείνη την εποχή. Αλλά αφού ο Φέτσης διαπίστωσε ότι διαρρέουν από τον Αβέρωφ…..

.-          Και από ποιόν παίρνατε οδηγίες;

Α.        Από τον Καραμανλή και το Ράλλη. Λοιπόν κόψαμε τον Αβέρωφ με αποτέλεσμα στις συσκέψεις, ανενημέρωτος, να συζητούν θέματα ασφαλείας που τα ήξερε ο Ράλλης και λοιπά, αυτός τίποτα. Μου στέλνει λοιπόν μια ωραία πρωία δύο άτομα. Ο ένας ήταν ο διευθυντής του Τοσίτσειου Ιδρύματος, πρωτοπαλίκαρα. Τον ένα τον ήξερα. Και μου λέει «ερχόμαστε από τον Αβέρωφ» βγάζει και την κάρτα του «ξέρεις, σε όλες τις συσκέψεις του Καραμανλή είναι ανενημέρωτος ο Αβέρωφ, γιατί ο Φέτσης δεν τον ενημερώνει». Τα θέματα ασφαλείας της Ελλάδος τα είχα εγώ. Δεν ενημερώνεται λοιπόν με αποτέλεσμα εκτός του ότι ξεφτιλίζεται, οι μετοχές του Ράλλη να ανεβαίνουν και εδώ παίζεται το παιχνίδι της διαδοχής. Και μου λέει «αυτό που θέλει ο Αβέρωφ από εσένα, μην ξαναδώσεις τις πληροφορίες σου στο Φέτση, αλλά κατευθείαν εδώ». Λέω «τι είναι αυτό το πράγμα;». «Ναι» μου λέει «γιατί έτσι κι έτσι. Και ό,τι θέλεις, το βράδυ πάρε τον τηλέφωνο και θα σου το πει. Αλλά πρέπει να γίνει πρωθυπουργός». Τους λέω «εσείς δεν καταλάβατε ότι έχω φαντάρους. Ταγματάρχης είμαι ρε και κάθομαι κλαρίνο. Έχω ιεραρχία, έχω αρχηγό, έχω υπαρχηγό. Αν δεν έχετε εμπιστοσύνη στο Φέτση, γιατί δεν τον βγάζετε;». «Δεν είναι θέμα του αυτού» και λοιπά. Τους λέω «φύγετε από εδώ να μην σας πετάξω. Φύγετε από εδώ». Τους πέταξα πυξ- λαξ λοιπόν και κατευθείαν πάω στο Φέτση, απάνω, στο γραφείο του. Του λέω «κύριε Αρχηγέ έτσι κι έτσι. Πάρτε και το μπιλιετάκι με τα τηλέφωνα, πάρτε τα όλα». «Τι λες» μου λέει «ρε Γιάννη. Έπρεπε να τους δουλέψεις. Τι τους είπες;», τους είπα «φύγετε και πάω στο Φέτση’». «Δεν έπρεπε» μου λέει.

.-          Γιατί τον Φέτση τον είχε βάλει ο Καραμανλής εκεί, του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Και ο Καραμανλής τέτοια παιχνίδια δεν έκανε, ήταν πρώτο βιολί.

Α.        Όχι. Λοιπόν σε τρεις μέρες ήρθε η μετάθεση. Κι ας είχαμε επερωτήσεις από την Ένωση Κέντρου, από το ΠΑΣΟΚ, χαλασμός κυρίου. Διότι με διώξανε χωρίς να το θέλει ο Φέτσης. Τότε, τώρα δεν ξέρω, και επί Παπανδρέου για να πάει ένας αξιωματικός έπρεπε να του γίνει πρόταση, το ίδιο και για να φύγει. Έπρεπε δηλαδή ο Αρχηγός να προτείνει ότι «ο Αλεξάκης αποδεσμεύεται και τοποθετείστε τον όπου θέλετε». Χωρίς την έγκριση του αρχηγού της ΚΥΠ αλλά εκ των άνω, ποτέ δεν είχε γίνει, μόνο στην περίπτωσή μου. Που με έδιωξε ο Αβέρωφ. Τότε παραιτήθηκε ο Φέτσης……

.-          Έφυγε ο Φέτσης από εκεί; Με τη δική σου μετάθεση; Όσο ήσουν εκεί τον πρώτο καιρό μετά τη δικτατορία η εκτίμησή σου ποια είναι, κινδύνευε όντως η δημοκρατία στην Ελλάδα πάλι;

Α.        Απόλυτα. Λέω πάντα ότι τη δημοκρατία στην Ελλάδα μετά την κράτησαν δύο, ο Φέτσης και ο Παναγούλης. Πρώτος ο Παναγούλης και μετά ο Φέτσης με την ΚΥΠ.

.-          Γιατί το λες αυτό;

Α.        Γιατί η ΚΥΠ της Ελλάδος ήταν ο Παναγούλης.

.-          Γιατί το λες αυτό;

Α.        Γιατί η Ελλάδα τότε δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανένα. Όλοι ήμασταν διφορούμενοι, ερμαφρόδιτοι, τα είχαμε παίξει με τη χούντα, και με τους δημοκρατικούς και με όλα. Όλοι. Τότε τι κλίμα επικρατούσε: δεν είχαμε εμπιστοσύνη ο καθένας μας σε κανένα.

.-          Και ο Αλέκος τι ρόλο έπαιζε;

Α.        Ήταν αναμφισβήτητα αντιστασιακό και δημοκρατικό πρόσωπο και όλη η Ελλάδα που είχε πληροφορίες εναντίον της χούντας, σε ποιόν θα τις δώσει με σιγουριά; Στον Παναγούλη. Και ο Παναγούλης στον Αλεξάκη και τον Φέτση. Και έτσι σώσαμε την κατάσταση. Που δεν έχουν γραφτεί αυτά. Έτσι. Ο Φέτσης και ο Παναγούλης μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ήταν φίλος μου. Στενός φίλος, καρδιακός. Εγώ τον Στάθη δεν τον ήξερα, πήγαινα στο γραφείο του μας έφερνε τον καφέ ο Στάθης.

.-          Πού τον είχες γνωρίσει τον Αλέκο;

Α.        Όταν πήγε να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο, τα εκρηκτικά τα πήρε από την κυπριακή πρεσβεία.

.-          Γνωστό.

Α.        Στην κυπριακή πρεσβεία εργαζόταν η γυναίκα μου, μέχρι πρότινος. Στη γυναίκα μου λοιπόν, κάνα δυο φορές είχαμε πει με μια μου εξαδέλφη, η οποία ήταν στενή φιλενάδα με την καλή έννοια του Παναγούλη, με παρακάλεσε να ανοίξω, ήξερε τα πιστεύω μου και της γυναίκας μου τα πιστεύω, το διπλωματικό σάκο και θα έρθει κάποιος Φιλίππου ξέρω γω να πάρει το δέμα.

.-          Ένα λεπτό, δεν το κατάλαβα. Λες για το 1968. Σε παρακάλεσε μια εξαδέλφη της γυναίκας σου…..

Α.        Σιγά- σιγά, δική μου εξαδέλφη. Ότι έτσι και έτσι ότι «θα είναι κάτι δέματα αντιστασιακά», δεν μου είπε για βόμβες, «κάτι δέματα», δύο φορές, «και αν είναι δυνατόν ποιος θα ανοίξει το διπλωματικό σάκο, κάποιος έμπιστος να τα δώσει». Ρώτησα εγώ πως ανοίγει ο διπλωματικός σάκος, όποτε ερχόταν κάποια υπάλληλος τον άνοιγε, δηλαδή χωρίς αρμοδιότητα κάποιου που θα έχει δουλειά. Είπα λοιπόν στη γυναίκα μου «έτσι κι έτσι» χωρίς να ξέρω τι είχε ο σάκος μέσα, ότι «θα έρθει κάποιος…. Κοίταξε εκεί το δέμα, μη σε δουν και πολλοί, να το δώσεις αμέσως να μη γίνει σούσουρο». Και πράγματι δυο φορές ήρθαν και πήραν το δέμα και το άφησε η γυναίκα μου.

.-          Και η εξαδέλφη σου πού τα ήξερε αυτά;

Α.        Αφού ήταν στου Παναγούλη την ομάδα; Φυλακή έκανε και αυτή.

.-          Ποια είναι;

Α.        Η Δέσποινα Ανδρουλάκη. Φυλακή έκατσε και αυτή ενάμιση χρόνο.

.-          Αυτό δεν το έχεις πει ποτέ.

Α.        Μετά τη δικτατορία λοιπόν…….

.-          Δηλαδή τα εκρηκτικά που έστειλε ο Γεωργάντζης από κάτω στον Αλέκο….

Α.        Δεν ήξερα εγώ πως ήταν εκρηκτικά, έτσι;

.-          Δεν το ήξερες ούτε εσύ ούτε η γυναίκα σου. Ανοίγει το σάκο η γυναίκα σου, με την προτροπή μέσω εσού, της εξαδέλφης σου της Ανδρουλάκη, Ανδρουλάκη είπες;

Α.        Ναι, τώρα θα σας γελάσω, μην το γράψετε ότι είναι Ανδρουλάκη γιατί δεν ξέρω αν μου το είπε η Ανδρουλάκη ή αν μου το είπε κάποιος από την ΚΥΠ. Δεν είμαι βέβαιος, δεν θέλω να πω λάθος.

.-          Και πάει και τα παραλαμβάνει ο Αλέκος.

Α.        Ο Αλέκος, με ψευδώνυμο.

.-          Ένας δικός του εδώ. Και εξαιτίας αυτού του θέματος στη συνέχεια γνωρίζεις τον Αλέκο.

Α.        Όταν έγιναν οι ανακρίσεις για τον Παναγούλη, γράψανε ποιος του τα έδωσε. Διακριτικά τον πιάσανε αυτόν, δεν ξέρω ποιος είναι. Και λέει κάποιον και μια ξανθιά «έτσι κι έτσι». Και μάλιστα λέει αυτός στην ανάκριση «μάλιστα όταν μου το έδινε το δέμα είπε ότι είναι βαρύ ‘πρόσεξέ το γιατί έχει βόμβες’», το είπε στην τύχη έτσι. Για καλαμπούρι δηλαδή. Ούτε αυτός ήξερε ούτε εγώ ήξερα. Μεσάνυχτα. Όταν βγήκε ο Παναγούλης, έγινε η μεταπολίτευση, να πάει να γνωρίσει τη γυναίκα μου. Και ήρθε στο σπίτι και μας γνώρισε. Και από τότε, το 74, δύο χρόνια μέχρι που πέθανε, αδέρφια με τον Αλέκο. Αδέρφια στις δημοκρατικές του δραστηριότητες και στην προσπάθειά του να κρατήσει το καθεστώς της δημοκρατίας. Και επειδή δεν είχε όργανα, δεν είχε αστυνομίες και λοιπά, είχε μόνο εμπιστοσύνη στον Αλεξάκη και στον Φέτση. Ό,τι πληροφορία είχε μας φώναζε. Και την πληροφορία «της πυτζάμας», την πρώτη την πήραμε από τον Παναγούλη.

.-          Στον οποίο ποιοι πήγαιναν και του λέγανε;

Α.        Όλος ο ελληνικός λαός που είχε πληροφορίες. Θυμάμαι μια φορά με φώναξε, ήταν μια κάρτα, ένα καρτ-ποστάλ, και ήταν τα γραμματόσημα και μου λέει «με πήραν τηλέφωνο να ξεκολλήσω τα γραμματόσημα προσεκτικά και μου έχουν πληροφορία από κάτω» και ξεκολλήσαμε τα γραμματόσημα και ήταν η πληροφορία από κάτω.

.-          Πήγε τσάμπα όμως.

Α.        Τελείως. Θέλω να πω ότι η δημοκρατία που έχουμε, το λέω και το τονίζω, την οφείλουμε στον Παναγούλη. Κανείς μας δεν είχε τέτοια πληροφόρηση μετά τη δικτατορία, όλοι ήμαστε φαύλος κύκλος, φύρδην μίγδην. Κανείς δεν είχε εμπιστοσύνη. Σε ποιόν;

.-          Πιστεύεις στρατηγέ, μια και αναφερόμαστε στον Αλέκο, ότι τον σκότωσαν ή ήταν ατύχημα;

Α.        Κοιτάξτε να δείτε. Είχα πάει και σε ανακρίσεις τότε στον Βερυβάκη, είχα τότε υποψίες, χωρίς …..το ‘ξερε βέβαια τότε και ο Παναγούλης και η μάνα του και λοιπά, διότι είχε μεγαλεπήβολα σχέδια ο Παναγούλης. Μεγαλεπήβολα σχέδια, δηλαδή παράδειγμα, μου έλεγε στα εθνικά θέματα ήθελε να ξεσηκώσει τους Κούρδους. Μου λέει πως θα ξεσηκώσουμε τους Κούρδους εναντίον της Τουρκίας για να κερδίσουμε το κυπριακό; Για να εξασθενίσουμε τη δύναμή της, να ξεσηκώσουμε τους Κούρδους. Και μάλιστα θυμάμαι τότε που μου έλεγε για κάποιο παπόρι που θα έστελνε στον Εύξεινο Πόντο με όπλα στους Κούρδους, στη Μαύρη Θάλασσα κάπου. Τέτοιες ενέργειες, γι’ αυτό όταν σκοτώθηκε πήγε το μυαλό μου σε αυτές του τις διεργασίες. Σε αυτές του τις διεργασίες.

.-          Τότε ήταν…. του Σήφη του Βαλυράκη με τη βαλίτσα με τα όπλα;

Α.        Όχι. Ο Βαλυράκης ήταν επί χούντας, τώρα μιλάμε για μετά τη χούντα.

.-          Όχι, μετά τη χούντα λέω. Δεν είχαν πιάσει το Σήφη το Βαλυράκη με μια βαλίτσα με όπλα;

Α.        Από τη Ρόδο. Α δεν το ξέρω. Α ναι, δεν τα θυμάμαι.

.-          Δεν είχε να κάνει αυτό με τον Αλέκο.

Α.        Όχι, δεν ήξερα τίποτα. Εγώ ήξερα ότι ο Παναγούλης προκειμένου να …..τα εθνικά θέματα, γι’ αυτό σου λέω μεγάλο το μυαλό του, και πάντα έλεγα, «πάντα μεγαλεπήβολα τα σχέδια και βλέπεις και πολύ μακριά», και είχε και παλικαριά και θα σας πω για την παλικαριά του δυο λέξεις. Περίμενε το αρχείο του πραξικοπήματος από την Κύπρο.

.-          Ποιο αρχείο πραξικοπήματος;

Α.        Πληροφορίες, έγγραφα που αφορούσαν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Δεν ξέρουμε που πήγαν, ήρθαν-δεν ήρθαν, κανείς δεν ξέρει από πού θα τα έπαιρνε αλλά μου λέει «τα περιμένουμε». Και μάλιστα μου ‘λεγε «Γιάννη» μου ‘λεγε «μόλις έρθουνε θα σε φωνάξω να τα ανοίξουμε μαζί». Τέτοια λοιπόν πράγματα, τέτοια στοιχεία δικαιολογούν μια δολοφονία. Γι’ αυτό πήγε το μυαλό μου…Έτσι πήγαινα εγώ, αλλά δεν είχα στοιχεία, δεν είχα τίποτα.

.-          Και για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου δεν είναι τίποτα κρυφό πια;

Α.        Μα τότε μιλάμε το 75-76, μου ‘λεγε «Γιάννη περιμένω δυο μπαούλα» ή ξέρω γω μου ‘λεγε για ένα πλοίο «πρέπει να ξεσηκώσουμε τους Κούρδους εναντίον της Τουρκίας».

.-          Για το αρχείο της ΕΣΑ που τόσα είχαν γραφεί;

Α.        Θα σας πω και γι’ αυτό. Ο Παναγούλης, μεγάλη η παλικαριά του. Όταν με έδιωχνε ο Αβέρωφ, τον πήρε τον Αβέρωφ και η μετάθεση….. «ξέρετε δεν πάει πουθενά».

.-          Η μετάθεση ποια;

Α.        Η δικιά μου, το 76. Τον πήρε ο Παναγούλης τον Αβέρωφ και του λέει «ο Αλεξάκης δεν πάει πουθενά. Ποιόν έχετε εδώ να κρατάει τα μπόσικα; Ποιόν έχετε να ασχολείται; Σε ποιόν έχετε εμπιστοσύνη; Έναν έχετε και τον διώχνετε». Του λέει του Αβέρωφ «θα σε εξοντώσω. Θα ξυπνήσεις μια μέρα και τα αρχεία που μου απαγόρεψες θα τα δεις αυτοκόλλητα στους δρόμους». Εν πάση περιπτώσει……

.-          Όχι εν πάση περιπτώσει γιατί είχε γραφτεί τότε ότι τα αρχεία του Παναγούλη εκθέτουν τον Αβέρωφ.

Α.        Λέω θα σου πω πρώτα την παλικαριά και μετά θα σου πω για τον Αβέρωφ. Λέει λοιπόν «Αλεξάκη δεν θα πας στη μετάθεσή σου» που ήταν για τη Φλώρινα.

.-          Σου είπε ο Αλέκος.

Α.        Λέω «άμα δεν πάω θα μπω στη φυλακή». «Θα μπεις» μου λέει «στη φυλακή θα μπεις». Του λέω «κοίταξε να δεις, εγώ μπήκα μια φορά στην φυλακή, να μπω δεύτερη δεν το μπορώ. Εγώ δεν είμαι Παναγούλης, μην μας παίρνεις όλους σαν τον Παναγούλη». «Δεν θα μπεις και εγώ είμαι εδώ» μου λέει. Μετά πέθανε. Μετά το σκοτωμό του, έφυγα και εγώ. Αλλά μέχρι τότε δεν έφευγα.

.-          Πόσο άργησες, πόσο καθυστέρησες;

Α.        Με αυτά, καμιά βδομάδα, δέκα μέρες. Αλλά πάει ο Παναγούλης. Και μάλιστα τόσο με αγαπούσε που ήθελε να ανταλλάξει τα αρχεία για να μη φύγω.

.-          Ποια αρχεία;

Α.        Της ΕΣΑ που μου λέτε τώρα.

.-          Που εκθέτουν τον Αβέρωφ;

Α.        Δηλαδή θα του τα έδινε και του λέω «μην το κάνεις, θα πάω στη Φλώρινα, θα πάω στη Σιβηρία αλλά δεν θα τα δώσεις». «Θα τα δώσω» μου λέει «διότι η δημοκρατία θέλει πέντε ανθρώπους σαν κι εσένα να κρατάει τα μπόσικα, εμπιστοσύνης».

.-          Αρχεία τα οποία εκθέτανε τον Αβέρωφ. Το ρόλο του πού; Στο κυπριακό προφανώς και με τη χούντα.

Α.        Τα αρχεία της ΕΣΑ. Αυτά με έχουν κατηγορήσει ότι εγώ τα έδωσα στον Παναγούλη. Δεν είναι έτσι. Τα αρχεία τα βρήκε ο Παναγούλης μόνος του.

.-          Τα έκλεψε από το Σπανό, από πού τα έκλεψε;

Α.        Ναι. Αλλά εμένα κατηγόρησε ο Αβέρωφ ότι, αντί να τα δώσω στην ΚΥΠ, για να δικαιολογήσει μετά τη μετάθεσή μου, αν το θέλετε και μου έκανε ανακρίσεις.

.-          Σε ανέκρινε για να…..

Α.        Όχι εμένα αλλά έκανε ανακρίσεις στην ΚΥΠ. Εμένα δεν είχε την τόλμη να με φωνάξει για ανάκριση, αλλά έκανε ανακρίσεις, βγάλανε πορίσματα.

.-          Γι’ αυτά τα αρχεία.

Α.        Γι’ αυτά τα αρχεία γιατί σας λέω με κατηγόρησε ότι αντί να τα δώσω στην ΚΥΠ, εγώ τα βρήκα, τα έδωσα στον Παναγούλη.

.-          Τα είχες βρει εσύ όμως;

Α.        ‘Όχι, ο Παναγούλης τα βρήκε.

.-          Πού τα είχε βρει;

Α.        Από το σπίτι του Χατζηζήση.

.-          Που σημαίνει ότι είχε κάνει επιχείρηση και τα είχε κλέψει από το σπίτι του;

Α.        Ναι.

.-          Αυτό που είχε γραφεί λοιπόν στις εφημερίδες αληθεύει έτσι;

Α.        Ναι.

.-          Και τι αρχεία ήταν αυτά;

Α.        Εγώ τα είχα δει, μου τα είχε δείξει. Και γι’ αυτό γνωρίζω ότι οι ναυτικοί στο κίνημα του ναυτικού που είχαν συλληφθεί στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όλοι γράφανε τα άντερά τους. Τα πάντα, ό,τι ήξεραν και δεν ήξεραν, τα γράφανε.

.-          Γνωστό είναι αυτό.

Α.        Και γι’ αυτό ο Παναγούλης με το πολύ νιονιό μου λέει «Αλεξάκη, όλα θα τα δώσω εκτός από τους ναυταίους, για να μην τους εκθέσω».

.-          Μα δεν ήταν άγνωστο ότι οι αξιωματικοί του κινήματος τα κατάθεταν όλα. Αφού ήταν και γραμμή μεταξύ τους. Κάτι μου κρύβεις Γιάννη.

Α.        Όχι, δεν το ξέρω, αυτό πρώτη φορά το ακούω ότι είπαν να τα πούνε όλα. Να καταδώσουν και εμένα και τον άλφα και το βήτα…δεν το ξέρω αυτό. Πρώτη φορά το ακούω. Εγώ λέω ότι ο ένας κατέδιδε τον άλλο, όχι σε μαρτυρικές καταθέσεις, διότι τα αρχεία του ΕΣΑ δεν ήταν μαρτυρικές καταθέσεις……

.-          Ήταν αυτά που οι ίδιοι γράφανε…..

Α.        Χειρόγραφα μόνος του κι έτσι ήταν και οι καταθέσεις του όταν…για τον Αβέρωφ, χειρόγραφα. Εντάξει, χειρόγραφα, δηλαδή ο Κολοκυθόπουλος, ο Σταθόπουλος ξέρω γω, έγραφε μόνος του, μόνος του χωρίς να τον πιέσουν. Όπως μου δίνανε και εμένα, σας είπα πως μου δώσανε μόλις πήγα, ένα πάκο χαρτιά, μολύβι και μου είπαν «γράψε τα πάντα που ξέρεις»; Αυτοί νόμιζαν ότι ……..

.-          Στρατηγέ εγώ θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου για το κίνημα του ναυτικού. Θα σου πω το εξής; οι αξιωματικοί του κινήματος του ναυτικού που είχαν συλληφθεί κατέθεταν στον Σκεμπέα αλλά και πριν το Σκεμπέα καταθέτανε και γράφανε τα πάντα για όλους, όσους ήταν μυημένοι στο κίνημα διότι, κάτι τέτοιο είχε κυκλοφορήσει. «Πέστε τα όλα» λέγανε «ώστε να είναι τόσοι πολλοί οι μυημένοι και οι κινηματίες για να σταματήσουν τις συλλήψεις».

Α.        Δεν το ξέρω. Αυτό πρώτη φορά το ακούω. Δεν μιλάω λοιπόν για το Σκεμπέα εγώ, αλλά μιλάμε για χειρόγραφα. Του Σκεμπέα υπάρχει γραφέας, γραμματέας και τα γράφει. Αυτά που είχε ο Παναγούλης ήταν χειρόγραφα σημειώματα και έγραφαν «σημείωμα» από πάνω, κι έγραφε «μυήθηκα στο κίνημα του ναυτικού γι΄αυτό, είμαι αυτός, αρχηγός ήταν εκείνος..» αυτά. Αυτά ήταν τα αρχεία. Λοιπόν εγώ ξέρω στις συνωμοσίες δεν μαρτυρούμε. Αυτοί λοιπόν τα μαρτύρησαν όλα. Τουλάχιστον από αυτά που είδα.

.-          Πως το εξηγείς αυτό;

Α.        Α, δεν ξέρω αν ήταν γραμμή, αποκαλύπτομαι και χίλια συγγνώμη.

.-          Αν ήταν γραμμή, προς τι τα βασανιστήρια αρκετών από αυτούς;

Α.        Γιατί, δεν ξέρω γιατί.

.-          Στρατηγέ κίνημα δεν έγινε, έγινε το «ΒΕΛΟΣ» όμως. Ποια η γνώμη σου για το κίνημα και την οργάνωσή του;

Α.        Για το ναυτικό; Για το ναυτικό ήταν μια αξιόλογος και αξιέπαινος πράξις, μια πολύ καλή συνωμοσία, πλην όμως δεν ήταν συνωμοσία. Τα λέγανε στα σπίτια, τα λέγανε στον κόσμο, τα λέγανε στις γυναίκες τους, τα λέγανε στα παιδιά τους και τα ήξεραν. Δεν ήταν συνωμοσία.

.-          Πως το εξηγείτε;

Α.        Έτσι ήταν η νοοτροπία. Δεν είχαν …γιατί η συνωμοσία ήταν ταλέντο. Όπως είπα για τον Ιωαννίδη ότι ήταν ραδιούργος, μηχανορράφος, συνωμότης. Αυτά είναι ταλέντα. Δεν μπορεί να είμαι εγώ συνωμότης και ο Ιωαννίδης το ίδιο. Αυτός ήταν ταλαντούχος στη συνωμοσία, στα άλλα ήταν σκράπας. Κάθε ένας είναι με τα στοιχεία του τα καλά. Λοιπόν οι ναυτικοί δεν είχαν το τάλαντο αυτό της συνωμοσίας και προς τιμήν τους γιατί ήταν καλοί επαγγελματίες, καλοί αξιωματικοί, καλοί πατριώτες, τη συνωμοσία δεν την χρειαζόντουσαν.

.-          Σου είχαν φέρει όρκο να υπογράψεις για το κίνημα;

Α.        Όχι. Εγώ σας επαναλαμβάνω τα του κινήματος του ναυτικού, Περίδης – Μουστακλής ή μάλλον Μουστακλής – Περίδης. Μέχρι τότε. Η συνωμοσία που λέτε είναι θέμα ταλέντου.

.-          Να γυρίσουμε λίγο στον Αλέκο τον Παναγούλη γιατί του το χρωστάμε. Είπες ότι είχε βρει τα αρχεία της ΕΣΑ. Από πού τα είχε βρει;

Α.        Είπαμε ότι από την οικογένεια, από το σπίτι του Χατζηζήση.

.-          Αυτά τα αρχεία τι περιλάμβαναν;

Α.        Διάφορα.

.-          Σου τα είχε δείξει.

Α.        Ναι, δεν τα θυμάμαι όλα. Θυμάμαι ότι είχε επιστολές του Τσάτσου, του ….πολλές επιστολές προς τον Χατζηζήση, προς το ΕΑΤ-ΕΣΑ, θυμάμαι ότι είχε τα σημειώματα του Αβέρωφ.

.-          Ποια σημειώματα του Αβέρωφ;

Α.        Όταν τον πιάσανε για το κίνημα του ναυτικού, τον βάλανε και αυτόν και έγραψε. Τα χειρόγραφά του, τα χειρόγραφα μιλάω εγώ, δεν μιλάω γι’ αυτά που έγραφε ο άλλος.

.-          Όπου; Τι έγραφε ο Αβέρωφ;

Α.        Ε, δεν τα…. πολλά, πολυσέλιδα. Να κάτσω να τα διαβάσω; Εγώ τότε έφευγα και δεν είχα χρόνο….

.-          Τι άλλα είχε εκτός του κινήματος;

Α.        Πολλών που είχαν κρατηθεί στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Εκτός από τους ναυτικούς έχουν κρατηθεί και άλλοι. Όλων αυτών τα είχε.

.-          Άρα δηλαδή ο Χατζηζήσης είχε κρατήσει όλα, όχι τις καταθέσεις, τα χειρόγραφα των κρατουμένων στην ΕΣΑ, τα οποία γράφανε με βασανιστήρια ή χωρίς βασανιστήρια εκείνα τα χρόνια της δικτατορίας…..

Α.        Έτσι ναι. Αν είχαν βασανιστεί πιο μπροστά και μετά τα γράψανε, αυτό δεν το ξέρω. Αλλά αυτά τα γράφανε καλογραμμένα, καλλιγραφία, ωραία, φαινόταν ότι τα γράφανε με την ησυχία τους.

.-          Αυτό τι λέει σε σένα στρατηγέ;

Α.        Πολλοί βασανίστηκαν που λέτε, και μετά σου λέει «προκειμένου να μας κάνουν τα ίδια, κάτσε να τα γράψουμε», ή ήταν γραμμή αυτό που λέτε εσείς…..δεν το ξέρω. Αν ήταν γραμμή αυτό, προς τιμήν τους. Ότι τήρησαν τη γραμμή αυτή, ναι.

.-          Αυτό που σου είπα νωρίτερα στρατηγέ ότι ο Σταματελόπουλος……

Α.        Δεν ξέρω για το Σταματελόπουλο τίποτα, ότι είναι θα σας πω εικασίες, αλλά αν θέλετε να σας δώσω το τηλέφωνο του Μενενάκου; Να μάθετε τι εστί Ηλίας Μενενάκος.

.-          Τι εστί Ηλίας Μενενάκος;

Α.        Πραξικοπηματίας. Είναι μες στο βιβλίο.

.-          Του Κακαουνάκη εννοείς. Πραξικοπηματίας από την οργάνωση των συνωμοτών της 21ης Απριλίου;

Α.        Δεν θυμάμαι σε ποια ομάδα ήταν, νομίζω στου Σταματελόπουλου την ομάδα. Του Σταματελόπουλου την ομάδα.

.-          Που μετά έγινε αντιχουντικός.

Α.        Σε κάποια φάση, όταν ο Ιωαννίδης έκανε το πραξικόπημα κατά του Παπαδόπουλου, ήταν επόπτης στις καταδρομές ο Μενενάκος. Προσπάθησε λοιπόν τότε, αφού πήρε χαμπάρι – δεν το ‘ξερε – ότι ο Ιωαννίδης κάνει πραξικόπημα κατά του Παπαδόπουλου, προσπάθησε σαν επόπτης ασφαλείας των καταδρομών που ήταν, να κατευθύνει τις μονάδες κατά του Ιωαννίδη και υπέρ του Σταματελόπουλου.

.-          Την Κυριακή δηλαδή που έγινε……..

Α.        Τη νύχτα που έκανε το πραξικόπημα. Μάλιστα τους είχε μπερδέψει.

.-          Κατά του Ιωαννίδη και υπέρ του…;

Α.        Σταματελόπουλου. Κόντευαν να συλλάβουν και τον Ιωαννίδη. Και αναγκάστηκε να έρθει ο Περδίκης από το Λονδίνο. Ο Ιωαννιδικός. Με τις καταδρομές και τους πεζοναύτες που επηρέαζε σαν επόπτης ασφαλείας, προσπάθησε να τους κατευθύνει, όχι μόνο κατά του Παπαδόπουλου αλλά και του Ιωαννίδη……

.-          Που υπηρετούσε δηλαδή;

Α.        Στη διοίκηση καταδρομών, ειδικών δυνάμεων του ΓΕΣ. Και από εκεί κατηύθυνε τα πράγματα μέχρι που τον μπουζουριάσαν, τον πήρανε χαμπάρι.

.-          Τον πήγαν που;

Α.        Πρώτα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ νομίζω και μετά στη Γυάρο.

.-          Το Μενενάκο;

Α.        Το Μενενάκο. Και εκεί γνώρισε το Χαραλαμπόπουλο, έγιναν φίλοι με τον Χαραλαμπόπουλο, με το Μαύρο ήταν φίλοι, τον έβαλε σε θέσεις, τον Παράβα. Με όλους αυτούς είναι φίλοι.

.-          Ο Σταματελόπουλος ζει;

Α.        Δεν το ξέρω. Ο Μενενάκος μας βοήθησε και μετά τη δικτατορία, μετά τη μεταπολίτευση διότι ήξερε από αυτά τα πράγματα. Πρώτον ήξερε πρόσωπα και πράγματα, δεύτερον είχε διασυνδέσεις στις καταδρομές και στο στρατό και μας διευκόλυνε τα μέγιστα. Ήταν από τους ανθρώπους, όπως ήταν ο Στράτος ο Δεμέστιχας ο μακαρίτης, όπως ο Μενενάκος, και λοιπά που ήταν οι αφανείς άνθρωποι στην υπηρεσία μας, που τους είχαμε εμπιστοσύνη. Έτσι επειδή και οι υπηρεσίες τότε δεν ήσαν εξυγιασμένες, κάναμε ανορθόδοξα πράγματα. Ο Μενενάκος λοιπόν προς τιμήν του προσέφερε.

.-          Ο Γκιόκεζας σου λέει τίποτα;

Α.        Ο Γκιόκεζας ήταν του ναυτικού.

.-          Σου λέει σε σχέση με το Σταματελόπουλο και το Μενενάκο;

Α.        Όχι, δεν ξέρω. Ξέρω ότι ο Γκιόκεζας έχει γράψει και για μένα στην κατάθεσή του.

Α.        Το όνομα Πετρόπουλος;

Α.        Όχι δεν τους ξέρω.

.-          Το όνομα Κιοσσές;

Α.        Από τις εφημερίδες αυτά όλα.

.-          Τι σου θυμίζει;

Α.        Τίποτα, αυτά που λένε, με τη χούντα δεν ήταν;

.-          Ξέρεις ότι ο Κιοσσές ήταν ενημερωμένος στο κίνημα του ναυτικού;

Α.        Όχι. Εγώ τους ναυταίους, μετά που βγήκαμε από τη φυλακή, ο Σταθόπουλος και ορισμένοι άλλοι με πήραν τηλέφωνο και συνδεθήκαμε. Αυτοί με ήξεραν, εγώ δεν τους ήξερα. Αυτοί ήξεραν που θα έρχονταν στη Σύρο με τα βαπόρια.

.-          Με το Βαρδάνη γνωρίζεσαι;

Α.        Από παλιά. Από τη Σχολή Ευελπίδων. Είναι μια τάξη μεγαλύτερος από εμένα.

.-          Είχατε κάνει μαζί στην Κύπρο;

Α.        Ναι, αλλά όχι δεν υπηρετήσαμε μαζί. Ήταν και αυτός εκεί πέρα, όχι μαζί-κοντά μου

.-          Τον Βαρδάνη γιατί τον απέταξαν;

Α.        Δεν το ξέρω. Νομίζω πως…. .ως προς τη δικτατορία, ή για το «ΑΣΠΙΔΑ»;

.-          Για το «ΑΣΠΙΔΑ». Ήσασταν στην ίδια κατηγορία;

Α.        Ναι, ναι, στην ίδια κατηγορία. Γιατί εγώ δεν απετάχθην; Με απασχόλησε και εμένα.

.-          Πες μου γιατί.

Α.        Εγώ όταν έφυγα από το Ηράκλειο και πήγα την 21η Απριλίου στη Μακεδονία, περίμενα να αποταχθώ. Και γι’ αυτό και δεν μου δίνανε και δουλειά, δηλαδή εκτός του ότι δεν μου ανάθεσαν τίποτα, όταν έφευγες, όταν έφευγε π.χ. ο Αντώνης με άδεια, μου λέγανε «για δέκα μέρες αντικατέστησέ τον και μετά πήγαινε στον άλλον», έτσι. Σε κάποια φάση λοιπόν έρχεται ο Συνταγματάρχης και μου λέει «Αλεξάκη είσαι τυχερός διότι ο Παπαδόπουλος απεφάσισε να αποστρατευθούν οι εμπλεκόμενοι στον «ΑΣΠΙΔΑ» από λοχαγούς και πάνω». Εγώ ήμουν ο πρώτος υπολοχαγός. Και μου λέει «τη γλίτωσες Αλεξάκη».

.-          Με την συντακτική πράξη, κάποια συντακτική πράξη.

Α.        Αποστρατεύσανε από λοχαγό και πάνω. Εγώ ήμουν ο πρώτος υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού.

.-          Γιάννη, τι έγιναν τα αρχεία της ΕΣΑ που λέγαμε νωρίτερα;

Α.        Πρέπει να τα έχει ο Στάθης, ό,τι πρόλαβε και δεν εκλάπη ξέρω γω. Γιατί ο Παναγούλης είχε και ταινίες που δεν υπάρχουν. Ο Παναγούλης είχε ένα σωρό ταινίες, τα φέρνανε, της ΚΥΠ. Είχε που λέτε και πολλές μαγνητοταινίες, δηλαδή εκεί που παρακολουθούσε τα τηλέφωνα, δεν τα παρακολουθούσε σε κασετάκια τέτοια.

.-          Και τι τα έχει κάνει τώρα ο Στάθης αυτά;

Α.        Δεν ξέρω αν αυτά τα βρήκε ο Στάθης …. αυτά τα τελευταία, δε νομίζω ότι ο Αλέκος ο Παναγούλης τα έλεγε παντού……

.-          Τα είχε στο γραφείο….. θα του τα κλέψανε.

Α.        Ναι, ναι, του κλέψανε πολλά.

.-          Πάμε πίσω λιγάκι στον Αλέκο τον Παναγούλη…….

Α.        Λίγο για το Στάθη που λέγαμε. Εγώ νομίζω ότι μετά τον Αλέκο τον Παναγούλη, ο δεύτερος αντιστασιακός ήταν ο Στάθης, παρά την ηλικία του, η καρδιά του το ‘λέγε.

.-          Ο Στάθης έχει κρατήσει μια καθαρότητα η οποία είναι και σπάνια. Κλώτσησε και τις δόξες και τις τιμές και τα αξιώματα, όλα αυτά.

Α.        Όλα αληθινά.

.-          Τον αδελφό τους, τον Γιώργο, τον αξιωματικό, τον είχες γνωρίσει; Έμαθες ποτέ σου ποιος τον σκότωσε; Πώς σκοτώθηκε;

Α.        Κοιτάξτε να δείτε, σε κάποια φάση ο Κουτσόγιωργας είχε δώσει εντολή στην ΚΥΠ να ασχοληθώ. Και πράγματι ασχολήθηκα και ενημέρωσα το Στάθη. Από την προπέλα, έπεσε από το φινιστρίνι, έπεσε στη θάλασσα από το φινιστρίνι και έπεσε κοντά στην προπέλα και τον έφαγε η προπέλα.

.-          Τον βρήκαν;

Α.        Όχι.

.-          Ε τότε πως;

Α.        Δεν τον πήραν χαμπάρι όταν έπεσε, τον πήραν χαμπάρι όταν φτάσανε στην …

.-          Ένα λεπτό, αυτό είναι εκτίμηση, δεν είναι γνώση, δεν είναι πληροφορία.

Α.        Μα δεν τον είδε κανείς. Πληροφορία είναι όταν είναι ιδίοις όμασι ή ιδίοις…. αυτόν δεν τον είδανε. Τον είχαν μέσα κλειδωμένο, στο φινιστρίνι είδαν ότι είχε σκίσει την κουβέρτα και την είχε δέσει για να πέσει, έτσι; Αυτά είδαν. Και επειδή στο σημείο αυτό ήταν η προπέλα υποθέτουν όλοι, κι εγώ φώναξα και καπετάνιους του καραβιού, η εκτίμησή του αυτή. Η εκτίμηση λέω. Κανείς δεν είδε, κανείς δεν άκουσε. Διότι το πήραν χαμπάρι όχι εκείνη τη στιγμή, αλλά πολύ αργότερα. Όσο τον είχαν κλειδωμένο, όπως και εμείς όταν ήμαστε κρατούμενοι, δεν έρχονταν κάθε τρεις και λίγο.

.-          Ποιος τον παρέδωσε στο καράβι για να τον φέρουν στην Ελλάδα;

Α.        Οι Ισραηλίτες.

.-          Η κυβέρνηση του Ισραήλ.

Α.        Βέβαια.

.-          Τον είχαν συλλάβει και τον έστειλαν στη χούντα.

Α.        Και εγώ σας λέω φώναξα, είναι ενημερωμένος ο Στάθης και το πιστεύει αυτό γιατί μου λέει «ο μόνος που μου έδωσε αυτήν την πληροφορία για την προπέλα, ήσουν εσύ». Αλλά εγώ το έψαξα και είχα φωνάξει σας λέω καπετάνιους, ορισμένους ναυτικούς του καραβιού. Ήταν καράβι της γραμμής.

.-          Και το φινιστρίνι ήταν πρύμα και κοντά στην προπέλα, ε;

Α.        Ναι. Ενώ ήταν δεινός κολυμβητής, δεν υπολόγισε την προπέλα. Νόμιζε ότι θα την σκαπούλαρε, θα απομακρυνόταν και λόγω φαίνεται ταραχής, λόγω καιρού….

.-          Άρα εκτιμάς;

Α.        Εγώ δεν εκτιμώ, σας λέω τι μου λέγανε αυτοί, εγώ δεν είμαι ειδικός.

.-          Άρα εκτιμάς ότι δεν τον σκότωσαν;

Α.        Ναι.

.-          Ενώ αντίθετα τον Μανδηλαρά πρέπει να τον σκότωσαν.

Α.        Εκεί δεν ξέρω τίποτα.

.-          Αυτό που κάνω είναι μια διατριβή/ έρευνα επίσημη, υπό την Πάντειο και σε συνέχεια εκείνου του βιβλίου, στο έχω στείλει, το έχεις;

Α.        ‘Όχι.

.-          Δεν το έχεις; Αφού μου έστειλες γράμμα και μου έλεγες…..

Α.        Α, ναι, ναι. Στο Ηράκλειο το έχω. Ό,τι άλλο σκεφτείτε και ό,τι άλλο θέλετε να σας διευκρινίσω ή να σας προσθέσω….. Το Μενενάκο να φωνάξετε, γιατί σας λέω προσέφερε στη δημοκρατία ο Μενενάκος. Μπορεί να ξεκίνησε χουντικός αλλά προσέφερε στη δημοκρατία. Τη δημοκρατία δεν την κράτησε ούτε ο Καραμανλής. Η ΚΥΠ την κράτησε με τον Παναγούλη, κανείς άλλος.

.-          Οι πληροφορίες δηλαδή του Αλέκου…..

Α.        Τις αξιοποιούσαμε εμείς, πέντε άτομα, όλη η ΚΥΠ ήταν χουντικιά. Όλοι χουντικοί. Προσωπικό ιδιωτικό, αστυνομικό και λοιπά. Προσπαθούσαμε να τους διώξουμε σιγά σιγά, αυτά δεν γινόντουσαν από τη μια μέρα στην άλλη. Πέντε άτομα το δουλεύαμε. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε φτιάξει ένα κλιμάκιο καλό, δημοκρατικό……

.-          Ο Αραπάκης σου λέει τίποτα σαν όνομα;

Α.        Αυτά που ξέρουν και οι άλλοι.

.-          Η CIA τότε μετά την μεταπολίτευση συνεργαζόταν μαζί σας, βοηθούσε σε τίποτα; Οι Αμερικανοί, και δεν σου ζητάω να μου πεις πράγματα …εδώ μιλάμε για τη δημοκρατία του τόπου μας.

Α.        Εγώ προσωπικά ποτέ δεν συνεργαζόμουν με Αμερικανούς. Εγώ ασχολιόμουν με τη χούντα. Ο Φέτσης….. στη χούντα, την ασφάλεια της πατρίδος της οποίας ο κίνδυνος ήταν μόνο από την χούντα τότε, από πουθενά αλλού. Και εκεί ήταν όλο το βάρος μας και μάλιστα αυτή η αποστολή ήταν εκτός αρμοδιοτήτων της ΚΥΠ, δεν ασχολιόταν ……ασχολιόμασταν παρανόμως αν το θέλετε.

.-          Γιάννη, θα σου πω κάτι: το 81 με 86-87 έχουμε ΠΑΣΟΚ  Εσύ είσαι στην ΕΥΠ, θυμάσαι ότι κατ’ επανάληψη χτυπούσε συναγερμός από το Δροσογιάννη που ήταν Υπουργός Εθνικής Άμυνας, ΑΝΥΕΘΑ ήταν, και το ότι έχουμε κρίσεις και λοιπά;

Α.        Αφήστε τα διότι είναι υπερβολές. Εγώ τα κρατούσα και εγώ τα ζούσα.

.-          Ξέρεις γιατί στο λέω; Γιατί την ίδια περίοδο υπηρετούσα και εγώ στο Β΄ Κλάδο του ΓΕΝ. Λοιπόν, τι γινόταν τότε; Πες μου τη γνώμη σου.

Α.        Υπήρχαν κάποιες χουντικές κινήσεις και σας είπα προηγουμένως από την πείρα μου όταν τις κινήσεις αυτές τις ελέγχεις, δεν ανησυχείς.

.-          Κι έχεις εξουσία, έχεις δύναμη. Αυτό όμως τι σημαίνει; Ότι ο Δροσογιάννης τα έκανε επίτηδες αυτά;

Α.        Θα σας πω. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανένα γιατί με γράφετε εδώ πέρα και δεν το θέλω. Όπως και ο Χαραλαμπόπουλος στο βιβλίο που γράφει ότι ο πληροφοριοδότης ασχολείτο, έπαιρνε… τον Αρναούτη και ήταν ανακατεμένος στη συνωμοσία και ο Αρναούτης, ο Χαραλαμπόπουλος τα γράφει….. εγώ του τα λεγα. Τον άνθρωπο αυτόν, τον πληροφοριοδότη, εγώ τον έβαζα, εγώ τον παγίδευα, οι κασέτες δικές μου ήταν. Αλλά ο άνθρωπος ήθελε να πάρει λεφτά και έπαιρνε τον Αρναούτη, κι εσείς μπορούσατε να τον πάρετε τον Αρναούτη, κι εγώ.

.-          Κι έδινε στον Αρναούτη πληροφορίες;

Α.        Προσπαθούσε να του εκμαιεύσει ένα ναι, ένα όχι. Τίποτα δεν έλεγε ο Αρναούτης. Τις κασέτες τις είχα εγώ. Και λέει ο Χαραλαμπόπουλος μέσα…. τον δούλευαν και τον Χαραλαμπόπουλο. Του μεγέθυναν τα πράγματα…..

.-          Σαν Υπουργό Εθνικής Άμυνας…

Α.        Ε, βέβαια. Και λέει «ο άνθρωπος τις άκουσε τις κασέτες». Μα και εγώ τις άκουγα. Λοιπόν επειδή μιλούσε με τον Αρναούτη ήταν συνωμότης ο Αρναούτης;

.-          Για ποια περίοδο λες τώρα;

Α.        ΠΑΣΟΚ δεν μου είπατε;

.-          Ότι μιλούσε κάποιος ……

Α.        Πληροφοριοδότης.

.-          Με τον Αρναούτη…..

Α.        Διαβάστε το βιβλίο να δείτε. Είναι ανακατεμένος στη συνωμοσία των χουντικών κατά της δημοκρατίας και ο Αρναούτης και ο Βασιλιάς και όλα αυτά τα πράγματα. Διαβάστε το βιβλίο να δείτε. Έλεγε ο πληροφοριοδότης: «ο Βασιλιάς το ξέρει;», «Ναι, ναι» έλεγε αυτός. Μπούρδες. Κάτι τέτοια, με ένα «ναι» και με ένα «όχι» γιατί τον πίεζε ο άλλος. Ο άλλος… κοιτάξτε και ο βασιλιάς τώρα… .όποιος πάει να του ζητήσει συνάντηση, θα τον δει. Κανένα δεν διώχνει. Το ίδιο και τούτος λοιπόν, και πήγε στον Αρναούτη. Και επικοινωνούσε «ξέρετε εμείς είμαστε καλά εδώ πέρα και οργανωνόμαστε εδώ».Και εμένα να μου τα πουν, τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια. Του έλεγε ο πληροφοριοδότης, προσπαθούσε να εκμαιεύσει. Εγώ να πάω να πληροφορώ τον Παπανδρέου; Του έλεγα του Παπανδρέου «μη φοβάσαι». Ορισμένες φορές λοιπόν τους έλεγα. Π.χ. όλες αυτές οι κινήσεις που γίνανε και πήγαν και καναν επιφυλακή – τα έκανε ο Δροσογιάννης- οι πληροφορίες ήταν δικές μου. Μου έλεγε ο πληροφοριοδότης μου «σήμερα μας κάλεσαν σε διάφορα σπίτια, για να κάνουμε την εξόρμηση». Εγώ ειδοποιούσα…

.-          Τι εξόρμηση;

Α.        Μαζεύονταν σε διάφορα σπίτια για να κάνουν, να πάνε να καταλάβουν το ΓΕΣ. Και είχα το σχέδιο, το είχα το σχέδιο. Όταν ο πληροφοριοδότης μου, μέσα στις βδομάδες αυτές, δυο πληροφοριοδότες μου….

.-          Μετά το 81 αυτά.

Α.        Ναι, δεν είχα λοιπόν πρόβλημα λοιπόν και τους ρώταγα τι τους λέγανε, μου λέγανε «μας είπαν να πάμε με πολιτικά, να κρατάμε εκείνα, εγώ στο τάδε σπίτι». Τα παρακολουθούσα εγώ όλα τα σπίτια. Έλεγα λοιπόν στον Παπανδρέου, θυμάμαι στο σπίτι του Ζιάγκα ήταν μια μέρα και τον ειδοποίησα. Τα άκουσε ο Δροσογιάννης και έλεγα «δεν θα κάνετε τίποτα γιατί θέλω να δούμε μέχρι που θα φτάσουν».

.-          Στου Ζιάγκα, του γραμματέα;

Α.        Ναι. «Δεν θα κάνετε τίποτα». Ο Δροσογιάννης πήγαινε και φώναζε τον αρχηγό του ΓΕΣ κι έκανε συναγερμό και μου έλεγε εμένα ο πληροφοριοδότης μου «πάμε αλλά μόλις είδαμε το φως και λοιπά, σου λέει ‘προδόθηκε το κίνημα’ και δεν πήγαμε».

.-          Άρα …….

Α.        Έκαναν βλακείες οι του Δροσογιάννη για να κρατάει τη θέση του ο Δροσογιάννης, με συγχωρείτε που το λέω, η γνώμη μου είναι αυτή. Να κρατάνε τη θέση τους. Ο Χαραλαμπόπουλος με έβαλε να του το πω. Και αφού τον έπαιρνα από την Κύπρο, διότι τους πληροφοριοδότες τους είχα…. δεν θέλανε να ειδωθούν οι πληροφοριοδότες αυτοί όταν έφυγα και πήγα στην Κύπρο, δεν θέλανε να πάνε σε άλλον, ήταν οι χουντικοί έτσι; Που τα λέγανε εμένα και τα έλεγα. Και έλεγα και στον Χαραλαμπόπουλο «καμία κίνηση» και αυτός έλεγε «τι καναν;». Δεν συμφωνούσα, προσωπική μου άποψη. Όλες αυτές ήταν κινήσεις, ήταν μυήσεις και εν ενεργεία αξιωματικών, αλλά δεν υπήρξε κίνδυνος.

.-          Ήταν δηλαδή εν ενεργεία αξιωματικοί μετά το 80;

Α.        Και εν ενεργεία. Αλλά κίνδυνος υπάρχει όταν έχουν τη δυνατότητα να πάνε να καταλάβουν το ΓΕΣ, όταν έχεις στην κάθε ομάδα από έναν και στα λένε, διότι τους έχεις εμπιστοσύνη, γιατί τους είχα εμπιστοσύνη, δεν ήταν πληροφοριοδότες απλοί, ήταν και φίλοι αν το θέλετε.

.-          Του στρατού ξηράς;

Α.        Του στρατού ξηράς. Δηλαδή π.χ. είχα δύο που είχαμε υπηρετήσει μαζί. Οι οποίοι ήταν δεξιοί αλλά δεν ήσαν χουντικοί. Μυήθηκαν. Μου είπαν «μου ζητάν να μυηθώ. Να μυηθώ;» και τους έλεγα «Βέβαια να μυηθείς». Δεν ήταν χουντικοί «βεβαίως να μυηθείς και μάλιστα να υπερακοντίζεις για να σου έχουν εμπιστοσύνη». Έτσι τους έκαμα πληροφοριοδότες.

.-          Κύριε Αλεξάκη αυτοί οι άνθρωποι, οι πληροφοριοδότες τους οποίους παρότρυνες να μυηθούν σε χουντικές κινήσεις μετά το 81, στη συνέχεια σταδιοδρόμησαν στο στρατό;

Α.        Όχι, διότι τους πέταξαν όλους, τους πέταξαν όλους. Καταλαβαίνετε, πήγαν και τους κάρφωσαν και λοιπά. Δυστυχώς. Δώσανε το ήθος τους, τη δημοκρατική τους θα έλεγα υπόσταση, και τίποτα. Γιατί σας λέω τα καναν θάλασσα οι Δροσογιάννηδες και ο Χαραλαμπόπουλος. Τον τιμώ και τον εκτιμώ και τον αγαπώ, αλλά εδώ έκανε λάθος.

.-          Και εσύ αισθάνεσαι σήμερα μειωμένος απέναντί τους ……

Α.        Βεβαίως μειωμένος. Αφού μου έλεγε «θα επικοινωνήσω με τον Αρναούτη». Και μάλιστα μου έλεγε «παγίδευσε για να έχεις την κασέτα». Και παγίδευα εν γνώσει του αυτού του ανθρώπου. Και ήταν φτιαχτή, προσπαθούσε να του εκμαιεύσει. Και τα πήγαιναν τα δεύτερα γραφεία, εγώ τους τα έδινα, και πήγαιναν στον Χαραλαμπόπουλο και λέγανε «μα, με τον Αρναούτη;…».

.-          Ποιοι ήταν αυτοί; Θα πεις τα ονόματά τους;

Α.        Οι πληροφοριοδότες; Ε, να μην τους κάψουμε κιόλας. Ντροπή είναι.

.-          Εν τούτοις αυτοί δούλεψαν για τη δημοκρατία όπως είπες, δεν τιμήθηκαν…

Α.        Αποστρατεύθηκαν κιόλας. Ο ένας ήταν απόστρατος τότε, αυτός που επικοινωνούσε με τον Αρναούτη, και λέει ο Χαραλαμπόπουλος μέσα στο βιβλίο του, το διάβαζα προχθές, «άκουγα κι εγώ τη συνδιάλεξη και λοιπά», και ήταν απόστρατος. Και αληθινά ότι είχε κάτι προβλήματα οικογενειακά και παιδιά και ήθελε λεφτά και προσπαθούσε έτσι.

.-          Τους προστατεύεις σήμερα μη λέγοντας ονόματά τους; Δεν τους προστατεύεις.

Α.        Τους προστατεύω.

.-          Το αντίθετο κάνεις.

Α.        Θα τους πω αν νομίζετε ότι…. θα το σκεφτώ.

.-          Σκέψου το. Εγώ σου λέω δεν τους προστατεύεις.

.-          Γιατί με τους τρόπους κι αυτοί δούλεψαν για την προστασία…….

Α.        Μα κι άλλοι οι ομοϊδεάτες τους θα τους φτύσουν. Αυτό σκέφτομαι.

.-           Δροσογιάννης, Χαραλαμπόπουλος υπερέβαλαν εαυτούς σαν Υπουργοί Εθνικής Άμυνας με τις κινητοποιήσεις και τους συναγερμούς, ότι κινδύνευε δήθεν η δημοκρατία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τι έκανε;

Α.        Κοιτάξτε να δείτε, ο Παπανδρέου εγκλωβιζόταν. Δηλαδή όταν του έλεγε…. φοβόταν και ο Παπανδρέου και τον πήγαινε πάνω για επιφυλακή για να τον σώσει και έλεγε «να σας δώσω και ένα αυτόματο;». Μα σας λέω γελοιότητες.

.-          Ο Μπαρμπαντώνης του έδινε το αυτόματο του Ανδρέα;

Α.        Ναι. Και θυμάμαι ήταν ένας σε εκείνο το σπίτι μια φορά «να σου δώσω και σένα» και λέει «θα στο βάλω στον κώλο σου». Του Μπαρμπαντώνη, του Δροσογιάννη. Και τι ήξερε; Αφού λέει ο Αλεξάκης «δεν θα κινηθεί άνθρωπος, δεν θα ανάψει φως, δεν θα πάει κανείς» δεν είναι ο Αλεξάκης κανείς μαλάκας, ολόκληρη ΚΥΠ, να θέλει το αυτόματο!

.-          Αν ήταν σοβαρή η συνωμοσία;

Α.        Ε βέβαια, αν ήταν να είμαι και εγώ μέσα, δεν θα τους το έλεγα. Κάνουνε συναγερμούς μεταξύ τους, κινητοποιήσεις δήθεν για να κρατάνε τα στελέχη τους, τους μυημένους τους εν εγρηγόρσει.

.-          Τα θυμάμαι. Όπως θυμάμαι και τους πλαστικοποιημένους καταλόγους με τα τηλέφωνα εκείνων που πρέπει να ειδοποιηθούν.

Α.        Δεν γίνονται έτσι τα πραξικοπήματα.

.-          Πες μου σήμερα πως αισθάνεσαι μετά από είκοσι χρόνια που ήσουν στην ΚΥΠ. Μετά από είκοσι χρόνια, δεκαπέντε χρόνια. Το όνομά σου αναφέρθηκε πολύ στις εφημερίδες και στον τύπο.

Α.        Για την τρομοκρατία. Για τούτα ναι. Ετούτα ξεχαστήκανε, οι προσπάθειές μου, οι αγώνες μου για την δημοκρατία, για την εδραίωση της δημοκρατίας, αυτά όλα ξεχάστηκαν και μείνανε για το …….

.-          Ποιο;

Α.        Ο Κρυστάλλης.

.-          Ο Κρυστάλλης;

Α.        Τρομοκρατία έμεινε.

.-          Αυτός ο πράκτορας της 17 Νοέμβρη. Είναι σοβαρή αυτή η υπόθεση;

Α.        Βέβαια σοβαρή είναι. Την έχουν γελοιοποιήσει γιατί δεν τους συμφέρει.

.-          Έχουν γελοιοποιήσει τον Κρυστάλλη ή την όλη ιστορία;

Α.        Και την όλη ιστορία και τον Κρυστάλλη. Και φταίει και αυτός γιατί βγαίνει στην τηλεόραση γιατί φαίνεται δεν έχει λεφτά και θέλει να πάρει κάνα φράγκο. Έτσι νομίζω δεν ξέρω, έχω να τον δω…………. ένα όνομα οι άλλοι….. αυτός που πήγε στη “Liberation” δια μέσω του Σαρτρ. Έπεισε τον Σαρτρ….. πήγα λοιπόν στον Παπανδρέου και του λέω «έτσι κι έτσι». «Να πας στη Γαλλία» μου λέει. Και πήγα στη Γαλλία τρεις φορές, ποτέ δεν μου το έδωσαν οι Γάλλοι το όνομα.

.-          Δεν δώσανε οι Γάλλοι δημοσιογράφοι;

Α.        Όχι οι Γάλλοι, οι μυστικές υπηρεσίες της Γαλλίας.

.-          Γιατί δεν πήγες στη ‘’Liberation” να ρωτήσεις;

Α.        Εγώ; Οι Γάλλοι έπρεπε να πάνε. Εγώ αυτούς παρακάλεσα να ερευνήσουν το θέμα και να μου πούνε το όνομα. Οι Γάλλοι…. στην πατρίδα τους δεν μπορώ εγώ να χορεύω.

.-          Γιάννη πες μου το εξής: Το 1974 έχουμε αποκαταστάσεις των αξιωματικών οι οποίοι είχαν διωχθεί από τη δικτατορία. Αλλά δεν έγινε μια φορά η αποκατάσταση, έγινε κατ’ επανάληψη. Τι γνώμη έχεις για τις αλλεπάλληλες αυτές αποκαταστάσεις των αξιωματικών; Εσύ υπηρέτησες κανονικά και ….

Α.        Εγώ ήμουν σε αργία και γι’ αυτό επανήλθα. Εγώ, δεν με απόταξαν αλλά μου έριξαν τέσσερις μήνες αργία τελικά.

.-          Δεν λέω για σένα αλλά για τους άλλους.

Α.        Για τους άλλους; Εγώ νομίζω ότι ήταν αυτά τα τερτίπια του Αβέρωφ και δεν έγινε η αποκατάσταση όπως και η αποχουντοποίηση αμέσως. Πιστεύω ότι και η αποχουντοποίηση, με χίλια βάσανα κάναμε την αποχουντοποίηση αν το θέλεις, καταστάσεις των καταστάσεων και στοιχεία των στοιχείων και δεν περνούσαν…..

.-          Γιατί;

Α.        Ο Αβέρωφ.

.-          Δεν άφηνε να αποστρατευθούν οι χουντικοί;

Α.        Δεν ξέρω. Πολλοί είναι …..ξέρω γω, εγώ ήμουν μικρός αξιωματικός…. Λέγανε ….εγώ με τον Φέτση αγωνιζόμασταν. Και φέρναμε στοιχεία και στοιχεία, γιατί τότε τόσοι πραξικοπηματίες δεν φύγανε ενώ έπρεπε να φύγουν. Ο Μπουρδάκος π.χ., έφυγε; δεν έφυγε, ενώ ήταν πραξικοπηματίας. Ο Γκίζας π.χ. που συνέλαβε τον Λεωνίδα τον Κύρκο δεν έφυγε το 74, έφυγε αργότερα. Έγινε μίνι ταξίαρχος για να φύγει.

.-          Το Μπουρδάκο γιατί τον προστάτευε ο…….

Α.        Δεν ξέρω. Αλλά είναι κι άλλοι δεν είναι μόνο αυτός. Να φύγει ο Γκίζας παράδειγμα ο οποίος την 21η Απριλίου συνέλαβε τον Κύρκο. Δεν έφυγε. Ο Ζωγράφος που ήταν μυημένος και βγήκε με τη Σχολή των Ευελπίδων, με τη διμοιρία και κατέλαβε έξω, να φύγει, αφού ήταν μυημένος. Δεν φεύγανε. Παρά τα στοιχεία που στέλναμε, ο Φέτσης, που καθόμουν και έγραφα…… Έπρεπε να φύγουν.

.-          Η χούντα είχε σκοτώσει αντιπάλους της εν κρυπτώ;

Α.        Αν δεν το ξέρετε εσείς το ξέρω εγώ; Αυτά που γράφει- ακούμε και αυτά και λοιπά, εγώ δεν έχω αποδείξεις. Για τον Παναγούλη που σας έλεγα, για τις επιστολές που λέτε, εδώ για τον Τσάτσο τον Ευρωβουλευτή, είχε δημοσιεύσει ο Παναγούλης πολλές επιστολές και θα έγραφε και άλλες. Και για τον Αβέρωφ θα έγραφε αλλά δεν έγραψε τελικά γιατί του απαγορέψανε τα..

.-          Μα τότε δεν ήταν, που δημοσιεύονται από τις επιστολές του Τσάτσου προς την χούντα και διαλύθηκε και ένα κόμμα που είχε κάνει ο Τσάτσος με το Μήνη;

Α.        Δεν το θυμάμαι. Λοιπόν τώρα μην το ψάχνετε. Βλέπετε τώρα ο άλλος που γυρνούσε την χούντα και έστελνε οδηγίες στο Χατζηζήση, Ευρωβουλευτής και ο άλλος που λέτε και εσείς…..

.-          Ποιος έδινε οδηγίες στο Χατζηζήση;

Α.        Ο Τσάτσος με τις επιστολές του.

.-          Σήμερα πως αισθάνεσαι μετά από τόσα χρόνια;

Α.        Όπως είδατε με αυτά που σας είπα, τα πιστεύω μου και τη γνώμη μου αυτήν την τηρώ και μου αρέσει να είμαι αυτοδύναμος και αυτοκυρίαρχος και αν δεν….και κανένα, αυτό το λέω και αυτό το κάνω.

.-          Νωρίτερα, προηγουμένως ανέφερες ότι ο Βαρδάνης είχε προταθεί από σένα και …..και δεν…

Α.        Δεν θυμάμαι τώρα αλλά προτάθηκε από την ΚΥΠ και θυμάμαι ότι δεν υπογραφόταν η διαταγή, δεν μας τον έδιναν……

.-          Ποιος δεν τον έδινε;

Α.        Το ΓΕΣ.

.-          Γιατί;

Α.        Δεν το ξέρω, δεν τον έδιναν, δεν τον αποδεσμεύανε να μας τον δώσουν.

.-          Το 74;

Α.        Όχι το 74. Το 74 πολιτεύθηκε ο Βαρδάνης με το ΠΑΣΟΚ  Το 82. Και με πολλές προσπάθειες και με πολλές υπομνήσεις μας τον δώσανε το Βαρδάνη…. Ανέλαβε τμήμα στην αντικατασκοπία. Στη διεύθυνση αντικατασκοπίας. Από εκεί και πέρα τα ξέρετε αφού είναι φίλος σας ο Βαρδάνης. …το Βαρδάνη δεν τον έζησα στην Κύπρο. Εγώ υπηρετούσα στην Αμμόχωστο, αυτός δεν υπηρετούσε στην Αμμόχωστο αλλά από κοινούς ήξερα για τις δημοκρατικές του αρχές. Επειδή κι εγώ ήμουν δημοκρατικός και άλλοι φίλοι ήσαν δημοκρατικοί, το Βαρδάνη μου τον επαινούσαν σαν τον πρώτο δημοκρατικό….. Ήταν δημοκρατικός, αντιχουντικός, αντιστασιακός, φυλακισμένος…

.-          Στρατηγέ μου φτάνει εμένα αυτό.

 

[1] Λεπτομέρειες και ονόματα για το ποιοι γνώριζαν για την οργάνωση του Κινήματος του Ναυτικού αλλά και για διάφορα στα οποία αναφέρεται η συζήτηση με τον Αλεξάκη , βλ. Διδακτορική Διατριβή Οι Επαγγελματίες Στρατιωτικοί υπό Αυταρχικά Καθεστώτα και στο Α. Κακαράς, Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Παπαζήση, Αθήνα 2006.

[2] Τα έγγραφα που μνημονεύονται και αφορούν τον Αλεξάκη είναι τα εξής:

-Φύλλον Μητρώου Αξιωματικού εκδόσεως Αρχηγείον ΚΥΠ από 12-2-1982

-με το οποίο του επιβάλλεται η ποινή των 20 ημερών φυλάκισης.

-ΑΕΔ/ΑΣ/1ον ΕΓ/5β φ.453.11.708/595624/23-9-1973 απόφαση του Ζαγοριανάκου με την οποία τον Αλεξάκη «..τίθεμεν εις την κατάστασιν της αργίας διά προσκαίρου παύσεως επί τέσσερας (4) μήνας..διά παράπτωμα δι’ ο κρίνονται ανεπαρκείς και ουχί τελεσφόροι αι συνήθεις πειθαρχικαί ποιναί..». Παρατηρούμε πως το αιτιολογικό που χρησιμοποιεί ο ΣΞ είναι πιο πλούσιο απ’ ότι τα συνήθη του ναυτικού που συναντάμε και στην εργασία. Αυτό το ΄΄ανεπαρκείς και ουχί τελεσφόροι΄΄ είναι ακριβώς εκείνο που χρειαζόταν στην περίπτωση του Αλεξάκη. Μόλις όμως εκδίδεται η ποινή της αργίας, αίρεται η άλλη της 20ήμερης φυλάκισης επειδή ο στρατός είναι προσεκτικός και για το ίδιο αδίκημα δεν τιμωρεί δύο φορές τον ΄΄παραβάτη΄΄. Η άρση της 20ήμερης φυλάκισης γίνεται με ΑΕΔ/ΑΣ/1ον ΕΓ/5β φ. 453.11/794/596605/29-9-73.

-ΑΕΔ/1ον ΕΓ/5β φ.453.11/313/592039/19-4-75 με την οποία κοινοποιείται απόφαση του ΥΕΘΑ Αβέρωφ ΑΕΔ/1η ΜΕΟ/ΔΓ/1 Φ.610/114140/2-4-1975 για άρση της ποινής της αργίας διά προσκαίρου παύσεως του Αλεξάκη.

[3] Βλέπε ΓΙΑΝΝΗ ΦΑΤΣΗ, Ταγματάρχη της ΚΥΠ Αφορούσε η Διένεξη Παναγούλη- Αβέρωφ, στο ΒΗΜΑ 4-5-1976.

[4] Βλέπε ρεπορτάζ για τη δίκη ΑΣΠΙΔΑ του Γ. Πανούση εφημερίδας ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ 10-1-1967 στη σελ.7.

ΝΑΤΟ, Ε.Ε. και Τουρκία στο Αιγαίο… για να «σώζουν» πρόσφυγες!

24 Φεβρουαρίου, 2016

Οι λύκοι στο παζάρι

 

Εάν δεχτούμε τον τίτλο του παρόντος ως μεταφορικό, εξηγούμαστε ότι ως παζάρι χαρακτηρίζεται εδώ το Αιγαίο με τα χιλιάδες μαγευτικά του νησιά, τον ήλιο, τη θάλασσα και τις ακτές του αλλά και ό,τι θησαυρούς ενεργειακούς και άλλους κρύβει στα βάθη του. Δεν παραλείπουμε και τη στρατηγική αξία του χώρου, που συνδέει Ηπείρους και θάλασσες μικρές και μεγάλες.

Και όσον αφορά τους λύκους, αυτοί δεν κρύβονται. Είναι κατ’ αρχήν οι απ’ την άλλη όχθη του αρχιπελάγους αποφασισμένοι για επέκτασή τους προς όλες τις κατευθύνσεις και ιδιαίτερα επί του Αιγαίου, με στόχο τα παραπάνω αγαθά. Δηλαδή οι Τούρκοι, ή μάλλον η άρχουσα Τάξη τους. Είναι επίσης το ΝΑΤΟ, ο επιθετικός οργανισμός που λειτουργεί πλέον ως παγκόσμιος μπαμπούλας και σφαγέας, με τις ΗΠΑ πάγια και κυρίαρχη δύναμη που ρυθμίζει και αποφασίζει, κι από κοντά ασθμαίνοντες τους Βρετανούς, τους Γάλλους αλλά και τους Γερμανούς ιθύνοντες, (αυτούς που οι «σύμμαχοί μας», ξεχνώντας το ναζιστικό πολυαίμακτο παρελθόν, τούς επέτρεψαν/ενίσχυσαν να γίνουν πάλι μία από τις δέκα μεγαλύτερες και υπερφίαλες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου!!)

Το ΝΑΤΟ λοιπόν, η λυκοσυμμαχία που δεν υπολογίζει τίποτα από κυριαρχικά δικαιώματα ανεξαρτήτων και μη κρατών (μελών του και πόσο μάλλον τρίτων). Που αδιαφορεί για τη θέληση και λοιπά δικαιώματα λαών, μειονοτήτων, προσφύγων, μεταναστών και εν γένει ανθρώπων. Που γράφει στα παλιά του τα παπούτσια συμφωνίες που το ίδιο και οι συνιστώσες του έχουν υπογράψει, τις διακηρύξεις του περί Ειρήνης (εδώ καγχάζουμε), το Διεθνές Δίκαιο (πάλι το ίδιο), την επαγγελλόμενη προστασία των μελών του (μην ξεχνάμε την Κύπρο)… Και περιοριζόμαστε σ’ αυτά, αφού έχουν πολλαπλά αποδειχτεί οι στόχοι των αφεντικών τού αμαρτωλού Συμφώνου με τις αλλεπάλληλες δράσεις σε πολέμους, με τις επεμβάσεις,  τις ωμές, ωμότατες απειλές, τους εκβιασμούς, τους βομβαρδισμούς και πάει λέγοντας. Και όχι στο μακρινό παρελθόν. Κανείς δεν επιτρέπεται να πει πως δεν γνωρίζει, πως δεν θυμάται. Αφού το ΝΑΤΟ οργιάζει και ειδικά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια έχοντας καλύψει όλο το φάσμα εγκλημάτων πολέμου και δράσεων κατά της Ειρήνης.

Πίσω βέβαια από τους λύκους του ΝΑΤΟ, ουδόλως κρύβονται τα τσακάλια που ωφελούνται. Είναι πρώτα απόλα οι πολυεθνικές ρουφήχτρες των ενεργειακών πόρων, οι κατασκευαστές και έμποροι όπλων, οι μεγαλοτραπεζίτες και ούτω καθεξής (δηλαδή οι επώνυμοι και ουδόλως άγνωστοι μεγαλομέτοχοί τους, που να μην ξεχνάμε πως είναι συγκεκριμένα άτομα με τους πύργους, τα ιδιωτικά αεροσκάφη, τον απίστευτο πλούτο, την μη κρυπτόμενη χλιδή, τον προσβλητικό για την ηθική, το Δίκαιο και τη νοημοσύνη των λοιπών, τρόπο ζωής τους).

Μνημονεύουμε, απλά και χωρίς ερμηνείες, ως πρόσθετες αλεπούδες τους εμπόρους ανθρώπων (δηλαδή τους δουλεμπόρους, τους διακινητές προσφύγων κλπ), αλλά και ναρκωτικών, και όλο εκείνο το συνοθύλευμα των εκμεταλλευτών της ανθρώπινης εργασίας και του πλούτου τής γης. Διότι και αυτοί όλοι ενδιαφέρονται για το Αιγαίο, όλοι αυτοί αγαπάνε υπερβολικά το ΝΑΤΟ. Αυτό μάλιστα, όχι μόνο δεν θέλει σύνορα και εμπόδια στο δρόμο του, ειδικά αυτό δεν υπολογίζει τίποτε, επειδή έχει τα όπλα. Και όπως απάντησε ο Άγγλος εκπρόσωπός του στον Έλληνα αντιπρόσωπο στην στρατιωτική επιτροπή του ΝΑΤΟ στους βομβαρδισμούς κατά της Γιουγκοσλαβίας, όποιος δεν είναι μαζί μας να βγει απέξω και θα είναι εναντίον μας. Αυτό πάλι πώς να το χαρακτηρίσει κανείς; Μπορούμε να το προσπερνάμε έτσι, χωρίς τουλάχιστον να βαραίνει στις εκτιμήσεις και τη γνώμη μας για το τι είναι το ΝΑΤΟ;

Τονίζεται εδώ ότι κανείς δεν πρέπει να αγνοεί και κυρίως να ξεχνάει, πως και η χώρα μας έχει υπογράψει (μνημόνια τα λένε κι αυτά) και η βουλή με τα γνωστά κυβερνώντα Κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ενέκρινε  τις συμφωνίες που επιτρέπουν στο ΝΑΤΟ να αλωνίζει όχι μόνον στο Αιγαίο, αλλά σε οποιαδήποτε γωνιά τής χώρας, και μέσα στα σπίτια μας, αν κρίνουν πως χρειάζεται. (Ακριβώς την ίδια συμφωνία που αρνήθηκε τότε ο Μιλόσεβιτς και ρημάξανε τη Γιουγκοσλαβία). Το Αιγαίο θεωρείται από το ΝΑΤΟ αυλή του, με τις βάσεις, τα λιμάνια, τις ταβέρνες, τις παραλίες του. Τόσος σεβασμός και εκτίμηση στα δικαιώματα μας δηλαδή, από αυτούς που υποτίθεται πως τα προστατεύουν!!

Και καθόλου ξαφνικά προέκυψαν οι πρόσφυγες. Αφότου αποφάσισαν οι ΗΠΑ να επιβάλλουν κι εκεί την Άνοιξη (Αραβική την είπαν εν προκειμένω, ενώ τις επεμβάσεις στις τέως κομουνιστικές χώρες τις ονόμασαν έγχρωμες επαναστάσεις). Πρώτα λοιπόν είχαμε τους πρόσφυγες/οικονομικούς μετανάστες των ανατολικών χωρών. Μην τους ξεχνάμε κι αυτούς, η διαφορά είναι πως δεν είχαν να περάσουν θάλασσες. Εκατομμύρια κι εκείνοι. Και τώρα πάλι εκατομμύρια απελπισμένοι άνθρωποι να προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο και το Αιγαίο προς τον ευρωπαϊκό ΄΄παράδεισο΄΄. Και σιωπούν τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης , οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων, οι αρχηγοί κρατών, και οι δικοί μας σημερινοί κυβερνώντες (υπό την  κηδεμονία της Τρόικας), αποφεύγουν κι αυτοί να λένε πως καταφτάνουν οι απελπισμένοι επειδή το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και οι  σύμμαχοί τους, οι «πρόθυμοι», βομβαρδίζουν τις χώρες απόπου προσπαθούν να σωθούν. Δεν το ξέρουν αυτό, γιατί το αποφεύγουν;

Ξεχνούν να πούνε ποιοι ευθύνονται για τις μαζικές σφαγές αμάχων, τις επιλεκτικές κατευθυνόμενες δολοφονίες, τους εμφυλίους που προκαλούν, το θρησκευτικό φανατισμό που συνδαυλίζουν. Ποιοι ευθύνονται για χιλιάδες πνιγμένες γυναίκες, άντρες, παιδιά, βρέφη. Είναι εγκλήματα πολέμων, δεν είναι απλές παράπλευρες απώλειες όπως ωμά και χωρίς ντροπή δηλώνουν οι εκπρόσωποι των φονιάδων, είναι άνθρωποι δολοφονημένοι. Ναι, αυτός είναι ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός, αλλά δεν φτάνει η αναφορά τους μόνο. Πίσω τους είναι συγκεκριμένες Τάξεις, έχουν όνομα, ευθύνονται και όσοι πυροβολούν, και όσοι συνεργάζονται στους πολέμους, και οι δουλέμποροι που τους εκμεταλλεύονται στην τραγωδία τους, και όσοι κερδίζουν μετά από τα φτηνά μεροκάματα, και οι άλλοι που σπεύδουν στα πλούσια συμβόλαια ανόρθωσης των κατεστραμμένων χωρών, ευθύνονται αυτοί που περιγράφουμε παραπάνω ως λύκους και τσακάλια.

Τι περιμένουν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ αλλά και τα υπόλοιπα φιλοευρωπαϊκά Κόμματα να γίνει με το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία στο προσφυγικό και στο Αιγαίο; Γιατί δεν κατονομάζουν τις αιτίες και τους υπεύθυνους, γιατί δεν τους καταγγέλλουν, γιατί δεν λένε καθαρά, ανοιχτά και κραυγαλέα πως μόνον εάν σταματήσουν οι επεμβάσεις και οι πόλεμοι που εξαπολύουν, μόνον τότε θα σταματήσει το ανθρωπιστικό έγκλημα;

Και όσον αφορά την ανακοπή των προσφύγων, περιμένει η παρούσα κυβέρνηση, πως το ΝΑΤΟ θα περιοριστεί μαζί με τους Τούρκους στα χωρικά ύδατα των τελευταίων για να μαζεύουν τα πτώματά τους; Έτσι θα λυθεί το ΄΄πρόβλημα΄΄; Πιστεύουν επίσης, πως η λυκοσυμμαχία αυτή που δεν αναγνωρίζει σύνορα, και από δίπλα η Τουρκία αλλά και οι λοιποί καλοθελητές που τρίβουν τα χέρια τους στον προθάλαμο, δε θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, για να περάσουν αμέσως στην πολυπόθητη «συνδιαχείριση» του Αιγαίου;

Η Τουρκία θεωρεί το μισό Αιγαίο δικό της (υφαλοκρηπίδα) και ό,τι νησιά βρίσκονται μέσα στα έξη μίλια των χωρικών της υδάτων πάλι δικά της, και κάμποσα ακόμα ξερονήσια και βραχονησίδες το ίδιο. Το λένε καθημερινά, το δείχνουν με τα αεροσκάφη τους, με τα πολεμικά τους, με τις παραβάσεις και τις παραβιάσεις.  Έχουν λοιπόν τέτοιες ψευδαισθήσεις και αυταπάτες οι της κυβέρνησής μας, είναι τόσο αφελείς ώστε να παίρνουν τέτοια θέση; Σάμπως και στο Κυπριακό εκεί δεν οδηγείται τελευταία η κατάσταση από τους ίδιους παράγοντες; Ή μήπως το επιδιώκουν; Μήπως αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που δέχονται τέτοιου είδους δράσεις στο Αιγαίο;

Διαφαίνεται παράλληλα πως δεν πρόσεξαν προ καιρού τι ωραία απάντηση έδωσε αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σαν τον ρώτησε επίσημα Έλληνας Ευρωβουλευτής, «Σε ποια σύνορα του Αιγαίου θα δράσει δύναμη της ΕΕ;» Εκείνο το κραυγαλέο «Δυστυχώς, δεν γνωρίζω τι να σας πω»   δεν έχει καμία επίδραση στους κυβερνώντες την χώρα μας κι όσους υπέγραψαν τα μνημόνια; Ή το δέχονται κι αυτό;

Γιατί, ρωτάμε, γιατί δεν αναρωτιούνται τι κέρδισε η χώρα μας μέχρι σήμερα και από το ΝΑΤΟ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Μήπως την ασφάλεια της Κύπρου και του Αιγαίου; Και τώρα προτείνουν οι ίδιοι ως λύση δήθεν του προσφυγικού, να γίνει το ΝΑΤΟ η γέφυρα της άνετης λεηλασίας του Αιγαίου!!

Και καλά μερικοί από την κυβέρνηση και τα Κόμματα που λατρεύουν την ΕΕ, και δείχνουν να αγνοούν, ή κάνουν τα στραβά μάτια στις ΄΄λεπτομέρειες΄΄ και τις επιπτώσεις τέτοιων επιλογών. Υπάρχουν όμως, εκτός κάποιων άλλων και στρατιωτικοί εν αποστρατεία μεταξύ τους, και πολλοί άλλοι απόστρατοι, που γνωρίζουν καλά τι γίνεται και με τι τρόπους στα θέματα που συνηθίσαμε να αποκαλούμε ΄΄εθνικά΄΄. Δουλειά και καθήκον τους ήτανε ως εν ενεργεία, και μάλιστα τα αντιμετώπιζαν ανυποχώρητοι και πατριωτικά, γιατί γνωρίζουν και ιστορία και το ρόλο των πατριωτών στελεχών στην προστασία των συμφερόντων του τόπου. Όπως ξέρουν καλά και όλα τα εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων μας δυνάμεων και αναγνωρίζουν, πως το συμφέρον του λαού και της χώρας μας είναι το πατριωτικό τους καθήκον.

Ελπίζουμε και πιστεύουμε πως το εξηγούν καθαρά και εύληπτα και στους υπόλοιπους, ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, που οφείλουν να βάζουν πάνω από το πρόσκαιρο, επίπλαστο, ευρωενωσιακό συμφέρον, την Ελλάδα και το λαό μας.

Αλλά και εμείς οι υπόλοιποι, όλοι όσοι δεν ΄΄παίζουμε΄΄ στο χώρο της εξουσίας, έχουμε καθήκον, έχουμε υποχρέωση, οφείλουμε όχι απλά να επαγρυπνούμε, αλλά να συμμετέχουμε στον αγώνα να μην περάσουν τέτοιες λογικές, τέτοιες λύσεις που απεργάζονται και που οι συνέπειές τους δεν έχουν επιστροφή, δεν είναι για το καλό του τόπου και του λαού μας.

Αντώνης Κακαράς, Μέλος ΚΕΘΑ, Συγγραφέας.

 

Μακρυνιώτη Σταματούλα του Ηλία (Γεννήθηκα το 1935  Αποφυλακίσθηκα το 1948)

9 Φεβρουαρίου, 2016

Σταματούλα Μακρυνιώτη- Πρέκα

 

ΓΔΑΡΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 

 

Προέρχομαι από γονείς της Αντίστασης και συνέχεια του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Πατέρας μου ήταν ο μεγάλος ήρωας και θα μείνει στη μνήμη μου ο μεγαλύτερος μάρτυρας. Επί Μεταξά εξορία, φυλακές, αυτά μου τα είπανε.

Εγώ θυμάμαι από το 42 και μετά. Τα πρώτα θανάσιμα χτυπήματα τον Απρίλη του 42 που πεθαίνει ο αδελφός μου ο Γιάννης από πνευμονία από την σκοπιά που φύλαγε για τους Ιταλούς. Κρύωσε και δεν υπήρχαν φάρμακα και γιατροί και χάσαμε 22 χρονών παλικάρι. Ο Πατέρας μου αγωνίζεται στην αντίσταση. Το σπίτι μας η γειτονιά το έλεγε Χάνι γιατί φιλοξενούσαμε όλους τους έμπορους που πέρναγαν και πουλούσαν τα νοικοκυριά τους για να ζήσουν.

Πάνω σε 8 ημέρες από το θάνατο του αδελφού μου, μας αρρωσταίνει η Σταυρούλα μας, η αδελφή μου. Γιατρός δεν υπήρχε. Μας πέθανε 21 χρονών. Ο πατέρας μου κρυμμένος, ούτε τα παιδιά του δεν μπορούσε να κλάψει. Μεγάλα χτυπήματα.

Ο Πατέρας μου, Καπετάν Άγρας, με 18 παλικάρια χτυπήσανε ένα λόχο Ιταλούς που μπαίνανε στο χωριό μας. Τους τσακίσαν. Η μάννα μου και άλλες γυναίκες κουβαλούσαν σφαίρες. Όπου φύγει φύγει οι Ιταλοί. Αλλά οι Ιταλοί για αντίποινα μετά από μια εβδομάδα έρχονται στο χωριό και καίνε 18 σπίτια με πρώτο το δικό μας. Ο πατέρας μου πολεμούσε στην μάχη της Παύλιανης, στην αντίσταση. Εκεί χάσαμε και ένα παλικάρι, τον Σπύρο Αρβανίκη.

Στο σπίτι ήμασταν η μάννα μου, εγώ και ο αδελφός μου ο Θανάσης Μακρινιώτης, παντρεμένος. Η γυναίκα του ήταν από την Κοκκινιά. Η μάννα μου ήταν άρρωστη, την βοηθήσανε οι Ιταλοί, την κατεβάσανε από το σπίτι, την πήγαν στην κορομηλιά, πιο πέρα απ’ την αυλή. Αυτοί άρχισαν κι έβαζαν σφαίρες μέσα στο αμπάρι κι’ όταν βάλαν φωτιά λες και γινόταν πόλεμος. Τα πράγματά μας όλα μέσα. Εγώ έσπρωξα το στρώμα που ήταν η μάννα μου ξαπλωμένη στο χαγιάτι, πήρα την κούκλα μου και κατέβηκα στην αυλή. Πήρα και τα πέταλα από το σιδεράδικο του αδελφού μου και τα πήγα στην αυλή. Ήμουν 7 χρονών. Με βάζουν κάπου 10 Ιταλοί στην μέση με τα όπλα στραμμένα σε μένα. «Πού είναι ο μπαμπάς σου;» με φοβέριζαν ότι θα με σκοτώσουν. «Πάει για πουρνάρια, πάει στο χωράφι», τους έλεγα εγώ. Δεν τους μαρτύρησα που ήταν.

Από αυτό το φόβο έπαθαν τα νεύρα μου. Μεσολάβησαν πολλά πράγματα αλλά δεν τα θυμάμαι όλα. Όταν ήρθε ο πατέρας μου από το βουνό που πολεμούσε, του λέει η μάννα μου,

-Δεν έχουμε τώρα και σπίτι.

-Τί στεναχωριέσαι; λέει ο πατέρας. Αυτό το σπίτι ήταν του Πατέρα μου. Εγώ θα σας φτιάξω καλύτερο.

Είχε όνειρα ο πατέρας μου αλλά δεν τον άφηναν οι φασίστες. Πήγαμε τώρα να μείνουμε στου παππού Ζαβούλα το σπίτι. Πεινούσαμε και λίγο γιατί ο πατέρας μου μοίραζε τα τρόφιμα που είχαμε εμείς στους μουσαφιρέους που έρχονταν από την πόλη και πεινούσαν. Τους φιλοξενούσαμε και τους ταΐζαμε κι έτσι έβγαλαν το σπίτι μας «Το χάνι του Μακρυνιώτη».

Από όλα αυτά γεμίζουμε ψώρα, ψείρες. Παθαίνω εγώ μόλυνση. Ο αδελφός μου ο Θανάσης ήταν αρραβωνιασμένος στην Τοπόλια. Εκεί με πήγαν γιατί είχε γιατρό. Με περιποίηση αρκετή έγινα καλά. Εκεί κάθισα κάπου ένα χρόνο. Εκεί οργανώθηκα στα αητόπουλα.

Εγώ τώρα στο σπίτι που με φιλοξενούσαν, η νύφη μου και η αδελφή της ήταν οργανωμένες στο ΕΑΜ. Μαζί με την Κούλα πηγαίνουμε σύνδεσμοι στα γύρω χωριά. Εμείς τα αητόπουλα κάναμε μάθημα στης εκκλησίας το γυναικονίτη και τραγουδούσαμε  «Είμαστε αητόπουλα και του λαού παιδιά και αρχηγό μας έχουμε το Νίκο το Σπαθιά».

Mια μέρα μας είπαν θα περάσει ο Άρης με 60 παλικάρια καβάλα στα άλογα. Σαν να τους βλέπω, τη χαρά που ένοιωσα! Από το ΕΑΜ η Κούλα ήταν ομαδάρχισσα. Κανονίσανε να απαγγείλει λίγα λόγια στον Άρη και εγώ απ’ τα αητόπουλα να προσφέρω λουλούδια. Ήρθε η σειρά μου. Του προσφέρω τα αγριολούλουδα, του λέω,

-Από τα Αητόπουλα για σένα Άρη Αρχηγέ, και χειροκροτήσανε.

Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ! Η δραστηριότητα και η εξυπνάδα που είχαν τότε τα παιδιά και η μυστικότητα ήταν το μεγαλείο που διέθεταν τα Αητόπουλα που πήραν μέρος στην Αντίσταση.

Αυτά όλα έγιναν 42-44-46.

Ο Πατέρας μου απ’ ότι θυμάμαι ή θα κρυβόταν ή θα ερχόταν από εξορία. Όλα τα νησιά τα είχε γυρίσει. Θυμάμαι καμμιά φορά που ερχόταν στο σπίτι, η χαρά μας ήταν μεγάλη με την αδελφή μου γιατί ο Πατέρας ήταν λίγες οι φορές που ήταν κοντά μας. Πάντα κρυβόταν. Πόσες φορές είχε πηδήξει απ’ το παράθυρο για να γλυτώσει από τους Μάϊδες. Η μάννα μου και εμείς τι τραβούσαμε δεν λέγετε. Το 46, μια Κυριακή, δεν θυμάμαι ημερομηνία, παντρευόταν ο αδελφός μου ο Θανάσης. Τον σκότωσαν το 49. Ο γάμος θα γινόταν στο χωριό Ελεώνα. Από εκεί ήταν η νύφη μου. Λέει ο Πατέρας μου «Μωρέ θα πάω και εγώ στο γάμο του παιδιού μου». Πήγαμε, έγινε ο γάμος. Προδόσαν ότι είχε πάει και ο πατέρας και στο γυρισμό, στο φορτηγό αυτοκίνητο, ήταν και η συμπεθέρα, στη Γραβιά κάνουν έλεγχο και βρίσκουν τον Πατέρα. Ευχήθηκε τα παιδιά να ζήσουν, «να φάτε να πιείτε και να γλεντήσετε, να μην γίνει το δικό τους κι εγώ, μαθημένο το βουνό απ’ τα χιόνια». Τον Πατέρα όλο το βράδυ τον δέρνανε οι φασίστες και την άλλη μέρα εξορία.

Ξέχασα να γράψω το 43 ο Πατέρας ήταν στο κρατητήριο στη Γραβιά. Εκεί ήταν και μια φτωχιά απ’ το χωριό Κοκοβίστα γιατί είχε κλέψει λίγα κεράσια για τα ορφανά της και οι τσελιγκάδες την βάλαν φυλακή. Δεν είχε να φάει. Το παιδί της 10-12 χρονών έβραζε μουρόφυλλα και της έφερνε να φάει. Ο Πατέρας τη λυπόταν και της έδονε το φαγητό του. Έλεγε στη μάννα μου «Δεν μου φτάνει το φαΐ» και η μανούλα μου το κουβαλούσε. Όταν βγήκε ο πατέρας λέει στη μάννα μου,

-Μήπως έχεις λεφτά μαζί σου; Έχω να πληρώσουμε να βγάλουμε μια φτωχιά να μαζέψει τα παιδιά της.

-Ό,τι πεις Ελιά μου.

Βγάλαμε τη Παναγιού. Έτσι την έλεγαν. Της δώσαμε και το μουλάρι μας, πήγε στο χωριό της, πήρε και τα παιδιά της και ήρθε η Παναγιού. Ζει τη δική μας τρομοκρατία στη συνέχεια.

Ο Πατέρας έκανε κάπου 8 μήνες στα Γιούρα. Όταν ήρθε απ’ το κακό στο χειρότερο. Η αδελφή μου Ελένη 15 χρονών είχε πάει στο αντάρτικο το 47. Και ο αδελφός μου ο Θανάσης Αρβανίτης απ’ το πρώτο γάμο της μάνας μου αφήνει τη γυναίκα του έγκυο. Η νύφη μου καλή κοπέλα αλλά πολύ πονεμένη, όσο και εμείς το 47. Η μια καταστροφή κοντά στην άλλη. Σκοτώνετε ο αδελφός της νύφης μου 23 χρονών παλικάρι, Χαράλαμπος Κορδάς. Αντάρτης του ΔΣΕ. Μείναμε πίσω η μάννα του, μια πολύ γενναία γυναίκα και η αδελφή του Αγγελική. Ήρθαν και αυτές στο χωριό μας κοντά στην νύφη μου. Στο χωριό τους τους κυνήγαγαν. Ήρθε η ώρα να γεννήσει η νύφη μου, γιατρός δεν υπήρχε, τρία μερόνυχτα ο πατέρας μου κρυφά ερχόταν, της έδινε κουράγιο. Βοηθούσε και η ίδια πολύ. Έκανε ένα αγοράκι. Στο χωριό μας κατεβήκαν οι αντάρτες και σκοτώσαν δυό χωριανούς. Ο Πατέρας δεν ήξερε τίποτα. Ήταν στο κοπάδι μας την νύχτα αυτή, στο βουνό. Την άλλη μέρα όλοι είπαν ότι ο Μακρυνιώτης τους σκότωσε. Δεν μπορούσε πρώτα να ξεμυτίσει στο χωριό, τώρα ένα παραπάνω. Και το κοπάδι το παρακολουθούσαν. Είχαμε πρώτα τον Γιάννη της Παναγούς, το παλικαράκι 16 χρονών, αλλά πήγαν μαζί με την Ελένη μας εθελοντές στο αντάρτικο. Πήγαινε τώρα και η Παναγιού στα γίδια. Λέει ο Πατέρας,

-Πάμε Σταμάκιμ’ στο Αρχηγείο να δούμε τα παιδιά μας και τον Καπετάν Διαμαντή;

-Πάμε πατέρα.

Εγώ είχα πάει πολλές φορές στο Αρχηγείο και με τη μάννα μου και με την Ελένη μας. Πήγαμε, το αρχηγείο ήταν στα λιβάδια προς την Αράχωβα. Πήγαμε σταφύλια, σύκα να φάνε. Έρχεται η Ελένη τρέχοντας μόλις έμαθε ότι πήγαμε. Καμάρωνε που φορούσε παντελόνι και είχε κι όπλο. Λέω εγώ, δεν θα μεγαλώσω!

Τον αδελφό μου τον Θανάση δεν τον είδαμε, ήταν στον Ελικώνα.

-Ο Γιάννης που είναι Ελένη;

-Σκοτώθηκε μας είπαν στη μάχη.

Ο Πατέρας πικράθηκε πολύ. Κλάψαμε όλοι μας τον Γιάννη Τούμπα, 16 χρονών παλικαράκι, γιός της Παναγούς.

Στο σπίτι μας έρχονταν κάθε μέρα οι Μάηδες και μας απειλούσαν. Εμένα και τη μάννα μου λέγαν αν δεν παραδινόταν ο Πατέρας θα μας σκότωναν. Έλεγε η μάννα μου,

-Κρύψ’ Ελιάμ, θα σε φάνε τα κοπρόσκυλα.

-Εμένα γυναίκα θα μι το φάνε το κεφάλι μου αλλά η γη να μ’ το θυμάσαι θα φυτρώσει το κομμουνισμό. Εμένα θα μ’ το κόψουν το κεφάλι αλλά θα αφήσω πίσω τα παιδιά μου.

Στο χωριό μας ήταν ένας στην ηλικία του πατέρα μου. Είχε πρόβατα αλλά φασίστας και ρουφιάνος. Ο Πατέρας είχε ιδανικά, ήθελε ησυχία, ήθελε να ζήσει κοντά στην οικογένειά του που την είχε στερηθεί. Ο άλλος εκμεταλεύτηκε τον πόνο του πατέρα και του λέει,

-Μακρυνιώτη, θα κάνουμε μια συμφωνία. Εγώ θα σε προσέχω απ’ το στρατό εσένα και την οικογένειά σου και εσύ απ’ τους αντάρτες. Θα προσέχουμε και το χωριό.

-Εντάξει, λέει ο Πατέρας. Δώσανε τα χέρια. Ο Πατέρας μου ήταν πολύ έξυπνος αλλά εκεί την πάτησε, ήταν τίμιος. Έδωσε τον λόγο του αλλά νόμισε ότι και οι φασίστες έχουν λόγο. Λάθος μεγάλο. Τώρα αυτός τον είχε στο χέρι τον Πατέρα. Μια μέρα κατεβαίνει στο χωριό, πήγε μέχρι το χωράφι μας στον Αγιώργη. Τον βλέπει η αδελφή μου Κρυστάλλω, ήταν παντρεμένη. Του λέει,

-Πατέρα, γιατί ξεκάμπισες; Σε τρώει το κορμί; θα σε φάνε τα σκυλιά!

-Μη φοβάσαι Κρυσταλάκι, γίναμε αδελφοποιτοί με τον τάδε και ο ένας φυλάει τον άλλο.

-Έχουν βάση τα σκυλιά πατέρα;

Είχε δίκιο η Κρυστάλλω. Ήρθε στο σπίτι μας. Καθόμαστε σε ξένο σπίτι, το δικό μας το έχουν κάψει, και τα βράδια κοιμόμασταν σε άλλο στη γειτονιά. Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ. Του λέει η μάννα μου

-Πολύ θάρρος πήρες Ηλίαμ’, φυλάξου να πηράσει η μπόρα, μην δίνεις εμπιστοσύνη στους Τούρκους.

Εκείνο το βράδυ όλο με καμάρωνε ο Πατέρας, όλη τη νύχτα κουβέντιαζαν με την μάννα μου για τα παιδιά τους. Ήταν σκόρπια.

-Πότε θα γίνει ησυχία να μαζευτούμε σαν οικογένεια, έλεγε η μάννα μου.

-Μην στεναχωριέσαι γυναίκα, έρχονται καλύτερες μέρες.

Το πρωί με φίλησε και έφυγε. Πήγε στα γίδια μας ξέγνοιαστος. Ο προδότης είχε ειδοποιήσει τους Μάηδες. Είχε κανονίσει. Ο Πατέρας μου ήταν προς τη ρεματιά κι αυτός στο ύψωμα. Εμείς είδαμε τους Μάηδες. Μας ‘φαγανε τα φίδια. Κρυφτήκαμε εμείς. Πήγαν κατευθείαν στο κοπάδι του προδότη. Τους λέει να που … είναι, ήρθε το τέλος του Μακρυνιώτη. Με τους Μάηδες μαζί ήταν και ένα γειτονόπουλο που το ταΐζαμε καμιά φορά να του φύγει η σπλήνα από την πείνα που δυστυχούσαν. Λεωνίδας. Ρίξανε στον πατέρα, τον λάβωσαν. Κι έπεσε κάτω. Τους λέει ο φίλος φίδι,

-Να πάτε να του κόψετε το κεφάλι.

Πήγαν κι ο πατέρας ήταν ζωντανός. Παίρνει ο Λεωνίδας το σουγειά του πατέρα. Και τον σφάζουν. Του κόβουν το ΚΕΦΑΛΙ. Περάσαν σύρμα από τα αυτιά του κεφαλιού. Το πήραν μπροστά τα γίδια μας και πίσω οι Μάηδες και ο Λεωνίδας με το κεφάλι. Εμείς απ’ το χωριό βλέπαμε τα γίδια που τα φέρνουν αλλά δεν βλέπαμε τον πατέρα.

-Άει παιδάκι’μ’, γλύτωσε, ας τα πήραν τα γίδια.

Όταν έφτασαν κοντά, βλέπω το κεφάλι και νόμισα ότι είναι τομάρι από γίδι. Όταν καλοβλέπω το κεφάλι του πατέρα η μάννα μου φωνάζει.

-Σε φάγαν Ηλιάμ.

Εγώ βρέθηκα μπροστά τους. Κοντά η μάννα μου, φωνάζαμε, θρηνούσαμε και τότε μας πλακώνε στο ξύλο με το κεφάλι του πατέρα. Κλοτσιές, μας γέμισαν αίματα απ’ τον Πατέρα. Η αδελφή μου Κρυστάλλω πήρε ένα μουλάρι και πήγε εκεί που έσφαξαν τον πατέρα. Όλα τα πουρνάρια είχαν φαγωθεί από το σώμα του πατέρα που χτυπιόταν που τον έσφαξαν ζωντανό. Έβαλε το σώμα του Πατέρα στο μουλάρι και πήγε και τον έθαψε στο νεκροταφείο σκάβοντας μόνη της τον τάφο.

Κάποτε φεύγουν. Πήγαν στο κάτω χωριό, μαζευτήκανε όλοι οι φασίστες του χωριού και κλωτσούσαν το κεφάλι κι’ έλεγαν ότι καθάρισε ο τόπος. Βάλανε χέρι στα γίδια. Κοροϊδευόντουσαν και έλεγαν «δεν είναι και παχιά». Τότε λένε,

-Βρε συ, για να καθαρίσει ο τόπος να πάτε να σφάξετε την γυναίκα και το κορίτσι.

Ανασκουμπώνονται δύο Μάηδες κι’ από ένα μαχαίρι στο χέρι και ρχόντουσαν τρέχοντας για να εκτελέσουν σωστά το χρέος τους. Στα μισά του δρόμου τους βλέπει ένας γαμπρός μας και κάνει νόημα στις γυναίκες που είχαν μαζευτεί να κρυφτούμε. Φύγαμε με την μάννα μου μέσα στους κήπους. Τρέχοντας πήγαμε σε ένα σπίτι και μας κρύψανε. Αυτοί πήγαν στο σπίτι που μας άφησαν. Δεν μας βρίσκουν. Δέρνουν τις γειτόνισσες. Τα έκαναν γυαλιά καρφιά, το σπίτι το ρήμαξαν, καρπούς, ρούχα, λάδια, ήταν όλα σκόρπια.

Μεγάλη συμφορά. Τί να κάνουμε τώρα, ερχόντουσαν κάθε μέρα οι Μάηδες να μας βρουν. Μια μέρα έρχονται. Εμείς κρυβόμασταν όταν τους βλέπαμε. Βρίσκουν τον Παρδάλι μας, τον σκύλο μας, το γνώριζαν κι’ αυτό γιατί τους γαύγιζε όταν έρχονταν και το σκότωσαν. Εγώ το έβλεπα απ’ την κρυψώνα αλλά δεν μπορούσα να βοηθήσω. Τον έφαγαν οι Μάηδες κι αυτόν. Δεν μπορούσαμε με τίποτα να μείνουμε στο χωριό. Θα μας σκότωναν. Μαθαίνουμε πως ο αδελφός μου ο Θανάσης, αντάρτης, θε να έρθει ο λόχος του απ’ τον Ελικώνα στον Παρνασσό, στο αρχηγείο που ήταν στην Επάνω Αγόριανη. Πάνε η μάννα μου και η νύφη μου με το νεογέννητο να το δει ο αδελφός μου, να του πουν για τον Πατέρα, για μας που δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο χωριό, θα μας σκότωναν. Εγώ δεν περίμενα να γυρίσουν. Πήγα κι’ εγώ στο αρχηγείο 3 ώρες περίπου με τα πόδια. Είμουν 12 χρονών. Ήρθε ο αδελφός μας, είδε όλους, είδε πρώτα το παιδάκι του, το χάρηκε και μετά τούπαμε για τον πατέρα. Πόνεσε πολύ, του είπαμε για μας τι τραβάμε, τότε είπε να πάμε κι’ εμείς στο Αντάρτικο. Θα ήμασταν κοντά σε δικούς μας ανθρώπους. Μείναμε εκεί. Πήγε και πήρε την πεθερά του, την κουνιάδα του, την Παναγιού και τον Θωμά. Ο Θωμάς ήταν 10 χρονών, αδελφός του Γιάννη Τούμπα που σκοτώθηκε. Ήμασταν τώρα 8 άτομα με τον μικρούλη Αχιλλέα. Η Ελένη δεν ήταν τότε στο αρχηγείο και δεν την είδαμε. Εμάς μας έλεγαν γυναικόπαιδα. Ο λόχος του αδελφού μου θα πήγαινε προς τα Βαρδούσια. Θα έπερναν και τα γυναικόπαιδα μαζί. Χάρηκε ο αδελφός μου. Τί ωραίο παλικάρι που ήταν! Μας είπε ο αδελφός μου εδώ τουλάχιστον θα ήμασταν σε δικό μας έδαφος, κοντά στα παλληκάρια μας. Και παίρναμε κουράγιο. Εμείς από το σπίτι πήραμε μόνο το μουλάρι μας, τον Κοκκίνη, και τα ρούχα που φορούσαμε κι’ από μια κουβέρτα. Τα πράγματά μας όλα μας τα είχαν πάρει εκτός από 2 μπαούλα γεμάτα ρούχα, ωραία ρούχα. Μας τα είχε η μάννα μου ένα της Ελένης και ένα εμένα για προίκα. Τα είχαμε κρύψει στην Πανόργια. Ήταν μόνη της. Εκεί κρυβόταν και ο Πατέρας καμιά φορά. Λέει η μανούλα μου,

-Αν γυρίσουμε ζωντανοί, θα τα βρούμε να έχουν κάτι τα κορίτσια μου. Ξεκινάμε τώρα βράδυ γιατί όλο νύχτα περπατούσαμε. Την ημέρα θα μας έβλεπαν τα αεροπλάνα. Βάζουν εμένα, τον Θωμά και το μωράκι καβάλα στο μουλάρι, μας τύλιξαν με τις κουβέρτες, μας έδεσαν να μην πέσουμε και δρόμο μες στα βουνά. Όπου ξημέρωνε καθόμασταν. Μας μοίραζαν κάτι να φάμε. Το πρώτο χωριό που βρήκαμε ήταν η Κουκουβίστα.

-Σε αυτό το χωριό και στη Παύλιανη δίπλα, ο Πατέρας καπετάν Άγρας τότε, με άλλα παλικάρια τσακίσανε τους Ιταλούς, λέει η μάννα μου. Εδώ παιδάκια μου, ο πατέρας τα ποδαράκια του έχουν πατήσει όλες τις κορφές. Σαν να τον βλέπομε, αλλά ο Πατέρας τον είχαν σκοτώσει οι Έλληνες φασίστες.

Στο κάθε χωριό καθόμασταν αρκετές ημέρες μαζί με τους αντάρτες και τις αντάρτισσες. Κι ο αδελφός μου να απολαμβάνει τι γυναίκα του και το παιδί του. Ξέχασα να γράψω πως την κουνιάδα του Αγγελική την πήγαν μάχιμη, την βάλαν στον ασύρματο.

Όταν μαθεύτηκε ότι πήγαμε στο αντάρτικο πίσω στο χωριό, οι φασίστες έκαναν ότι ήθελαν. Είχαμε ένα κήπο 3 στρέμματα στο σπίτι μας. Ήταν ένας παράδεισος. Ότι δέντρο καρποφόρο υπήρχε το είχε φυτέψει ο πατέρας και 80 ρίζες ελιές. Ήταν πολύ ωραίο! Όλοι τον ζήλευαν, πήγαν οι φασίστες, μας τα έκοψαν όλα, μας έκαψαν τα καλύβια μας. Αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί τα έκαψαν οι Έλληνες Φασίστες. Μαθαίνουν και τα δύο μπαούλα που είχαμε στην πανώρια, πήγαν τρεις απ’ το χωριό, αυτός που πρόδωσε τον πατέρα, η Περικλίνα, της είχαν σκοτώσει το κορίτσι οι Αντάρτες και έπερνε εκδίκηση σε μας, και ο Λεωνίδας ο φονιάς. Εκεί είχαμε και ένα παππού Ζαβούλα. Φόρτωναν τα μπαούλα κι έλεγαν στον παππού

-Βοήθα γέρο αλλοιώς θα σε σκοτώσουμε.

Και τα πήραν όλα. Τώρα δεν υπήρχε τίποτε και της νύφης μου την προίκα που ήταν νιοπαντρεμένη, της τα πήραν όλα.

Εμείς στην Κουκουβίτσα, όλα αυτά τα χωριά τα έλεγαν Ανταρτοκρατούμενα. Είχαν φύγει οι χωριάτες. Τους είχαν μαζέψει στις πόλεις για να μην βρίσκουν οι αντάρτες τρόφιμα. Διαταγή να φύγουμε. Νύχτα περπατούσαμε, μέρα καθόμαστε. Χωριά πολλά περάσαμε Περνούσαμε καλά γιατί ήταν το παληκάρι μας μαζί, ο Θανασούλας μου, ώσπου φτάσαμε στο χωριό Δάφνη και Ανατολή το έλεγαν. Εκεί καθήσαμε αρκετό καιρό. Θυμάμαι τις κοπέλλες με τα παντελόνια. Έκαναν άσκηση. Τί ωραία και ενθουσιασμός! Εκεί είχαν κρατούμενους και το έσκασαν. Δύο, πήγαν στην Λαμία, για αυτούς θα σας γράψω πιο κάτω. Μας λέει ο αδελφός μου ότι πήραν διαταγή να φύγει ο λόχος του. Κλάμματα εμείς, η μάννα, η γυναίκα του, μας αγκάλιασε όλους και δεν μας ξεκόλαγε από την αγκαλιά του. Ήταν η τελευταία φορά. Δεν τον ξαναείδαμε. Μείναμε τέσσερεις γυναίκες, ο Θωμάς δέκα χρονών, εγώ δώδεκα χρονών και ο Αχιλλέας μηνών. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε πουθενά. Άρχισε η πείνα. Δεν είχαν τρόφιμα. Ότι είχαν μας τα έδιναν στα γυναικόπαιδα από λίγο.

Τη μέρα κρυβόμασταν και την νύχτα περπατούσαμε. Νυστάζαμε, δεν μπορούσα, δεν είχαμε παπούτσια, τα πόδια μας ήταν όλο πληγές. Πονούσα, έκλαιγα. Όλοι στη σειρά, μεταδόστε ησυχία ό ένας στον άλλο. Ερχόταν η σειρά μου, σταματούσα τα κλάμματα κι έλεγα «μεταδόστε ησυχία».

Η μαννούλα μου ήταν άρρωστη όλο τον καιρό. Έφυγε και ο αδελφός μου. Ήταν ένα έρμαιο. Εγώ φώναζα «πεινάω», το μωρό μας έκλεγε, δεν είχε γάλα να το θηλάσει γιατί ήταν νηστική η μάννα του. Κάθε μέρα και χειρότερα. Ο εχθρός όλο και πλησίαζε. Είχαμε 15 ημέρες χωρίς να φάμε τίποτα. Μου δίνει ένα κοριτσάκι λίγο αλάτι, μου λέει βάλτο στο στόμα σου για να πίνεις νερό να γεμίσει η κοιλιά σου και δεν θα πεινάς.

Κακά τα ψέμματα, μια μέρα μας είπαν οι αντάρτες «πρέπει να υπακούμε γιατί ο έχθρός μας πλησιάζει». Όλο αυτό το διάστημα γυρίζαμε Βαρδούσια, Γκιώνα. Εκείνο το ποτάμι τον Μόρνο, τον περάσαμε και 10 φορές. Μέχρι τον λαιμό το νερό, μούσκεμα, κρυώναμε, φωτιές δεν μπορούσαμε να ανάψουμε, θα μας έβλεπαν. Συνέχεια περπατούσαμε και «μεταδόστε ησυχία». Το μουλάρι μας το είχαμε αφήσει. Μας είπαν οι αντάρτες να αφήσουμε τα πράγματά μας δηλαδή από μια κουβέρτα που είχαμε γιατί θα ανεβαίναμε σε μεγάλες κορυφές.

Που βρίσκαμε εκείνο το κουράγιο, ίσως από φόβο. Πολλές φορές τα αεροπλάνα έρχονταν και την νύχτα με προβολείς και το «μεταδόστε ησυχία» είχε συμπληρωθεί «και ακίνητοι». Μια μέρα τα αεροπλάνα μας είχαν εντοπίσει γιατί είμασταν παιδιά, δεν υπακούαμε. Έρχονταν συνέχεια, μας στρίμωξαν σε μια χαράδρα. Εκεί έγινε ο χαλασμός. Εκεί σκοτώθηκαν πολλά παιδιά, οι ρουκέτες να πέφτουν σαν βροχή, η μάννα μου και εγώ είμασταν στο πλάϊ της χαράδρας και τα αεροπλάνα κατέβαιναν πιο χαμηλά απο μας. Μας έβλεπαν, σηκώνονταν και έριχναν και μας είχαν δει ότι είμασταν γυναικόπαιδα. Παίρνει η μάννα μου μια πλάκα πέτρα και μου την βάζει στο κεφάλι να μην με πάρει κανά βλήμα. Εγώ την πετάω τότε, την παίρνει την βάζει στο δικό της κεφάλι και βάζει το δικό της κεφάλι πάνω απ’ το δικό μου να με προστατέψει.

Νύχτωσε καλά. Φωνάζουν να συναχθούμε. Πολλοί οι τραυματίες κι’ ένα παιδί αντάρτη τον έκοψε η ρουκέτα στην μέση. Είπαν πως τον έλεγαν Σβάρνα. Τους τραυματίες έφτιαξαν ξήλινα κρεβάτια και τους κουβαλούσαν, κι’ όσοι γλύτωσαν. Το χιόνι να πέφτει ασταμάτητα, κρύο πολύ, πείνα, πόνος. Βρεθήκαμε στην κορυφή της Γκιώνας. Το χιόνι να μας σκεπάζει, πολλά παιδάκια ξεπάγιασαν, πέθαναν. Εμείς ότι ρούχα μας είχαν μείνει σκεπάσαμε το μικρούλι να μην ξεπαγιάσει. Εγώ κρέμασα το κεφάλι για πεθαμό. Τότε η μάννα μου βάζει χιόνι και με τρίβει με γρήγορες κινήσεις και συνήρθα. Στην κορυφή της Γκιώνας ο στρατός μας είχε περικυκλώσει. Τότε μας λένε οι αρχηγοί αντάρτες, 4-5 παλληκάρια,

-Όλα τα γυναικόπαιδα θα κατεβείτε στο χωριό Συκιά, θα πάτε, είναι ο στρατός, να παρουσιαστείτε. Εκεί μπορεί να ζήσουν τουλάχιστον οι μισοί.

Υπακούσαμε. Οι αντάρτες μας χαιρέτησαν κι έφυγαν μες την θύελλα. Μετά από λίγο ακούσαμε πυροβολισμούς. Ίσως αυτοκτόνησαν να μην τους πιάσουν. Εκεί αυτοκτόνησε η Ευθυμία Αρβανίτη, 18 ετών, με το μωρό της, για να μην την πιάσουν. Ήταν απ’ το χωριό Αριμέα.Εμείς κατρακυλώντας μες τα χιόνια, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, δεν μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους το τί περάσαμε μες στις χαράδρες και εκεί αφήσαμε κορμάκια, φτάσαμε καμμιά φορά στο χωριό. Ο στρατός μας περίμενε γιατί μας παρακολουθούσε. Ήταν μεγάλη Πέμπτη το 48.

Εκεί αρχίζουν πιο μεγάλα μαρτύρια. Να τρέμουμε σαν τα ψάρια απ’ το φόβο και κρύο. Της νύφη μου της έλεγαν «Πού τόκανες πουτάνα το παιδί;» Ήταν η διάλεκτος που είχαν. «Στο βουνό θα σας σκοτώσουμε, τώρα δεν θα μείνει κανένας». Εκεί στους στρατιώτες ήταν ένας απ’ το χωριό μας, Κώστας Κονταξής λέγετε, στρατιώτης, αλλά κρυφά μας κοίταξε. Φοβόταν να μας μιλήσει. Ο διοικητής είχε ένα βούρδουλα, πηγαινοερχόταν στην πλατεία, γιατί εκεί μας είχαν, και χτυπούσε τα γυναικόπαιδα. Μας τρομοκρατούσε, μας έλεγε «δεν θα μείνει κανένα κομμούνι». Εμείς τους κοιτούσαμε απαθέστατοι. Είχαμε απομείνει από την πείνα και την ταλαιπωρία.

‘Ερχετε ο στρατιώτης απ’ το χωριό μας κρυφά. Κάπου βρήκε κάτι παλιοπάπουτσα και μου τα έδοσε, που είχαν ανοίξει τα ποδάρια μου, ξυπόλητο στα χιόνια που περπατούσαμε μερόνυχτα στα βουνά. Μόλις τα φόρεσα ήταν και μεγάλα αλλά θα τα έσουρνα. Το μάθαν και μου τα πήραν. Μούμεινε η χαρά. Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. Πάλι ξυπόλητη εγώ.

Απ’ το χωριό Συκιά μας πήγαν στο χωριό Μαυρολιθάρι. Εκεί αποκαμωμένοι όλοι μας πήγαμε στην πλατεία του χωριού και μας μοίρασαν ψωμί. Η μάννα μου μου λέει:

-Λίγο λίγο παιδάκι, φάτο μην πνιγείς.

Ώσπου να το πει η μάννα μου εγώ κοιτούσα να φάω και το δικό της. Τόση πείνα κι έλεγαν και γελούσαν οι φαντάροι, κοίτα πείνα τα κομμούνια! Είχαμε και το μωράκι του αδελφού μου, δεν είχαμε γάλα. Η μάννα νηστική, πώς να κατεβάσει γάλα. Όλο έκλεγε, πεινούσε και της έλεγαν ο στρατός «Πουτάνα πέτα το το μπαστάρδικο ή θα σου το σκοτώσουμε εμείς». Φόβος μεγάλος.

Ξεκινήσαμε απ’ το Μαυρολιθάρι, περπατούσαμε σιγά, δεν είχαμε κουράγιο. Μας έβριζαν και μας κοπανούσαν και καμμιά φορά υπήρχαν και καλά παιδιά φαντάροι. Κρυφά μας μιλούσαν με καλοσύνη. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία φτάσαμε στο χωριό Γαρδικάκη. Ίτη σήμερα το λένε. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Μας πήγαν στην πλατεία του χωριού να μας δουν που θα έβγαζαν τον επιτάφιο οι χωρικοί.

Δεν θυμάμαι πόσο μείναμε εκεί. Μάλλον μια νύχτα μετά έφεραν στρατιωτικά αυτοκίνητα και μας πήγαν στη Λαμία. Στο κάθε αυτοκίνητο ανοιχτά πίσω ήταν κι ένας χωροφύλακας. Απάνω στην Λαμία είχαν μάθει ότι έπιασαν Αντάρτες και γυναικόπαιδα. Είχε βγει όλη η Λαμία έξω να μας δουν. Ήταν κάπου 20 αυτοκίνητα. Η Λαμία έχει πολλές πλατείες. Ήταν εντολή να μας περάσουν απ’ όλες της πλατείες γύρω γύρω. Να μας βρίζουν και να μας φτύνουν.

Σε μια πλατεία η μαννούλα μου είδε και χωριανούς μας. Σηκώνομε λίγο να με δουν καμαρωτή κι’ αν μας έφτυναν θα τους έφτυνα και γω. Δεν πρόλαβα, ο χωροφύλακας μούδοσε μια με το πίσω του όπλου στο κεφάλι. Πρόλαβα και του είπα «Κάτσε καλά βρε», και μετά ζάρωσα. Μας πήγαν σε κάτι μεγάλα κτίρια, στρατώνες ήταν δεν θυμάμαι.

Ξημέρωσε Πάσχα το 48. Μας μαγείρεψαν κουκιά φρέσκα και μας μοίρασαν. Εκεί μας κράτησαν 20 ημέρες. Κοιμόμασταν στο τσιμέντο χωρίς ρούχα. Είχαμε μια κουβέρτα και τυλίγαμε το μικρό. Μόνο από κάτω είχαμε χαρτόκουτες. Σε κάθε θάλαμο είχαν ένα γκαζοντενεκέ για τις ανάγκες μας. Δεν είχαν τουαλέτες. Εμείς στο θάλαμο ήταν ένα παλικάρι, αντάρτης. Δεν μιλούσε ούτε άκουγε. Είχαν πέσει οβίδες δίπλα του και είχε κουφαθεί και άδειαζε το παληκάρι το ντενεκέ με τις ακαθαρσίες συνέχεια. Γράφω πιο μπροστά, από το χωριό Χωμίριανη είχαν δραπετεύσει 2 κρατούμενοι φασίστες που κρατούσαν οι αντάρτες. Αυτοί έφαγαν πολλά παληκάρια και κοπέλλες. Κάθε μέρα μας έπερναν για αναγνώριση. Από αυτούς όσους γνώριζαν τους σκότωναν, τους τιμώραγαν πρώτα και μετά σε ομαδικούς τάφους στη Ξηριότσα, έτσι λέν το νεκροταφείο. Έφαγε πολλά παληκάρια. Αιωνία τους η μνήμη.

Θυμάμαι μια κοπέλλα απ’ το θάλαμο, σαν το φεγγάρι ήταν. Την πήραν για εκτέλεση. Μας χαιρέτησε και φώναξε,

-Αδέλφια κουράγιο, μην σκύβετε το κεφάλι. Γειά σας!

Ήρθε η μέρα να φύγουμε. Μας έβγαλαν από τον θάλαμο. Εμάς τα μικρά μας κρατούσαν. Οι μεγάλοι κάτω όλοι στοιβαγμένοι στις γραμμές να περάσει το φορτηγό τραίνο να τους βάλουν μέσα για το άγνωστο. Δεν ήξεραν που. Εμάς τα παιδιά μας έφεραν γάλα και γαλέτες να μας καλοπιάσουν. Θα μας στείλουν είπαν σε παιδούπολη. Εγώ επαναστάτησα, είδα τη μάννα μου, το μικρό κάτω και κάπως μου ήρθε. Ανεβαίνω στη τζαμαρία,

-Θα με αφήσετε να πάω στην μάννα μου ή θα πέσω κάτω; Αυτοί μας έλεγαν θα μας πάνε στη Βασίλισσα και θα τρώμε καλά. Τότε εγώ δίνω μια γροθιά στο τζάμι, σπάει όλο, γεμίζω αίματα, φωνάζω, τρέχω, τους βρίζω, τους έκανα μεγάλη φασαρία. Τελικά νίκησα. Τρέχω στην μάννα μου, την ώρα που τους έβαζαν στο τραίνο. Η μαννούλα μου μόλις με είδε, άνοιξε την αγκαλιά της,

-Ήρθες παιδάκι μου;

Μας σπρώχνουν μέσα στην πόστα, μας πήγαν κοντά στη θάλασσα, τώρα Αγία Μαρίνα τόλεγαν  το μέρος, δεν θυμάμαι. Εγώ μόλις βλέπω τη θάλασσα, τρόμαξα, δεν είχα ξαναδεί άλλες φορές,

-Θα μας πνίξουν μαννούλα μου, τί είναι αυτό τόσο νερό; Μας έβαλαν μέσα στο σαπιοκάραβο. Μας έσπρωχναν. Μας κατέβασαν κάτω. Με αυτό φαίνεται κουβαλούσαν γελάδια γιατί βρώμαγε. Εκεί μέσα είχε ακαθαρσίες. Εμείς είμασταν έρμαια στα χέρια τους. Μας έβριζαν. Αυτό γινόταν συνέχεια. Εκεί που μας έβαλαν μας χώρισαν με μια τριχιά στην μέση. Ξεκινήσαμε καμμιά φορά. Μετά από λίγο άρχισε το ξερατιό. Ο ένας πάνω στον άλλο. Δραματική η κατάσταση. Δεν μας άφηναν να βγούμε επάνω να πάρουμε λίγο αέρα. Ύστερα από πολλές ώρες ταλαιπωρίας, ταρακουνηθήκαμε εκεί, σταμάτησε. Είχε πλευρίσει σε κάτι βράχους. Κατεβαίνουν κάτω. Μας λένε,

-Όσοι είναι από την δεξιά μεριά του σκοινιού να βγούνε έξω. Χαιρετάμε τους συντρόφους μας κι ανεβαίνουμε τις σκάλες. Ήταν ένας ξηρότοπος. Είχε κάτι ελιές κι’ βράχους. Έβαλαν κάτι σανίδες και μας έβγαλαν. Δεν θυμάμαι πόσους, όλους γυναικόπαιδα. Εκεί ήταν ένας διοικητής και στρατός που μας πήραν. Το καράβι έφυγε για το άγνωστο για μας. Εκεί μας είπαν ότι το νησί αυτό το έλεγαν Τρίκερι.

-Προχωράτε κομμούνια, στο βουνό τρέχατε, εδώ δεν μπορείτε; Εμείς είμασταν πολύ ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, ο ένας κράταγε τον άλλον. Καμμιά φορά φτάσαμε σε ένα μοναστήρι. Μας άφησαν εκεί, μας έδοσαν λίγο ψωμί ανά δύο άτομα και μια ρέγκα. «Νερό, νερό» φωνάζουμε, μας λεδοσαν ένα κουβά. Βγάζουμε νερό από το πηγάδι. Έγινε χαμός. Ποιός να πρωτοπιεί. Δεν χορταίναμε. Σε λίγο μας φωνάζουν όλους στο προαύλιο. Φωνάζουν με τα ονόματά μας. Είπαν ανά 3 άτομα θα πάρετε μια σκηνή. Εγώ, η μάννα μου και η Παναγιού Τούμπα. Η σκηνή ήταν χαμηλή, στρατιωτικές, σκυφτά έπρεπε να μπαινοβγαίνεις. Μια σκηνή έδοσαν στη νύφη μας, τη Βασιλικούλα, η μαμά της και το μικρό και συνέχεια σε όλους. Μας πήγαν πιο κάτω απ’ το μοναστήρι, σε ένα μέρος λίγο κατηφορικό. Μας είχαν κάνει γραμμές που θα τις στήναμε . Άρχισε η δουλειά. Καθαρίσαμε το μέρος και στήσαμε κάτω χώμα. Ρούχα δεν είχαμε. Μια κουβέρτα ξήκλια είχε η Παναγιού και μια εμείς. Η μια κάτω, η μια αποπάνω.Τέλειωσε αυτή η δουλειά.

Πιό κάτω, κοντά στη θάλασσα ήταν οι άντρες κρατούμενοι. Εκεί ήταν κι ένας πρωτοξάδελφος Μακρινιώτης Αθανάσιος από το χωριό Ριτζέρι. Ήρθαν οι στρατιώτες κι είπαν «ποιές θέλουν να ρθουν στο μαγειρείο;» Μόλις άκουσαν μαγειρείο, όλες πρόθυμες. Κι έτσι άρχισε το συσσίτιο. Το πρώτο συσσίτιο ήταν μπακαλιάρος με πατάτες, με σταφίδες μέσα το ψωμί, μισή οκά, ένα φραντζολάκι το άτομο για 2 ημέρες. Κάθε 2 ημέρες ερχόταν το καΐκι από το Βόλο με ψωμί και τρόφιμα.

Εμένα το ψωμί δεν μούφτανε. Έτρωγα και της μάννας μου. Η μάννα μου όλο αυτό το καιρό στο βουνό και τώρα στην εξορία ήταν άρρωστη. Είχε συνέχεια αιμοραγία. Ρούχα να αλλάξει δεν είχε. Η κατάσταση δύσκολη, εγώ δεν πολυκαταλάβαινα την σοβαρότητα της υγείας της. Η νύφη μου της είχε κοπεί το γάλα. Το παιδί τι να φάει, αρρώστησε. Θυμάμαι τόβαζε για ύπνο και κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά από την αδυναμία, αλλά έγραψε στο χωριό της σε κάτι συγγενείς και τους πούλησαν ένα κτήμα και της έστειλαν λίγα χρήματα. Έτρωγε το παιδί. Συνήλθε. Ήταν ο πιο μικρός εξόριστος. Πέντε μηνών. Φτιάξανε και τη σκηνή. Πιο ψηλά χτίσανε ένα μέτρο και την έβαλαν πιο ψηλά και έφτιαξαν και κρεβατάκια. Όσοι διέθεταν λίγα χρήματα έκαναν την ζωή τους εκεί πιο καλή. Ήταν πολλοί. Εμείς οι φτωχοί είμασταν πιο χαμηλά και είμασταν και εμείς, πολλοί, που δεν είχαμε τίποτα.

Εκεί στο μοναστήρι κοντά είχε ένα σπίτι. Κατοικούσε μια γριά πολύ ψηλή. Φορούσε νησιώτικα ρούχα κι ότι κουβαλούσε βάρος, το κουβαλούσε στο κεφάλι. Εμείς ξέραμε ότι το φορτίο το φορτόνωντε στις πλάτες και μας φαινόταν παράξενο. Αλλά ήταν και κακιά, μας έβριζε. Απ’ έξω από το σπίτι ήταν ένα προαύλιο με καλντερίμι. Εκεί μας έδοναν το συσσύτιο, μας έβαζαν στη γραμμή με τις καραβάνες. Αυτές που ήταν στο μαγειρείο ήταν πιο τυχερές γιατί έγλυφαν και τα καζάνια.

Καμμιά φορά μας έδοναν και φρούτο, ότι φρούτο κι άν ήταν τόβαζαν κομούλια, κομούλια και στην γραμμή εμείς. Εγώ έπερνα και της μάννας μου. Μετρούσα τα κουμουλάκια. Μετρούσα και πόσοι ήταν πιο μπροστά από εμένα για να δω ήταν καλή η κουμουλίτσα μου. Αυτό γινόταν όταν μας είχαν φρούτα.

Τα ποδάρια μου από την ξυπολησιά και στο αντάρτικο και εδώ συνέχεια, από κάτω είχαν γίνει σαν πετσί, περπατούσα άνετα. Όταν ερχόταν ο Ταχυδρόμος σφύραγε. Εγώ πρώτη.

-Πού πας παιδάκι μου; μούλεγε η μάννα μου. Εμείς τους έχουμε χάσει όλους δεν έχουμε κανέναν να μας στείλει γράμμα. Μην τρέχεις άδικα.

Εγώ που να ακούσω. Πρώτη, αλλά γύριζα απογοητευμένη. Άρχισαν τα κορίτσια κι έκαναν μπάνιο στη θάλασσα. Εμένα δεν μ’ άφηνε η μάννα μου να μην πνιγώ έλεγε. Αλλά εκεί που φοβόμουν την θάλασσα όταν την πρωτόδα, τώρα είχα γίνει ψαράς. Είχε πάρα πολλά ψάρια. Είχα ένα σχοινάκι, έβαζα μπροστά ρέγγα, όταν μας έδοναν ρέγγα με τα πατζάρια. Εγώ την κρατούσα για δόλωμα. Έπιανα μεγάλα ψάρια κι είχαμε και το μεζεδάκι μας.

Η μάννα μου όλο χειροτερεύει η υγεία της. Ο γιατρός του στρατοπέδου είπε πρέπει να πάει σε νοσοκομείο. Τόπε στον διοικητή, κανονίστηκε να πάει στο Βόλο με το καΐκι που μας έφερνε τα τρόφιμα αλλά μόνη με συνοδεία στρατιώτες. Σκεφτείτε σε τι κατάσταση ήταν και να μην έχει ένα χέρι βοηθείας. Ήρθε το καΐκι, ειδοποίησαν να την πάμε. Την βάζουν οι κοπέλλες σε μια κουβέρτα σαν φορείο. Μπροστά το φορείο κουβέρτα, κοντά όλες οι κρατούμενες κι εγώ σκούζωντας ,

-Μαννούλα. Γύρνα πίσω, θα σε περιμένω και το ψωμί θα στο μαζεύω, δεν θα το τρώω.

Δεν ήξερα τι έλεγα. Μέχρι εκεί την πήγαμε εμείς. Είπε, «Ευχαριστώ γυναίκες, να προσέχετε το κορίτσι ώσπου νάρθω. Βασιλικούλα να το μαζεύεις μην πάει στην θάλασσα και πνιγεί».

Και έφυγε κλαίοντας. Εκεί που την πήγαν την έβαλαν σε ένα δωμάτιο μέσα. Εκεί είχαν κι έναν άντρα κρατούμενο πολύ άρρωστο. Για τουαλέτα τους είχαν ένα ντενεκέ στη μέση στο δωμάτιο. Είχε και μια καρέκλα. Στην καρέκλα είχε το σακκάκι του ο άνθρωπος κι έτσι κρύβονταν να κατουρίσουν γυρίζοντας την καρέκλα. Η σκοπιά απέξω. Σε μια βδομάδα ήρθε. Της είχαν κάνει κάτι πρόχειρο. Συνήλθε λίγο αλλά για λίγο έπρεπε να γίνει εγχείρηση.

Εκεί εξόριστες ήταν κάτι πολύ ωραίες κοπέλλες. Φορούσαν μακριά φορέματα Ήταν η μόδα είπαν. Μας είπαν ότι ήταν επιστήμονες. Τα βράδια τραγουδούσαν, την ημέρα διάβαζαν. Θυμάμαι το τραγούδι που έλεγαν. «Ένα καράβι απ’ τον Περαία, έχει σαλπάρει για μακριά». Εγώ τις κοιτούσα στα μάτια. Τις θαύμαζα. Ένα βράδυ κάτι ονειρεύτηκα και κατούρησα. Σηκωνόμαστε το πρωί, τί να δούμε, μούσκεμμα η μάννα μου. Η Παναγιού με μάλωσε. Εγώ στεναχωρέθηκα γιατί τόπιε το χώμα και φαινότανε. Δεν στέγνωνε και με κορόιδευαν οι φιλενάδες, κι ήταν και πιο μεγάλες. Πήρα και εγώ ένα κομμάτι χαρτί, κάθισα μια μέρα ολόκληρη και το στέγνωσα. «Ελάτε τώρα να δείτε» λέω, «τα μάτια σας σας γέλασαν».

Στο στρατόπεδο που ήταν οι άντρες, είχαν φτιάξει θέατρο σε μια κατηφόρα. Είχαν σκάψει γύρω γύρω για να κάθονται και κάτω ήταν που έπαιζαν. Με είχαν βάλει και σε μένα ένα ρόλο. Δεν θυμάμαι τι ρόλο και η χορωδία θα τραγουδούσε. Θα είμουν και γω. Κάναμε πρόβες. Έλεγαν ένα τραγούδι «Λομπαριανή». Όλη την ημέρα εγώ με λομπαριανή στο στόμα, μου έκανε εντύπωση η λέξη. «Πάψε περδικούλα μου» μούλεγε η μάννα μου, «με λήχρανες». Που εγώ, «Λομπαριανή το λέγανε». Συνέχεια. Κατηφορίζω στη θάλασσα κρυφά από την μάννα μου να κάνω μπάνιο. Πήγαιναν όλες οι κοπέλλες. Δεν με άφηνε να μπω στη θάλασσα να μην πνιγώ έλεγε. Δεν ήταν της μόδας τότε. Μπαίνω κι εγώ στη θάλασσα γιατί με κορόιδευαν οι άλλες. Είχα και το πηρούνι δεμένο σ’ ένα ξύλο και κάρφωνα χταπόδια. Είχε πάρα πολλά. Κάρφωσα κάνα δυο χταπόδια. Ήταν πολλά άλλα όσα δεν προλάβαινα, μου έκαναν το νερό μαύρο και μου’ φευγαν και αυτά που έπιανα τα έριχνα πάλι στη θάλασσα. Δεν τα τρώγαμε. Είπα και γω, θα κάνω μπάνιο.

Ευτυχώς που έκλινα τα μάτια. Με τσίμπησε μια σαλούφα στο πρόσωπο. Βάζω τις φωνές, μαζεύτηκαν οι γυναίκες και τόβλαζαν κομμάτια. Μου κατέβασε τα μούτρα. Με πήγαν στο αναρωτήριο. Πρίστηκαν τα μούτρα μου. Μαύρο και πρησμένο το κεφάλι, έγινε άλλο τόσο. Η μάννα μου έκλαιγε, εγώ πιο πολύ στενοχωριόμουνα που έχανα τη Λομπαριανή. Είχα το βάσανο μου. Έρχεται ο γιατρός, λέει στη μάννα μου «Σήκωσε τα ρούχα του να το ακροαστώ». Με κοιτάει πίσω πλάτες, λέει «Γύρνα και μπροστά». Εγώ τότε είχα αρχίσει να σχηματίζομαι στο στήθος. Λέω, τί λέει αυτός; Τώρα αγρίεψα, με γύρισε η μάννα μου, μόλις σηκώνει ο γιατρός το ρούχο του φέρνω ένα γερό σκαμπίλι, θα το θυμάται ακόμα. «Πάρτο το παλαβό κυρία μου, θα με σκοτώσει. Ό,τι θέλεις κάντο». Το κεφάλι καζάνι, μαύρο και πρισμένο με κάτι κομπρέσες. Πρακτικά με έκαναν καλά. Αλλά πέρασε καιρός, το θέατρο το έχασα.

Ρούχα, ό,τι φορούσαμε. Δεν είχαμε άλλα. Εμένα έλιωσε το φορεματάκι μου. Φορούσα και μαύρα συνέχεια, έλυωσε το μαύρο και φαινόταν η φανέλλα. Αυτή κράτησε γιατί ήταν πλεγμένη από μαλλί προβάτου. Χοντρή φανέλλα, γιατί είχα περάσει βρωχικά, έλεγε η μάννα μου. Με φωνάζουν οι κοπέλλες με τα μακριά φορέματα και μου έραψαν με τα χέρια ένα φορεματάκι μαύρο γιατί δεν ήθελα άλλο χρώμα. Είχα χάσει πατέρα και αδέλφια. Αλλά αυτή η φανέλλα όλο και φαινόταν, ήταν χοντρή. Τώρα παπούτσια δεν είχα. Μια ημέρα φωνάζει ο ξάδελφος απ’ το συρματόπλεγμα «Θειά, ορέ θειά, έλα εδωνά, πάρε αυτά τα κομμάτια το ψωμί, κάποιοι είναι άρρωστοι και δεν μπορούν να φάνε και τα μάζεψα να μπορλόσει αυτό το θηλυκό, και πάρε κι’ αυτά τα παπούτσια, της είναι μεγάλα, να τα φοράει. Ραγίζει η καρδιά μου άμα το βλέπω ξυπόλητο. Άρε μπάρμπα να ζούσες να δεις την κατάντια της φαμίλιας σου» και έκλαιγε. Τα παπούτσια ήταν αρβιλιά με γούνα μέσα. Ήταν και μεγάλα και μου ήρθαν κουτί. Εγώ καμάρι που φορούσα παπούτσια. Καμμιά φορά περδικλωνόμουνα ώσπου να τα συνηθίσω.

Τώρα στη θάλασσα δεν με άφηνε ούτε στην παραλία που εύρισκα γιαλιστερά κοχύλια. Δεν μου είχε εμπιστοσύνη. Για να δείτε ότι δεν λέω ψέμματα, να φορτωθώ το μικρό να το πάω και βόλτα. Κάθε μέρα αυτό γινόταν. Φορτωνόμουν το μικρό μας στην πλάτη με ένα σχοινί και πήγαινα τη βόλτα μου με καβαλιέρο. Η ζωή συνέχεια η ίδια. Πέρα απ’ το νησί δεν ξέραμε τίποτα τι γινόταν. Μετά από μερικούς μήνες, ήρθε ένα χαρτί στο διοικητή για να απολυθούν καμμιά εικοσαριά γυναίκες. Χαρά πήραμε όλοι. Ήρθε η μέρα, τις κατεβάσαμε όλοι στο μώλο να τις αποχαιρετήσουμε. Μόλις βλέπω εγώ το καράβι, πήγα γύρω-γύρω να το περιεργαστώ. Σε μια στιγμή τί να ακούσω! Μια φωνάρα να τραγουδάει. Θυμάμαι και το τραγούδι, έλεγε «Τι να σου πω σουλτάνα μου, μάννα μου ματζουράνα μου». Κοιτάω από δω, από κει, να μην βλέπω άνθρωπο. «Πρέπει να δω τί σόϊ γυναίκα είναι αυτή που τραγουδάει, πρέπει να είναι κι’ αυτή χοντρή και ψηλή για να βγαίνει η φωνάρα». Τρέχω στα κορίτσια που ήταν επιστήμων και τους λέω »

-Δεν την είδα αυτή που τραγουδάει, δεν φαίνεται πουθενά. Τότε με χάϊδεψαν και μου είπαν,

-Αυτό είναι ράδιο. Εκεί πρωτάκουσα ράδιο. Και μου εξήγησαν οι κοπέλλες. Μπήκαν στο καράβι οι ελεύθερες αφού πρώτα μας χαιρέτησαν με γέλια και με κλάμματα. Εμείς χειροκροτούσαμε που έφευγαν και μέχρι να απομακρυνθεί το καράβι, με μαντήλια χαιρετούσαμε. Το καράβι ήταν σαν αυτό που μας έφερε στο νησί. Βρωμοσαπιοκάραβο. Γυρίσαμε αμίλητες με την συνοδεία των φαντάρων πάντα. Αυτά έγιναν το κολομέρι.

 

Κάποια ημέρα του Οκτώβρη, ήρθε μια ειδοποίηση να πάει η μάννα μου στο διοικητή. Ήταν καλός άνθρωπος. Λέει στην μάννα μου,

-Μην φοβάσαι. Εμείς νομίσαμε πως θα μας έλεγε τίποτα για τον αδελφό μου που ήταν ακόμα στο αντάρτικο, μήπως τον έπιασαν, ήταν ζωντανός; Αλλά ήταν άλλο το νέο. Ήρθε αποφυλακιστήριο δικό μου χωρίς τη μάννα μου. Στεναχωρέθηκε και ο διοικητής. Λέει,

-Έχεις να πάει πουθενά το κορίτσι, δώδεκα χρονών;

-Δεν έχω να το στείλω πουθενά, θα μου το σκοτώσουν.

Ήρθε η μάννα μου, μας τόπε, βάζω τις φωνές, «Εγώ δεν πάω πουθενά» αλλά άδικος κόπος. Έπρεπε να φύγω. Πιο πολύ στενοχωριόμουν που θε να αφήσω το ανηψάκι μου. Είχα δεθεί μαζί του. Και την μάννα μου δεν είχα χωρίσει. Μου φαινόταν ότι θα χαθώ. Δεν είχα κι άδικο. Ήταν μια συντρόφισσα από το χωριό Καστέλια, λέει στη μάννα μου,

-Μην στεναχωριέσαι, να πάει το κορίτσι στο σπίτι μου, στο χωριό μου.

Δεν μπορούσα να πάω στο δικό μας, θα με σκότωναν.

-Γίνονται τώρα όλο συμφωνίες, να πας παιδάκι μου στο Καστέλι, κι’ αν σε μάθουν; Στη Λαμία έχω μια κουμπάρα. Με έχει στεφανώσει, την έχουμε διευκολύνει πολλές φορές, την έχουμε φιλοξενήσει όταν ζούσε ο πατέρας σου. Έχω μάθει πως έχει τον τρόπο της. Είναι πλούσια, είναι μαμή. Μένει Αριστείδου 9, στη Λαμία. Να πας εκεί, δεν νομίζω να αφήσει του Μακρυνιώτη το κορίτσι. Θα το μαζέψει, είσαι μικρό ακόμα παιδάκι μου.

Λεφτά δεν είχαμε. Μαζί με μένα απολυόταν η μάννα του Σωτηρόπουλου. …(Παρνασού) Ένα γελαστό παληκάρι από το χωριό μου Μαριολάτα, αντάρτης του ΔΣ     , και με ένα κοριτσάκι πιο μεγάλο από μένα από το χωριό Φουρνά Θεσσαλίας. Έπρεπε να φύγουμε με δικά μας έξοδα γιατί δεν είμασταν πολλές για να βάλουν καράβι. Θε να πάμε με το καΐκι στο Βόλο τσάμπα και από εκεί ας κόβαμε το λαιμό μας. Το καΐκι θα μας έφερνε τα τρόφιμα. Όλο το βράδυ που θε να φύγω την άλλη ημέρα, δεν κοιμηθήκαμε. Η μαννούλα μου έκλαιγε,

-Θα σε χάσω και σένα παιδάκι μου!

Για την αδελφή μου Ελένη, δεν ξέραμε τίποτα, ούτε για τον αδελφό μου Θανασάκη. Αν ζούσαν! Τώρα έχανε και εμένα.

-Κουράγιο Μάννα.

Ξημέρωσε, ήρθε η ώρα, μαζεύτηκαν πάλι οι γυναίκες να κατέβουμε στο καΐκι, εγώ κρατούσα το μικρό μας αγκαλιά κι’ έκλαιγα, έκλαιγε κι αυτό χωρίς να καταλαβαίνει. Για μια στιγμή δίνω το παιδί στη νύφη μου, τους αγκαλιάζω όλους και ανεβαίνουμε στο καΐκι.

-Γειά σας, καλή αντάμωση, είμαι μεγάλη ρε μάννα, μην στεναχωριέσαι, θα σου γράφω, τώρα να ρωτάς τον ταχυδρόμο!

Το καΐκι ξεκινάει, «Γειά σας».

Από δω και πέρα αρχίζει η χειρότερη ιστορία μου. Στο καΐκι δεν πληρώσαμε εισητήριο. Πήγαμε στο Βόλο. Το άλλο κορίτσι είχε έναν μπάρμπα στο Βόλο για να μείνει το βράδυ. Εγώ και η γριά δεν είχαμε που να πάμε, αλλά πριν χωρίσουμε λέει ο μπάρμπας που περίμενε,

-Για αύριο πρέπει να βγάλουμε εισητήρια για τη Στυλίδα, γιατί το καΐκι φεύγει πρωί.

Του κοριτσιού τόβγαλε ο μπάρμπας, εγώ δεν είχα, η γριά είχε ένα κομπόδεμα έβγαλε το δικό της. Λέει ο άνθρωπος,

-Βγάλε και του κοριτσιού και θα στα δόσει καμμιά φορά.

Η γριά ανένδοτη. Που να την έβλεπε ο γιός της που σκοτώθηκε για την αδικία και για τα ιδανικά του ΚΚΕ/ΔΣΕ. Εγώ να κλαίω. Λέω,

-Δεν μπορώ να πάω και με τα ποδάρια. Τί να κάνω;

Με λυπήθηκε ο Μπάρμπας και μούβγαλε και το δικό μου εισητήριο. Ήταν φτωχός ο άνθρωπος, τον ευχαριστώ. Μας πήρε στο σπίτι του να μείνουμε το βράδυ. Και τη γριά δεν την ήθελε γιαυτό που μούκανε. Την τιμώρησε για λίγο, μετά την πήραμε κι αυτή στο σπίτι.

Το πρωί για το ταξίδι χαιρετήσαμε τον μπάρμπα, μπήκαμε στο καΐκι και ξεκινάμε. Μεγάλη ταλαιπωρία, μας ταρακούνησε, κάναμε εμετούς, υποφέραμε πολύ, δεν είχαμε τίποτα να βάλουμε στο στόμα να στηλώσουμε το στομάχι μας να μην κάνουμε εμετούς. Είμασταν έρμαια. Είμασταν και άμαθοι από θάλασσα. Φτάσαμε ύστερα από πολλές ώρες ταλαιπωρίας στη Στυλίδα. Μας κατέβασαν σαν τα πουλάκια που βγαίνουν απ’ την φωλιά. Καθήσαμε αρκετή ώρα για να συνέλθουμε. Μετά ρωτήσαμε πως θα πάμε στη Λαμία. Μας έβαλαν κάτι άνθρωποι σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο και φτάσαμε στη Λαμία. Με την γριά χωρίσαμε. Του κοριτσιού το χωριό το είχαν εκτοπίσει. Τους είχαν στη Λαμία όλους. Ρωτήσαμε που τους έχουν και τους βρήκαμε. Τους είχανε σε κάτι παράγκες μεγάλες. Μένανε πολλοί μέσα. Βρήκαμε τους γονείς της, μας αγκάλιασαν, μας φιλούσαν, χάρηκε ο κόσμος για το παιδί τους. Λέω κι εγώ, μπας και με ήθελαν και εμένα εδώ, κάθησα κάνα δυο μέρες. Πέρασε ο ενθουσιασμός, έπρεπε να φύγω. Έφυγα τώρα. Πως βρέθηκα στο χωριό Καστέλι δεν το θυμάμαι. Μάλλον με κάνα φορτηγό. Πήγα στο σπίτι που μας είχε πει η Ματζοράνα, έτσι την έλεγαν την γυναίκα που είμασταν εξορία, ήταν ο άντρας της κι ένα κοριτσάκι σαν και εμένα. Με καλοδέχτηκε ο κόσμος. Με το κοριτσάκι παίζαμε μαζί, γράψαμε και στη μάννα μου. Το χωριό αυτό ήταν κοντά στο δικό μου. Δεν πρόλαβα να περάσει μια βδομάδα, μια ημέρα βλέπω τη γιαγιά μου. Ήρθε κρυφά. Μόλις την είδα έτρεξα στην αγκαλιά της.

-Γιαγιούλα μου, πού έμαθες γιαγιά ότι είμαι εδώ;

-Παιδάκι μου, τόμαθε ο Περικλής και ο Λεωνίδας, αυτοί ήταν που σκότωσαν τον Πατέρα μου, οι φονιάδες. Από την γριά ίσως μαθεύτηκε κι’ ας της είπαμε να μην πει για μένα. Ότι με απείλησαν, ίσως δεν το κατάλαβε. Τώρα, μου λέει η γιαγιά μου, να φύγεις από εδώ, θέλουν να ρθουν να σε σκοτώσουν.

Με χαιρέτησε η γιαγιά μου και έφυγε κρυφά όπως ήρθε, γιατί αν το μάθαιναν θα την ταλαιπωρούσαν. Ήδη το είχαν κάνει πολλές φορές και φοβόταν. Τώρα ο άνθρωπος που με φιλοξενούσε φοβόταν και είχε και δίκιο. Αυτοί ήταν αδίστακτοι. Φρόντισε και βρήκε έναν που είχε φορτηγό. Τραστούλια τον έλεγαν τον φορτηγατζή και με πήγε στη Λαμία κρυφά. Εκεί ψάχνω τώρα να βρω την οδό Αριστείδου 9 της μαμής. Βρίσκω το σπίτι, χτύπησα την πόρτα δυνατά για ν’ ακούσουν. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν και κουδούνια. Βγήκε έξω η μαμή βρίζοντας.

-Τί κάνεις θειά μαμή;

-Φύγε, δεν έχω να σου δόσω τίποτα. Όλη την ώρα αυτό γίνετε με τους διακοναρέους.

-Θειά μαμή, εγώ είμαι, της Μητρούλας της Μακρινιώτη η Σταμούλα.

-Ζείτε εσείς; Δεν σας σκότωσαν;

-Μας σκότωσαν, αλλά εγώ με την μάννα μου είμασταν εξορία. Εμένα με διώξαν, να το Απολυτήριο, κι’ η μάννα μου θειά μου είπε να ρθω στο σπίτι για να γλυτώσω, αλλοιώς θα με σκοτώσουν αν με βρουν αυτοί που σκότωσαν τον πατέρα μου.

-Τα θέλατε και τα πάθατε! Τέλως πάντων, κάτσε αυτού και θα το σκεφτώ.

Καθόμουνα σε μια γωνιά στην αυλή, πεινασμένο, φοβισμένο, έλεγα «αν με διώξει, πού θα πάω;» Κάθισα πολλές ώρες εκεί. Κάποια στιγμή βγήκε ένα κοριτσάκι σαν κι εμένα. Μούφερε μια παλιοβελέτζα, ένα τσίγκινο πιάτο βρώμικο κι ένα κουτάλι μισοκομμένο. Μου λέει το κοριτσάκι,

-Κι εγώ είμαι υπηρέτρια, αλλά κοιμάμαι μέσα στο σπίτι. Εσύ θα κάνεις της δουλειές που είναι βαριές και θα κοιμάσαι εδώ στο κατεβατό.

-Καλά είναι, είπα, ας είναι κι εδώ.

Εκεί ήταν το πλυσταριό. Άρχισε η δουλειά. Πολλές κυρίες μπαινόβγαιναν κι εγώ στο πλυσταριό συνέχεια να πλένω κάτι κουτάλες μεγάλες, όλο αίματα. Λέω στο κορίτσι,

-Τί είναι αυτά τα αίματα;

Μου λέει

-Αυτές οι κυρίες έρχονται και σκοτώνουν παιδάκια κρυφά. Μην πεις πουθενά αυτό, θα μας διώξουν. Σιχαινόμουνα, τί να κάνω; Μια ημέρα τη βδομάδα είχε πλύσιμο. Μάζευαν όλα τα ρούχα της οικογένειας και τα ματωμένα του χειρουργείου να τα πλύνω. Οι διαταγές έρχονταν μέσω του κοριτσιού. Μου λέει να ανάψω φωτιά στο καζάνι και ν’ αρχίσω να πλένω ένα βουνό ρούχα. Δώδεκα χρονών παιδάκι έπλενα απ’ το πρωί έως το βράδυ. Δεν καταδεχόταν να έρθει να δει, τα πλένω καθαρά; Εγώ μούσκεμα, ρουχαλάκια δεν είχα να αλλάξω, όταν στέγνωναν τα ρούχα μου κοκαλώναμε απάνω μου. Η κουβέρτα βελέτζα που σκεπαζόμουνα, την είχαν στρώσει και είχαν ρίξει κριθάρι, μου είπε το κορίτσι. Το στόμα μου ήταν γεμάτο σπυριά. Φαγούρα είχα πολύ. Τα χείλια μου με το μισό κουτάλι είχαν κοπεί στα άκρα κι έτρεχε αίμα. Το εσώρουχο δεν είχα να το αλλάξω. Δεν πλησιαζόμουνα. Άρχισα να βρωμάω. Δεν μούκοβε όταν έβαζα μπουγάδα να το πλύνω. Κρύωνα, είχε μπει καλά το φθινώπορο κι έτρεμα. Αυτή η γυναίκα δεν ήρθε μια φορά να δει τί κάνω. Έμαθα από το κορίτσι ότι ο άντρας της μαμής ήταν στα δικαστήρια. Ήταν ένας σοβαρός κύριος αλλά αδιάφορος για την δικιά μου κατάντια. Είχαν κάτι χωράφια και αμπέλια στον κάμπο κοντά στη Μίρμιγη. Μια μέρα βλέπω στην αυλή μισό τσουβάλι καρπό. Μου λέει ο κύριος,

-Έλα εσύ εδώ, πάρε την τριχιά.

Και με φορτώνουν τον καρπό. Εκείνος μπροστά με το ποδήλατο κι εγώ κοντά φορτωμένο να πάμε στο χωράφι. Στο ποδήλατο όταν πηγαίναμε, είχε ένα άδειο καλάθι, αρκετά μεγάλο. Αφού ξεφόρτωσα τον καρπό, ξεκουράστηκα. Είχε ένα ζευγάρι με ζώα και ώργωνε για να σπείρει το καρπό που πήγα. Μου λέει,

-Έλα εδώ, θα γεμίσουμε το καλάθι σταφύλια. Όταν γέμισε τίγκα, άντε να το φορτώσεις. Ήταν αρκετά βαριά και τα σταφύλια και ο καρπός για να με αχρηστεύσουν. Πως έφτασα στην Λαμία, με την γλώσσα έξω. Είχα εξαντληθεί, δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Κατουριόμουνα απ’ το βάρος. Να φάω δεν μπορούσα, τα χείλια κομμένα, η φαγούρα με είχε ξελιγώσει. Γράφω μια μέρα ένα γράμμα στη μάννα μου. Γράφω «Μάννα, άμα με ειδείς δεν θα με γνωρίσεις. Δεν είμαι καλά. Πες στον διοικητή άμα με θέλει να ρθω πάλι στο Τρίκερι, αλλοιώς θα πεθάνω». Το γράμμα το πήρε η μάννα μου, να κλαίει  «Αχ γιατί χαϊβανάκι μου: Τί τραβάς με την γύφτισσα!» Η καταγωγή της ήταν από γύφτους. Δεν έβγαινε τίποτα. Μια ημέρα με φωνάζει απ’ το πλυσταριό που είχα βάλει μπουγάδα.

-Έλα εδώ εσύ ανταρτόπουλο, μούκλεψες ένα 50άρικο.

-Εγώ θειά μαμή;

-Μη με λές έτσι, κυρία θα λες. Εσύ το πήρες.

-Εγώ το σπίτι μέσα δεν το ξέρω πως είναι, δεν έχω μπει μέσα, πού το βρήκα το 50άρι;

-Εσύ το πήρες, δεν το μαρτυράς έ; Αποφάγια δεν θα ξαναδείς, θα πεθάνεις σπυριάρα!

Εγώ να κλαίω.

-Κλαις! Δεν συγκινούμε, ξέρω τον τρόπο. Θα σε βάλουν σε μια ηλεκτρική καρέκλα και θα πεταχτούν τα μάτια σου έξω και τότε θα μαρτυρήσεις.

Εγώ να ουρλιάζω απ’ το φόβο. Της λέει ο Κύριος,

-Άστο, δεν το λυπάσαι; Αυτή να λέει,

-Την καρέκλα δεν θα την γλυτώσεις! Και θα μαρτυρήσει και θα το διώξω! Εγώ να με τρώει το βάσανο, τι σόϊ καρέκλα είναι αυτή που θα πεταχτούν τα μάτια. Εκεί που γίνονταν όλα αυτά, τί να δω; Βλέπω την γιαγιά μου. Λέω τώρα με βρήκανε, κι ‘αμα έρθουν εδώ, αυτή θα με προδόσει αλλά μπορεί και να μην με γνωρίσουν όπως έχω καταντήσει και την γλυτώσω.

-Παιδάκι μου, μέσα σε ένα μήνα που είσαι εδώ, δεν γνωρίζεσαι. Τί σπυριά είναι αυτά; Τό στόμα σου γιατί τρέχει αίμα; Δεν ντρέπεσαι μαρί; Λίγα έχεις δει απ’ την θυγατέρα μου; Δεν έχεις παιδιά, δεν είσαι μάννα σκύλα; Έλα εδώ παιδάκι μου.

-Γιατί ήρθες γιαγιά;

-Παιδάκι μου η μάννα σου, η Βασιλικούλα και η συμπεθέρα, τους έφεραν εδώ στη Λαμία για δικαστήριο, ή όπως το λένε, Στρατοδικείο. Και τώρα τους έχουν στο κρατητήριο. Ήρθαν και Μαριολακιότες μάρτυροι να τους κατηγορήσουν.

Εγώ τότε θυμήθηκα ότι ο κύριος ήταν στα δικαστήρια. Όταν βγήκε απ’ το σπίτι να πάει στη δουλειά του λέω,

-Κύριε, μπάρμπα, η μάννα μου και η νύφη μου, θα περάσουν δικαστήριο. Θα τους γλυτώσεις άμα μπορείς;

-Δόσμου τα ονόματα.

Τάδοσα. Ανάσανα λίγο. Λέω μήπως κάνει τίποτα αυτός. Η γιαγιά μου είχε λίγο ψωμάκι στο τράστο. Μου το έβρεξε και το έφαγα σιγά σιγά προσέχοντας να μην ματώσουν τα χείλια μου που είχαν κοπεί με το μισό κουτάλι που έτρωγα όταν μου έδινε λίγο φαγητό η σκύλα. Καλά την είπε και η γιαγιά μου.

-Πάμε παιδάκι μου να δούμε την μάννα σου.

-Γιαγιά, λέω, άμα με δει έτσι η μάννα μου θα ουρλιάζει. Θα με γνωρίσει άραγες το μικρό μας;

Δεν μπορέσαμε να τους δούμε, λέμε «αύριο στο δικαστήριο». Το πρωί μόλις ξημέρωσε, εμείς με την γιαγιά απέξω απ’ το δικαστήριο. Βλέπω χωριανούς που ήρθαν να κατηγορήσουν, για υπεράσπιση κανείς, δικηγόρος ούτε για συζήτηση. Λένε όταν με είδαν,

-Ρε τοίρα η σπορά του Μακρυνιώτη πως κατάντησε, δεν μπορέσαμε να τους ξεσπορίσουμε.

-Να χαθείτε κοπρόσκυλα, τους λέει η γιαγιά μου, όλοι έχετε φάει απ’ του Μακρυνιώτη τα χέρια, αλλά θα το πληρωθείτε.

Καμμιά φορά φτάνουν το κλειστό αυτοκίνητο της χωροφυλακής με πολλούς χωροφυλάκους, συνοδεία τις κρατούμενες και τον μικρό αντάρτη. Η μαννούλα μου, η θειά Μαριώ, η Βασιλικούλα μόλις με είδαν, άνοιξαν το στόμα αλλά δεν πρόλαβαν να πουν κουβέντα. Τους έσπρωξαν οι χωροφύλακες. Η μάννα μου έκλαιγε για μένα. Δεν φοβόταν το δικαστήριο, είχε ψηθεί το παιδάκι, δεν καθόταν στο εδώλιο ήσυχα και μου τόδοσαν. Το τί παιχνίδια κάναμε γύρω στο δικαστήριο, όσα μας είχαν λείψει. Εκεί πρωτοπερπάτησε, στα δικαστήρια Λαμίας. Εγώ απ’ τη χαρά μου που είχα το μικρό, ξεχάστηκα. Φώναζα απέξω, του έλεγα «τώρα θα σε πιάσω» κι αυτό πρωτοπερπάτησε και του ρχόταν χαρά. Έρχεται η γιαγιά μου και μου λέει,

-Μαρί γελάς; Την μάννα σου θα την σκοτώσουν, λένε οι ψευτομάρτυρες ότι είχαν όπλα και σκότωναν κόσμο. Είναι αλήθεια παιδάκι μου εκεί στο αντάρτικο, αυτά κάνατε; Πωπώ! μούπε ο μπάρμπας σου, αν έχετε λεφτά απ’ το αντάρτικο, να τα πάρει ο μπάρμπας μην τα πάρουν οι ξένοι. Αμέσως αγρίεψα, μεγάλωσα απότομα, της λέω

-Γιαγιά, εσύ τα λες αυτά; Τότε οι φονιάδες τί θα πουν; Να σηκωθείς να φύγεις γρήγορα.

-Παιδάκι μου, μην κάνεις έτσι.

-Εμείς γιαγιά δόσαμε ότι καλύτερο είχαμε, τους σκοτωμένους. Δεν ξέρουμε αν ζει ο Θανασούλας μας ή η Ελένη μας. Μας τα πήραν όλα, πεινάμε και λες για λεφτά. Οι αντάρτες δεν μοίραζαν λεφτά, ο σκοπός τους ήταν Ελευθερία και καλύτερες μέρες στον κόσμο.

Το στρατοδικείο, δεν θυμάμαι, δυο ημέρες συνέχεια, μια ημέρα τελείωσε. Δεν θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι, ο άνθρωπος αυτός που ήταν δικαστικός, αθώωσε τη μάννα μου και την νύφη μου, ενώ τη θειά Μαριώ, την μάννα της νύφης μου, αυτή την ανεκτίμητη γυναίκα τη δικάσαν 15 χρόνια φυλακή.

Βλέπεις το μέσον που είχα δεν έφτασε για τη Μαριγώ Κορδά, την ηρωίδα.

Βουβαθήκαμε όταν το ακούσαμε. Πήγα κοντά στον κύριο, του λέω,

-Η θειά η Μαριώ, γιατί τόσα χρόνια; Είναι καλή γυναίκα.

-Δεν έμεινες ευχαριστημένη;

Τότε λέω ας μην μιλάω, μην θυμώσει και τους δικάσει πάλι. Δεν ήξερα τους νόμους. Τελιώσαν, αγκαλιάσαμε τη θειά Μαριώ με κλάμματα.

-Τί κλαίτε; Για σας είναι χειρότερα, μας είπε, από εδώ και πέρα που θα ακουμπίσετε. Εγώ, λέει, δεν στεναχωριέμαι για μένα. Αν ακούσετε για την Κούλα κάτι, αν ζει, να μου γράψετε, όπου με παν θα το ξέρετε.

Η Κούλα, η Αγγελική, ήταν η άλλη αδελφή της νύφης μου, που έμεινε μάχιμη, που γράφω στην αρχή. Τη θειά Μαριώ την πήγαν στις φυλακές της Πάτρας και τέλος το 49, έπιασαν την Αγγελική μετά από μεγάλα μαρτύρια έτυχε να την πάνε στις φυλακές της Πάτρας και αντάμωσαν.

Τέλειωσε το στρατοδικείο, θα γράψω λίγα για τη νύφη μου. Πήρε το μικρό, τί να το ταΐσει, που να πάει, σκέφτηκε να πάει στο χωριό. Εκεί ήταν ο παππούς Ζαβούλας. Είπε,

-Θα πάω στον παππούλη μου, δεν πιστεύω να με διώξουν. Για τον αδελφό μου δεν είχαμε μάθει αν ζούσε. Έλεγε μήπως γυρίσει και ο Θανασάκης. Έφτασε ξυπόλητη μες τα χιόνια με το παιδί στα χέρια καμιά φορά στο χωριό. Βρήκε τον παππού, τον είχαν πάρει κάτι συγγενείς. Με το καλό τούλεγαν ότι τα παιδιά δεν θα γυρίσουν και του είχαν πάρει τα χωράφια, αλλά ποιός ασχολιόταν τότε με χωράφια; Μόλις αντάμωσαν χάρηκε ο παππούς.

-Ήρθες πουλάκι μου, έλεγε του παιδιού. Δεν το πίστευε ο γέρος. Πές μου Βασίλου μ’, ζει ο Θανασούλας μ’, η μάννα σου η Κούλα, η Δημητρούλα, το κορίτσι; Δεν πρόλαβαν να τα πουν, άρχισε το κυνήγι να φύγει απ’ το χωριό. Τη στέλνουν στο βουνό με τον παππού στα χιόνια, να φωνάξουν τον αδελφό μου να παρουσιαστεί. Τους παίδευαν να φωνάζαν μες τα χιόνια στον Παρνασσό «Θανασούλα, Θανασούλα». Μάταια, ο Θανασούλας είχε σκοτωθεί στα Άγραφα με τον Διαμαντή. Τότε πήγαν οι Μάηδες και οι χωροφύλακες, την πήραν με το παιδί, κοντά και ο παππούς. Την βάζουν στο κρατητήριο στη Γραβιά. Ο παππούς απέξω.

-Που είσαι πουλάκι μ’, ακόμα δεν σε χόρτασα, έκλαιγε ο κακομοίρης. Η νύφη μου ήταν πολύ ωραία κοπέλα. Καλλονή. Όλα τα καθάρματα που την έβλεπαν, νόμιζαν ότι θα την πλησίαζαν πονηρά. Αλλά η νύφη μου ήταν πολύ αξιοπρεπής κοπέλα. Σοβαρή και κουμουνίστρια, προτιμούσε αν ήταν τρόπος να τους σκοτώσει όλους. Το κρατητήριο ήταν δίπλα στου μπάρμπα Θύμιου του Λαλά, το σπίτι. Το παιδάκι νηστικό, όσο για τη μάννα είχε ημέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Τα μεσάνυχτα στο κρατητήριο, ένας χωροφύλακας την ενοχλούσε. Είχε άσχημες διαθέσεις. Τότε η νύφη μου, θόλωσε το μυαλό της, αδειάζει το πετρέλαιο της λάμπας σε ένα ντενεκέ και του δίνει του παιδιού. Το παιδί νόμισε ότι είναι γάλα και το ήπιε λαίμαργα. Το παιδί μελάνιασε, πήγε να σκάσει. Βάζει τις φωνές,

-Τρέξτε, φαρμάκωσαν το παιδί μου, βοήθεια, βοήθεια.

Πήγε ο μπάρμπα Θύμιος από δίπλα, τρόμαξαν να συνεφέρουν το παιδί. Από τρίχα γλύτωσε. Ήταν άδειο το στομάχι του, δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή. Η νύφη μου έλεγε,

-Αυτός, αυτός ήθελε να το φαρμακώσει.

Αυτός της έκανε νόημα ότι «Δεν θα την γλυτώσεις, θα σε σκοτώσω». Αλλά μόνη της έδοσε το πετρέλαιο στο παιδί. Δεν είχε άλλο τρόπο να γλυτώσει. Την υπόλοιπη νύχτα την πήρε ο μπάρμπα Θύμιος. Είπε στον διοικητή και την πήρε στο σπίτι. Συνήρθε το παιδάκι, έφαγαν κάτι, ζεστάθηκαν, κι’ όταν ξημέρωσε, την άφησαν ελεύθερη. Τον χωροφύλακα τον μετάθεσαν μακριά. Πήρε το μικρό, τον παππού που είχε κατατρομάξει, δεν ήξερε τι έγινε, άκουγε το παιδί που ούρλιαζε και ούρλιαζε κι αυτός απέξω, και πήγαν στο χωριό της νύφης μου, στο χωριό Ελαιώνα ‘Αμφισσας. Και εκεί την ίδια αντιμετώπιση είχε. Φεύγει και από εκεί, πήγε στην ‘Αμφισσα κι έδινε παρών στην αστυνομία. Την σύστησε κάποιος στον νομάρχη, πήγε υπηρέτρια για λίγο φαγάκι και κάπου να μένουν το παιδί και ο παππούς κι η νύφη μου. Όλες οι γυναίκες του κόσμου να ενωθούν, μια Βασιλικούλα δεν κάνουν. Σε αγαπώ Βασιλικούλα!

Εγώ και η μάννα μου πήγαμε στο σπίτι της μαμής και είδε τη μάννα μου, την αγριοκοίταξε και της λέει,

-Τί κατάλαβες κατσιαμπλού που σκότωσες τόσο κόσμο;

-Ντροπή σου, της είπε η μάννα μου, που πιστεύεις εσύ αυτά τα πράγματα, που μας ήξερες απ’ την καλή τι ανθρώποι είμασταν και αν μπορούσαμε να σκοτώσουμε εμείς. Άλλοι είναι αυτοί που σκοτώνουν, σαν κι εσένα, που σούστειλα ένα παιδάκι 12 χρονών και τούκανες τα μαρτύρια, που δεν θυμήθηκες τίποτα. Εγώ σε γλύτωσα απ’ την φυλακή. Τα ξέχασες;

-Να σηκωθείτε να φύγετε αμέσως.

Της είπε η μάννα μου,

-Θα έρθει ο άντρας σου να τον ευχαριστήσω, γιατί δεν πίστεψε αυτά που με κατηγορούσαν προδότες σαν κι εσένα και θα φύγω, να είσαι σίγουρη γύφτισα, που είχες χορτάσει του κόσμου τα καλά στο σπίτι μου και δεν το εκτίμησες

Ήρθε ο κύριος, του είπε η μάννα «Ευχαριστώ για το καλό που μούκανες σε μένα και στη νύφη μου, που πίστεψες σε μας ότι είμασταν αθώοι. Γειά σας και πάλι σας ευχαριστώ».

Με πήρε και βγήκαμε στο δρόμο.

-Πού να πάμε πουλάκι μου; Λεφτά δεν έχουμε, τί κάνουμε; Ούτε ταυτότητα, μόνο το απολυτήριο απ’ το στρατοδικείο η μάννα μου και εγώ απ’ την εξορία. Όπου να πηγαίναμε θα μας έπιαναν, σκέφτηκε η μάννα μου,

-Λες να πάμε παιδάκι μου στο Θύμιο; Ήταν χωριανός μας και στρατιωτικός κι έμενε στην Λαμία.

-Ρε μάννα αυτόν τον έφτυσα όταν μας έπιασαν και μας πέρασαν από όλες τις πλατείες στην Λαμία, λες να με γνώρισε; Αλλά αυτός μας έφτυσε πρώτος.

-Πάμε, δεν έχουμε άλλη λύση. Πήγαμε, μας δέχθηκε με ψυχρότητα. Μας λέει,

-Λυπάμαι για την κατάντια σας.

-Μην λυπάσαι Θύμιο. Άλλους να λυπάσαι. Αν μπορείς να μας εξυπηρετήσεις, έχει καλώς. Εμείς αυτοί είμαστε, δεν αλλάζουμε.

Τελικά μας έφτιαξε το φύλλο πορείας λεγόταν. Έκανε χρέη ταυτότητας. Τώρα που να πάμε, τι να φάμε. Στο χωριό ούτε συζήτηση, θα μας σκότωναν. Γυρίζαμε σαν την άδικη κατάρα. Βράδιασε. Βρίσκουμε μια μάντρα, παλιόσπιτο, μαζευτήκαμε κουβάρι γιατί κρυώναμε κι όλη τη νύχτα κλαίγαμε. Για λίγο πήρε ο ύπνος την μάννα μου και όταν ξύπνησε μου λέει,

-Παιδάκι μου, είδα ένα όνειρο, ζωντανό. Ήρθε η Αγία Παρασκευή, σαν να την βλέπω, με χάιδεψε στη πλάτη και μου λέει «μην κλαις και οδύρεσαι. Εγώ σε προστατεύω, θα σου δόσω και άλογο να πας καβάλα».

Πήρα θάρρος.

-Άει ρε μάννα, τόσα περάσαμε, πού ήταν η Αγία Παρασκευή;

-Μην βλαστημάς παιδάκι μου, έκανε το σταυρό της. Χίλιες δόξες Κύριε! Ξημέρωσε και ξεκινήσαμε. Γυρίζαμε μες στη Λαμία. Η μάννα μου μούλεγε συνέχεια το όνειρο.

-Μην κλαις και οδύρεσαι, μούπε η Αγία Παρασκευή. Παιδάκι μου έχω απαντοχή.

Για μια στιγμή βλέπουμε ένα παλληκάρι να τρέχει προς το δρόμο μας. Μας αγκάλιασε, μας φίλαγε,

-Θειά Μητρούλα, Σταματάκι μου, ζείτε για ονειρεύομαι; Είχα μάθει ότι σας σκότωσαν. Ο Θανασούλας ζει;

-Κώστα μου, τί κάνεις; Είσαι καλά εσύ;

-Καλά θειά, άσε με εμένα, πέσμου τα δικά σας. Έχετε φάει τίποτα; Πάμε να φάτε.

-Για την Σταμούλα πάρε κάνα κουλουράκι παιδί μου. Κώστα μου, σαν να βλέπω το Θανασούλα μου  τώρα που σε βλέπω.

-Πάντα περήφανη θειά. Εγώ έχω φάει τόσα καλούδια στο σπίτι σου. Θυμάσαι θειά;

Ο Κώστας ήταν απ’ το χωριό Καστέλι, ήταν σιδηρουργός. Ο αδελφός μου είχε και αυτός σιδεράδικο. Στο χωριό δούλευε καλά. Το παιδί δεν είχε δουλειά, στο χωριό του είχε και άλλα σιδεράδικα. Ήρθε στο χωριό μας, βρήκε τον αδελφό μου, του είπε ποιός είναι. Δεν γνωρίζονταν κι ότι δεν έχει δουλειά και πως ήταν πολύ φτωχός και είχε ανάγκη να δουλέψει. Του λέει ο αδελφός μου,

-Κώστα εγώ θα σου στείλω πελάτες να ανοίξεις το μαγαζί.

Αγκαλιαστήκανε τα δυο παληκάρια, λέει ο Κώστας.

-Θανασάκη θα σε έχω σαν αδελφό μου.

Τα σιδεράδικα δούλευαν και τα δύο. Αλλά δεν κράτησε και πολύ γιατί ο αδελφός μου πήγε στο αντάρτικο. Μετά από λίγο καιρό πήγαμε και εμείς στο αντάρτικο. Το χωριό άδειασε, έφυγε και ο Κώστας. Και να που βρεθήκαμε τώρα.

-Πού θα πάτε θειά Μητρούλα τώρα;

-Λέω να πάμε στην Αθήνα Κώστα μου, μήπως και γλυτώσουμε, αλλά δεν έχουμε εισιτήρια. Κι’ άρχισε να κλαίει, έκλεγε και ο Κώστας, έκλεγα και εγώ.

-Ας όψονται αυτοί θειά που σας κατάντησαν έτσι. Εγώ ρε θειά γιατί είμαι εδώ; Να πάρε μια λίρα τώρα, δεν έχω άλλα. Θα κονομίσω και θα σας δόσω κι άλλα.

Πήγαμε πήραμε λίγο ψωμάκι, έφυγε ο Κώστας. Χίλιες ευχές τούδοσε η μάννα μου.

-Είδες το όνειρο Σταματάκη μου, κι άλογο θα σου δόσω να πάς καβάλα, είπε η Αγία Παρασκευή.

Ρωτήσαμε που είναι το πρακτορείο για Αθήνα. Όλο δυσκολίες βρίσκαμε που δεν είχαμε ταυτότητες και βλέπανε τα αποφυλακιστήρια. Κι έτσι χάσαμε τον Κώστα, δεν ξαναπήγαμε να βρεθούμε να μην τον επιβαρύνουμε άλλο. Φύγαμε για Αθήνα. Εκεί αρχίζουν νέα μαρτύρια.

Όπως γράφω στην αρχή, ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Η πρώτη γυναίκα του είχε 4 παιδιά. Κρυστάλλω, Σταυρούλα, Θανάση κι η Ελένη, νεογέννητο τότε. Παντρεύτηκε την μάννα μου. Είχε πεθάνει ο πρώτος της άντρας και είχε δύο παιδιά, τον Γιάννη και τον Θανάση. Μετά από λίγο καιρό γεννήθηκα και εγώ. Είμασταν μια πολυμελή οικογένεια, με λίγες χαρές και πολλές λύπες. Τώρα για να ξεχωρίσω τους Θανάσηδες, ο ένας σκοτώθηκε στο αντάρτικο, ο Αρβανίτης, της μάνας μου ο γιός. Ο άλλος Θανάσης, ο Μακρυνιώτης, όλο τον καιρό που εμείς τραβούσαμε τα μαρτύρια, αυτός ήταν στο στρατό, είχε παντρευτεί με μια κοπέλα από την Κοκκινιά. Γνωρίστηκαν το 41 στο χωριό. Ήταν μοδίστρα και έμενε στο σπίτι μας, ωραία κοπέλλα. Όταν μας κάψαν το σπίτι μέναμε μαζί. Οι Ιταλοί την είδαν και κατάλαβαν πως είναι ξένη και την βοήθησαν και γλύτωσε όλα τα πράγματά της. Μετά έφυγε για την Κοκκινιά στους δικούς της. Ήταν καλός κόσμος οι γονείς της. Τους ξέραμε γιατί έμειναν πολύ καιρό στο σπίτι μας το 41.

Έτσι τώρα εμείς παίρνουμε την πόστα για Αθήνα. Μέσα στο τραίνο ρωτήσαμε για να πάμε στην Κοκκινιά, που να κατεβούμε. Μας είπαν στην Λεύκα να κατεβούμε, έτσι και έγινε. Κατεβήκαμε, παίρνουμε το δρόμο ρωτώντας με τα πόδια σιγά και ρωτώντας. Καμιά φορά το βρήκαμε. Μόλις μας είδαν χάρηκαν που γλυτώσαμε. Ρωτήσαμε για την Ελένη, μας είπαν πως είναι φυλακή στο Αβέρωφ. Τους είπαμε τα δικά μας. Στεναχωρέθηκαν. Λέει η συμπεθέρα,

-Θα μείνετε στο σπίτι εδώ.

Ήταν μεγάλη οικογένεια.

-Που να χωρέσουμε συμπεθέρα, είναι μικρό το σπίτι, έχετε και την οικογένεια του Θανάση.

-Δεν θέλω κουβέντα, όλοι οι καλοί χωράνε.

Του αδελφού μου και της νύφης μου δεν τους καλοφάνηκε. Ίσως είχαν δίκιο. Η συμπεθέρα τους κατάλαβε και λέει,

-Αν κανείς έχει αντίρρηση να μας το πει.

Καθίσαμε λίγες ημέρες, η γκρίνια άρχισε έντονα. Εμένα δεν με έπερναν για δουλειά, ούτε να τυλίγω καραμέλες, ήμουν μικρή, η μάννα μου είχε το πρόβλημά της, τίνος να το πει. Μια μέρα λέει η Άρτεμις η νύφη μου,

-Θα πάω στο Αβέρωφ, στην Ελένη.

-Πάρε με και εμένα να δω την αδελφή μου.

-Άει παιδάκι μου να δεις το κορίτσι, εγώ το αντάμωσα όταν μας πέρασαν απ’ το Αβέρωφ. Μείναμε δυο ημέρες με το Λενάκι μου, μούκανε και μπάνιο, όλες οι γυναίκες με περιποιήθηκαν.

Τότε μου είπε ότι την έπιασαν την Μεγάλη Παρασκευή το 48 και εμάς μας έπιασαν την Μεγάλη Πέμπτη, γι’ αυτό οι Χριστιανοί μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού σε εμάς. Ζητάω ένα πορτοκάλι από την συμπεθέρα να μην πάω με άδεια τα χέρια στη φυλακή. Ξεκινάμε με την Άρτεμις. Μπροστά εκείνη, τρέχοντας εγώ σαν το σκυλάκι πίσω με το πορτοκάλι στα χέρια. Πήραμε την συγκοινωνία και πήγαμε. Στη φυλακή ειδοποίησαν ποιοί έχουν επισκεπτήριο. Λένε όποιος έχει δέμα να το δώσει τώρα με το όνομα απάνω και τα έπαιρναν μέσα στη φυλακή. Εγώ που να γράψω όνομα στο πορτοκάλι. Τόδωσα κι’ εγώ με τα άλλα δέματα. Γέλασε αυτός που το πήρε.

-Να το δόσεις στην αδελφή μου, Ελένη την λένε, του είπα.

Άρχισε το επισκεπτήριο.

-Ποιές είναι για τη Μακρυνιώτη;

Σηκωθήκαμε, έτρεξα εγώ, βλέπω την Ελένη μέσα από κάτι σύρματα, άρχισα τα κλάματα. Έκλεγε και αυτή. Τι να πρωτοπούμε. Μουγγαθήκαμε και τα δυο μόνο κλαίγαμε. Της είπα μόνο,

-Σούφερα ένα πορτοκάλι, να το πάρεις να το φας. Δεν είχα τίποτα άλλο, ακούς;

Φύγαμε, πήγαμε στο σπίτι. Ο αδελφός μου ήταν φαντάρος. Όταν ερχόταν και μας έβλεπε εκεί, στενοχωριόταν. Ήθελε να φύγουμε. Κανονίζουν με ένα συγγενή τους να με παν υπηρέτρια στον Πειραιά, σε μια κυρία. Ο άντρας της ταξίδευε. Είχε δυο παιδάκια, ήταν νέα και καλή. Περνούσα καλά, μου πήρε ρουχαλάκια. Στο τραπέζι τρώγαμε μαζί. Φορούσα και μακριά ρόμπα, έκανα δουλίτσες μαζί με την κυρία. Περνούσα καλά. Μέσα στο σερβάν είχε ένα κουτί με σοκολατάκια. Εγώ κάθε ημέρα έπαιρνα κι ένα σοκολατάκι κρυφά. Η κυρία το κατάλαβε αλλά από καλοσύνη δεν μούλεγε τίποτα. Μια μέρα ήταν το τελευταίο. Μόλις κάνω να το πάρω με είδε η κυρία αλλά έκανε πως δεν το πρόσεξε. Εγώ ντροπιάστηκα. Αν μούλεγε κάτι και με μάλωνε ίσως ήταν καλύτερα. Αλλά δεν μίλησε. Έτσι σκέφτηκα να φύγω. Ντρεπόμουν να μείνω άλλο.

Πού να πάω; Για την μάννα μου δεν ήξερα τίποτα. Λεφτά δεν είχα, πώς να φύγω; Βγαίνω έξω απ’ το σπίτι με τη μακριά ρόμπα κι όπου φύγει. Γύριζα στον Πειραιά. Πήγα κοντά σε έναν κύριο. Του λέω,

-Μπάρμπα, από που πάει ο δρόμος για την Κοκκινιά;

-Να σου δείξω που είναι το λεωφορείο, μου λέει.

-Δεν έχω λεφτά μπάρμπα.

Τότε μούδωσε 1 δραχμή. Μου λέει,

-Άντε στο περίπτερο να στο χαλάσει. Κράτα 6 λεπτά, τόσο έκανε το εισιτήριο, και τα 4 λεπτά να μου τα φέρεις.

Του τα έδωσα, του είπα ευχαριστώ. Με πήγε στο λεωφορείο και έφυγα. Πήγα στο τέρμα, στον Άγιο Νικόλαο. Πιο πάνω ήταν το σπίτι. Την μάννα μου δεν την βρήκα. Την είχαν διώξει. Γύριζε και ζητούσε κάπου να μείνει. Πότε κοιμόταν σε εκκλησίες, σε γκαράζ κάτω από αυτοκίνητα, την είδαν δυο κοπέλες και την λυπήθηκαν. Την πήραν στο σπίτι κρυφά γιατί έπρεπε να πάρεις άδεια από την αστυνομία. Την έπλυναν οι κοπέλες, της έδωσαν και ρούχα, φόρεσε καθαρά και γερά. Τα δικά της είχαν λιώσει. Έφαγε καλά, την έβαλαν να κοιμηθεί. Δεν πρόλαβε να κοιμηθεί σε ζεστά ρούχα, έρχεται ο αδελφός των κοριτσιών. Μόλις την βλέπει, βάζει τις φωνές.

-Ποιά είναι αυτή; Να φύγει αμέσως.

Τα κορίτσια να επιμένουν. Τίποτα αυτός.

-Να φύγει!

Έφυγε η μανούλα μου. Πάλι στο δρόμο. Πήγε σε ένα παλιόσπιτο και ξημέρωσε σε μια γωνίτσα. Πάω εγώ στο σπίτι. Η συμπεθέρα που ήταν καλή, έλειπε. Ήταν και ο Θανάσης εκεί. Ποιός να με πρωτοδείρει. Πρώτον που θε να μείνω και δεύτερον τους ντρόπιασα στην κυρία που έφυγα. Μου έλεγαν να ξαναπάω. Εγώ δεν πήγαινα, με έδιωχναν και ούρλιαζαν. Ήθελα να πάω να πνιγώ στη θάλασσα. Ήρθε η συμπεθέρα, τους λέει,

-Δεν ντρέπεστε, τί το κάνετε έτσι; Μικρό παιδί είναι. Ήρθαν εδώ να ριζώσουν. Την συμπεθέρα την διώξατε, άρρωστη γυναίκα. Τώρα θα τρελάνετε και το μικρό; Εμείς όλοι το 41 στο σπίτι του Μακρυνιώτη τη βγάλαμε και δεν καταλάβαμε πείνα.

Όλα αυτά τα λέγανε δυνατά κι εγώ τσίριζα. Η μάννα μου γύριζε, πέρασε απέξω, άκουσε την φωνή μου και μπήκε μέσα. Μόλις με είδε με αγκάλιασε και κλαίγαμε μαζί. Μας κράτησε λίγες μέρες η συμπεθέρα. Μια ημέρα ήρθε η κυρία να με πάρει πίσω. Μου λέει,

-Εγώ θα σου παίρνω σοκολατάκια να τρως.

Δεν πήγα, ντρεπόμουν. Στείλανε ένα χαρτί στον Θανάση, έλεγε ότι η Ελένη θα περάσει δικαστήριο. Έπρεπε να βάλουμε δικηγόρο. Με τί λεφτά; Λέει η μάννα μου.

-Να πάμε παιδάκι μου στο χωριό να πουλήσουμε κάνα χωράφι να τον πληρώσουμε.

Η κυρία μούχε δόσει λίγα χρήματα. Για τα εισητήρια έφταναν. Αλλά πως θε να ξεμυτίσουμε στο χωριό; Κι όμως εμείς πήγαμε στο τραίνο και φύγαμε. Φτάσαμε στον Μπράλλο, κατεβαίνουμε. Δεν ξέραμε τι θα αντιμετωπίσουμε. Εκεί ήταν το μισό χωριό μας. Είχαν φύγει, φοβόντουσαν τους αντάρτες και πήγαν κοντά στους Μάηδες. Ήταν όλοι ίδιοι. Αμέσως τόμαθαν όλοι. Έρχεται ένας πρώτος ξάδελφος της μάνας μου μας λέει,

-Πού ήρθατε στο στόμα του λύκου; Θα σας σκοτώσουν. Όλοι φοβερίζουν.

-Ήρθαμε να πουλήσουμε κάνα χωράφι. Χρειαζόμαστε λεφτά.

-Από δω να φύγετε. Πηγαίνετε στο Δαδί.

Πήραμε το τραίνο και στο Δαδί. Εκεί ήταν χειρότερα. Στον Μπράλο ήταν ο Λεωνίδας, ο φονιάς του πατέρα και στο Δαδί ήταν ο Περικλής με το γιό του, χειρότερα. Ήταν και στο Δαδί χωριανοί μας. Πάλι κανένας δεν μας ήθελε. Φοβόντουσαν να μας πλησιάσουν. Τόμαθε ο Περικλής με τον γιό του και έψαχναν λυσσασμένοι να μας καθαρίσουν έλεγαν. Μας είδαν και μας κυνηγούσαν. Τότε επενέβει η χωροφυλακή. Μας πήραν και μας έκλεισαν στο κρατητήριο για να μας γλυτώσουν. Είχε ένα χιόνι, το θυμάμαι, μισό μέτρο. Παγώσαμε. Ήταν κι απ’ τον φόβο. Εκεί στο κρατητήριο ήταν κάπου 15 άτομα κρατούμενοι. Τους είχαν σακατέψει στο ξύλο, όλο βογκούσαν. Εγώ είχα πάθει φοβία και φώναζα. Η μάννα μου με χτυπούσε,

-Πάψε παλαβό.

Με μάλωναν και οι άλλοι. Εγώ το ίδιο. Έκλαιγα, γελούσα, φώναζα. Είπαν μήπως και θέλω γιατρό. Ήρθε ο γιατρός, λέει στους χωροφύλακες,

-Η γυναίκα αυτή θέλει νοσοκομείο και το κορίτσι θέλει να ηρεμήσει.

Είπαν οι χωροφύλακες,

-Εμείς τους πήραμε εδώ να μην τους σκοτώσουν. Δεν είναι κρατούμενοι. Μπορούν να φύγουν.

Δεν είχαμε ταυτότητα. Πήγε ένας ξάδελφος μου, ο Κώστας, πήγαινε στο γυμνάσιο τότε, μας έφτιαξε ταυτότητες, μας πήραν οι χωροφύλακες, μας συνόδεψαν στο σταθμό για προφύλαξη από τον Περικλή. Πήραμε την πόστα για Πειραιά. Πάλι απ’ την αρχή. Πήγαμε στην Κοκκινιά. Ταλαιπωρημένοι, χωρίς λεφτά. Μόλις μας είδε η νύφη μου μας έδιωξε.

-Εδώ δεν χωράτε, μας είπαν, οριστικά να φύγετε!

Πιο κάτω στην Παλιά Κοκκινιά έμενε μια χωριανή μας, η κυρά Χρυσούλα. Πήγαμε εκεί με την μάννα μου. Μας είδε η γυναίκα ρακένδητες, μας μάζεψε μέσα, μας έδωσε κάτι να φάμε. Είπαμε τα βάσανά μας, η γυναίκα προβληματίστηκε. Είπε κάτι πρέπει να κάνουμε, θα μας κράταγε αλλά ήταν πολύ φτωχή, είχε μικρό σπίτι, δεν χωρούσαμε να μείνουμε. Λέει η Χρυσούλα,

-Θα πάμε στον γιατρό.

Κοντά στο σπίτι της ήταν μια κλινική.

-Ο γιατρός είναι καλός. Είναι σαν κι εσάς, δηλαδή είναι κομμουνιστής, μας λέει η κυρά Χρυσούλα.

Πήγαμε στον γιατρό, κουβέντιασαν. Η μάννα μου του είπε τι μας συμβαίνει, δεν έχουμε που να πάμε, κι ότι είναι άρρωστη. Την εξέτασε ο γιατρός, της λέει,

-Εσύ έχεις ανάγκη για νοσοκομείο, θα φροντίσω εγώ για αυτό.

-Γιατρέ, έχω το κοριτσάκι μου, πού να το αφήσω;

-θα το πάρω στο σπίτι μου, λέει.

Την άλλη ημέρα η μάννα νοσηλεύετε στο Νοσοκομείο Σαπόρτα. Ήταν κοντά στις γραμμές, πιο κάτω απ’ την Παλιά Κοκκινιά. Λέει στην κυρά Χρυσούλα,

-Κράτησε το κορίτσι λίγες ημέρες να συνεννοηθώ και θα το πάρω. Ώσπου να με πάρει εγώ πήγαινε κάθε ημέρα στη μάννα μου. Ήξερα τον δρόμο. Πήγαινα με τα πόδια. Τότε, το 49, στο νοσοκομείο έδιναν λίγο φαγάκι στους αρρώστους. Ψωμί δεν έδιναν. Μου ‘λεγε η μάννα μου,

-Τρως παιδάκι μου; Εσύ χορταίνεις;

-Χορταίνω μάννα, ας είναι καλά η Χρυσούλα.

-Εγώ παιδάκι μου πεινάω.

Την άλλη ημέρα εγώ, ώσπου να πάω στο νοσοκομείο, όπου έβλεπα κανά ωραίο σπίτι, χτυπούσα και ζητούσα ψωμάκι. Μερικοί μου έδιναν, άλλοι μου έκλειναν την πόρτα. Αλλά της πήγαινα λίγο ψωμάκι.

-Πού το βρίσκεις Σταματάκη μου;

-Μου το δίνει μια καλή κυρία.

-Ας είναι καλά.

Έκανε την εγχείρηση η μάννα μου, ο γιατρός, Καΐρης λεγόταν, ήταν συνέχεια κοντά της. Πέρασαν λίγες ημέρες και με πήγε στο σπίτι στην Αθήνα, στην πλατεία Βάθης. Ο γιατρός ήταν αρραβωνιασμένος με μια γεροντοκόρη. Ήταν και αυτός μεγάλος. Θα ήταν τότε 50 χρονών. Ήταν ωραίος και καλός άνθρωπος. Αυτή ήταν στριμμένη γι’ αυτό άργησε να με πάει ώσπου να την καταφέρει. Είχε αυτή ένα τριώροφο σπίτι με 10 δωμάτια τον κάθε όροφο και είχε και τον πατέρα της μαζί. Όταν με πήγε ο γιατρός εκεί, πάγωσα. Μούρθε να κλάψω. Ο γιατρός το κατάλαβε, μου λέει,

-Ησύχασε, μη φοβάσαι, θα περάσεις καλά.

Κάτι είπε και σε κείνη κι έφυγε. Μούδειξε το σπίτι, τι δουλειές να κάνω, μου λέει,

-Πού είναι τα ρούχα σου;

Δείχνω εγώ αυτά που φοράω.

-Δεν έχω, είπα, άλλα.

-Πού σε βρήκε;

Δεν μίλησα εγώ. Μου λέει,

-Να σου δείξω που θα κοιμάσαι.

Πάνω απ’ την τουαλέτα ανέβαινες με μια σκάλα όρθια. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Είχε ένα κρεβατάκι. Μου λέει,

-Εδώ θα κοιμάσαι.

Της είπα,

-Τόσο σπίτι, δεν χωράω πουθενά και με βάζεις εδώ;

-Δεν θέλω να μου γυρίζεις κουβέντα. Δεν θα τα πάμε καλά, μου λέει.

Λέω μέσα μου «Ας μην μιλάω, να μην με διώξει η μουρλή».

-Άκου να σου πω, θα μιλάς σε μένα και στον πατέρα μου στον πληθυντικό. Θα με λες Κυρία και Κύριο.

-Καλά, είπα.

Είχε πεθάνει η μάνα της πρόσφατα και μου ‘δωσε κάτι βράκες, κάτι λιωμένα ρούχα να αλλάζω. Μου είπε όταν τρώγαμε, εκείνη και ο Γέρος τρώγανε σ’ ένα μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία, εγώ στην κουζίνα. Μου ‘δινε το φαγητό και μια φέτα ψωμί. Εγώ δεν χόρταινα, ήθελα πολύ ψωμί. Στο τραπέζι που έτρωγα είχε μια μεγάλη κατσαρόλα χάλκινη που έβαζε το ψωμί μέσα. Εγώ έπαιρνα κρυφά κι έτρωγα. Ήρθε μια ημέρα που έτρωγα, το είχε καταλάβει, μου μίλησε και ήμουν μπουκωμένη με το ψωμί δεν μπορούσα να της μιλήσω.

-Λιμασμένο, μου λέει, που σε μάζεψε και σε έφερε εδώ.

Εγώ στεναχωρήθηκα και λέω μέσα μου «η Κυρία με τα σοκολατάκια μου φέρθηκε πολύ ωραία αυτή ήταν σκύλα», λέω «που την βρήκε ο Γιατρός που ήταν τόσο καλός άνθρωπος». Απέναντι έμεναν τα αδέλφια του Γιατρού, ήταν καλοί και αυτοί είχαν ένα κορίτσι, κι αυτή υπηρέτρια, αλλά περνούσε το κορίτσι καλά, φορούσε ωραία ρουχαλάκια, του φερόντουσταν ανθρώπινα. Όπως είπε η Χρυσούλα ήταν καλή σαν κι εμάς. Ήταν και Κομμουνιστής ο Γιατρός. Ερχόταν αργά και που, την είχε σιχαθεί, έμεινε στην κλινική. Εγώ δεν μάθαινα για την μάνα μου και στεναχωριόμουν. Όταν μου το επέτρεπε πήγαινα στο άλλο κορίτσι και παίζαμε αλλά εγώ πάντα με την ποδιά. Μου ‘χε μια πολύ μακριά της συγχωρεμένης και δεν με άφηνε να τη βγάλω ούτε κι όταν δεν είχα δουλειά. Κι εγώ δεν την φώναζα «Κυρία», δεν την έλεγα τίποτα και είχε σκάσει. Όταν πηγαίναμε στην Αθηνάς να ψωνίσει, αυτή μπροστά με ένα ταγάρι στον ώμο, ήταν η μόδα τότε το ταγάρι, πήγαινε γρήγορα μπροστά. Γρήγορα εγώ να μην τη χάσω σαν το σκυλάκι. Ψώνιζε πολλά πράματα, κρέατα, μαναβική για όλη την βδομάδα, με φόρτωνε και από τα αυτιά που λέει ο λόγος και μπροστά αυτή με το ταγάρι και πίσω εγώ το γαϊδουράκι φορτωμένο. Αυτό γινόταν κάθε βδομάδα. Μια ημέρα στην αγορά είδα δύο παιδιά από το χωριό μου που πουλούσαν μαρούλια. Κρύφτηκα να μην με δουν φορτωμένο στα χάλια που ήμουν και πουν πως καταντήσαμε τα παιδιά του Μακρυνιώτη.

Έτσι περνούσε ο καιρός. Η μάνα τρεις μήνες κάθισε στο νοσοκομείο, εκτός απ’ την εγχείριση. Όταν σηκώθηκε, ζαλίστηκε και έπεσε και είχε χτυπήσει το κεφάλι της. Εγώ μια φορά την είδα, με πήγε ο Γιατρός. Όταν ήταν μέσα, πήγαιναν κάτι κυρίες και της πήγαιναν πράματα. Είχε μαζέψει εξήντα δραχμές κι όταν βγήκε τα ρούχα της που είχε τα μαύρα, είχαν λιώσει και πήγαν οι κυρίες χρωματιστά. Τα φόρεσε, ντρεπόταν, ήταν χήρα, που να βγει στον κόσμο. Τι να ‘κανε, τα φόρεσε και πήγε στη Χρυσούλα. Γέλασε μόλις την είδε που ήταν σαν σκιαζούρι,

-Μην γελάς μαρί, με ήξερες τι περήφανη ήμουν, ας όψεται η κατάσταση. Πήγε και ψώνισε. Με τις είκοσι δραχμές πήρε μια ρόμπα, κάλτσες μαύρες, και με τις σαράντα πήρε ένα μπαούλο.

-Τί θα βάζεις μέσα Δημητρούλα; της είπε η Χρυσούλα.

-Μαρί έχω κορίτσια.

-Το μυαλό σου και μια λίρα.

-Το μπαούλο θα το αφήσω εδώ κι όταν φύγουμε θα το πάρω.

-Όπως θέλεις.

Ήταν κάτι άνθρωποι του κόμματος που την έμαθαν και την έπαιρναν από καμιά βδομάδα, ήρθε και σε μένα να με δει.

-Πώς περνάς παιδάκι μ’;

-Καλά ρε μάννα, αλλά θέλω να πάμε στο χωριό.

-Θα μας σκοτώσουν παιδάκι μ’, θα κάνουμε υπομονή. Για το Θανασούλα μας δεν ξέραμε τίποτα, αν ζει, που βρίσκετε, αν τον πιάσανε. Ο αδελφός μου τότε ήταν σκοτωμένος, εμείς ελπίζαμε, δεν ξέραμε. Η Ελένη, έγινε το δικαστήριο, ήταν ανήλικη και την αθωώσαν έμαθα από κάποιον γνωστό. Δεν ήξερε πιο πολλά να μου πει κι ότι δούλευε στο περιβόλι. Αχ να την έβλεπα την αδελφούλα μου! Την μάνα την πήρε κι ένας πρώτος ξάδελφος κάνα μήνα, πήγε και κάνα δυο μήνες υπηρέτρια και μετά σηκωθήκαμε να φύγουμε, όχι για το χωριό, στο χωριό της νύφης μου, στην Άμφισσα κοντά. Πήγαμε, βρήκαμε το γιατρό, του είπαμε ευχαριστώ, ευχαριστώ στη Χρυσούλα, πήραμε το μπαούλο και στο πρακτορείο.

-Έτσι μου έρχεται να γυρίσω πέτρα, λέω.

-Σώπα παιδάκι μου, μην κάνεις έτσι.

-Και αυτό το μπαούλο ρε μάνα τι το ήθελες; Πώς θα το κουβαλάμε; Για βαλίτσα το πέρασες; Τί να βάλουμε μέσα;

-Ντε, σώπα παιδάκι μ’, κορίτσια είστε, κάτι θα βρεθεί, μην βαρυγκωμάς.

-Φτάσαμε στην Άμφισσα, λέει ο εισπράκτορας, λεφτά για το μπαούλο κυρά.

-Δεν έχω παιδάκι μ’, κι άρχισε να του λέει, εγώ παιδάκι μου δυστύχησα να το πάρω.

-Τι με νοιάζει εμένα; Άντε πάρτο μην το σπάσω και φύγετε.

Άλλο λεωφορείο για το χωριό, άλλες γκρίνιες.

-Ντε, να μην έσωνα να το ‘παιρνα.

Πήγαμε στην Τοπόλια, έτσι λένε το χωριό. Μας βλέπει η Βασιλικούλα, αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε που ξαναβρεθήκαμε. Είδαμε το παιδί, το χαρήκαμε, λέει η μάνα μου.

-Βασιλικούλα, έμαθες για το Θανασάκη είναι ζωντανό το παιδί μου;

-Τίποτα μητέρα.

Στο σπίτι έμενε κι ο παππούς Ζαβούλας. Η μάνα της νύφης μου και η αδελφή ήταν ακόμα φυλακή στην Πάτρα. Ημερόνυχτα λέγαμε τα βάσανά μας και τελειωμό δεν είχαν. Στο χωριό το δικό μας, ακόμα φοβερίζουν ότι θα μας σκοτώσουν. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Μια γνωστή με πήγε στην Άμφισσα υπηρέτρια. Ταράτσας λεγόταν το αφεντικό. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, πέρασα καλά 5-6 μήνες, κάθισα και μετά πήγα στην Τοπόλια πίσω. Αλλά επειδή δεν είχαμε να φάμε στη νύφη μου με πήραν κάτι φίλοι του πατέρα μου στο σπίτι τους και πήγαινα να μάθω μοδίστρα.

Στο διάστημα αυτό, η νύφη μου έμαθε ότι σκοτώθηκε ο αδερφός μου. Ήταν τέλος του ’49. Μας φέρνει το μαντάτο. Πώς να ξεφωνίσουμε, να κλάψουμε; Οι χωροφύλακες πάντα παρακολουθούσαν. Η μάνα μου είχε κατεβάσει τα κρέατα από τα μάγουλά της με τα νύχια. Θρηνούσαμε στα βουβά το παλικάρι μας.

Πέρασε λίγος καιρός. Τη μάνα μου την έτρωγε με τί τρόπο να μπορέσει να πάει στο χωριό. Εγώ σε λίγο καιρό τέλειωνα απ’ τη μοδίστρα, έπρεπε να βρει τρόπο. Επικοινώνησε με κάποιο ανιψιό του πατέρα στη Γραβιά. Ήταν συμβολαιογράφος. Κακαράς λεγόταν, περνούσε ο λόγος του. Λέει στη μάννα μου,

-Έλα θειά, θα αναλάβω εγώ.

Πήγε η μάννα μου στη Γραβιά, ανταμώνει τον Ασημάκη Κακαρά, και από εκεί στο χωριό. Όταν είδαν τη μάννα, αγρίεψαν οι φασίστες. Τους πιάνει τους πιο επικίνδυνους και τους λέει,

-Έτσι και πειράξει κανείς τη θεία μου, θα έχει να κάνει με μένα. Το ακούσατε; Με μένα. Εσύ θειά κανόνισε που θα μείνεις κι αν συμβεί τίποτα θα με φωνάξεις.

Τον ευχαρίστησε κι έφυγε, δεν της μίλησε μετά κανείς. Η μάνα μου τώρα έπρεπε να σπείρει, να πιάσει μαγιά. Σπόρο δεν είχε, πήγαινε σε αυτούς που έσπερναν τα χωράφια μας, την έδιωχναν. Έτσι πήγε στην εκκλησία. Λέει στον επίτροπο, τότε πήγαιναν σιτάρι στην εκκλησία και είχε,

-Θα μου δώσεις σιτάρι για σπόρο κι άμα θερίσω θα στο δώσω διπλό. Έτσι έγινε. Τέλος του ’50 πήγα και γω στο χωριό.

Οι ταλαιπωρίες και οι στεναχώριες συνεχίστηκαν αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.

Επιμέλεια Παναγιώτης Σακελλαριάδης

Οι στρατιωτικοί μαζί με εργαζόμενους!!! Η ΚΕΘΑ καλεί σε αγώνα!!

23 Ιανουαρίου, 2016

Οι απόστρατοι να συμμετέχουμε στον ξεσηκωμό!

 

 

Η κυβέρνηση όπως και οι προηγούμενες με το ψέμα και τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, προχωρώντας και μάλιστα τρέχοντας στα χνάρια των προκατόχων της, που έφεραν τα ταμεία και την Κοινωνική Ασφάλιση στo σημερινό κατάντημα. Συνεχίζει ασύστολα και με ενθουσιασμό, υποστηριζόμενη στην ουσία και από τα Ευρωενωσιακά Κόμματα, στο δρόμο που έχει χαραχθεί στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης των μονοπωλίων. Οι ενέργειες όλων τους έχουν σαν κεντρική επιδίωξη: την απαλλαγή του κράτους από τη χρηματοδότηση και την εγγύηση του συστήματος ασφάλισης, πρόνοιας και περίθαλψης συνολικά και την μείωση της συμμετοχής της εργοδοσίας στην Ασφάλιση. Ταυτόχρονα συρρικνώνονται αποδοχές και όλα τα βάρη φορτώνονται ΜΟΝΟΝ στους εργαζόμενους και στους συνταξιούχους!

Μετά από 6 χρόνων πολιτική εξαθλίωσης του λαού μας και συνεχούς αφαίρεσης δικαιωμάτων, έρχονται τώρα να μας αποτελειώσουν με το νέο ασφαλιστικό, που όμως επηρεάζει την ίδια την επιβίωση των οικογένειών μας, είναι η ίδια μας η ζωή! Δεν πρόκειται απλά για νέα αντιασφαλιστικά μέτρα, αλλά μας οδηγούν ολοταχώς στη διάλυση του όποιου κοινωνικού χαρακτήρα ασφάλισης, έχει απομείνει, ωθώντας μας προς την ιδιωτική ασφάλιση και τους μεγαλοεπιχειρηματίες υγείας! Με αυτές τις συνθήκες όμως, οι έχοντες και κατέχοντες που κολυμπούν στον κλεμμένο (και νόμιμα) πλούτο, πληρώνουν αδρά και εξασφαλίζουν εκτός της τρυφηλής ζωής, σωστή περίθαλψη άρα και υγεία στους εαυτούς τους και στις οικογένειές τους. Οι άλλοι, αφηνόμαστε στη μοίρα μας να αγωνιζόμαστε για επιβίωση με μισθούς και συντάξεις πείνας, μεγάλο ποσοστό στην ανεργία και την ανέχεια με υποτυπώδη κρατική στήριξη στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση κι όσο αντέξουμε!

Ο αντίπαλος είναι κοινός για όλους εμάς, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, τους συγγενείς και φίλους. Δεν είναι το άλφα ή το βήτα Κόμμα – τωρινός ή επόμενος κυβερνητικός υπηρέτης ντόπιων και ξένων συμφερόντων. Είναι η κυβερνητική πολιτική που ταυτίζεται με της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίπαλός μας είναι τελικά αυτοί που κρύβονται πίσω της και νέμονται τον πλούτο της χώρας, αυτοί που μας εκμεταλλεύονται! Είναι αυτοί οι ίδιοι που ωφελούνται από το γκρέμισμα των υπολειμμάτων του  κοινωνικού κράτους με την συρρίκνωση αποδοχών και εργασιακών δικαιωμάτων.

Τέλος στην υπομονή και στις ψεύτικες ελπίδες, ότι κάτι θα αλλάξει! Κανείς απόστρατος αλλά και εν ενεργεία να μη πιστεύει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ για χάρη μας θα πάει κόντρα στις εντολές των «εταίρων» της, εξάλλου υπέγραψαν συμφωνίες και αποδεικνύουν πως ό,τι δεν τόλμησαν οι προηγούμενοι, το πράττουν αυτοί τώρα και μάλιστα κοροϊδεύοντάς μας ασύστολα.

Στην ΚΕΘΑ, χωρίς να ξεχνάμε τα τόσο επίκαιρα και φλέγοντα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της ειρήνης, τους κινδύνους των πολέμων, δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι σε ότι αφορά τη ζωή, τη δική μας και του λαού μας! Δεν δικαιούμαστε να μείνουμε αδιάφοροι όταν έχουμε από τη μια το γκρέμισμα του όποιου κοινωνικού κράτους και από την άλλη το γκριζάρισμα περιοχών στο Αιγαίο, την παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, το Κυπριακό, τις θανάσιμες εμπλοκές της χώρας σε επεμβάσεις μαζί με ΝΑΤΟ,  ΕΕ, ΗΠΑ κ.ο.κ., ενώ γνωρίζουμε καλά πως στο κοινωνικό σύστημα που ζούμε οι βαθιές κρίσεις επιλύονται με πόλεμο!

Χρέος όλων μας είναι να πάρουμε θέση!

Συμπεράσματα έχουμε βγάλει όλοι, ανεξάρτητα τι ψήφησε ο καθένας! Δεν είναι στραβός ο γιαλός, αλλά η ρότα που ‘χουν διαλέξει. Η κυβέρνηση αρμενίζει στραβά το καράβι, οι ναυλωτές της και τα παπαγαλάκια της τη στηρίζουν και τη σιγοντάρουν.

Ο λαός έχει απαυδήσει, οι αγρότες έβγαλαν τα τρακτέρ στους δρόμους, οι συνταξιούχοι είναι σχεδόν κάθε μέρα στους δρόμους, η νεολαία, οι εργαζόμενοι (με γραβάτες και χωρίς γραβάτες) διαδηλώνουν στους δρόμους!

Οι απόστρατοι δεν πρέπει και δεν μπορεί να απέχουν από τον ξεσηκωμό!

Όλοι στους δρόμους απέναντι στο έκτρωμα που ετοιμάζει η κυβέρνηση σε συνεργασία με τους «θεσμούς» (μην ξεχνάμε πως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο)!

η ΚΕΘΑ ΚΑΛΕΙ

  • Να αναθεωρήσουμε την στάση μας απέναντι στη πολιτική που ακολουθείται σε όλους τους τομείς!
  • Να μην περιμένουμε τίποτα πια χωρίς αγώνα!
  • Να οργανώσουμε την πάλη μας και να κλιμακώσουμε τον αγώνα μας επιλέγοντας να συμμαχήσουμε με εργαζομένους και συνταξιούχους που έχουν αποδείξει ότι μάχονται με συνέπεια για το δίκιο όλων μας.

 

Όλοι στους δρόμους!

Τα σχέδια κυβέρνησης και ΕΕ για το Ασφαλιστικό,

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ!

 

Πώς στελεχώθηκε το αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού από Μονίμους Αξιωματικούς

10 Ιανουαρίου, 2016
Η ανάρτηση στη μνήμη του  Απεραθίτη Δημοκράτη αξιωματικού Μιχάλη Βαρδάνη, που ερεύνησε καλά και έγραψε το ακόλουθο κείμενο στην αποστρατεία του και λίγο πριν φύγει,  αφού έζησε με τιμή και άξια.

Έλληνες εξόριστοι Αξιωματικοί στη Νάξο και η απόδραση των δώδεκα

(Αξιωματικοί Πίνακα Β΄ στο Δημοκρατικό Στρατό)

του Μιχάλη Βαρδάνη Αντιστρατήγου ε.α.  Προέδρου ΣΦΕΑ 1967 – 1974

 

Ήμουνα μαθητής Δημοτικού όταν στην κοινωνία της Απειράνθου έσκασε η είδηση: Αποδράσανε από τη Νάξο οι εξόριστοι Έλληνες αξιωματικοί! Έτυχε να έχω στενό συγγενή αξιωματικό που υπηρετούσε εκείνη την εποχή στα πολεμικά μέτωπα και το γεγονός της απόδρασης εξορίστων αξιωματικών γεννούσε στο παιδικό μου μυαλό πιεστικά ερωτήματα: Γιατί εξόριστοι; Γιατί αποδράσανε; Ποιά θα είναι η τύχη τους; φαίνεται όμως, πως οι ταραχώδεις εκείνοι καιροί, δεν άφηναν περιθώρια πειστικών απαντήσεων στα ερωτήματά μου παρ’ όλο που διαισθανόμουνα ένα απόκρυφο θαυμασμό των ερωτώμενων. Στους δύσκολους για τη χώρα μας και το λαό μας μεταπελευθερωτικούς χρόνους, ακόμη και οι μικρές και απόμακρες από το κέντρο κοινωνίες διατηρούσαν, έστω και με πολλές προφυλάξεις, τη φλόγα της Εποποιίας της Εθνικής μας Αντίστασης. Κι’ οι εξόριστοι αξιωματικοί στη Νάξο υπήρξαν από τους  πρωταγωνιστές.

Πέρασαν χρόνια από τότε και μόνιμος πλέον νέος αξιωματικός βίωνα μαζί με πολλούς συναδέλφους μου και των τριών όπλων τους διαχωρισμούς και τις διώξεις που εξελίχθηκαν σε «πογκρόμ» στα εφτά χρόνια της Αμερικανοκίνητης Χούντας της 21 Απρίλη 1967. Εκείνες οι διώξεις μου έλυσαν δια παντός τις παιδικές μου απορίες για τους Έλληνες εξόριστους αξιωματικούς στη Νάξο και την απόδραση. Είχα τύχη αγαθή, στον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης, όταν ιδρύαμε τον Σύνδεσμο της Αντιδικτατορικής Αντίστασης, να γνωρίσω δύο ξεχωριστές μορφές αγωνιστών, τους Στέφανο Παπαγιάννη και Βασίλη Βενετσανόπουλο, εξόριστους λοχαγούς στη Νάξο, μέλη της ομάδας απόδρασης και δεσμώτες της Χούντας στην μνήμη των οποίων και αφιερώνω αυτή μου τη γραφή.

Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τη νεότερη ιστορία μας τα νησιά του Αρχιπελάγους και κυρίως αυτά των άγονων γραμμών «φιλοξένησαν» πολιτικούς αντιπάλους αυταρχικών κρατικών εξουσιών.

Οι αγαθοί νησιώτες τους αντιμετώπιζαν με δέος και προφυλάξεις. Για τους επώνυμους έτρεφαν κρυφό θαυμασμό και φορές επηρεάζονταν από την ιδεολογία τους! Άλλωστε τα εκλογικά αποτελέσματα της Ικαρίας σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις το καταδείχνουν.

Ένα στενό μου συγγενή λεβέντη, βοσκό, που διακρινόταν για την παλικαριά και αξιοσύνη του, ο πάππος του τού έδωσε το παρωνύμιο «Σκαρβέλης» κι’ αυτό διατηρήθηκε μέχρι του θανάτου του εγγονού στα βαθιά γεράματα. Ήταν ο θαυμασμός του πάππου στον επαναστάτη της 3 Σεπτέμβρη 1843 συνταγματάρχη Σκαρβέλη που το Βαυαρικό Καθεστώς του Όθωνα τον είχε εξορίσει στην Νάξο.

Ο γνωστός πολιτικός της Αριστεράς καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος ήταν εξόριστος της Μεταξικής δικτατορίας στην Απείρανθο. Όταν στη  μάχη της Αθήνας, Δεκέμβρη 1944, σκοτώθηκε από σφαίρες των Άγγλων του Σκόμπυ στην Πλατεία Μεταξουργείου, ένας νέος Απεραθίτης δικηγόρος, μαχητής του ΕΛΑΣ, ο Γιάννης Κατεινάς, οι αδελφές του νεκρού, στη συμφορά τους, μνημόνευσαν σε μοιρολόι τη σχέση του αδελφού με τον πολιτικό εξόριστο:

Ίντα σουκαμε(ν) ο Σβώλος

και σε κλαίει ο κόσμος όλος.

Οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που υπέκρυπταν τη στρατηγική των Άγγλων για τον έλεγχο της Ελλάδας και την επάνοδο του Βασιλιά.

Η υπάκουη στους Βρετανούς ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και η, όπως φάνηκε, έλλειψη στρατηγικής της ΕΑΜικής Ηγεσίας για την Ελλάδα μετά τον πόλεμο, έφεραν τον Δεκέμβρη με την ήττα των δυνάμεων της Αντίστασης και τη Συμφωνία της Βάρκιζας ανάμεσα στους Βρετανούς, την Ελληνική Κυβέρνηση και το ΕΑΜ. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας 12 Φλεβάρη 1945 ο λαός και οι ΕΛΑΣίτες Αξιωματικοί ποθούσαν την ειρήνη για να επουλωθούν οι πληγές του πολέμου και της κατοχής και ν’ ανορθωθεί η οικονομία. Όμως δεν άργησε να γίνει φανερό στην πράξη πως η Βάρκιζα ήταν μια λεόντειος συμφωνία για τους Βρετανούς και την ελληνική «εθνικοφροσύνη» που απέβλεπε στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και τη συντριβή του Κινήματος της Εθνικής Αντίστασης.

Το ΕΑΜ και μετά το Δεκέμβρη, παρά την αποχώρηση της ΕΛΔ (Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας) και προσωπικοτήτων, διατηρούσε την υπόστασή του σαν πολιτικός σχηματισμός της Αριστεράς και έκανε μεγάλες προσπάθειες για την εφαρμογή της Συμφωνίας. Αντίθετα, από την άλλη πλευρά τα όργανα του Κράτους και του παρακράτους, εξαπέλυσαν λυσσαλέο κυνηγητό εναντίον των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Γράφει ο Στέφανος Παπαγιάννης λοχαγός ΠΒ, μαχητής του πολέμου 1940 και του ΕΛΑΣ στο βιβλίο του «Από Εύελπις αντάρτης»: «Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες οι μόνιμοι αξιωματικοί που είχαν υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ επέστρεφαν στα σπίτια τους. Όσοι είχαμε μόνιμη διαμονή στην Αθήνα παρουσιαστήκαμε στην έδρα του Α’ Σώματος Στρατού για να αναλάβουμε υπηρεσία. Εκεί μας υποδέχτηκε, καθόλου φιλικά, ένας αρμόδιος ανώτερος αξιωματικός και μας είπε ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες διαταγές πριν απ’ όλα πρέπει να υπογράψουμε μια δήλωση. Η δήλωση ήταν έντυπη και το μόνο που χρειαζόταν ήταν τα στοιχεία ταυτότητας και η υπογραφή. Βέβαια ύστερα από τα γεγονότα της κατοχής και ιδιαίτερα του Δεκέμβρη, δεν περιμέναμε πως θα μας δεχτούν μετά βαΐων και κλάδων! Να υπογράψουμε όμως κι αυτό το χαρτί που έγραφε ότι η δράση μας από τις γραμμές του ΕΛΑΣ ήταν αντεθνική και προδοτική ξεπερνούσε τα όρια ανοχής».

Η συντριπτική πλειοψηφία δεν υπέγραψε την κατάπτυστη δήλωση κι αυτό αποτέλεσε την αιτία οι λαμπροί αξιωματικοί μαχητές των αγώνων του λαού και του έθνους να τοποθετηθούν στον πίνακα Β’. Αυτό σήμαινε την πλήρη και ουσιαστική απομάκρυνση από τις στρατιωτικές Μονάδες και Υπηρεσίες με μόνη διαφορά από την αποστρατεία να φέρουν τη στολή του αξιωματικού και να παίρνουν το μισθό του βαθμού τους. Υπήρχε και πίνακας Α’ που περιλάμβανε τους «εθνικόφρονες» με τους οποίους Βρετανοί και Κυβέρνηση στελέχωναν τον ανασυγκροτούμενο στρατό. Σε θέσεις κλειδιά τοποθετούνταν οι Βασιλόφρονες που είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας. Η πολιτική αυτή διατηρήθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις σε όλη τη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο και αποτέλεσε γενεσιουργό αιτία της επιβολής της εφτάχρονης δικτατορίας στην πατρίδα μας.

Οι παρακρατικές φασιστικές οργανώσεις δολοφονούσαν αγωνιστές της Αντίστασης και το Κράτος τους φυλάκιζε και τους έστελνε εξορία.

Ο Βασίλης Βενετσανόπουλος λοχαγός εξόριστος στη Νάξο μαχητής του ΕΛΑΣ γράφει στο βιβλίο του «ΠΑΡΩΝ»: «Μέσα σε 4 μήνες από την υπογραφή της Βάρκιζας, τον Ιούνη 1945, οι δολοφονημένοι αγωνιστές είναι 650, οι φυλακισμένοι πάνω από 30.000. Οι μοναρχοφασιστικές συμμορίες ήταν 150 με δύναμη οπλοφορούντων 20.000. Το ΚΚΕ που ήταν η ψυχή της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχιζε και μετά την ήττα να στέκει δίπλα στους διωκόμενους και απειλούμενους με εξόντωση αγωνιστές, έριξε στα τέλη Ιούνη 1945 στην 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. το σύνθημα της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας (Μ.Λ.Α.) και έστειλε στελέχη του στη βάση προκειμένου να βοηθήσουν στην οργάνωση των αγώνων των εργαζομένων κατά της τρομοκρατικής δραστηριότητας των δολοφονικών συμμοριών που το έργο τους ενίσχυαν και οργάνωναν βασικά οι Βρετανοί». Ουσιαστικά άρχιζε ο εμφύλιος.

Στις 31-3-1946, σε συνθήκες βίας και τρομοκρατίας, έγιναν οι Βουλευτικές Εκλογές με αποχή της Αριστεράς όπως αυτή αποφασίστηκε από την Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Την ημέρα των εκλογών μια ομάδα ενόπλων καταδιωκομένων επιτέθηκε κατά του Σταθμού Χωροφυλακής Λιτοχώρου και αφόπλισε τους άνδρες του. Η ημερομηνία της ενέργειας αυτής θεωρήθηκε από εκπροσώπους της Κυβέρνησης και του Στρατού ως μερομηνία έναρξης του εμφυλίου.

Ο Βασίλης Βενετσανόπουλος γράφει στο βιβλίο του «ΠΑΡΩΝ»: «Αρχές Γενάρη 1946, ο αιματηρός απολογισμός του τρομοκρατικού οργίου είχε πάρει νέες μεγαλύτερες διαστάσεις: 1289 οι νεκροί, 84.931 φυλακισμένοι, πάνω από 100.000 καταδιωκόμενοι αγωνιστές … και φαινόταν να είναι η ΜΛΑ η μόνη μέθοδος αντιμετώπισης του μονόπλευρου εξοντωτικού πολέμου και του δολοφονικού οργίου».

Ο πόλεμος έπαψε να είναι μονόπλευρος και εξελίχθηκε σε εμφύλιο με όλα τα χαρακτηριστικά της μορφής του που κράτησε πάνω από τρία χρόνια με τις τραγικές του συνέπειες για το λαό και τον τόπο.

Οι περισσότεροι αξιωματικοί του Πίνακα Β΄ ζητούσαν ν’ ανεβούν στο βουνό μα η καθοδήγηση του ΕΑΜ απέκρουσε το αίτημά τους.

Η εξήγηση που δόθηκε τότε ήταν, για να μη δοθεί αφορμή με την ενέργεια αυτή να κατηγορηθεί το ΕΑΜ ότι στα λόγια ήταν υπέρ της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης ενώ στην πράξη ενίσχυε τον ανταρτοπόλεμο. Μετά την ενέργεια στο Λιτόχωρο και βλέποντας η Κυβέρνηση να φουντώνει το αντάρτικο και αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να φύγουν για το βουνό οι αξιωματικοί του πίνακα Β΄ πήρε απόφαση να τους μαζέψει και να τους στείλει εξορία. Ήδη οι στρατηγοί του ίδιου πίνακα Σαράφης, Μπακιρτζής, Καλαμπαλίκης, Τσαμάκος και Ματσούκας, μετά το δημοψήφισμα για την επάνοδο του βασιλιά είχαν σταλεί εξορία στην Ικαρία. Γράφει ο Στέφανος Παπαγιάννης στο βιβλίο του «Από Εύελπις Αντάρτης»: «Γύρω στις 15 Ιούλη 1946 μας έδωσαν από τη στρατιωτική υπηρεσία εντολή να συγκεντρωθούμε στον Πειραιά με αποσκευές εκστρατείας, γιατί τάχα θα πάμε αποστολή! Διαδόθηκε κατάλληλα τότε στον κόσμο ότι σε κάποιο νησί είχε μπει σε λειτουργία κάποια Σχολή και ότι θα μας αποσπάσουν εκεί για επιμόρφωση. Η παρουσία τμήματος χωροφυλακής στο μέρος που συγκεντρωθήκαμε φανέρωνε τι είδους επιμόρφωση μας επεφύλασσε η Κυβέρνηση. Εκεί μας χώρισαν σε ομάδες και μπήκαμε σε κάμποσα μικρά καΐκια».

Τόπος εξορίας των Αξιωματικών τα νησιά Φολέγανδρος, Πάρος, Νάξος, Σέριφος, Ικαρία. Η ομάδα εξορίστων της Φολεγάνδρου αρχές Οκτωβρίου 1946 μεταφέρεται στη Νάξο και συναντά την εκεί ομάδα των εξορίστων. Την ενιαία πια ομάδα των εξορίστων ΕΛΑσιτών αξιωματικών στη Νάξο την αποτελούσαν οι παρακάτω:

Συνταγματάρχης ΠΖ Νίκος ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ
Συνταγματάρχης ΠΒ Γιάννης ΠΥΡΙΟΧΟΣ
Αντισυνταγματάρχης ΠΖ

Αντισυνταγματάρχης ΠΒ

΄΄

΄΄

Δημήτρης ΚΟΥΚΟΥΡΑΣ

Στάθης  ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ

Γιώργος ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

ΓΙΑΚΟΥΜΕΛΟΣ

Ταγματάρχης ΠΖ

΄΄

Θεόδωρος ΜΑΚΡΙΔΗΣ

ΜΑΝΤΟΥΚΟΣ

Ταγματάρχης ΠΒ

΄΄

΄΄

΄΄

΄΄

Ιάκωβος ΚΑΤΣΟΓΙΑΝΝΟΣ

Μιχάλης ΜΠΑΡΟΥΤΣΟΣ

Ορέστης ΒΑΛΑΛΑΚΗΣ

Γιάννης ΚΑΛΙΣΜΑΝΗΣ

Ηλίας ΜΠΑΛΤΑΣ

Επίλαρχος Βήλος ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Λοχαγός ΠΖ

΄΄

΄΄

΄΄

΄΄

΄΄

΄΄

Βασίλης ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Γιάννης ΠΑΛΑΣΚΑΣ

Γιώργος ΣΑΜΑΡΙΔΗΣ

Δημήτρης ΤΣΙΤΣΙΠΗΣ

ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Γιώργος ΚΑΤΕΜΗΣ

Γιώργος ΚΑΛΙΑΝΕΣΗΣ

Λοχαγός ΠΒ

΄΄

Στέφανος ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ

Κίμων ΧΑΤΖΗΜΙΧΕΛΑΚΗΣ

Ίλαρχος Αρίστος ΚΑΠΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Υπολοχαγοί ΠΖ

΄΄

΄΄

΄΄

Μάκης ΤΡΩΓΙΑΝΟΣ

Θεόδωρος ΚΑΛΙΝΟΣ

Ντίνος ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Αλέκος ΜΑΝΩΛΑΚΟΣ

Υπολοχαγός ΠΒ

΄΄

Θεοδόσης ΖΕΡΒΑΣ

Χρήστος ΣΤΕΦΟΠΟΥΛΟΣ

Υπολοχαγός ΜΧ Στέφος ΗΛΙΑΔΗΣ
Υπολοχαγός διαχείρισης Γεράσιμος ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ
Ανθυπασπιστής

΄΄

΄΄

Κώστας ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Πέτρος ΜΕΛΑΣ

ΗΛΙΑΚΗΣ

Όλοι τους πολεμιστές του έπους 1940 και της Εθνικής Αντίστασης.

Η ζωή των Ελλήνων εξορίστων αξιωματικών στη Νάξο τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολη. Ο υπομοίραρχος Μπεχράκης, διοικητής Χωροφυλακής και η ντόπια αντίδραση είχαν εξαπολύσει μαύρη προπαγάνδα, κάθε είδους ψέμα και συκοφαντία προκειμένου να κρατηθούν οι εξόριστοι σε απομόνωση από τον πληθυσμό. Μεγάλο μέρος της Ναξιακής κοινωνίας επηρεαζόταν από τα συνεχή ψέματα και τις συκοφαντίες.

Εξαίρεση αποτελούσε η οικογένεια Ηλία Γρατσία (παρατσούκλι Δίφραγκος). Είχε ένα μικρό μαγέρικο στην παραλία της Χώρας κι’ έτρωγαν οι εξόριστοι αξιωματικοί πριν οργανώσουν το δικό τους ομαδικό συσσίτιο. Ήταν από τους Αριστερούς της Νάξου κι’ ο μεγάλος γιός Μιχάλης ήταν τοπικό στέλεχος του ΕΑΜ με δράση στην Κατοχή και αργότερα εξόριστος στο Μακρονήσι με τον αδελφό του Αντώνη. Η οικογένεια Γρατσία συμπαραστάθηκε με στοργή στους αξιωματικούς στις πρώτες δύσκολες μέρες της εξορίας τους.

Μπροστά στο κλίμα τρομοκράτησης της κοινωνίας από τον Μπεχράκη και την ντόπια «εθνικοφροσύνη» οι αξιωματικοί αντέδρασαν.

Γράφει ο Στέφανος Παπαγιάννης στο βιβλίο του: «Μπροστά στην προσπάθεια να μας κρατήσουν σε απόσταση, χρειάστηκε να αντιδράσουμε πρακτικά, αναπτύσσοντας δική μας πρωτοβουλία. Σ’ αυτό μας έδωσε θάρρος το παρακάτω περιστατικό. Βρήκαμε μια ευκαιρία, που μια Κυριακή ηλιόλουστη είχε κατεβεί πολύς κόσμος στην παραλία και ιδιαίτερα πολλά παιδιά. Ένας από εμάς αγόρασε καραμέλες, πλησίασε τα παιδιά και τις πρόσφερε. Οι γονείς τους μας ευχαρίστησαν γι’ αυτό και ανταλλάξαμε μαζί τους μερικά φιλικά λόγια. Σαν να έσπασε ο πάγος. Αλλά εκείνο που βοήθησε στο ν’ αλλάξουν η στάση και οι διαθέσεις των ντόπιων απέναντί μας ήταν οι συχνές εκδρομές στα γύρω χωριά. Αξιοποιήσαμε και το γεγονός ότι μερικοί από τους εξορίστους ή και μέλη των οικογενειών τους που έρχονταν για επίσκεψη στο νησί παίζανε κάποιο μουσικό όργανο. Ακόμη το ότι μερικοί τραγουδούσαν καλά και ιδιαίτερα τα δημοτικά και τα αντάρτικα τραγούδια. Κάθε Κυριακή λοιπόν επισκεπτόμαστε ένα χωριό και την ώρα που τέλειωνε η λειτουργία στην εκκλησία, καθόμασταν στο κεντρικό καφενείο. Ούζο και τραγούδι, κερνάγαμε και τους θαμώνες του καφενείου και πιάναμε κουβέντα. Η παρουσία μας στα χωριά και περισσότερο τα τραγούδια μας που όλα είχαν πατριωτικό περιεχόμενο, έδιναν μια εικόνα για μας διαφορετική σε σχέση με εκείνη που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν οι αντίπαλοί μας. Πέρα απ’ αυτό η επίσκεψή μας στα χωριά ήταν ένα ευχάριστο γεγονός μέσα στη συνηθισμένη μονότονη ζωή των κατοίκων. Κάθε φορά όταν φεύγαμε μας ξεπροβόδιζαν με φιλικά λόγια και μας παρακαλούσαν να τους επισκεφτούμε ξανά».

Αυτή η κουλτούρα ήταν «κεκτημένο» για τους εξόριστους από τη ζωή τους στο Βουνό, στην Ελεύθερη Ελλάδα όπου το ΕΑΜ, για τους κατοίκους της υπαίθρου, είχε δημιουργήσει λαϊκά θέατρα, λαϊκά σχολεία και ότι ήταν δυνατό να εκφραστεί από τη λαϊκή παράδοση, τον πολιτισμό.

Με τις παραπάνω συμπεριφορές οι εξόριστοι κατάφεραν να αλλάξουν την ατμόσφαιρα στη Νάξο και οι σχέσεις τους με τον ντόπιο πληθυσμό πήραν φιλικό χαρακτήρα και οι ψευτιές και οι συκοφαντίες των αντιπάλων δεν έπιαναν πια τόπο. Είχαν κερδίσει τη φιλία και την εκτίμηση μεγάλου μέρους της Ναξιακής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο που το 1958 στο Στρατοδικείο που δικαζόταν ο Στέφανος Παπαγιάννης για την απόδραση των δώδεκα εξορίστων εμφανίστηκε αυθόρμητα ο Ναξιώτης Βουλευτής Αντώνης Μπαρότσης μάρτυρας υπεράσπισης και επαίνεσε στο δικαστήριο τη στάση των Αξιωματικών στο νησί. Προφανώς η παρουσία του συμβόλιζε και τα αισθήματα σημαντικού μέρους της Ναξιακής κοινωνίας. Οι αξιωματικοί έμεναν οι περισσότεροι στο Κάστρο στο οίκημα λεγόμενο «Βενετσιάνικο Παλάτι» και λίγοι στην περιοχή της Γρότας.

Η ζωή τους κυλούσε με μελέτη, εκμάθηση ξένων γλωσσών, διαλέξεις και άλλες ομαδικές μορφωτικές προσπάθειες. Ακόμη έπαιζαν και θεατρικά έργα. Αρκετό χρόνο αφιέρωναν στην παρακολούθηση της πολιτικής κατάστασης της χώρας.

Ο Βασίλης Βενετσανόπουλος γράφει στο βιβλίο του «ΠΑΡΩΝ».

«Για τους εξόριστους αξιωματικούς η ζωή τους μακριά από την εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα ήταν στενόχωρη. Βάραινε γι’ αυτό ιδιαίτερα και ο εθελοντικός κατά κάποιον τρόπο εκτοπισμός τους. Αρκετές φορές στη διάρκεια των διαφόρων εκδηλώσεών τους έμπαινε το ζήτημα αυτό και κάπως σαν παράπονο. Επίσης από μερικούς έμπαινε αυθόρμητα και ζήτημα δραπέτευσής τους, που αν επέτρεπε το Κόμμα, θα μπορούσε θαυμάσια να οργανωθεί με επιτυχία. Γενικά οι συζητήσεις για φευγιό και αντάρτικο δεν σταμάτησαν ποτέ. Άλλοτε γίνονταν με πολλή οξύτητα κι άλλοτε με σχετική ηρεμία».

Αρχές Απρίλη 1947, έφθασε στη Νάξο με το πλοίο της γραμμής μια νέα λυγερή Ναξιώτισσα της Αθήνας, η Γιούλη Υδραίου το γένος Σοφικίτη από το Σαγκρί σήμερα χήρα του αείμνηστου δημοσιογράφου – συγγραφέα και αγωνιστή της Αριστεράς Σπύρου Λιναρδάτου. Η ίδια αγωνίστρια της ΕΠΟΝ και του Εφεδρικού ΕΛΑΣ που «γεύτηκε» τις συνέπειες της αγωνιστικής της δράσης στις φυλακές και τους τόπους εξορίας στην μετεμφυλιοπολεμική περίοδο και στην εφτάχρονη δικτατορία. Κουβαλούσε στην τσάντα της ένα σημαντικό μήνυμα.

Το μήνυμα, μικρό σημείωμα, ήταν κατάλληλα τοποθετημένο μέσα στο τσόφλι ενός αμυγδάλου με την εντολή να δοθεί στον λοχαγό Στέφανο Παπαγιάννη, άγνωστο πρόσωπο στην κομίστρια. Γνώριζε όμως από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ το συνεξόριστο του Παπαγιάννη Επίλαρχο Βήλο Παπαδόπουλο και ζήτησε από τον συγγενή από τη μητέρα της ταχυδρομικό υπάλληλο Σπύρο Λογαρά να τον ειδοποιήσει για μια συνάντηση μαζί της με πολλή προφύλαξη.

Έτσι έφθασε το σημείωμα στα χέρια του Παπαγιάννη. Γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του: «Το σημείωμα απευθυνόταν προσωπικά σε μένα, γιατί ήξεραν ότι μόνο εγώ γνωρίζω τον γραφικό χαρακτήρα του αποστολέα. Ήταν από το μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ Στέριο Αναστασιάδη που πιάστηκε αργότερα από την Ασφάλεια και εκτελέστηκε με άλλα μέλη της Κ.Ε. Στο σημείωμα δινόταν εντολή να προετοιμαστούν εντελώς μυστικά δώδεκα αξιωματικοί για μια πρώτη αποστολή στο βουνό. Ότι αργότερα θάρθει στο νησί κρυφά ένα καΐκι να τους παραλάβει. Ταυτόχρονα ορίζονταν τριμελής επιτροπή από μένα τον Βασίλη Βενετσανόπουλο και τον Δημήτρη Κούκουρα για να κανονίσει τις λεπτομέρειες της προετοιμασίας.

Την παραπάνω εντολή την πληροφορήθηκαν μόνο οι δώδεκα που θάπαιρναν μέρος στην απόδραση. Κρατήθηκε μυστική από τους υπόλοιπους, όχι γιατί δεν υπήρχε εμπιστοσύνη, αλλά γιατί γι’ αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε πάντα να τηρείται αυστηρά η αρχή «ο καθένας να ξέρει μόνο ότι αφορά αυτόν τον ίδιο και τίποτα παραπάνω». Πέρα όμως απ’ αυτό και η επιλογή δώδεκα μόνο από το σύνολο θα προκαλούσε έτσι κι αλλιώς παράπονα και στενοχώρια στους άλλους».

Οι δώδεκα επιλεγέντες να αποδράσουν αξιωματικοί ήταν οι πιο κάτω:

  • Αντισυνταγματάρχης ΠΤ Δημήτρης ΚΟΥΚΟΥΡΑΣ,
  • Ταγματάρχης ΠΒ Γιάννης ΚΙΛΙΣΜΑΝΗΣ,
  • Λογαχός ΠΖ Γιώργος ΣΑΜΑΡΙΔΗΣ,
  • Λοχαγός ΠΖ Βασίλης ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟΣ,
  • Λοχαγός ΠΖ Γιώργος ΚΑΛΙΑΝΕΣΗΣ,
  • Λοχαγός ΠΖ Γιώργος ΚΑΤΕΜΗΣ,
  • Λοχαγός ΠΒ Κίμων ΧΑΤΖΗΜΙΧΕΛΑΚΗΣ,
  • Υπολοχαγός ΠΒ Χρήστος ΣΤΕΦΟΠΟΥΛΟΣ,
  • Υπολοχαγός ΠΒ Θεοδόσης ΖΕΡΒΑΣ,
  • Υπολοχαγός ΠΖ Θεόδωρος ΚΑΛΛΙΝΟΣ,
  • Ανθυπασπιστής Κώστας ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ και
  • Λοχαγός ΠΒ Στέφανος ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ.

Οι δώδεκα πιο πάνω αξιωματικοί προετοιμάζονταν με μυστικότητα και περίμεναν σε επιφυλακή το καΐκι που θα τους έπαιρνε.

Εκείνες τις μέρες της αναμονής ήρθε διαταγή στην Διοίκηση Χωροφυλακής από το Υπουργείο να διαλυθεί η ομάδα των εξορίστων στη Νάξο και να σκορπιστούν ανά δύο ή τρεις στα γύρω χωριά. Έτσι προέκυψε ξαφνικά σοβαρός κίνδυνος να ματαιωθεί εν μέρει ή ολοκληρωτικά η αποστολή γιατί θα ήταν πρακτικά αδύνατο να περιμένει το καΐκι που θα προσέγγιζε κρυφά στο νησί να συγκεντρωθούν και οι δώδεκα.

Πλησίαζε η γιορτή του Πάσχα και οι εξόριστοι παρακάλεσαν τον Υπομοίραρχο να αναβάλει την εκτέλεση της διαταγής για μετά το Πάσχα ώστε να γιορτάσουν όλοι μαζί στην πόλη. Ο Μπεχράκης ανυποψίαστος και μόνος του ή με την έγκριση του κέντρου έκανε δεκτό το αίτημα.

Το καΐκι ήρθε σε λίγες ημέρες στις 15 Απρίλη 1947. Προφασίστηκε ο καπετάνιος (ήταν στην κατοχή στον ΕΛΑΝ και είχε πολλή εμπειρία με επιτυχίες σε τέτοιες αποστολές) ότι ήρθε ν’ αγοράσει πατάτες. Κατά το σούρουπο κινήθηκε ΒΔ και στο λιμανάκι των Αη Γιάννηδων που ο κάβος του κάνει στροφή κι είναι αθέατο από την πόλη, έδεσε. Εκεί περίμεναν οι δώδεκα εξόριστοι, επιβιβάστηκαν και σαλπάρισαν στην ελευθερία.

Η απόδραση έγινε γνωστή στον Υπομοίραρχο την επόμενη ημέρα, με σκόπιμη καθυστέρηση ωρών, στην καθημερινή αναφορά παρουσίας των εξορίστων. Ο Μπεχράκης στο άκουσμα της απουσίας των δώδεκα μόλις που γλύτωσε το εγκεφαλικό αναλογιζόμενος τις ευθύνες του. Αρχικά σκέφτηκε απόδραση στο εσωτερικό και απειλή δημιουργίας αντάρτικου στη Νάξο. Το συνδύασε με τις επισκέψεις των αξιωματικών τις Κυριακές στα χωριά. Ο ίδιος συνεπικουρούμενος και με τη ντόπια αντίδραση εξαπέλυσε μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία. Συλλήψεις, ανακρίσεις, ξυλοδαρμοί κράτησαν για πολύ χρόνο. Θύματα οι Αριστεροί της Πόλης μα και πολίτες, ανεξάρτητα ιδεολογίας, που έκαναν παρέα με τους αξιωματικούς.

Οι αριστεροί Μιχάλης Γρατσίας, οι ράφτες Γιάννης και Μιχάλης Μαργαρίτης, ο Γιώργος Φραγκουδάκης μα και πολίτες, άσχετοι με αριστερή ιδεολογία όπως ο Νίκος Τριαντάφυλλος, ο Νίκος Φραγκουδάκης (φαγιάς) βίωσαν για μέρες την τρομοκρατία που εξαπολύθηκε.

Η επιχείρηση απόδραση σχεδιάστηκε να ολοκληρωθεί σε 4-5 ημέρες. Μα οι απρόβλεπτες δυσκολίες ανέτρεψαν τον αρχικό σχεδιασμό και χρειάστηκαν 15 ημέρες με κινδύνους και απώλειες για την ομάδα των δώδεκα. Η πορεία του καϊκιού κράτησε 36 ώρες με στάσεις στην Πάρο και την Άνδρο για εφοδιασμό με λίγα τρόφιμα από συνδέσμους των νησιών αυτών που είχαν από πριν ενημερωθεί. Ο έμπειρος καπετάνιος του καϊκιού προδόθηκε από σοβαρή βλάβη της μηχανής που χρειαζόταν συνεργείο για να αποκατασταθεί. Η βλάβη του καϊκιού ανέτρεψε τον αρχικό σχεδιασμό της επιχείρησης. Αυτός ήταν να αποβιβασθούν οι αξιωματικοί λίγο πριν από το στενό του Ευρίπου για να περάσει ελεύθερο το πλοίο από τον έλεγχο να προχωρήσει η ομάδα πεζή μέχρι σε προκαθορισμένο σημείο, να επιβιβαστούν ξανά για να τους μεταφέρει σε περιοχή ελέγχου από τις αντάρτικες ομάδες. Η βλάβη του καϊκιού τους ανάγκασε να αποβιβαστούν νωρίτερα προς το μέρος της Στερεάς Ελλάδας, σε άγνωστο γι’ αυτούς έδαφος, με μόνα βοηθήματα ένα χάρτη της περιοχής μεγάλης κλίμακας και μια πυξίδα. Πορεύονταν προς τον βοριά μόνο νύχτα. Την ημέρα ακινησία. Συνάντησαν φοβισμένους χωρικούς και ενέδρες ΜΑΥδων που τις ξεπέρασαν με ψυχραιμία και την πίστη τους στην επιτυχία του σκοπού.

Σ’ αυτή τη δύσκολη επιχείρηση σημειώθηκαν δύο απώλειες: Ο Αντισυνταγματάρχης Δημήτρης ΚΟΥΚΟΥΡΑΣ, ο αγαπημένος μπαρμπα-Μήτσος των εξορίστων, σακάτης στο πόδι από πολεμικό τραύμα, κάπου παραπάτησε και στραμπούλισε το γερό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προχωρήσει. Οι σύντροφοί του τον μεταφέρουν μέχρις ενός σημείου και σκέπτονται να ζητήσουν βοήθεια από τους ντόπιους: Ο Στέφανος Παπαγιάννης γράφει γι’ αυτό: «Εκεί στα μαντριά όπως ήταν νύχτα, πλησίασε ο Κώστας Αντωνόπουλος και ρώτησε με τρόπο για κάποιο τσέλιγκα, που ήξερε πως είχε το στέκι του σ’ εκείνα τα μέρη από ένα αδελφό του που στον ΕΛΑΣ υπηρετούσε στο τμήμα του. Έμαθε ότι είχε το σπίτι του κάπου στην πλαγιά και ξεκινήσαμε για εκεί, αφήνοντας προσωρινά τον μπάρμπα-Μήτσο σε κάτι βράχια κοντά στη δημοσιά. Να προσθέσω εδώ ότι στη διάρκεια της νύχτας έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή αυτοκίνητα με χωροφύλακες και ΜΑΥδες. Ευτυχώς ο τσέλιγκας ήταν στο σπίτι του και δέχτηκε να βοηθήσει. Το μόνο που ζήτησε ήταν να πάνε οι αντάρτες σε καμιά δεκαπενταριά μέρες να τον παραλάβουν. Το μέρος αυτό λεγόταν Κονάκια κοντά στο χωριό Μαρτίνο Φθιώτιδας. Έστειλε ένα μουλάρι μ’ ένα δικό του στο μέρος που τον είχαμε αφήσει κι εμείς φύγαμε γρήγορα για να απομακρυνθούμε όσο ακόμα ήταν νύχτα».

Ο τσέλιγκας συνελήφθη από προδοσία και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Ο μπάρμπα-Μήτσος αβοήθητος συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Λαμία. Στο Έκτακτο Στρατοδικείο με γενναιότητα ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη της απόδρασης. Εκτελέστηκε με το ένα πόδι γονατισμένο αφού δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος!

Η δεύτερη απώλεια ήταν ο Λοχαγός Κίμωνας ΧΑΤΖΗΜΙΧΕΛΑΚΗΣ. Σε ενέδρα των ΜΑΥδων, αποκοιμισμένος πάνω σε βράχια, ξύπνησε από τους πυροβολισμούς, χάνει την επαφή με τους συντρόφους του. Δεν άργησε να τον συλλάβουν και να τον παραπέμψουν στο Έκτακτο Στρατοδικείο. Στάθηκε όμως τυχερός, αφού οι γονείς του, πολιτικοί φίλοι ισχυρού πολιτικού, κατάφεραν με τη διαμεσολάβησή του η ποινή του να είναι ισόβιος κάθειρξη.

Στις 30 Απρίλη, 15 μέρες από την απόδρασή τους από τη Νάξο ήρθαν σε επαφή με τα Αντάρτικα Σώματα της Αυτοάμυνας. Στη συνέχεια θα οδηγηθούν στο Στρατηγείο του Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) που έδρευε τότε στη Ρούμελη και θα πλαισιώσουν Επιτελεία και Μονάδες του. Όλοι τους θα σταθούν ηρωικά μέχρι την ήττα στο Γράμμο και θα γευτούν την πολύχρονη πίκρα της ξενιτιάς πάντα δοσμένοι στην ιδεολογία τους και στο όνειρό τους για μια ανεξάρτητη και κοινωνικά δίκαιη πατρίδα. Ο Νόμος της Αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης θα τους δικαιώσει βαθμολογικά κι αυτό θα το εισπράξουν σαν δικαίωση των αγώνων τους, των αγώνων του ελληνικού λαού.

Σήμερα στους πολύ δύσκολους καιρούς για τον τόπο και το λαό, που ακυρώνονται μία-μία οι κατακτήσεις από αιματηρούς αγώνες που ακούγεται από τα πλέον υπεύθυνα χείλη η απειλή απώλειας τμήματος της εθνικής μας κυριαρχίας, η αναφορά στους αγώνες και τους αγωνιστές εκείνης της εποχής για Εθνική Ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη είναι περισσότερο από επίκαιρη.

-********************************************-

 


Πηγές:

  • ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, Από Εύελπις Αντάρτης, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 1991.
  • ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΗ, «Παρών» Μια ζωή στην πρώτη γραμμή, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα.
  • Αφήγηση της Γιούλης Λιναρδάτου στον συγγραφέα στις 2 Απριλίου 2010.
  • Αφήγηση στον συγγραφέα του Μιχάλη Ηλ. Γρατσία, εκδότη εφημερίδας «Τ’ ΑΠΕΡΑΘΟΥ» στις 10 Δεκέμβρη 2009.
  • Αφήγηση στον συγγραφέα του Γιάννη Μαργαρίτη, συνταξιούχου Τραπεζιτικού, στις 15 Απρίλη 2010.

 

 

Δύο βιβλία γεννήθηκαν από τη ζωή και τη γαμημένη κρίση

5 Ιανουαρίου, 2016

Στην παρακάτω ανάρτηση προβάλλεται βιντεοσκόπηση για γερά νεύρα  της Σοφίας Φραγκούδη από παρουσίαση στον Ιανό δύο βιβλίων (προσοχή, είναι περίπου δυο ώρες). Το ένα είναι μυθιστόρημα μιας δεκάχρονης δικαστικής περιπέτειας (Η Δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα…) και το άλλο με διηγήματα της παιδεμένης ζωής, της Μάνας και της γαμημένης κρίσης/πολέμου (Το γηροκομείο του παραδείσου).

Ο Τσαγκάρης που ‘ναι περήφανος για τη δουλειά του

16 Δεκεμβρίου, 2015

Τα τακούνια και το Δέντρο των Χριστουγέννων

 

-Να πάρεις μια κότα…

-Μάλιστα,

-Να την ξεπετσιάσουν, πρόσεξε τι λέω, και να κόψουν και τον κώλο,

-Αποκλείεται, δεν παίρνω τέτοια κότα,

-Για το παιδί είναι όχι για σένα, κάνε τι σου λέω, πάρε και ψωμί απ’ το φούρνο,

-Εν τάξει,

-Και ένα γάλα, ένα μόνο, μπλε…

-Φεύγω,

-Περίμενε, πάρε και υλικά για τοστ, τυρί χωρίς λιπαρά και όχι καπνιστές βλακείες και τέτοια, θα το πετάξω,

-Τέλειωνε έχω δουλειά,

-Να πάρεις και ψωμί για τοστ πολύσπορο, όχι τις βλακείες που μου φέρνεις,

-Δεν μπορώ να ψάχνω μια ώρα να βρω το πολύσπορο, έχουν είκοσι ειδών κομμένα ψωμιά,

-Δεν έχουν είκοσι μόνο δέκα έχουν, όλο υπερβολές είσαι, φύγε. Τον κάλεσε μόλις ήταν έτοιμος να βγει απ’ το μαγαζί,

-Να μην ξεχάσεις και μπανάνες,

-Εγώ να μην ξεχάσω, εσύ δεν μου το ‘πες, άντε τώρα μην πω τίποτα,

-Και μη τυχόν σταματήσεις στο Βαγγέλη, μη νομίζεις πως δεν ξέρω τι κάνεις, το νου σου. Σταμάταγε τελευταία στο καφενείο που τον περίμενε το ούζο που παράγγελνε περνώντας για τα ψώνια, στον Βαγγέλη τον Αλβανό, έτσι με ονομάσανε, Βαγγέλη,  το ‘πινε σχεδόν στα όρθια και νόμιζε πως δεν τον καταλάβαινε κείνη, στην αρχή δεν του ‘πε τίποτα, σαν το παράκανε του όρμισε, και τι να κάνει … αραίωσε τις επισκέψεις.

Γυρίζοντας βρήκε να βήχει τον έναν απ’ τα τσιλιβυθράκια, τον παρκάρισαν εκεί μην έχοντας άλλη λύση, και μια σακούλα με μπότες κι ένα ζευγάρι χαμηλά παπούτσια της καγκελοφρυδάτης που έπρηξε τη μάνα της τηλεφωνικά να μην τον πλησιάζουν, θα κολλήσετε και χαθήκαμε, και εντολή να την πάρει τούτος για οδηγίες.

-Λέγε, τη ρώτησε, τι θέλουν τα ρημάδια,

-Ποια ρημάδια μπαμπά,

-Τα παπούτσια που μου ‘στειλες,

-Α, το ένα ζευγάρι, οι μαύρες, είναι καινούργιες αλλά γλιστράνε και θέλουν τακούνια,

-Αυτό θα πω, τακούνια,

-Ναι αλλά όχι ψηλά, χαμηλά,

-Εν τάξει, χαμηλά,

-Και το ίδιο χρώμα,

-Τέλειωνε,

-Το άλλο ζευγάρι, οι καφέ, είναι δουλεμένες αλλά γλιστράνε, και θέλουν τακούνια προφανώς,

-Και προφανώς, δεν μπορείς να μου πεις και για τις δυο πως θέλουν τακούνια, αλλά προτιμάς να περιγράψεις και το χρώμα,

-Μπαμπά,

-Λέγε να τελειώνουμε κάποτε,

-Το τρίτο το ζευγάρι…

-Γλιστράει κι αυτό,

-Πώς το κατάλαβες, αλλά ίσως χρειάζεται και σόλες,

-Παιδάκι μου, αν βάλει σ’ αυτό σόλες, θα γίνουν άρβυλα,

-Κάνε τι σου λέω, Μπαμπά, ξέρει ο τσαγκάρης,

-Και γω ξέρω αλλά…

-Μπαμπά είπα, ξέρει ο τσαγκάρης, λοιπόν σ’ αφήνω, και του ‘κλεισε το τηλέφωνο, η μοσχομυρωδάτη, κι αυτός έβγαζε καπνούς απ’ τ’ αφτιά, Τρία ζευγάρια αρβυλοπάπουτσα που χρειάζονται τακούνια και τον έπρηξε, δέκα λεπτά χαμένα, σκέφτηκε και χαμογέλασε, πάλι καλά που χουμε και τέτοια.

Πήρε τη σακούλα και σταμάτησε στον κουρέα, πέντε ευρώ η φάση, ζήταγε κι έκοβε απόδειξη,

-Θωμά, για ποιον τσαγκάρη μου ‘λεγες τις προάλλες, ήταν δυο οι παπουτσήδες, ο ένας δίπλα στον άλλον,

-Βγάζουν μεροκάματο τώρα, αυτοί κι οι γυναίκες που επισκευάζουν ρούχα, ξέρεις,

-Ναι Θωμά, ξέρω, η κρίση τα ‘φερε στην επιφάνεια,

-Ο διπλανός είναι, στο ίδιο μαγαζί με πρώτα, δεν άλλαξε τίποτα.

-Τι κάνουν και πότε να ‘ρθω, ρώτησε, ά και με τούτα τα πατούμενα που γλιστράνε, γίνεται τίποτα,

-Πώς δε γίνεται, ορίστε μ’ αυτό το λεπτό σόλιασμα ούτε θα φαίνεται ούτε θα γλιστράει, Είχε δίκιο γαμώτο μου, μουρμούρισε,

-Πολλά σας φαίνονται, ρώτησε κείνος σαν του ‘πε το κόστος,

-Κρατήσατε το παλιό τραπεζάκι της δουλειάς και τη μηχανή και τα εργαλεία, και βλέπω τα ράφια γεμάτα με παλιά παπούτσια, παρατήρησε,

-Ναι τα κράτησα και κάνουν τη δουλειά τους μια χαρά, του πεθερού μου είναι του Σωτήρη του Στεργιάκη απ’ τα Χανιά, έχουμε μάλιστα και το ίδιο όνομα,

-Πήρες θυγατέρα του, καλά έκανες,

-Ναι τη δεύτερη, δήλωσε με καμάρι ο Γιώργος που κράτησε τα παλιά σύνεργα του τσαγκαράδικου, Ξέρετε, αυτά τα εργαλεία καθώς και το τραπεζάκι, συνέχισε κείνος, τα τράβηξε παλιότερα φωτογραφίες κάποιος και τα ‘βαλε σε βιβλίο, μου το ‘πε ο Θωμάς,

-Άμα λάχει και σε ρωτάνε απαντάς πως δουλειά σου είναι τσαγκάρης, τον ρώτησε τούτος,

-Ναι γιατί όχι, το ψωμί μου βγάζω, γιατί να μην το λέω.

Στον Γιώργη τον Στεργιάκη, τον γαμπρό του Σωτήρη Στεργιάκη, του Κρητικού τσαγκάρη, που κρατήσανε κι οι δυο τους τα παλιά καλά εργαλεία και τιμούνε τα, έγραψε στο εσώφυλλο δίνοντάς του τη Λίστα του Τσαγκάρη και κείνος τον κοίταξε, όπως κοιτάνε οι καλοί άνθρωποι.

Γύρισε σπίτι του και κατέβασε το κουτί με τα υλικά για το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

-Παππού να βοηθήσω;

-Κι απέ πώς θα στολίσει η γιαγιά το δέντρο χωρίς εσένα και τον έτερο Καπαδόκη, θα ‘ρθει κι εκείνος, να του κρατήσετε στολίδια.

Πολυτεχνείο 1973, μια κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα

16 Νοεμβρίου, 2015

Για την αυριανή επέτειο της εξέγερσης  του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973, μπορείτε οι έχοντες υπομονή να δείτε μια συνέντευξη/μαρτυρία που δόθηκε πριν κάμποσα χρόνια

 

Πρώτο μέρος της συνέντευξης στη Χίο/TV  ΑΛΗΘΕΙΑ περί το 2002 (;)

https://www.youtube.com/watch?v=f-BLdWtVOPw

Δεύτερο μέρος της συνέντευξης

http://youtu.be/rgzBHwlUtDg