Και ύστερα …έφτασε το Πολυτεχνείο

Νοεμβρίου 14, 2010 από kakaras

Φωταγωγήθηκε η Ελλάδα όλη με τα συνθήματα και τα πουλιά. Αργότερα ήρθαν και οι φωτογραφίες των πρωτεργατών, όπως τους αποκαλούσαν, και γέλασε ο κοσμάκης, ειδικά με κείνον το φαλακρό και το μυστρί του. Γέλαγε και με τον άλλον τον πρώτο απ’ τους ίσους της τριάδας, που πέταγε τις κορώνες σε δεκαπεντασύλλαβο ακαταλαβίστικο με τις σχοινοτενείς χωρίς τελεία παραγράφους και τα χειρουργικά τραπέζια. Για πότε ξεφύτρωσαν τ’ ανέκδοτα, τα πονηρά σκίτσα στις λογοκριμένες εφημερίδες, άρχισαν δειλά δειλά και τα πρώτα συνθήματα στους τοίχους, κάτι προκηρύξεις γραμμένες στο χέρι, σε λίγο οργανώθηκαν καλύτερα, αλλά ξεκίνησαν και οι συλλήψεις, τα κυνηγητά, οι ανακρίσεις, οι δίκες. Ακουστήκανε και τα βασανιστήρια. Άρχισε να δυσκολεύει το πράμα, ο κόσμος αναζητούσε τα νέα στους ξένους σταθμούς, την Κολωνία, τα Τίρανα, το Λονδίνο, τη Μόσχα, το Παρίσι και τη Φωνή της Αλήθειας των κομμουνιστών.  Τους τελευταίους τους  μάντρωσαν όλους στη Γυάρο απ’ την πρώτη μέρα. Και την έκλεισαν, όταν πολλαπλασιάστηκαν οι φωνές διαμαρτυρίας στο εξωτερικό και τον Ερυθρό Σταυρό. Αυτός πάλι αργά θυμήθηκε ν’ ασχοληθεί με τη δικτατορία, τις καταγγελίες για βασανιστήρια και τις συνθήκες κράτησης και εξορίας.

Εκείνος ο ξύπνιος ο άνακτας με το γερμανικό όνομα, (που το ‘χε απαρνηθεί και προτιμούσε το Βυζαντινό) που βασίλευε πριν το πραξικόπημα, τους όρκισε την ίδια μέρα και συνέχισε να βασιλεύει. Άκου λόξα, σχολίαζε ο κόσμος,  Κωνσταντίνος ο Β΄ τον λένε οι βασιλόπληκτοι, δηλαδή ο αμέσως επόμενος του άλλου του Κωνσταντίνου Α΄ του Παλαιολόγου, σκέψου καταχνιά στο μυαλό οι άνθρωποι.  Φαίνεται όμως, πως δεν του καλάρεσε του βασιλιά που ‘χασε τους στρατηγούς του και πόντους στην εξουσία. Ρώτησε και ακατάλληλους συμβουλάτορες και ετοίμασε ένα καταδικό του πραξικόπημα, για να φύγει διωκόμενος ως αντιστασιακός στο εξωτερικό ΄΄με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει΄΄.  Αυτόν είχαμε για άνακτα; Όρσε γαμπρέ κουφέτα! Φώναζε ο υπαξιωματικός του πολέμου.

Με τ’ αρματαγωγά κουβάλαγαν όσους συνέλαβαν στα ξερονήσια.  Τους στοίβαζαν στ’ αμπάρια και τους ξεφόρτωναν στη Γυάρο στην αρχή, στη Λέρο, τον Ωρωπό, το Ηράκλειο ύστερα. Αυτές τις δεύτερες μεταφορές τις έζησαν καλά όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτά ή στα μικρότερα τα οχηματαγωγά. Άδειαζαν τη Γυάρο και μετέφεραν τους άντρες στη Λέρο, τις γυναίκες στον Ωρωπό. Πεντακάθαρο άφηναν οι μεν το πλοίο. Ασκούπιστο οι εξόριστες. Πιο σκληρές οι γυναίκες, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Τέσσερις μετέφεραν μια υπέργηρη καθισμένη συνέχεια σε πολυθρόνα. Ποιος κινδυνεύει απ’ τη γριά, ρωτάει ένας απ’ το πλήρωμα. Κάνε δουλειά σου, απάντησε ο χωροφύλακας. Τί είπες ρε μπασκίνα παπάρα, όρμισε ο δίοπος και γίνανε μαλλιά κουβάρια. Φώναξε ο Κυβερνήτης τον επικεφαλής της συνοδείας, Θεός εδώ είμαι ‘γω, του είπε. Βάλε τους δικούς σου στο πάνω κατάστρωμα, να κοιτάζουν τη θάλασσα για κομμουνιστές και αναρχικούς, απαγορεύεται να πλησιάσουν κρατούμενο, μακριά και απ’ το πλήρωμά μου, αλλιώς σας αφήνω μεσοπέλαγα. Φώναξε και τον Οπλονόμο του. Στο δίοπο ρίξε πέντε μέρες περιορισμό τώρα, διότι απώλεσε την ψυχραιμία του και εφτά μέρες τιμητική σα γυρίσουμε στο ναύσταθμο, ξέρεις εσύ, του’ πε. Ήξερε ο παλιός υπαξιωματικός, κατάλαβε και το πλήρωμα, πέταγε το καράβι.

Σαν άδειασε η Γυάρος, στην τελευταία μεταφορά της φρουράς μ’ ένα απ’ τα οχηματαγωγά, ξαφρίσανε νύχτα εν πλω οι του πληρώματος, το υλικό που μετέφεραν οι χωροφύλακες, με κανονική επιχείρηση απαλλοτρίωσης, που οργανώθηκε με τον κυβερνήτη να κάνει πως δεν ξέρει τίποτα. Να μη σας πάρουν πρέφα οπλονόμε, τόνισε και πήγε για ύπνο. Όταν πιάσανε λιμάνι στο επόμενο ταξίδι για μεταφορά αρμάτων, το ξεσήκωσαν σε ολονύχτιο γλέντι με Θεοδωράκη, Νέο Κύμα  και ρεμπέτικα. Είδαν κι έπαθαν οι αξιωματικοί να τους συμμαζέψουν. Ένα μήνα μετά απάντησε ωμά και αρνητικά ο κυβερνήτης σε ευγενικό ερώτημα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, αν παράπεσαν στο πλοίο υλικά στρατωνισμού, κουζινικά και είδη στολών της φρουράς που μετέφεραν. Άκου το φασίστα να μου ζητήσει να κλείσω τις τουαλέτες στους εξόριστους, μονολογούσε όσο έγραφε με μανία την απάντηση. Ντύθηκε με φόρμες, άρβυλα και άλλα τέτοια όλο το πλήρωμα, εξοπλίσθηκε η κουζίνα, συμπληρώθηκαν κενά σε κουβέρτες κι ένα σωρό ακόμα.

Κάποιοι άλλοι στο μικρό πολεμικό, φρόντισε να γδύσουν  τις ηλεκτρογεννήτριες και τα ηλεκτρομηχανολογικά του νησιού. Η ομάδα που ανάλαβε την αποστολή χωρίσθηκε στα δυό κι έπαιζε το κρυφτούλι με τον αντιπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που ‘τρεχε να παραλάβει τις εγκαταστάσεις. Κάποιος απ’ τους αξιωματικούς που ήξερε κάμποσα για τη Γυάρο, περιδιάβαζε το παγωμένο κτήριο και μάζευε ό,τι χαρτιά εύρισκε, φαινόταν γραφειοκράτης από τότε. Αργότερα χρησιμοποίησε ό,τι βρήκε σε μια εργασία για τη χούντα. Πέτυχε πίνακες με χρεώσεις κουβερτών, του ‘κανε εντύπωση ο αριθμός των εξόριστων, έμαθε με τα χρόνια πως ήταν πάνω από πέντε χιλιάδες. Τόπος εξοβελισμού απ’ την εποχή των Ρωμαίων το άγριο νησί, έγινε χώρος άσκησης του Πολεμικού Ναυτικού με πραγματικά πυρά μετά τη δικτατορία. Σημάδευαν και χτύπαγαν με μανία οι ναυταίοι, απ’ τη μία έκφραζαν το μίσος χιλιάδων τροφίμων του νησιού με τις πέτρες και τους σκορπιούς, απ’ την άλλη πλήγωναν το τοπίο και τις μνήμες του.

Φυσσάνε ανεμπόδιστοι εκεί οι άνεμοι, Αιολικό πάρκο να το κάνουμε, ζήταγε πρόσφατα μια εταιρία, Να βγάζει ρεύμα με ανεμογεννήτριες, δε θα πειράξουμε το περιβάλλον. Λύσσαξαν σαν το ‘μαθαν οι παλιοί τρόφιμοι, όρμισαν και ευτυχώς αποτράπηκε το ανοσιούργημα της «πράσινης» ανάπτυξης. Η Γυάρος δε χρειάζεται φως, έχει δικό της, φωνάζουν ακόμα. Μέχρι πότε όμως;

Με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου χρειάστηκε το καθεστώς να μαντρώσει πάλι ανθρώπους, μαρτύρησαν φρουρά και κυρίως οι ΄΄φιλοξενούμενοι΄΄ να διορθώσουν τις ζημιές που ‘χε κάνει με μανία το πλήρωμα του πολεμικού, επειδή  τους ανάγκαζαν να μεταφέρουν εξόριστους. Πώς να ξέρουν ότι θα χρειαστούν πάλι αυτές οι εγκαταστάσεις φτιαγμένες μάλιστα με τα χέρια των εξόριστων για διευκόλυνσή τους;

Σιγά- σιγά καταλάβαιναν  μετά το πραξικόπημα και οι υπόλοιποι από τους ένστολους τί συνέβαινε, κυρίως οι μικρόβαθμοι που ήταν άσχετοι περνώντας τέσσερα χρόνια στις σχολές  μακριά από τα συμβαίνοντα. Εφημερίδες δεν έφταναν στα χέρια τους. Δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν πως πάνω τους στηρίζεται το καθεστώς και οργιάζει. Ήταν μπαϊλντισμένος ο κόσμος απ’ την πολύχρονη αστάθεια, τα ανεβοκατεβάσματα των κυβερνήσεων, τις επεμβάσεις του άνακτα και τις αγοραπωλησίες ψήφων στη Βουλή, στην αρχή οι περισσότεροι δέχτηκαν με ανακούφιση την ανατροπή. Ένα λοχία ζήταγαν να σώσει τον τόπο, βρέθηκαν οι συνταγματάρχες προθυμότατοι. Χρόνια το ετοίμαζαν οι στρατηγοί, μα τη σχεδίαση την είχαν αναθέσει σ’ αυτούς που συνωμοτούσαν μέσα στη συνωμοσία. Το γνώριζε κι ο βασιλιάς, το ‘ξεραν βέβαια όλες οι μυστικές υπηρεσίες, αλλά εκείνες που το κατεύθυναν ήταν των Αμερικάνων. Κάποιοι δεν το δέχονται τούτο το τελευταίο ακόμα και μετά τη συγγνώμη που ζήτησε δημόσια ο Αμερικανός πρόεδρος, σκέψου τύφλωση!

Πήγαινε στα μέρη που σύχναζαν οι απολυμένοι των φυλακών, οι παλιοί του συνάδελφοι, πολλή κουβέντα, συζητήσεις, προβλέψεις, σχέδια, έφευγε. Μάζευαν υπογραφές να βγουν και όσοι είχαν μείνει μέσα, αφού δεν αμνηστεύτηκε ο νόμος 375 περί κατασκοπίας. Θυμήθηκε τις μανάδες των φαντάρων που τρέχανε στα στρατοδικεία, σαν τους δίκαζαν τότε με την απόπειρα Παναγούλη, για να δείξουν πως υπήρχε συνωμοσία στο στρατό. Είχαν επιλέξει ασυρματιστές των παραμεθόριων μονάδων πως ήταν δήθεν οργανωμένοι και σαν στήσανε τις κατηγορίες, οι δικοί τους πίεζαν να δικαστούν για κατασκοπία και όχι με τον 509 για κομμουνιστικές ιδεολογίες και τέτοια, μη τυχόν και στιγματιστούν. Τις καταδίκες με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο που ακόμα τον χρησιμοποιούσαν, δεν τις κάλυπτε η αμνηστία. Κλαίγανε τώρα με μαύρο δάκρυ οι έρμες. Αρνήθηκαν να συνυπογράψουν κάποιοι, Όχι για κομμουνιστές, είπαν, μη μας ξανακλείσουν μέσα, ας λείπει, έμεινε να χάσκει ο άλλος.

Στην κηδεία του Σεφέρη και το μνημόσυνο του Παπανδρέου διαδήλωνε ο κόσμος φωνάζοντας πάλι για λευτεριά και τα παρόμοια. Στις στήλες του Ολυμπίου Διός λύσσαξαν οι ασφαλίτες με πολιτικά να ρίχνουν κοτρόνες όχι στον κόσμο που πέρναγε από κάτω, αυτούς τους είχε αναλάβει η αστυνομία, μα στ’ αυτοκίνητα που κατέβαιναν απέναντι και τα σακάτευαν, ώστε ν’ ανακοινωθεί, όπως και έγινε, πως οι “αναρχοκομμουνιστές” της διαδήλωσης πέταγαν πέτρες στα διερχόμενα αμάξια. Σφύριζαν πάνω απ’ τους διαδηλωτές οι σπασμένες πλάκες και πέφτανε στο ρεύμα καθόδου των αυτοκινήτων.  Εκεί κατάλαβε τί σημαίνει προβοκάτσια. Τους έβλεπε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει μέσα στον πανικό και το ξύλο που ‘πεφτε αλύπητα.

Κατέληξε στο Σύνταγμα όπου κάθισε με τους απότακτους του Ναυτικού ενώ σε λιγάκι κατέφθασε η παρέα με τις φοιτήτριες. Μόλις που στάθηκαν ν’ ανασάνουν τρέχοντας και λαχανιασμένες απ’ το κυνηγητό, Όχι δεν καθόμαστε, πάμε να δούμε τί γίνεται. Ήταν αχώριστες και βρίσκονταν κάθε τρεις και λίγο, πίνανε στα ταβερνάκια κρασί και πιασμένες αγκαζέ ανεβοκατέβαιναν με βήμα ταχύ τραγουδώντας έξω φωνή στην Πατησίων, Ναι ταράζουμε τον ύπνο τους, να ξυπνήσουν θέλουμε, Βρε θα σας χώσουν μέσα, Δε μας νοιάζει.  Τίποτα δεν τις συγκρατούσε, τη μια τη μικρότερη νιόφερτη στην Αθήνα να το ρίχνει στον ύπνο ξεχνώντας υποχρεώσεις, ισορροπώντας έτσι την απουσία προοπτικών, την άλλη με τον δικό της ΄΄στα έρημα τα ξένα τζιβαέρι μου΄΄, την τρίτη να προσπαθεί με την αγάπη της και μια θέληση -μα πού την έβρισκε-  να κρατήσει όρθιο τον δικό της που ‘βλεπε να γίνεται κουβάρι, να διαλύεται μετά τη φυλακή. Κοίταζαν οι περαστικοί με απορία τις τρεις τους κι αυτές πέρα βρέχει, Τί κοιτάτε, Θεοδωράκη προσφέρει η κομπανία.

Καταλάγιαζαν στους Φίλους στη γωνία Ηρακλείου και Αγίας Λαύρας στα Πατήσια, που πρωτοβρέθηκαν το βράδυ σαν κατέφτασε απ’ την Αίγινα αυτός. Εκεί κάτσανε τότε και τρώγοντας άκουγαν τη ρομβία με το ντουέτο, ο ένας να χτυπάει πότε πότε το ντέφι στο γόνατο, τους έχει στο νου του τους ήχους αυτούς ακόμα, ο άλλος να γυρίζει τη μανιβέλα, μαγεία ήτανε, όλη η Αθήνα τους γνώριζε, τελευταίοι μια εποχής που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει. Εκεί σύχναζαν οι τρεις χάριτες η κάθε μια με τον καημό της….. και ύστερα…έφτασε το Πολυτεχνείο…[1]


[1] Απόσπασμα τροποποιημένο από το βιβλίο Όξω απ’ τ’ αμπέλια ρεεε, Παπαζήση, Αθήνα 2008

 

Σχολιάστε