Πλατεία (διήγημα)


Πάω που λες να μπω στο κατάστημα, το βρήκα θεόκλειστο με κάτι καινούργια συστήματα, είδα κι έπαθα να καταλάβω, ανοίγεις στην αρχή μια πόρτα τραβώντας, αφού πατήσεις κουμπί και ανάψει ένα φως πράσινο, που πρώτα είναι κόκκινο, μετά μπαίνεις ανάμεσα σε δυο πόρτες παρακαλώ, έχει και η δεύτερη πόρτα κόκκινο που πρέπει να γίνει πράσινο, αυτήν όμως τη δεύτερη πρέπει να την σπρώξεις και όχι να την τραβήξεις όπως την πρώτη, ενώ στο ενδιάμεσο πρέπει να στηθείς στη μέση, και να κοιτάς σαν ερωτευμένος για ώρα ένα κόκκινο φωτάκι πάνω και δεξιά, συγγνώμην αριστερά είναι, που αναβοσβήνει, μόλις αυτό γίνει πράσινο, πρέπει αμέσως να σπρώξεις, όπως είπαμε, την πόρτα και να βγεις απ’ το κουβούκλιο ώστε να κατακτήσεις το στόχο, τα ‘χεις πήξει εν τω μεταξύ, σου την έχει δώσει για τα καλά, δεν ξέρεις με ποιον να τα βάλεις, αισθάνεσαι βλάκας, ή μάλλον καταλαβαίνεις πως είσαι βλάκας, αφού βρίσκεσαι στο άντρο των τοκογλύφων με κολάρο και ξαφνικά…σε διώχνει η φωνή που όλη αυτήν την ώρα δίνει οδηγίες που σε τρελαίνουν φίλε, σε τρελαίνουν, άσε που στο όριο ακριβώς της υπομονής σου, έρχεται η φωνή από κάπου και λέει ξερά, πως το σύστημα δε σ’ αναγνωρίζει, γι’ αυτό να γυρίσεις πίσω, δηλαδή να βγεις έξω, το ‘πιασες τι λέω, εκεί μέσα είναι τα λεφτά σου ιδρώτας μιας ζωής και η παπαροφωνή απ’ το διάστημα σου λέει, Έξω κύριε, δε σ’ αναγνωρίζουμε, Ποιος έξω ρε κερατά, ποιος να βγει έξω γαμώ το φιλότιμό μου που να μην έσωνα ρε κανάγιες, τοκογλύφοι, τι τοκογλύφοι λέω, ιδρωτοχάφτες είστε ρε, χρηματοκαταβόθρες, εργασιοαρπάχτες, ποιον δεν  αναγνωρίζετε όρνια, που λεφτά να πιάνετε σκατά να γίνονται, που ‘ρθα στο μαρμαρένιο μαυσωλείο του κόπου μου ρε τρωκτικά, να πάρει ο διάολος ξέχασα όλες τις βρισιές, τώρα δε μ’ αναγνωρίζετε τομάρια έ, σαν είχα το κομπόδεμα, το κοιτάζατε σα λιμασμένοι, να το εξαφανίσει ο καταπιόνας σας που να πνιγείτε ρε, να πνιγείτε λέω, όχι εσείς χαρτογιακάδες που δουλεύετε εκεί μέσα  χωρίς να παίρνετε είδηση, πως ρουφάνε και σας το μεδούλι βάζοντάς σας να ρουφάτε εσείς το δικό μας….άσε που τώρα είναι άλλες οδηγίες για να βγεις και εν τω μεταξύ εσύ έχεις γίνει παπόρι, απέξω άλλοι χτυπάνε γιατί βιάζονται, μύλος φίλε, μύλος.

Όλοι που λες προλάβαιναν και μπαίνανε, εμένα έξι φορές το σύστημα με πέταξε έξω, αφού, για να δεις την αγωνία μου από ‘να σημείο και μετά, πήραν πρέφα όσοι περίμεναν μέσα στην τράπεζα, κάνοντας άλλη σειρά μπροστά στους ανέκφραστους ταμίες– μα καλά αυτοί οι τύποι δε γελάνε ποτές τους, έλα Παναγία μου- και ξεχνώντας γιατί βρίσκονται εκεί, άλλοι σπάγανε πλάκα με μένα, που ‘χα γίνει έξαλλος και έβριζα κατακόκκινος, ενώ κάποιοι κάνανε νοήματα δίνοντας οδηγίες τι να κάνω, κι εγώ στο κουβούκλιο να τα ‘χω παίξει, να θέλω να βάλω τα κλάματα, να θέλω να γυρίσω πίσω είκοσι τριάντα χρόνια να βρω κι ένα καλάζνικωφ…ώπα, να το μήνυμα, νάτο πως σε κάνει τρομοκράτη το σύστημα, άει στο διάολο κολοσύστημα, άει στο διάολο λέω γαμημένο σύστημα με τις τράπεζές σας και κάθε είδους κουβούκλια, φόρα πήρα γαμώ το, ευτυχώς δε μ’ ακούνε οι κερατάδες οι μαυροκουστούμηδες και να σκεφτείς, λέω, στα παραπάνω γραφεία, τα πιο μακρινά εννοώ, εκείνα όπου δεν ακούγονται οι φωνές από τα κουβούκλια ούτε των απ’ έξω μα ούτε των από μέσα στις τζαμαρίες, τα ‘χετε δει αυτά των υπαλλήλων, δεν γίνεται να μην τα ‘χετε προσέξει αυτά τα κλουβιά, σκέτες φυλακές είναι πολύ χειρότερες από τις άλλες, γιατί από κείνες αν φύγεις, το πολύ να σε κυνηγήσουν και συ ξέρεις πως υπάρχουν κι ένα σωρό τράπεζες να ληστέψεις, ενώ αυτοί έτσι και σηκωθούν να φύγουν από τούτα τα κουτιά, πού να ‘χει περισσέψει μυαλό να γυρίσουν να ληστέψουν, κατάλαβες μαλακία; Αυτοί λοιπόν στ’ απομακρυσμένα σαλόνια, γιατί δεν κάθονται αγαπητοί μου οι κύριοι μέτοχοι σε γραφεία τώρα, κάθονται και συνεδριάζουν μέσω τηλεοράσεων σε ζακούζι, το πολύ σε κρεβάτια, άντε οι πιο σοβαροί σε σαλόνια με βαθιές πολυθρόνες, απ’ όπου δε φαίνονται να εξέχουν, αυτοί λοιπόν οι ζακουζόπληκτοι, που να τους μπει στον κώλο το καυτό νερό από λάθος της αντλίας, αχ πόσο το χαίρομαι να το σκέφτομαι τούτο, ξέχασα όμως τι ήθελα να πω γι’ αυτούς, τέλος πάντων, όπως καταλάβατε αν δε μισείς τον ταξικό σου αντίπαλο, ούτε να ξεσπάσεις μπορείς, σα δε σ’ αφήνει η κολοφωνή από το διάστημα να μπεις να ζητήσεις τον ιδρώτα σου, το πολύ πολύ να βρίζεις από μέσα σου, ενώ και πάλι να η φωνή για έκτη φορά, Δε σε πάμε ρε κύριε, λέει η γαμημένη, δε σ’ αναγνωρίζουμε κύριος, ποιος είσαι συ, βρε ουστ από την τράπεζα, ή μάλλον κάτσε μέσα στο κουβούκλιο, καλά είσαι κει.

Τελικά όρμισα στην τζαμαρία έξω απ’ το γραφείο της διευθύντριας με το σοβαρό ύφος σε στυλ, ΄΄Εγώ ναι Εγώ διευθύνω το κατάστημα αυτό΄΄, δίπλα στο καθαριστήριο βρισκόταν τούτο στην άκρη του ισόγειου της ίδιας πολυκατοικίας, το μισό χώρο έπιανε η τύπισσα, και οι υπόλοιποι στοιβαγμένοι στο άλλο μισό, γιατί να την χωνέψεις λοιπόν αυτή, επειδή δείχνει τα μπούτια της, σιγά το πράμα, φορούσε και μίνι τρομάρα της, αφού αφαιρέθηκα να διακρίνω τα παραπάνω, μέχρι που θυμήθηκα γιατί ήμουνα εκεί και ξανάγινα Τούρκος, όχι για το άλλο, μην πάει στο Οθωμανικό ο νους σας, εξαγριώθηκα τόσο που βλέποντάς με αυτή, σαν άρχισα να κοπανάω τη γαμημένη τη τζαμαρία, που με χώριζε από τον ιδρώτα που λέγαμε, τρομοκρατημένη η ΄΄Εγώ ξέρετε διευθύνω το κατάστημα αυτό΄΄, έστειλε κάποιον και μου άνοιξε τις πόρτες, ο φύλακας όλη την ώρα ακουμπισμένος στον τοίχο δίπλα στην είσοδο, κοίταζε καθαρίζοντας τα δόντια του μ’ ένα σπίρτο και καπνίζοντας πότε πότε, μπήκα θριαμβευτικά και όλοι χαμογελούσαν με κατανόηση, γιατί είχα καταφέρει να εισβάλλω στο άδυτο, και αντί να προχωρήσω στη ληστεία που λέγαμε, όχι για την ταλαιπωρία, αλλά γιατί μου ανοίξανε τόσο εύκολα, θεωρώντας με ακίνδυνο το ανθρωπάκι εμένα, μάλιστα είμαι ακίνδυνος για το σύστημα, αυτό μου την έδωσε περισσότερο, οπότε ξέσπασα στο νεαρό υπάλληλο, Γιατί παιδί μου όλους τους αφήνει το ρημάδι και μένα με πετάει έξω, σεσημασμένος είμαι, και τότε μου την έσπασε τελείως, ρωτάς γιατί, άκου λοιπόν, Διότι, κύριε, μου εξηγεί ο μικρός μαυροκουστούμης άρτι εξέλιξη του χαρτογιακά, δε φταίει το μηχάνημα, αλλά γυαλίζει η φαλάκρα σας και αρνείται να σας ανοίξει, καθόσον θεωρεί πως φοράτε κουκούλα, γι’ αυτό καταλάβατε, και έγινε το σώσε στην τράπεζα, άι στο διάολο και τα συστήματα και αυτές οι πουτάνες οι μαρμαροντυμένες (αυτές φάγανε και την Πεντέλη, τι νομίζετε) με τα κουβούκλια, άι στο διάολο λέω, φεύγοντας θριαμβευτικά που λέτε, ρίχνω και μια άγρια ματιά στην ΄΄Εγώ ξέρετε διευθύνω το κατάστημα αυτό΄΄, αλλά αυτή κοίταζε ποιον νομίζετε, το φύλακα με το σπίρτο στα δόντια, αυτόν μάλιστα κιαλάριζε το ούφο, και να σας πω πού φαντάστηκα πως βρίσκομαι, να σας το πω γιατί όχι, Σ’ ένα τουράκι πρώτη σειρά στην πλατεία με το πλέξιμό μου, περιμένοντας το κάρο και την ώρα της γκιλοτίνας, ναι ρε εκεί και έτσι θέλω, για να μην πω πάνω στην γκιλοτίνα ….

Σχολιάστε