Πρωτομαγιά (διήγημα)

Ξεκίναγαν από παντού, πρώτες οι γυναίκες, νέες και μεγαλύτερες, με τα παιδιά τους από δίπλα, με τα εγγόνια τους μερικές, κατέβαιναν και συναντιόντουσαν κουβεντιάζοντας σοβαρές, ανήσυχες, Το ψωμί θέλω να ξέρω, θα τ’ ανεβάσουν κι άλλο, Αμ να δεις στη λαϊκή τι γίνεται, οι περισσότερες πάμε στο τέλος, που πέφτουν οι τιμές… Απολύσανε το Μιχάλη μου… Και μένα είπανε του Σωτήρη να δουλεύει και τις Κυριακές χωρίς μεροκάματο, αλλιώτικα ας φύγει, περιμένει κοσμάκης  στην ουρά για μια θέση… Τι θα γίνουμε Παναγία μου, πού πάμε με τόση ανεργία;

Τα σπρεντ τι σκατά είναι, ξέρει καμία να μου πει, Βρε άσε τα σπρεντ, να δούμε τι θα κάνουμε τώρα με τους σωτήρες της ΕΟΚ, που μας προκύψανε πιο τοκογλύφοι απ’ τους τραπεζίτες οι κερατάδες, Ποια ΕΟΚ μωρέ Τασία, εκεί είσαι συ ακόμα, κοτζάμ Ευρωπαϊκή Ένωση γίναμε, είκοσι εφτά χώρες μαζί βρεθήκαμε, ανίκητοι είμαστε, έτσι δε λέγανε που να μη σώσουν, πού ‘ναι τος εκείνος ο Καραμανλής να τον ρωτήσω τώρα που μας παραμύθιαζε, Καλά το φωνάζανε κάποιοι πως μας κοροϊδεύουν, είδες εσύ γειτόνισσα άλλους να πεινάνε εκτός απ’ το λαουτζίκο… Εμ ο μεγάλος που συναντάει, λέει, κάθε πρωί στο τρέξιμο διάφορους να του λένε, πως θένε να τους μειώσει το μισθό, για να σωθεί η χώρα, ακούς εκεί, κι αυτός αντί να κάνει κάτι να σωθεί ο τόπος, ανοίγει λογαριασμό να δώσει ο καθένας το κάτι τις του, να βοηθήσει τις τράπεζες, Πρέπει να σωθούν εκείνες πρώτα, υποστηρίζει το ούφο, αλλιώτικα, λέω γω, ποιος θα μοιράζει στα λαμόγια τον ιδρώτα  μας;

Α, ορίστε και η Φρόσω του χωροφύλακα, μαζί μας έρχεται τελικά,  ξέρει αυτή να μας πει αν θα βαρέσουν σήμερα τα ΜΑΤ με χημικά… Να και εκείνη απ’ την τηλεόραση που δήλωνε όλο ύφος και ιδέα κάθε τόσο, πως ρώτησε αυτή υψηλό παράγοντα της κυβέρνησης και της είπε το στέλεχος τούτο και κείνο, την απολύσανε και του λόγου της, δεν πάμε καθόλου καλά, αλλά η άλλη που όλο με αξιωματούχο του Δου Νου Του μιλάει, τι στο διάολο είναι κι αυτό το καινούργιο βρε Λενιώ, το ξέρεις πες μου να χαρείς, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το λένε, είναι μια ρουφήχτρα αυτό το παπάρι, εκεί να δεις βδέλλες, αυτό μάτια μου μόνο με αίμα χορταίνει, μόνο σαν πάθουμε φυματίωση οι μισοί Έλληνες θα ησυχάσει, γιατί τώρα που φάγανε όλα τα έτοιμα και μας ρημάξανε οι τοκογλύφοι του κερατά, δε μας δανείζει κανείς, οπότε θα κάθονται πάνω μας με το βούρδουλα οι γραβατωμένοι του ταμείου αυτουνού και ότι βγάζουμε απ’ τη δουλειά, θα το παίρνουν μόνοι τους κατ’ ευθείαν, κατάλαβες, ενώ μέχρι χθες το βούταγαν τα δικά μας σαΐνια, κράταγαν το κάτι τις τους τα παιδιά, και παραδίνανε στην πλουτοκρατία και τους δανειστές τα υπόλοιπα… Σιγά μην τα δίνανε για επενδύσεις και ανάπτυξη, έτσι ρίξανε το μαγαζί έξω και άντε να τους έχουν τώρα εμπιστοσύνη τα μεγάλα λαμόγια τα διεθνή… Βρε γι’ αυτό βάλανε τον άλλο να ζητήσει βοήθεια, θηλιά θα του δώσουν μαζί με το χρήμα, όχι όμως για το δικό του σβέρκο αλλά για το δικό μας, να αυτό έγινε και καταλήξαμε στο λυσσασμένο το Δου Νου Του σου, έτσι το ‘πιασα εγώ το ζήτημα.

Καλά όλο τέτοια θα συζητάμε, τα ναρκωτικά δεν σας απασχολούν καθόλου, η εγκληματικότητα, η τρομοκρατία…. Άσε τις εξυπνάδες Φωτεινή, άσε τις εξυπνάδες και πες καμιά ιδέα τι θα κάνουμε με την κρίση, Πώς να μην έχουμε και κρίση βρε παιδάκι μου, αφού αυτοί οι τύποι με το δίνε δίνε οι κολαούζοι τους, που ‘λεγες νωρίτερα, μάζεψαν όλο το χρήμα του πλανήτη και μπούχτισαν τόσο, που δεν ξέρουν τι να το κάνουν, το κρύψανε λοιπόν κι έτσι δεν περισσεύει τίποτα για μας, Αυτό καλέ ισχύει μόνο για τους ξένους, οι δικοί μας οι μεγαλοαστοί, που είναι άρχοντες να τους χαρώ γω και όχι λυσσάρηδες, το ‘καναν πισίνες στα προάστια, ακούς εσύ μεγαλείο με δεκαπέντε χιλιάδες κομμάτια, και οι άνθρωποι άλλοι μεν λησμόνησαν να τις δηλώσουν, κάποιοι δεν ήξεραν και τη διεύθυνση της εφορίας, έτσι είπαν, και οι υπόλοιποι έβγαλαν ανακοίνωση πως το ‘καναν, για να μην μπαίνουν σε πειρασμούς οι εφοριακοί και θέλουν και αυτοί μεγαλεία, ενώ έχουμε έλλειψη νερού, αλλά τώρα οι αρμόδιοι της προστασίας του πολίτη τους βρήκαν με τα ελικόπτερα, Ποια ελικόπτερα μωρέ Γεωργία, έχει η εφορία ελικόπτερα, με το γκουγκλ τους βρήκε παιδάκι μου εκείνη η γιαγιά με τις γίδες, και άκου να δεις, οι μάγκες οι φοροφυγάδες των βορείων προαστίων, καθώς και ένας γιατρός κλαίνε με μαύρο δάκρυ διότι, λέει, θα πληρώσουν ό,τι φόρο χρωστάνε αφότου έγιναν νεόπλουτοι, για να μάθουν να μην μοστράρουν το χρήμα και εκθέτουν την τάξη τους τα πουλάκια μου, Βρε Θεώνη, ποιοι νεόπλουτοι μου τσαμπουνάς έρμη, αυτοί νόμιμα έχουν τις πισίνες τους, καθόσον δηλώνουν ανάπηροι και τις χρειάζονται για φυσικοθεραπεία, άλλοι θεωρούνται παράνομοι που ζουν στα υπόγεια των πολυκατοικιών χωρίς άδειες παραμονής, καθώς και όσοι σκεπάζουν τα πεζοδρόμια της Ερμού με τη φτηνοπραμάτεια τους.

Καλά και όσοι κουβαλιούνται με τα ιδιωτικά τους τζετ για καφέ στην Ελβετία τι είναι, δεν είναι φοροφυγάδες αυτοί με τους λογαριασμούς τους εκεί πάνω, Καλέ αυτοί με το πολύ χρήμα πάνε οι άνθρωποι στο εξωτερικό για μασάζ, ώστε να μην επιβαρύνουν εδώ τα νοσοκομεία, αλλά λες εσύ πως θα πάψουμε επιτέλους να ‘χουμε λαμόγια, καταχραστές, τοκογλύφους, απατεώνες και πλουτοκράτες, Βρε σεις προσέξτε τι λέτε, αυτοί φύγανε από τη χώρα, τους έδιωξε με την πρώτη ο κύριος Πρωθυπουργός και ο υπουργός του ο προστάτης μας, Ποιος τους έδιωξε είπες, Ο Υπουργός που μας προστατεύει από το έγκλημα ντε, κανείς δεν τολμάει τώρα να κλέβει τον ιδρώτα μας, ούτε να μας εξαπατά, ούτε καν τα γκόλντεν μπόυς, που εσείς μεν τα ξεχάσατε, αλλά ο αρμόδιος κύριος Υπουργός όχι, άσε που επ’ ευκαιρία έπιασε και αυτούς με τα ντουφέκια και τους δυναμίτες, ακούς εκεί δυναμίτες μέσα στην πολυκατοικία!

Και πού ήθελες Θεώνη να έχουν τη δυναμίτη, σε λατομείο, ή στο κότερό τους, άνθρωποι του λαού είναι, σε πολυκατοικία μένουνε, δε μένουν σε παλάτι, μόλις η κυβέρνηση μοιράσει τις βίλες της πλουτοκρατίας που λέγαμε, θ’ αποκτήσουν κι αυτοί μαζί με μας το κάτι τις εν πάσει περιπτώσει και θ’ αλλάξουν γιάφκες, Να δεις, λέω, που θα πιάσει και τους υπόλοιπους, που πλούτισαν σουφρώνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία με το χρηματιστήριο και τα λοιπά, και τους άλλους που κέρδιζαν συνεχώς οι τυχεροί με τα στοιχήματα, και πρόσεξε σύμπτωση να είναι όλοι περί το ποδόσφαιρο και τα τέτοια οι καημένοι, Θα πιάσουν λέει, και όσους βιομήχανους πήραν δάνεια για επένδυση στην Ελλάδα, μα το ξανασκέφτηκαν και κατέληξαν σ’ άλλες χώρες γειτονικές, Και γιατί να μην το κάνουν αυτό το ψυχικό παρακαλώ, δεν έχουν μεγαλύτερη ανάγκη εκεί, άνθρωποι δεν είναι και κείνοι, μπράβο στους δικούς μας που έκλεισαν εδώ τα εργοστάσια, και τ’ άνοιξαν σε φτωχότερα μέρη, είναι διεθνιστές όχι παίξε γέλασε, Σωστάααα μόνο που γίναμε τώρα εμείς φτωχότεροι, Βρε μην ακούς τι λένε για φτώχια και κρίση, κόλπο είναι να μας δανείζουν οι Ευρωπαίοι και μόλις έρθουν τα λεφτά, μη μας είδατε μη μας απαντήσατε, βλάκες είναι οι δικοί μας να τα επιστρέψουν, θα τα επενδύσουν καταλλήλως προεκλογικά και έτσι θα ξαναψηφίσουμε τα διό μεγάλα, αθάνατα, κολπατζίδικα, ανθρωποκεντρικά, μάλιστα ανθρωποκεντρικά λέω και θαλερά κόμματα…

Μα ήδη μας έχουν κηρύξει σε πτώχευση, πώς θα κάνουν επενδύσεις, αν δεν εξοφλούν πρώτα τα δάνεια, Κηρύξανε βεβαίως αλλά πτώχευση του κράτους, τώρα θα ασχοληθούν με εμάς τη φτωχολογιά, θα μας βρουν μόνιμη δουλειά μέχρι τετάρτης γενεάς, ώστε να τους εξοφλήσουμε, τι νομίζεις εσύ, Και γιατί κλαίγεσαι, δουλειά δεν ήθελες, για ποιο λόγο απεργούμε σήμερα, δε φωνάζουμε πως θέλουμε δουλειά και όχι ανεργία, ιδού λοιπόν, Βρε δουλειά για δικό μου νιτερέσο θέλω και γω και όλοι, όχι δουλεία με εργασία προς όφελός τους, άσε με κάτω τώρα στον καημό μου, Καημός και κούμαρα, αν θες να δουλεύεις μόνο για τον εαυτό σου, πρέπει να το κερδίσεις αυτό το δικαίωμα, άντε λοιπόν, δε βλέπεις και τις άλλες που ‘ρχονται, τι θαρρείς πως φωνάζουν, το ίδιο με μας θέλουν, λοιπόν πάμε μαζί τους.

Ξεκινάμε, φώναζε η γυναίκα με το χέρι ψηλά, ενώ με τ’ άλλο προσπαθούσε να συγκρατήσει την εγγονή της που χοροπήδαγε, πάμε, ψηλά το χέρι Ασπασούλα, ψηλά κόρη μου τη γροθιά σου την αριστερή, σαν τη Μαρία μας, έτσι μπράβο, κοίτα τις άλλες καρδιά μου, εμπρός λοιπόν… Γιαγιά ποια είναι η Μαρία, Θα τη μάθεις ψυχή μου, θα τη μάθεις με τη σειρά, να την είχαμε τώρα μαζί μας, πρώτη παντού ήταν η Μαρία η Κυριακίδου με τη γροθιά υψωμένη, πρώτη ήτανε….

Μπροστά η ψηλή γυναίκα, αντάμα της η εγγόνα, που ‘δειχνε να ψήλωσε ξαφνικά, να σοβάρεψε, παραδίπλα οι άλλες, οι άνεργες, ο θυμός ανάκατος με απελπισία στο βλέμμα, οι μάνες, οι θυγατέρες, οι ανταριασμένες εργάτριες, οι πωλήτριες, οι νοικοκυρές, οι απολυμένες, όλες μαζί μια παρέα, μία η οργή για όλους, να τις έχεις απέναντί σου να τις τρέμεις, να τις έχεις δίπλα σου να παίρνεις κουράγιο, Εμπρός της γης οι Κολασμένοι, φώναζε η μπροστάρισσα, το κραύγασαν το σύνθημα οι υπόλοιπες και σειόταν ο τόπος, αντιβούιξε η πλατεία, οι δρόμοι, το πήρε ο άνεμος και πέρασε φαράγγια, πλαγιές, πέρασε θάλασσες και βουνά, σάρωσε φτωχόσπιτα και γειτονιές, ξεσηκώθηκαν πρώτα οι γυναίκες, γιατί αυτές κοιλοπονάνε στη γέννα, το ίδιο και στον ξεσηκωμό, αυτές πρέπει να βάλουν κάτι στο τσουκάλι, να ταΐσουν τα βλαστάρια τους… Εμπρός αδέρφια, κραύγαζαν, εμπρός, άλλη λύση από αγώνα δεν έχουμε…

Σχολιάστε