ΤΟ ΠΕΝΗΝΤΑΦΥΛΛΟ (διήγημα)

Το κράταγε διπλωμένο καθώς περπάταγε, τι περπάταγε δηλαδή, να τρέξει ήθελε, να προλάβει, μα δεν του ‘βγαινε, Μα ακριβό ρε γαμώ το, μουρμούραγε, ούτε το ‘χε προσέξει σαν το πήρε απ’ την υποδοχή στο ισόγειο, νόμισε πως είναι ενημερωτικό, ρώτησε όμως καλού κακού, Τόσο κάνει κύριε, απάντησε το κορίτσι και ντράπηκε αυτός, να πει πως η τιμή είναι τσιμπημένη, πάντως διέκρινε πως πρόκειται για τετράδιο με έγχρωμα εξώφυλλα. Δε φόρεσε τα γυαλιά του, δεν είδε τι ήταν οι ζωγραφιές και τα γράμματα, που ξεχώρισε αχνά με τη στραβωμάρα του.

Θυμήθηκε σαν ήταν πιτσιρικάς με τους άλλους, που μάζευαν τις δεκάρες, αγόραζαν τα δωδεκάφυλλα, τα έντυναν με μπλε κόλλα και τα μέτραγαν κάθε τόσο να δουν, συμπλήρωσαν όσα θα χρειάζονταν το Φθινόπωρο στο σχολείο; Ο ίδιος τα ‘κρυβε σε μιαν άδεια οβίδα, Από ποιον τα φύλαγα, αναρωτήθηκε, όλα κρύβονταν τη δεκαετία του ’50, τότε που οι μεγάλοι δεν απαντούσαν στις απορίες, ενώ τα γλίσχρα ζορίζονταν να ξετυλιχτούν απ’ τα τσεμπέρια, με πόνο και αγωνία βγαίνανε, κι αφού τέλειωναν κι από κει, τη θέση τους παίρνανε άλλου είδους νομίσματα, συνήθως αυγά. Αυτά παιδί μου είναι για την κακιά την ώρα, για γιατρό, για φάρμακο, να μην χαλάς ό,τι σου δίνουν στα κάλαντα και κάνας μπάρμπας σου, ώστε να παίρνεις τα τετράδια, άλλο βέβαια σαν διαπίστωνε ο δόλιος ο γονιός στο τέλος, πως πρέπει να συμβάλει.

Πώς του ‘ρθε τώρα το γάλα σκόνη, το κίτρινο τυρί της ΄΄βοήθειας΄΄, τι ήταν κι αυτή η βοήθεια πάλι, πέρασαν χρόνια να μάθει τι κρυβόταν πίσω της και πόσοι πλούτισαν κι από κει, Σαν και τώρα, μονολόγησε, το ίδιο δε γίνεται με τους παλιοκλέφτες παντού, ό,που οι πλουτοκράτες με τους στρατούς τους φέρνουν την καταστροφή…. ξεστράτισε ο νους του στο μουρουνέλαιο, ήρθε η γεύση στο στόμα του, στραβομουτσούνιασε σα να του το δίνανε εκείνη τη στιγμή, Έεε ηρέμησε, πήρες φόρα άνθρωπε, καταλάγιασε λαχανιασμένος, το μηχανάκι δε σήκωνε ανεξέλεγκτα νεύρα.

Έφτασε ιδρωμένος στη στάση, τη στιγμή που ξεκινούσε το λεωφορείο, Τι θες ρε, τα ‘βαλε με τον εαυτό του, ας έχανες κάνα κιλό, να περπατάς συχνότερα τεμπέλη… Ουφ, να μην πίνω ένα ουζάκι, άι στην ευχή, κατέληξε και κάθισε στο σιδερένιο πάγκο. Πρώτη φορά θα χρησιμοποιούσε αυτή τη διαδρομή, παλιότερα γύρναγε σπίτι του περπατώντας, τώρα ούτε του πέρασε απ’ το νου, τον βόλευε δηλαδή να το ξεχνάει, δεν το χώνευε να περπατάει επειδή έπρεπε, λέει, για λόγους υγείας, Όχι θα κάτσω να σκάσω, περπάτησα αρκετά στα νιάτα μου, φτάνει, βρήκε τη φτηνή δικαιολογία, σάμπως το χρώσταγε σ’ άλλον.

Να σε ρωτήσω, απευθύνθηκε στο παιδί, μπαίνει στην Πατησίων απ’ το τέρμα, ξέρεις, Μάλιστα κύριε και τα δυο που περνάν από δω…. να σας πω και αριθμούς, είναι το τάδε και το δείνα, συμπλήρωσε κοιτώντας τον πίνακα με τα δρομολόγια δίπλα στην κολώνα του ρεύματος. Αργούσαν τα ρημάδια, άρχισε να αδημονεί ο ηλικιωμένος, αδιάφορος κλώτσαγε τα χαλίκια ο πιτσιρικάς, κάθισε κάποτε κι αυτός στο παγκάκι, γύρισε τον κοίταξε εκείνος, Και δε μου λες, ποιανού είσαι, Γιατί, ξέρετε τον πατέρα μου, απόφυγε την απάντηση ο έφηβος, πλούσια μαλλιά ανάκατα, σγουρά σαν αφάνα σκέπαζαν σχεδόν ολόκληρο το κεφάλι του, καθαρό βλέμμα, ίσιο, παιγνιδιάρικο, σπίθες πέταγε, πυκνό χνούδι στο πρόσωπο που άρχιζε να σκουραίνει, δεν είχε γευτεί το πρώτο αιματοβαμμένο ξύρισμα, Να, μουρμούρισε, μοιάζεις με κάποιον, Και πώς τον λένε τον κάποιον που του μοιάζω, τι ν’ απαντήσει ο μεγάλος, που τον καπάκωσε το νιάνιαρο, γέλασε ξαφνικά ξαλαφρωμένος απ’ όλη τη βιασύνη του, Με συγχωρείς για την αγένειά μου, στράφηκε πάλι στο παιδί, αλλά να, θυμήθηκα ένα ανέκδοτο που μου ‘πε ο Νότης, μπορώ να σου το πω, ρώτησε και περίμενε να δει, θα τσιμπήσει ο σπόρος, Αμέ, αν προλάβετε, Δεν έχω το χάρισμα να τα λέω καλά, αλλά τέλος πάντων, λοιπόν, φτάνει στο χωριό στην Κρήτη ένας Κινέζος,  Από που ‘σαι σύντεκνε, τον ρωτά ο χωρικός με τα στιβάνια και την κατσούνα, Από την Κίνα κύριε, απαντά εκείνος, Ααα, απ’ την Τσίνα κι από πσια πόλη μαθές, Απ’ το Πεκίνο, Ααα απ’ το Πετσίνο και κρατάς μέσα απ’ το Πετσίνο, Μάλιστα κύριε, Μμμμμ και πσοιανού είσαι απ’ το Πετσίνο; Ξέσπασε στα γέλια το παιδί, χτύπαγε τις παλάμες του, έσπασε ο πάγος, Κατάλαβες λοιπόν και μένα, να σε ρωτάω στην Αθήνα ποιανού είσαι, έτσι κάνουμε εμείς απ’ τα χωριά, δεν είδες τη διαφήμιση με τις αγρότισσες, θέλουμε να μαθαίνουμε ποιος περπατάει στον τόπο μας, άσε που ρώτα ρώτα στο τέλος βγαίνει και συγγένεια κάπου στο βάθος, οπότε άμα λάχει τον φιλεύουμε κιόλας, να μας συγχωρείτε εσείς της πρωτεύουσας, Μα τι λέτε κύριε, αλλά πέστε μου, σε ποιον μοιάζω, Ξέρεις, του απάντησε κομπιάζοντας, σε πέρασα για εγγόνι ενός Καλαμπόγια, μοιάζεις πολύ σ’ εκείνον, Δεν τον ξέρω κύριε, ποιος είναι, επέμεινε χωρίς καμιά πλέον επιφύλαξη ο έφηβος, άχνισαν τα μάτια του άλλου, Ήταν απ’ τους Ασυμπίεστους, ψυθίρισε, δούλευε για τον κόσμο, συχνά ήταν σ’ εκείνο το σπίτι, το βλέπεις, συμπλήρωσε και το παιδί τον καλοκοίταξε με έκπληξη, αφού έπιασε τη συγκίνηση του ασπρομάλλη. Πετάχτηκαν πάνω κι οι δυο τους, είχε φτάσει το λεωφορείο, είχε αδειάσει τους ντόπιους και ετοιμαζόταν να φύγει.

Οι δυο επιβάτες, που τους χώριζε μισός αιώνας, πρόλαβαν κι ανέβηκαν, μ’ ένα σάλτο κι έμεινε όρθιος ο μικρότερος, με κάποια δυσκολία και κάθισε ο μεγάλος αμίλητος, Μη νομίσει το παιδί τίποτ’ άλλο, σκέφτηκε, έτσι όπως κατάντησε ο κόσμος…. Αφαιρέθηκε στη διαδρομή, καβατζάροντας το νεκροταφείο μελαγχόλησε πάλι, τον έπνιξαν τα δικά του, φόρεσε τα γυαλιά, άνοιξε το διπλωμένο τετράδιο, κι  άρχισε να διαβάζει στο εξώφυλλο, απορροφήθηκε ενώ πλησίαζαν στην αρχή της Πατησίων. Καλό μεσημέρι κύριε, τον αιφνιδίασε ο νεαρός με το καθάριο βλέμμα κι όλα τα καλά και τα αισιόδοξα πάνω του, ήταν έτοιμος να κατέβει, Επίσης, σ’ ευχαριστώ, ο ασπρομάλλης, να παρ’ το, του έτεινε ξαφνικά το τετράδιο, αιφνιδιάστηκε το παιδί, πάρ’ το να χαρείς θα σου χρειαστεί, επέμεινε.

Αργούσε το φανάρι, τον πήρε το μάτι του να περπατάει κοιτάζοντας το τετράδιο, ξαφνικά σταμάτησε, έδειξε να προσέχει περισσότερο, Στραβωμάρα, τον αποπήρε χειρονομώντας κάποιος ερχόμενος πίσω του κι έπεσε πάνω του, δε σταματάνε ούτε διαβάζουν μες στη μέση στο δρόμο, όρμισε τρέχοντας και χοροπηδώντας το παιδί στην Πατησίων, ανέμιζε το τετράδιο, ανέμιζαν και τα μαλλιά του ωραία κι ατίθασα σαν κι αυτόν, σαν τη γενιά του, Είναι του Ρίτσου κύριε, γι’ αυτό καταλάβατε κύριε, είναι δικός μας της νεολαίας και μ’ αρέσει ο Μεγάλος, μεγαλείο στίχοι κύριε, μα είχε  απομακρυνθεί ο άλλος, Θα μπω και  εγώ στη Νεολαία, ναι θα μπω, έξω φωνή δυνατά το τζίνι και τρέχοντας δίπλα στο λεωφορείο, Τι είναι κύριε η κατσούνα, δε μου ‘πατε και οι Ασυμπίεστοι τι είναι, ξαναρώτησε και τον άκουγε όλη η Πατησίων, μα δεν αργοπόρησε ο οδηγός και πάτησε γκάζι χαμογελώντας, ήξερε τούτος τις απαντήσεις.

Θα μάθεις φίλε μου, σίγουρα θα μάθεις, τεντώθηκε στο κάθισμα ο ασπρομάλλης… ορίστε τα δυο Ευρώ με τη γκρίνια σου, ορίστε, συμπλήρωσε στον εαυτό του, είχε όμως μια διάθεση, άλλο πράμα.

Σχολιάστε